Μια μίνιμαλ σελίδα στο Bandcamp και ένα ακόμα πιο μίνιμαλ κανάλι στο YouTube με τον τίτλο “BAD LIVER TV”: τα επίσημα δακτυλικά αποτυπώματα της δισκογραφικής επιστροφής – και πρώτης σόλο δισκογραφικής δουλειάς – του Noda Pappa (κατά κόσμον Επαμεινώνδας Παππάς) παρουσιάζουν τον καινούριο δίσκο με διακριτικότητα, αφήνοντας τη μουσική και τη γενικότερη αισθητική να μιλήσουν από μόνες τους. Ακόμα δε πιο μίνιμαλ ο τρόπος και τα μέσα κυκλοφορίας – 31 Ιανουαρίου αποκτήσαμε πρόσβαση στη digital εκδοχή του Piano In The Shower μέσω της Just Gazing Records, ενώ 16 Φεβρουαρίου κυκλοφόρησε η κασέτα.
Πολύχρωμα πουκάμισα, γραφικά και σκίτσα, retro αισθητική-χρονομηχανή κατευθυνόμενη προς τα τέλη ‘60s/early ‘70s και λειτουργικότατα συναρπαστικές ηχητικές αναφορές στο glam και στην ψυχεδέλεια – αυτά είναι τα υλικά με τα οποία παρασκεύασε το τελευταίο του πόνημα ο πάλαι ποτέ τραγουδιστής/κιθαρίστας ενός εκ των πραγματικά σπουδαίων εγχώριων συγκροτημάτων των ‘10s – των Acid Baby Jesus. Ένας δίσκος που, χρονολογικά και μόνο, έπεσε «θύμα» της παγκόσμιας κρίσης του COVID-19, κατάφερε ωστόσο να βρει το δρόμο του με διετή σχεδόν καθυστέρηση. Κακία δεν του κρατάμε, μας αποζημιώνει με το υλικό αν μη τι άλλο. Κάτι λένε επίσης για το καλό πράγμα που αργεί, έτσι δεν είναι;
Μαζί με το δίσκο άργησε και η αφορμή/ευκαιρία να συνομιλήσουμε με τον άνθρωπο που βρίσκεται πίσω από αυτόν. Οι συγκυρίες μας «ανάγκασαν» να συνομιλήσουμε μέσω mail, εντούτοις είναι εντυπωσιακό το πόσο «ζωντανές» διαβάζονται οι απαντήσεις του πάνω σε ένα άχαρο και άψυχο έγγραφο Word (ωραία σημειολογική διαμετρική αντίθεση με το τι πρεσβεύει αισθητικά ο δίσκος του, αν με ρωτάει κανείς).
Όπως γράφτηκε προηγουμένως, ο δίσκος βρισκόταν στο ντουλάπι εδώ και μια διετία, συγκεκριμένα, όπως μας λέει, «από τον Μάρτιο του 2020». Μήπως αισθάνθηκε την ανάγκη να αξιοποιήσει το χρονικό διάστημα που του προσέφεραν απλόχερα αυτά τα δύο χρόνια ούτως ώστε να προσδώσει στο υλικό – μέσω μικρών έστω παρεμβάσεων – μια «αίσθηση επικαιρότητας»; «Δε σκέφτηκα να τον πειράξω, καθώς πέρα από το ποσό ολοκληρωμένος και άρτιος μου ακούγεται, είναι ένα προσωπικό στιγμιότυπο από μια περίοδο της ζωής μου που μόνο έτσι βγάζει νόημα». Συμπληρωματικά με την πρώτη ερώτηση, το ομότιτλο κομμάτι βγάζει κάτι από εγκλεισμό: άραγε κλείνεται στο μπάνιο και ηχογραφεί με το synth του ενώ οι γείτονες χτυπούν την πόρτα, μάλλον ενοχλημένοι; Υπάρχει κάποια πραγματική σαν έμπνευση πίσω από το συγκεκριμένο; «Όταν έγραφα τη μουσική για το συγκεκριμένο κομμάτι, μιλούσα με τον Bjenny Montero (σ.σ.: εξαιρετικός Αυστραλός κομίστας/μουσικός, υπεύθυνος εν πολλοίς για το visual κομμάτι του δίσκου) σε chat, ο οποίος μου περιέγραφε το πως του χτυπούσαν οι γείτονες του τη πόρτα επειδή έπαιζε synth και το άρπαξε από ντροπή και μπήκε μέσα στο μπάνιο και άνοιξε το ντους. Κάτι παρόμοιο μου είχε συμβεί και μένα επειδή έγραφα το δίσκο κυρίως πολύ αργά το βράδυ, όποτε μας φάνηκε και στους δυο πολύ αστείο. Επίσης έκανε ένα σχέδιο και το ανέβασε στο twitter και κόσμος άρχισε να γράφει στίχους (μερικούς από τους οποίους χρησιμοποίησα κιόλας), όποτε ήταν κάπως παγκόσμιο songwriting».
Αν ο Bjenny Montero υπήρξε ο ένας εκ των δύο βασικών συνεργατών του Νώντα στο Piano In The Shower, ο άνθρωπος που τον βοήθησε περισσότερο μουσικά υπήρξε ο δικός μας Σέργιος Βούδρης (πολυοργανίστας, γνωστός μεταξύ άλλων από τις συμμετοχές του σε Prins Obi & The Dream Warriors και Voyage Limpid Sound) στην παραγωγή, την ενορχήστρωση και οργανοπαιξία, αλλά και κάπου που ενδεχομένως να μην περιμέναμε: «Έχει επίσης γράψει μερικές γέφυρες! Ήταν πολύ καλή εμπειρία η συνεργασία μας, όντας πολύ καλός τραγουδιστής με βοήθησε να βγάλω προς τα έξω φωνές τις οποίες δεν ήμουν καν σίγουρος ότι είχα. Θα είμαι για πάντα ευγνώμων προς το Σέργιο».
Καταλαβαίνουμε ότι για τον Noda, η πρώτη σόλο δουλειά υπήρξε μια άκρως διασκεδαστική εμπειρία – η μετάβαση ωστόσο από μια συλλογική προς μια (πιο) μοναχική δισκογραφική δραστηριότητα ήταν κάτι που σχεδίαζε καιρό ή προέκυψε αβίαστα και ίσως αναπάντεχα; «Προέκυψε συγκυριακά», υποστηρίζει, «ήταν ανάμεσα από περιοδείες και σε περίοδο που δεν κάναμε πρόβες επειδή ο κιθαρίστας μας μένει στο Βερολίνο. Οπότε είχα όλα αυτά τα τραγούδια που τότε μου φαινόντουσαν βάρος να φορτώσω στη μπάντα λόγω του χαρακτήρα τους». Ψηλαφώντας το από πού μπορεί να αντλεί έμπνευση/επιρροή ο δίσκος, δεν μπορείς να παραβλέψεις τις διακριτές αναφορές στο έργο του σπουδαίου παγκόσμιου πρέσβη του glam, Marc Bolan. Του το αναφέρω – για καλό, ντε. «Σίγουρα άκουγα πολύ ευρωπαϊκό glam και Marc Bolan, μου αρέσει πολύ η παραγωγή των δίσκων του και ο τρόπος που παίζει κιθάρα.» Περαιτέρω επιρροές; «Άκουγα επίσης Beach Boys, George Jones, Carpenters, Burt Bacharach, Joni Mitchell, Prefab Sprout και Byrds».
Αδιαμφισβήτητα αποτελεί μια από τις περιπτώσεις δημιουργών που φέρνουν έναν vintage late 60s-early 70s αέρα (psychedelic/glam rock γαρ) στη σκηνή, τόσο ηχητικά όσο και εικονογραφικά, με τρόπο που αποτελεί αυθεντικό καλλιτεχνικό statement και όχι επιτηδευμένα αναχρονιστικό ή οπισθοδρομικό. Πιστεύει και ο ίδιος ότι οι αναφορές σε αυτή την εποχή γνωρίζουν άνοδο και υπάρχει ένα γενικότερο κλίμα εναγκαλισμού με τα προαναφερθέντα ρεύματα ή ότι αυτές οι εποχές ανήκουν στο αμετάκλητο παρελθόν κατά την πλειοψηφία της συλλογικής συνείδησης; «Δεν είναι τα ‘90s της μόδας τώρα; (χαχα) Ευχαριστώ [σ.σ.: για την παρατήρηση]! Απλά ακολουθώ τον ήχο που με απελευθερώνει και που κάνει τα τραγούδια μου να λάμπουν, είναι ο ήχος των εμπειριών μου και της ζωής μου. Δε θεωρώ τον εαυτό μου πιουρίστα των ‘60s και ‘70s αλλά αν είναι αυτό που βγαίνει προς τα έξω, τότε το δέχομαι!»
Μιας και προηγουμένως αναφέρθηκε το εικονογραφικό κομμάτι της δουλειάς του, το κλιπ για το ομότιτλο κομμάτι αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη, δεδομένου του ότι πολλοί καλλιτέχνες επιλέγουν την προώθηση κομματιού μέσω οπτικοποίησης με διαδικαστικό και εν τέλει υποτυπωδώς επικουρικό τρόπο. Εδώ μοιάζει να έχει παραχθεί από το ίδιο άτομο που σκαρφίστηκε τη μελωδία. Έχει να μας πει κάποια ιστορία πίσω από τη σύλληψη/εκτέλεση του βίντεο; «Το δουλέψαμε σε απόσταση με τον Salvador Cresta, ο οποίος μένει στην Αργεντινή. Ήταν σε περίοδο καραντίνας, οπότε μου είπε απλά να τραβήξω video τον εαυτό μου να τραγουδάει το κομμάτι και αυτός να το βάλει σε ένα κόσμο. Πήγαμε σε ένα studio φωτογραφίας με τη κοπέλα μου τη Σάντρα και ένα μπουκάλι Mezcal και το τραβήξαμε σε μερικές ώρες».
Ακούγοντας το εναρκτήριο “Cemetery Road”, το drum pattern του τελείως συνειρμικά μου έφερε κατά νου τον έτερο παγκόσμιο πρέσβη του glam, έναν David τον οποίο το ληξιαρχείο του τον γνωρίζει ως “Jones” και ο υπόλοιπος πλανήτης ως “Bowie”. Όταν ηχογραφούσε το διαβόητο “The Idiot” με τον Iggy Pop στο Βερολίνο, υπήρξε μια μεταξύ τους διαφωνία σχετικά με το περίφημο “Nightclubbing”: ο Iggy ήθελε να κρατήσει το πρωτόλειο beat που παρήχθη από drum machine ενώ ο Bowie ήθελε να το ενορχηστρώσει με φυσικά drums (ευτυχώς κέρδισε ο πρώτος). Μήπως το “Cemetery Road” είναι αυτή η «φυσική» αποτύπωση του drum machine που χρησιμοποιήθηκε στο “Nightclubbing” – και άρα μικρό κλείσιμο ματιού στον Bowie;
«Προσπαθώ πάντα να κλείσω το μάτι στον Bowie, μόνο για να δω ότι μου το έχει κλείσει πρώτος αυτός».
Λίγο πριν το τέλος της συνέντευξης, οφείλουμε να μάθουμε τι βρίσκεται στην playlist (ή, σαν μια πιο τολμηρή ερώτηση, στο μυαλό) του αυτή τη στιγμή: «Legendary Pink Dots, In Trance 95, Duncan Browne, Hamid El Shaeri, Saber Rider, Griselda, Franco Battiato και Άκη Πάνου».
Αν νομίζεις κι εσύ ότι οι In Trance 95 και ο Άκης Πάνου θα έπρεπε να μπαίνουν στην ίδια πρόταση πιο συχνά, σήκωσε το χέρι σου. Δεν θα το δω ποτέ δυστυχώς, αλλά ξέρω ότι συμφωνείς – η ευρεσιτεχνία θα ανήκει πάντοτε στον Noda Pappa.
Υ.Γ.: Παραφράζοντας τον Christopher Walken, μήπως θεωρεί ότι το ”Sleepless Town” χρειάζεται περισσότερο cowbell;
«Αν το cowbell σημαίνει αγάπη, τότε ναι»
https://open.spotify.com/artist/2paLhI1PagfBYgPLIZStsB