Το κουδούνι γράφει «Αργύρης και Δάφνη». Είναι Παρασκευή, όπως αυτές που επανέρχονται συχνά-πυκνα μέσα στην ταινία που με οδήγησε σε αυτή τη (βροχερή) γειτονιά του Μετς. Μια ταινία, βέβαια, που όπως μαρτυρά ο τίτλος της, ψάχνει όλο της το νόημα στις Δευτέρες.
Στο μπαλκόνι βγαίνει ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος και μας ανοίγει πριν καν χτυπήσουμε. Έχει ολοκληρώσει εδώ και καιρό την τέταρτη ταινία του, Monday, που γυρίστηκε το 2018, έκανε φεστιβαλική πρεμιέρα το 2020 στο Tribeca Film Festival, αλλά θα έπρεπε να περιμένει έναν και βάλε χρόνο και μια πανδημία μετά, για να βγει σε λίγες μέρες από τώρα στις ελληνικές, θερινές αίθουσες.
Το Monday είναι και η πρώτη ταινία του σκηνοθέτη που «μιλάει» αγγλικά. Μια διεθνής παραγωγή με πρωταγωνιστές την Denise Gough και τον Sebastian Stan που αναλαμβάνουν τους ρόλους δύο φαινομενικά παράταιρων συντρόφων, που από το ευκαιριακό σεξ σε μια ελληνική παραλία, καταλήγουν να χτίσουν μια νέα από κοινού ζωή στην ολοζώντανη Κυψέλη.
Σχεδόν μια πενταετία μετά το Suntan, ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος θέλει να πει και πάλι μια ιστορία αγάπης που τσαλακώνεται, αυτή τη φορά από την αναπόφευκτη τριβή της καθημερινότητας, την απομάγευση που κρύβει το ρεαλιστικό βάρος μιας Δευτέρας.
Για τον ίδιο, βέβαια, οι μέρες έχουν μικρή σημασία. Όχι, όμως και η ανομολόγητη αλήθεια που κρύβεται μέσα τους...
Πρώτη αγγλόφωνη ταινία. Ήταν το ίδιο εύκολο να δουλεύεις με τους ηθοποιούς σε μια άλλη γλώσσα; Είναι το ίδιο γιατί η βασική γλώσσα είναι αυτή του φιλμ. Με τον ίδιο τρόπο γυρίζονται οι ταινίες ανεξαρτήτου γλώσσας, budget, ηθοποιών. Υπάρχουν χίλιοι τρόποι να γυρίσεις μια ταινία, αλλά το αποτέλεσμα είναι πάντα μια κινηματογραφική ταινία. Μετά, το να μη συνεργαστείς στη μητρική σου, αλλά σε μια γλώσσα που την ξέρεις και νιώθεις άνετα, είναι εύκολο. Έχουμε δει πάντως και φοβερά παραδείγματα ανθρώπων που σκηνοθέτησαν σε γλώσσες που δε μιλούσαν και δεν καταλάβαιναν. Στ’ αλήθεια, δε θα με σταμάταγε αυτό. Θα σκηνοθετούσα και σε μια γλώσσα που δε μιλάω.
Επίσης, το Monday είναι μια διεθνής παραγωγή. Υπήρχε κάποιος «κόφτης» δημιουργικά; Όχι, γιατί δεν είναι μία ταινία, αυτό που λέμε «στουντιακή», που μπαίνουν 100 άνθρωποι στη μέση και λένε τη γνώμη τους κι εσύ πρέπει να ικανοποιήσεις κάποιους. Είναι μια ταινία ανεξάρτητη, στην οποία οι άνθρωποι που εμπλέκονται στην παραγωγή με εμπιστεύτηκαν, ήθελαν να κάνουν μια ταινία μαζί μου και με βοήθησαν. Δε μου έβαλαν τρικλοποδιές, το αντίθετο.
Πρόκειται βέβαια για μια μεγάλη παραγωγή, αλλά συγχρόνως, πολλά σημεία της ταινίας δίνουν μια παρεΐστικη αίσθηση. Ποιο ήταν το γενικό κλίμα που επικράτησε στα γυρίσματα; Ήταν το κλίμα που χρειάζομαι για να μπορώ να λειτουργήσω. Δηλαδή ένα κλίμα στο οποίο οι άνθρωποι δουλεύουν ταυτόχρονα σε ένα πολύ φιλικό αλλά και επαγγελματικό επίπεδο. Τα πράγματα γίνονται σωστά, χωρίς εκπτώσεις, αλλά και χωρίς να νιώθουμε πίεση ή να απαγορεύουμε στους εαυτούς μας να δοκιμάζουμε διαφορετικά πράγματα και να κάνουμε πλάκα. Για μένα, ένα σετ χωρίς χιούμορ, είναι ένα σετ στο οποίο δε θέλω να ‘μαι.
Απ’ όσο ξέρω άλλωστε, οι σκηνές των πάρτι γυρίστηκαν ως κανονικά πάρτι. Ναι, ήταν όντως αληθινά, γιατί μόνο έτσι μπορούν να δείχνουν αληθινά. Σιχαίνομαι όταν βλέπω σε ταινίες ανθρώπους που παριστάνουν ότι διασκεδάζουν.
Οι δύο πρωταγωνιστές, η Denise Cough και ο Sebastian Stan, δεν ήταν εξοικειωμένοι με την ελληνική πραγματικότητα. Ποια ήταν η «μέθοδος» για να εγκλιματιστούν στην αθηναϊκή γειτονιά; Την έμαθαν γρήγορα. Ένας από τους «όρους» που βάζω πάντα πριν ξεκινήσω μια ταινία, είναι ότι αυτοί που θα δεχτούν να την κάνουν, θα πρέπει να δώσουν χρόνο πριν από το γύρισμα. Όχι τόσο για πρόβες, αλλά για να γίνουμε φίλοι και να χαλαρώσουμε μεταξύ μας. Έτσι, ο Sebastian και η Denise ήρθαν σχεδόν ένα μήνα πριν στην Ελλάδα. Επίτηδες τους βάλαμε σε γειτονιές, διαφορετικές κιόλας, να έχουν άλλες εικόνες. Ζούσαν ένα μήνα σαν Αθηναίοι: γνώρισαν τους φίλους μου, βγαίναμε έξω, τρώγαμε, πίναμε, συζητούσαμε. Επειδή ήταν και πολύ φιλικοί άνθρωποι, μπήκαν πολύ γρήγορα στο παιχνίδι της ταινίας.
Και τα γυρίσματα πόσο καιρό διήρκησαν; Τραβήξαμε 5 εβδομάδες καλοκαίρι κι άλλες δύο εβδομάδες τον χειμώνα.
Στις ταινίες σου υπάρχει συνήθως ένας συγκεκριμένος τόπος που έχει ειδικό βάρος: στο Wasted Youth είναι το κέντρο της Αθήνας, στο Suntan η Αντίπαρος και τώρα στο Monday, είναι σαν να στέλνεις ένα γράμμα αγάπης στην Κυψέλη… Το location στις ταινίες που μου αρέσει να κάνω και να βλέπω, πάντα λειτουργεί και ως χαρακτήρας από μόνο του. Διαλέγεις έναν τρόπο που θα το δείξεις, είναι κάτι ζωντανό. Κι όντως, στο Wasted Youth ήταν το κέντρο της Αθήνας και η «βρώμικη» πλευρά της πόλης, στο Suntan ήταν η Αντίπαρος του Αυγούστου και η κόλαση που έχει αυτό μέσα του και τώρα ήταν η γειτονιά στην οποία μεγάλωσα και έχω περάσει πολλά και σημαντικά χρόνια της ζωής μου.
Σκιαγραφείται κιόλας συχνά στην ταινία η Κυψέλη σαν να είναι το κέντρο του κόσμου… Η Κυψέλη για τους Κυψελιώτες είναι το κέντρο του κόσμου. Και μπορώ να το καταλάβω. Για άλλες γειτονιές δεν μπορούν να το πουν αυτό οι κάτοικοί τους. Οι Κυψελιώτες έχουν κάθε δίκιο να το λένε γιατί είναι μια γειτονιά πολύ ιδιαίτερη, με δική της ιστορία, δική της αρχιτεκτονική και επίσης είναι μια γειτονιά αυτάρκης. Θα μπορούσε να είναι πόλη-κράτος. Μπορείς να κάνεις τα πάντα χωρίς να βγεις απ’ την Κυψέλη.
Θα μπορούσε να έχει γυριστεί το Monday σε κάποια άλλη γειτονιά; Θα πρέπει να το δω για να σου πω.
Ο ρόλος του Γιώργου Πυρπασόπουλου στην ταινία είναι αυτός που δίνει το “magic touch” για να εκκινήσει η σχέση της Chloe και του Mickey, αυτός που τους φέρνει κοντά. Τυχαίο ότι λέγεται Αργύρης; Δεν είναι τυχαίο. Θα ‘ταν υπερβολή να πω ότι είναι το alter ego μου γιατί πιο πολλά στοιχεία του χαρακτήρα μου έχω δώσει στους χαρακτήρες του Mickey και της Chloe. Αλλά κι ο Αργύρης της ταινίας με τον Αργύρη τον σκηνοθέτη έχουν το κοινό ότι αγαπάνε πολύ τα μεγάλα πάρτι και το να φέρνουν ανθρώπους κοντά.
Κι ότι ο καθένας «κίνησε τα νήματα» -αυτός της σχέσης, εσύ της ταινίας. Ναι. Είναι ένα inside joke που γίνεται outside joke. Επίσης, μου άρεσε όταν γράφαμε το σενάριο, γιατί τον Αργύρη τον βρίζουν 5-6 φορές μέσα στην ταινία. Οπότε, κάπως μου φαινόταν πιο κομψό και πιο αστείο να διαβάζω υπότιτλους που έλεγαν «Ο Αργύρης είναι μαλάκας».
Ο ρόλος της Πάολα Ρεβενιώτη που βλέπουμε σε ένα κρατητήριο ήταν εξ αρχής γραμμένος γι’ αυτήν; Η Πάολα είναι ένας άνθρωπος που εκτιμώ για την όλη στάση ζωής της εδώ και πάρα πολλά χρόνια, από την εφηβεία μου, αλλά δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να τη γνωρίσω. Ένιωσα πως τη στιγμή που η πρωταγωνίστρια της ταινίας χρειάζεται πραγματικά τρυφερότητα και μία αγκαλιά, πρέπει να της τη δώσει ένας άνθρωπος που ξέρει να είναι τρυφερός, παρόλο που έχει ζήσει στο πετσί του τη σκληράδα του κόσμου.
Για τους ξένους ηθοποιούς έγινε πατροπαράδοτο κάστινγκ. Με τους Έλληνες όμως; Τους διάλεξες εσύ; Μας βοήθησαν έλληνες casting directors. Αλλά, κακά τα ψέματα, είναι τόσο μικρή η ελληνική κινηματογραφική αγορά που τους περισσότερους τους γνωρίζεις προσωπικά ούτως ή άλλως.
Πολύ συχνά μες στην ταινία επανέρχεται σαν μέρα η Παρασκευή, όμως αυτή που νοηματοδοτεί το φιλμ είναι η Δευτέρα. Περισσότερες αλήθειες κρύβει ένα βράδυ Παρασκευής ή ένα πρωί Δευτέρας; Αλήθειες κρύβουν όλες οι μέρες. Απλώς ένα βράδυ Παρασκευής, οι αλήθειες μασκαρεύονται πιο εύκολα. Ενώ μια Δευτέρα, έχει φύγει το μέικ απ και βλέπεις το αληθινό πρόσωπο.
Και οι δύο τελευταίες ταινίες σου, το Suntan και το Monday, είναι ιστορίες για ειδύλλια. Αυτό ήταν συμπτωματικό ή κάτι σε έχει κάνει να στραφείς σε τέτοιες ιστορίες; Με έναν τρόπο, όλες οι ταινίες είναι ιστορίες αγάπης, γιατί η κινητήριος δύναμη στη ζωή είναι ο έρωτας. Ξυπνάμε, κοιμόμαστε, κάνουμε πράγματα, δουλεύουμε ή δε δουλεύουμε, βαριόμαστε ή δε βαριόμαστε...Κι ο έρωτας όλα αυτά μπορεί να τα αλλάξει. Οπότε δε νομίζω πως υπάρχει κάτι πιο δυνατό. Η ιστορία ενός ανθρώπου που πάει σε άλλες χώρες είναι συνήθως η ιστορία ενός ανθρώπου που κάτι ποθεί. Οπότε, όλες οι ταινίες είναι love stories, το συγκεκριμένο θα μπόρουσε να πει κάποιος ότι είναι πιο παραδοσιακό. Είναι μια “boy-meets-girl” ιστορία, η οποία όμως θέλει να σε κάνει να βλέπεις αλλιώς αυτές τις ιστορίες. Προσπαθεί να βρει την αλήθεια στις ιστορίες αγάπης που έχουν συνήθως μια «επικάλυψη ζάχαρης».
Το ειδύλλιο του Suntan έχει ακραία έκβαση στο τέλος, του Monday πάλι ξεκινάει από το «ατελείωτο ελληνικό καλοκαίρι» αλλά η ιστορία αγάπης ρέπει σταδιακά σε μια «κανονικότητα». Όσο μεγαλώνουμε επιζητούμε την ασφάλεια αυτής της «κανονικότητας» ή, όπως συμβαίνει στους πρωταγωνιστές λίγο πριν το τέλος της ταινίας, πάντα θα ψάχνουμε την τρέλα; Η έννοια της «κανονικότητας» με ενοχλεί και με εκνευρίζει. Γιατί η κανονικότητα δεν πρόκειται ποτέ να σε οδηγήσει σε κάτι σπουδαίο. Η τρέλα είναι πιο πιθανό. Το θέμα είναι αν θα αφήσεις την τρέλα να σε «κάψει» ή να σε οδηγήσει σε κάτι καλύτερο, ένα επόμενο βήμα.
Η ταινία γυρίστηκε το 2018, δηλαδή αρκετά πριν συμβεί ό,τι συνέβη τον τελευταίο 1+ χρόνο. Όλος αυτός ο ηδονισμός, τα πάρτι, η ζωντάνια που βλέπουμε, νοηματοδοτούνται τώρα πιο έντονα, έστω και άθελά τους; Όταν ξεκίνησε η ιστορία της πανδημίας, στενοχωρήθηκα πολύ που χτύπησε κατακέφαλα την ταινία. Όταν άρχισα να το βλέπω πιο ψύχραιμα, θεώρησα ότι όλο αυτό το πράγμα κάνει καλό στην ταινία για διάφορους λόγους. Ο ένας είναι γιατί οι σχέσεις μέσα στην πανδημία δοκιμάστηκαν και οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν πρόσωπο με πρόσωπο τους συντρόφους τους και να πουν τις αλήθειες τους. Κι όσοι δεν το είχαν κάνει σωστά πιο πριν, διαλύθηκαν, ενώ άλλες σχέσεις έγιναν πιο ισχυρές. Η ταινία μιλάει για το πόσο μιλάμε στους ανθρώπους δίπλα μας και πόσο τους κρύβουμε τις αλήθειες μας. Το άλλο είναι ότι μετά από 1μιση χρόνο που η ανθρώπινη επαφή έχει σχεδόν ποινικοποιηθεί, νομίζω ότι τώρα έχουμε πολύ μεγάλη ανάγκη να δούμε και αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι και μεγάλα πάρτι και δυνατούς έρωτες και ανθρώπους να πιάνονται, να φιλιούνται και να αγαπιούνται με όποιον τρόπο θέλουν.
Τελικά, γιατί να αγαπήσουμε τις Δευτέρες; Να τις κάνετε ό,τι θέλετε τις Δευτέρες. Αλλά να αγαπήσετε την αλήθεια που κρύβουν.
Το Monday του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου θα βγει στις αίθουσες την Πέμπτη 24 Ιουνίου, σε διανομή της Tulip.