Πέρυσι το καλοκαίρι, σε περίπτωση που έχει διαγραφεί από τη μνήμη, ήταν (ακόμα) μια μεταβατική περίοδος στο κομμάτι των ζωντανών εμφανίσεων. Ανάμεσα σε μέτρα και ημίμετρα, πολλοί καλλιτέχνες έδωσαν το παρόν μπροστά από το κοινό τους. Και κάπου εκεί, ένας μυστηριώδης τύπος με σημαντική προϊστορία στην mainstream pop τραγουδοποιία που ακούει στο όνομα Die Arkitekt και λατρεύει, κατά πως φαίνεται, ορισμένες πολύ καλαίσθητες μάσκες. Το “Kaval” με τη συμμετοχή της Kid Moxie στα φωνητικά προσγειώνεται στα ακουστικά μας και εμείς ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ιδιαίτερη ηλεκτρονική/techno φιλοσοφία του, πάντα υπό το φίλτρο μιας εύπεπτης, ποπ (με την καλή έννοια σαφώς) αντιμετώπισης.
Δεν έχει συμπληρωθεί ούτε μήνας από το ντεμπούτο album του, Dark Colors, το οποίο, εκτός από την άμεσα αναγνωρίσιμη αισθητική του, τόσο στον ήχο όσο και στην εικόνα, διαθέτει εντυπωσιακό ρόστερ στο κομμάτι της ανάληψης φωνητικών καθηκόντων: Λένα Πλάτωνος, Τάμτα, Charity Kase, Vassilina, εκτός της προαναφερθείσας Kid Moxie. Επομένως δεν θα μπορούσαμε να βρούμε καλύτερη αφορμή για να μιλήσουμε μαζί του.
Η κουβέντα δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινήσει από το πώς και το πότε το project του “Die Arkitekt” εδραιώθηκε ως πυρήνας των καλλιτεχνικών του ανησυχιών, παραγκωνίζοντας εν μέρει την καριέρα του στη σύνθεση αμιγώς ποπ κομματιών για άλλους καλλιτέχνες: «Το pop songwriting κομμάτι της καριέρας μου σταμάτησε πολύ καιρό πριν ξεκινήσει το project “Die Arkitekt” - μεσολάβησε στρατός, μετά πήγα Λονδίνο (μεταπτυχιακό πάνω σε μουσικές σπουδές), έκανα διάφορα πράγματα εκεί. Σιγά σιγά εξελίχθηκε σε αυτό που ακούς σήμερα. Σκέψου ότι είχα ξεκινήσει να γράφω πράγματα πολύ διαφορετικά ακόμα και όταν επίσημα βρισκόμουν στη συνομοταξία του pop songwriting. Είχα πάντα μια πειραματική πλευρά μέσα μου. Έκανα ένα διάλειμμα περίπου 4 χρόνων – γνώρισα καλλιτέχνες εκεί, γνώρισα μια άλλη προσέγγιση στη μουσική, από ανθρώπους που δεν είχαν μεγαλώσει στην Ελλάδα και δεν είχαν επαφή με το λαϊκό ας πούμε. Δεν είχα ακριβώς πλάνο για το που θα πάω αλλά ήξερα ότι καταστάλαξα σε αυτά τα νερά , ότι αυτός θέλω να είναι πάνω κάτω ο ήχος μου.
Το παρόν πόνημα ήταν αποτέλεσμα μιας τρίχρονης ενδοσκόπησης που έφτασε εδώ. Δεν έχω σταματήσει το αμιγώς pop songwriting, είμαι ανοιχτός σε κάποιο πιθανό ενδιαφέρον project, απλά ο χρόνος μου είναι αφιερωμένος περισσότερο στον Arkitekt. Έχω μοιράσει το χρόνο μου 80-20 – αν ήταν 50-50 δεν θα μπορούσα να αφοσιωθώ τόσο στον Arkitekt καθώς θα με αποσπούσε το άλλο κομμάτι. Εξ’ ου και η ποσοστιαία "βαρυτική έλξη". Πάντα αυτά που έγραφα για τον εαυτό μου ήταν πιο σκοτεινά, πιο πειραματικά, θέλεις όμως χρόνο να αποστασιοποιηθείς από το κυνήγι του ραδιοφώνου ώστε να μπορείς να πάρεις μια ανάσα, μια απόσταση, να καθαρίσει το μυαλό σου και να γίνει ένα reset. Για μένα έτσι δούλεψε».
Ακούγοντας τον δίσκο, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι έχεις γαλουχηθεί μουσικά με ποικίλα (και τελείως διαφορετικά μεταξύ τους) ερεθίσματα, παρ’ όλ’ αυτά ο ήχος σου είναι – με την καλύτερη δυνατή έννοια – άμεσος και εύπεπτος.
«Χαίρομαι που η ποπ πλευρά μου είναι αρκετά εμφανής. Ο πυρήνας μου θεωρώ ότι έχει μια ποπ κατανόηση, μια ποπ δομή. Αποζητώ το μοτίβο κουπλέ-ρεφρέν, μου αρέσει ένα τραγούδι να είναι εύληπτο. Έχω βέβαια κομμάτι στο δίσκο που δεν υπάγεται σε αυτή τη φόρμα. Ο πειραματισμός έρχεται λίγο πριν τη συγγραφή. Εντούτοις, αν σταθώ στην πλευρά του κοινού, το να καταπιαστώ με τέρμα πειραματικές δομές (όπως θα λέγαμε ότι κάνει η Arca) δεν είναι εύκολα ταξινομήσιμο στο κεφάλι μου – δυσκολεύομαι να αντιληφθώ το που ακριβώς απευθύνεται με την έννοια του ποιος το καταναλώνει, που παίζεται κοκ. Θα ακούσω αυτή τη μουσική π.χ. όταν θέλω να πάρω ιδέες. Για μένα είναι άλυτο αυτό. Ενώ αυτά τα υλικά είναι χρήσιμα για μένα κατά τη διάρκεια της συγγραφής, όταν εγώ καλούμαι να πάρω τη θέση του να συναρμολογήσω ένα δικό μου κομμάτι, θέλω να είναι πάντα πιο τακτοποιημένο. Είναι το πώς αντιλαμβάνομαι εγώ τα πράγματα. Εκεί που το πάω ένα βήμα παραπέρα είναι οι στίχοι, θέλω να πάω τον ακροατή ένα βήμα παραπέρα σε αυτό το κομμάτι. Δεν είναι κάποια συνταγή όλο αυτό, έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνομαι εγώ τη μουσική».
Φωτογραφία.: Ανάργυρος Μπουζούκης
Σχετικά με το μουσικό background του Die Arkitekt τι συμβαίνει όμως; «Από πολύ μικρός παίζω κιθάρα και πιάνο, κλασική παιδεία. Η οποιαδήποτε παιδεία σε βοηθάει να βάλεις τις γνώσεις σου σε μια σειρά – η τέχνη άλλωστε έχει μέσα της την έννοια της τεχνικής. Υπάρχουν πολλοί αυτοδίδακτοι μουσικοί, αλλά ίσως σπουδάζοντας μουσική σου δίνεται ένα πλεονέκτημα χρόνου (σε σχέση με το να καθόσουν να τα έψαχνες ολομόναχος). Βέβαια η επαφή με την κλασική μουσική είναι πάντα χρήσιμη – τουλάχιστον αυτό λέει η δική μου εμπειρία, σαν άκουσμα είναι ένα πολύτιμο πράγμα».
Ο δίσκος χαρακτηρίζεται εν μέρει από πολυφωνίες – τόσο στο μουσικό όσο και στο γλωσσολογικό κομμάτι – αλλά και από προσεκτικά διαλεγμένες συνεργασίες: «Μπορώ να χάσω το μυαλό μου με βουλγαρικές αρμονίες (σ.σ.: βασική επιρροή για το “Kaval”). Μια τεράστια βουλγαρική χορωδία μου έρχεται κατά νου, τραγουδάει κλασικά folk τραγούδια της χώρας τους – οι αρμονίες που κάνουν, κουβαλώντας παιδεία και μουσική συναίσθηση παιδεία πολλών ετών, είναι συγκλονιστικές. Μου φαίνεται τόσο genuine, τόσο αυθόρμητο και ήθελα οπωσδήποτε να μπει στο δίσκο. Στον δίσκο ακούγονται ελληνικά, αγγλικά, ισπανικά, βουλγαρικά και γεωργιανά. Ήταν και ένα κομμάτι με γερμανικούς στίχους που δεν μπήκε εν τέλει. Δεν με ενδιαφέρει ποια γλώσσα συγκεκριμένα θα ενταχθεί στο σύνολο, θέλω να κάθεται καλά στα αυτιά μου.
Με την Τάμτα γνωριζόμαστε μια δεκαετία τουλάχιστον. Είναι μια huge pop star στα εγχώρια, είναι φοβερά ανοιχτόμυαλη, ψάχνεται συνέχεια και θέλει να πειραματίζεται γενικά – όπου έχει την ευκαιρία να κάνει κάτι διαφορετικό στο μουσικό/αισθητικό κομμάτι το κάνει. Δεν θυμάμαι ακριβώς πως προέκυψε το “FACE” σαν κομμάτι, ίσως είχα κάτι samples και να ήθελα να τα εντάξω. Μου ταίριαξε να βάλω ένα clean, prominent pop icon στο κομμάτι, της το έστειλα και ανταποκρίθηκε αμέσως. Αν εξαιρέσεις την Τάμτα, οι συνεργασίες στο δίσκο μου είναι με άτομα που τους ήξερα και τους εκτιμούσα σαν καλλιτέχνες αλλά όχι προσωπικά. Την Charity Kase μου την είχε προτείνει ένας φίλος μου από Λονδίνο χωρίς να γνωρίζονται προσωπικά σκέψου, απλά έστειλα ένα μήνυμα και έγινε το collaboration».
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά σου είναι το άμεσα αναγνωρίσιμο οπτικό κομμάτι το οποίο είναι αναπόσπαστο συστατικό του ευρύτερου performance και δένει αβίαστα με τον ήχο του. Κάποια σημεία αναφοράς που το ενέπνευσαν αυτό; «Η βασική μου επιρροή στο κομμάτι του visual είναι ο οίκος Maison Margiela. Συγκεκριμένα ίσως από μια κολεξιόν του 2013. Είναι ένα fashion statement, κατά καιρούς δοκιμάζω διαφορετικές μάσκες, χωρίς να σημαίνει ότι είναι κάτι μόνιμο. Μπορεί κάποια στιγμή να βγω και χωρίς αλλά για την ώρα μου αρέσει αυτό. Πάντα προσπαθώ να βγάλω μια audiovisual εικόνα, ήδη από όταν γράφω τη μουσική κάνω εικόνα μια πιθανή οπτικοποίηση. Η εικόνα με τον ήχο πάει για μένα χέρι-χέρι. Με αφορά η αισθητική, με ολοκληρώνει σαν καλλιτέχνη».
Και με τα live τι γίνεται; «Πρώτο live που έκανα ως Arkitekt στην Ελλάδα ήταν πέρυσι το καλοκαίρι στο ΚΠΙΣΝ – είχα ήδη αποκτήσει εμπειρία κάνοντας εμφανίσεις σε clubs στο Λονδίνο πριν από αυτό. Μου αρέσουν γενικά το οργανωμένα πράγματα στο κομμάτι “live”, με ό,τι κι αν συνεπάγεται αυτό. Έχω πει όχι σε πράγματα τα οποία δεν κολλούσαν με τη δική μου αίσθηση οργάνωσης, μου αρέσει να υπάρχουν προϋποθέσεις. Υπάρχουν σε όλη την εξίσωση και οι ιδιαιτερότητες του act μου (εξοπλισμός, visual κομμάτι) όσον αφορά το staging που κάνω».
Και αν σου έλεγαν να γράψεις εκ νέου το score για μια ήδη υπάρχουσα ταινία; «Θα έκανα το Dune – αλλά ήδη ο Hans Zimmer έχει κάνει μια δουλειά που θεωρώ αξεπέραστη, όπως και για το τελευταίο Blade Runner – ας σημειωθεί βέβαια ότι το Blade Runner το αγάπησα με Βαγγέλη Παπαθανασίου). Ίσως το να συνθέσω μουσική για κινηματογράφο να είναι ένα καλλιτεχνικό μου «απωθημένο», ας πούμε, ή έστω ίσως γίνει κάποτε».
Πλάνα για το άμεσο μέλλον; «Έχω στο μυαλό μου να κάνουμε άλλα δύο clips, το ένα σίγουρα για το Colors, το άλλο δεν ξέρω ακόμα ποιο θα είναι. Το δίσκο τον δουλεύω σίγουρα πάνω από δύο χρόνια. Τώρα που βγήκε αισθάνομαι ότι μπορώ να πάρω μια ανάσα και να ξαναβουτήξω στο συγγραφικό/δημιουργικό process».
Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο μοτίβο στο process της δημιουργίας ενός κομματιού; «Δεν έχω κάποια συγκεκριμένη διαδικασία στο να σκαρφίζομαι μια σύνθεση. Συνήθως μου έρχονται στο άσχετο αλλά έχει συμβεί να κάτσω και να πω «τώρα θα γράψω» και να μου βγει υλικό».
Επιρροές/αγαπημένοι καλλιτέχνες; «Αγαπημένοι μου artists/influences: Bjork σίγουρα μέσα στην τριάδα, αγαπημένη μου καλλίτεχνις ίσως, Leonard Cohen, Λένα Πλάτωνος και Χατζιδάκις – τον τελευταίο τον ακούγαμε πολύ στο σπίτι και μου έμεινε. Επίσης τα scores/soundtracks με έχουν επηρεάσει πολύ στον τρόπο που γράφω. Είμαι μεγάλος θαυμαστής της μόδας χωρίς επ’ ουδενί να είμαι expert – Margiela, Balenciaga, Alexander McQueen.
Πραγματικά δεν έχω “guilty pleasures” – δεν έχω καμία ενοχή σε οτιδήποτε ακούω, δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ. Το θεωρώ λίγο δήθεν να μην «αποκαλύπτεις» κάτι που σου αρέσει πραγματικά. Έχει να κάνει και με το mindset της στιγμής το τι μπορείς να ακούσεις – ας πούμε το τσίπουρο δεν κατεβαίνει με Debussy – δεν μπορούμε να ακούμε όλη την ώρα όπερα!».
Φωτογραφία: Δημήτρης Γκέλμπουρας
Ποιο το πρόγραμμα για το καλοκαίρι που μας έρχεται από άποψη εμφανίσεων; «Το καλοκαίρι δεν θα μπορούσε να έχει ξεκινήσει καλύτερα από την εμφάνιση μου με την Λένα Πλάτωνος στην σκηνή του ADAF. Ήταν πραγματικά μια μαγική εμπειρία και μεγάλη μου τιμή να μοιραστώ την σκηνή με ένα τέτοιο θρύλο. Υπάρχουν διάφορα άλλα προγραμματισμένα live Αθήνα και Λονδίνο για το καλοκαίρι που θα ανακοινωθούν σύντομα. Το επόμενο θα είναι στις 11 Ιουνίου στα πλαίσια του pride week στην πλατεία Κοτζιά όπου θα παρουσιάσω τον δίσκο μου και θα είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο. Θα ακολουθήσουν κάποιες εμφανίσεις στο Λονδίνο τον Ιούλιο ενώ δεν μπορώ να περιμένω και για το φεστιβάλ Phaex τον Αύγουστο στην Κέρκυρα, όπου θα μοιραστώ την σκηνή με τεράστια ονόματα της techno όπως Deborah de Luca, Ilario Alicante, Nastia, 999999999 και άλλους».