Τάνια Σκραπαλιώρη

Ο Λέανδρος Κυριακόπουλος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος και διδάσκει κοινωνικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Με αφορμή την προσωπική του αγάπη για τη μουσική και την αποκάλυψη του «νέου» που βίωσε την πρώτη φορά που άκουσε ηλεκτρονική μουσική, ξεκίνησε ένα οδοιπορικό εξερεύνησης των αισθητικών και κοινωνικο-πολιτισμικών προεκτάσεων της ψυχεδελικής rave κουλτούρας, παρακολουθώντας στενά το φαινόμενο σε τοπικό αλλά και διεθνές επίπεδο και εντάσσοντας τα πορίσματά του στο πλαίσιο της μεταδιδακτορικής του έρευνας στο πεδίο των μουσικών σπουδών.

Αποτέλεσμα, η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μονογραφία «Αναπαραστάσεις του Ανοίκειου: Νομαδισμός και αισθητική στην ρέιβ ψυχεδελική σκηνή», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Νήσος. Ένα βιβλίο βαθύ και τεχνικό που ανταμείβει τον τολμηρό αναγνώστη με σκέψεις που σε καμία περίπτωση δε θα έχουν περάσει πάνω στην έξαψη του χορού κάποιου μαραθώνιου rave πάρτι. Αυτό κάνει και ο συγγραφέας σε μια χειμαρρώδη συζήτηση κάτω από ένα δέντρο στο πάρκο του Σκοπευτηρίου στην Καισαριανή, βάζοντας σε τάξη τις κουκκίδες που ενώνουν την ηλεκτρονική μουσική με την εθνογραφία, τις νέες τεχνολογίες με τη συγκρότηση της ταυτότητας, την ανθρωπολογία με τo rave.

 

«Το βιβλίο προσπαθούσα να το βγάλω πάνω από μια πενταετία – δεν υπήρχε αρκετός χώρος για κάτι τέτοιο· εξεπλάγην μάλιστα όταν το εμπιστεύτηκαν οι εκδόσεις Νήσος», εξηγεί για το εγχείρημα ο συγγραφέας. «Είναι ένα πεδίο μέσα από το οποίο ανέπτυξα το ενδιαφέρον μου για τη μουσική, τη φιλοσοφία, τις νέες τεχνολογίες και τη συγκρότηση νέων υποκειμενικοτήτων, και προσπάθησα να εντάξω έναν προβληματισμό περί τεχνικής και αισθητικής του κόσμου· και ίσως και για αυτό να είναι τόσο πυκνός ο λόγος. Το ενδιαφέρον μου εστιάζει σε μια συνθήκη που διαμεσολαβείται όχι τόσο από την ανθρώπινη παρέμβαση αλλά από τα υλικά τεχνουργήματα που παράγει ο άνθρωπος και διακυβερνούν την ανθρώπινη υποκειμενικότητα. Μια προσέγγιση που δε συνάδει με τις ορθόδοξες σπουδές του rave που ακολουθούν κι αυτές το κλασσικό πρότυπο των μουσικών κουλτούρων,  και εκκινούν από το rock, το punk και εξετάζουν το κατά πόσο το υποκείμενο βιώνει μια νέα ταυτότητα, μια νέα πνευματικότητα. Εγώ ακολούθησα μια δικιά μου γραμμή, προσπαθώντας να εντάξω και να εξετάσω τη συνθήκη του rave υπό το πρίσμα των νέων τεχνολογιών, της βιοπληροφορικής και ως εκ τούτου, των συνθετικών ουσιών.»

Ποιο όμως είναι το πρώτο μουσικό ερέθισμα ενός θεωρητικού των ανθρωπιστικών επιστημών που τον οδηγεί  σε μια τέτοια  διαστολή των κλασσικής θεματολογίας της ανθρωπολογίας; Και που έγκειται το «ανοίκειο» του rave που οδηγεί στην ανάγκη εξοικείωσης μέσα από την καταγραφή των αισθητικών της παραστάσεων;  Ο Κυριακόπουλος έχει την απάντηση: «Άκουγα new wave, darkwave και όλη την brit pop των  ‘90s, μέχρι που ήρθα σε επαφή για πρώτη φορά με την ηλεκτρονική μουσική και την ψυχεδελική rave μέσω φίλων, θα μπορούσα να πω και κατά τύχη. Μου φάνηκε σχεδόν εξωπραγματική μουσική, κάτι εντελώς νέο, είχα βαρεθεί να ακούω τα ίδια και τα ίδια. Ήταν ένα επαναστατικό άκουσμα για εμένα, ήταν ένας σοβαρός νεωτερισμός. Αφού άρχισα να πηγαίνω σε πάρτι, άρχισαν να αναπτύσσονται και τα ερευνητικά  μου ερωτήματα. Την εποχή εκείνη ήταν πολύ της μόδας και όλη αυτή η ρητορική περί υπέρβασης του υποκειμένου –που είναι κεντρικό στοιχείο όλων των new age αφηγήσεων- και κάπως έτσι, ένιωσα ότι υπήρχε χώρος για πολύ περισσότερη σκέψη».

Πώς ξεκίνησαν όμως όλα, ποια ήταν αυτή η μεγάλη επανάσταση της rave κουλτούρας και αισθητικής και ποια η γενεσιουργός αιτία για όλη αυτήν την ψυχεδελική έκρηξη και το κίνημα με τις τόσο σημαντικές αισθητικές και κοινωνικές προεκτάσεις; «Ήταν πολύ περίεργη η συνθήκη, εμφανίστηκε ως κάτι τελείως νέο ενώ δεν ήταν. Η ώσμωση του rave γινόταν πολύ καιρό πριν την πρώτη έκρηξή του στην Αγγλία στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 και στις αρχές του ’90 από φορείς που προσπάθησαν πάρα πολύ να το κρατήσουν κρυφό. Γι’ αυτό και συνέβη αυτή η έκρηξη στο τέλος. Είναι τρεις διαφορετικές  ιστορίες που συνέκλιναν σε αυτήν την έκρηξη: η  ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής και των ηλεκτρονικών ήχων, η ιστορία των ουσιών – που ακολουθεί μια παράλληλη πορεία –, και συγχρόνως το ιστορικό παρόν της Αγγλίας που εσωτερίκευε δύο δεκαετίας σκληρής λιτότητας και θατσερισμού· αυτά είχαν δημιουργήσει τον χώρο για τη συμπύκνωση αυτών των ζυμώσεων».

Κι όσον αφορά την «ιστορία των ουσιών», ο Κυριακόπουλος σχολιάζει: «Ο ηθικός πανικός και η συλλήβδην απαγόρευση των ουσιών  που προκάλεσε η δημοφιλία του LSD στην Αμερική στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, οδήγησαν στο να επιχειρηθεί να κρατηθεί το MDMA όσο πιο μυστικό γινόταν –το οποίο κυκλοφορούσε και αυτό από τότε αλλά πολύ περιορισμένα. Ως προνόμιο των κλειστών καλλιτεχνικών και ακαδημαϊκών κύκλων: μουσικών, εικαστικών, μποέμ, ψυχολόγων και κοινωνικών επιστημόνων που σύχναζαν στα disco παρτι των ‘70s. Το MDMA το έφεραν στην Αγγλία Βρετανοί καλλιτέχνες της new wave-electro pop σκηνής των ‘80s, όπως ο Marc Almond, οι Happy Mondays, New Order και Pulp. Μπορεί η μουσική τους να μην είχε φτιαχτεί για τη μαζική λαϊκή κατανάλωση της ουσίας, όμως η αισθητική της καλλιτεχνικής παραγωγής τους μετερχόταν την αίσθηση από το MDMA».

Ώσπου, κάποια στιγμή, το MDMA έγινε «καύσιμο» στο λεγόμενο «Δεύτερο Καλοκαίρι της Αγάπης». Αλλά και «άλλαξε» για λίγο τη βιομηχανία μουσικής στην Αγγλία: «Αυτό που έλειπε για να αλλάξει αυτή η σχέση, ήταν οι έμποροι που θα το διοχέτευαν μαζικά στην αγορά της νυχτερινής διασκέδασης, όπως και έγινε το καλοκαίρι του 1988 στην Ίμπιζα –το Δεύτερο Καλοκαίρι της Αγάπης, όπως ονομάστηκε, οπότε και υπήρξε η σύμπτωση των τριών αυτών γραμμών ιστορίας: μουσικής, ουσιών, και κόσμου που ήταν έτοιμος να καταναλώσει μια νέα "αίσθηση". Με την επιστροφή στις βρετανικές μητροπόλεις τον χειμώνα του ’88, όλη η νεολαία αναζητούσε διακαώς "αυτό το έκστασι". Τότε ήταν που άρχισε να παίζεται ένα παιχνίδι με τα δίκτυα της μουσικής βιομηχανίας, της νυχτερινής διασκέδασης και της εμπορίας ναρκωτικών, και να χτίζεται μια "υποκουλτούρα" πάνω στην "αγάπη" και την "ενσυναίσθηση" της ουσίας. Μέσα σε έναν χρόνο, άλλαξε όλη η βιομηχανία μουσικής της Αγγλίας, το rave πάρτι έγινε συνώνυμο μιας νέας εποχής, και ο DJ μια "απρόσωπη" δύναμη που συντονίζει το πλήθος. Από εκεί και μετά, εξελίχθηκε πολύ διαφορετικά αυτό το κύμα, και "κάηκε" σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Το κράτος και οι πολιτιστικές βιομηχανίες ενεπλάκησαν άμεσα για να το ρυθμίσουν. Και ως προς κάποιες πτυχές του, καλώς έγινε αυτό. Όλοι οι όροι που τέθηκαν στο παιχνίδι, από το πλαφόν τιμής για το μπουκαλάκι του νερού μέχρι τη μέγιστη χωρητικότητα, τις προδιαγραφές εξαερισμού και εξόδων κινδύνου των clubs, ήταν απότοκο αυτής της τεράστιας κουλτούρας πάρτι που δημιουργήθηκε. Ωστόσο, αυτές οι παρεμβάσεις οδήγησαν εν πολλοίς και στον "θάνατο" του rave, που δεν ήταν άλλος από το τέλος μιας εποχής. Και το τέλος ενός κύματος ανοίγει με τη σειρά του καλειδοσκοπικά έναν ορίζοντα για να επαναληφθούν παρόμοιες κοινωνικότητες μέσα από τις μουσικές που έρχονται».

Οπότε, τι γίνεται σε αυτήν την εποχή που ζούμε τώρα; Ποιο είναι το αποτύπωμα της ηλεκτρονικής μουσικής που γνωρίζει μια νέα άνοδο στις μέρες μας; «Σήμερα δεν ισχύει τόσο αυτή η νεωτερική διάσταση της ηλεκτρονικής μουσικής, το είδος είναι πιο προσιτό, έχει έρθει πολύ κοντά μας. Και όσο τα ψηφιακά δίκτυα –ειδικά λόγω της πανδημίας– καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο χώρο στη ζωή μας, η ηλεκτρονική μουσική γίνεται για το κοινό ένα ενδεχόμενο επόμενο μουσικό άκουσμα. Αυτή η μουσική, άλλωστε, φτιάχτηκε μέσα από το φαντασιακό των νέων τεχνολογιών και της δικτύωσης. Οπότε, όσο περισσότερο ερχόμαστε κοντά στις νέες τεχνολογίες, τόσο αυτά τα ακούσματα συναρμόζονται στην καθημερινότητά μας». Όπως εξηγεί ο Κυριακόπουλος και με ένα χειροπιαστό παράδειγμα: «Πρόσφατα το Boiler Room πήρε την πρωτοβουλία να κατηγοριοποιήσει την ηλεκτρονική μουσική μέσα από την πλατφόρμα του με έναν τρόπο που δεν είχε υπάρξει ποτέ πριν. Πολλοί το καταδίκασαν αυτό, λόγω της "τυποποίησης ενός εγγενή υβριδισμού", ωστόσο, το γεγονός είναι ότι πολλά νέα παιδιά εξοικειώθηκαν ακόμα περισσότερο με το είδος. Η ηλεκτρονική μουσική έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας, όπως και οι συνθετικές ουσίες έχουν ενσωματωθεί στην κανονικότητα μας –οι αυξητικές τάσεις των ποσοστώσεων στις αναλύσεις των λυμάτων είναι μεγάλη απόδειξη για αυτό».

Η κουβέντα φτάνει και σε κάτι επίκαιρο, που υπογραμμίζει το πώς αλλάζουν τα όρια της μουσικής: «Ας πάρουμε για παράδειγμα τη SOPHIE, τη μουσική και το εκτόπισμα της οποίας ομολογώ ότι δεν γνώριζα· την έψαξα με αφορμή τον θάνατό της. Η μουσική της έχει μια τρομερά pop δυναμική· αυτό που έκανε τώρα ως pop, ήταν ακραία πειραματικό πριν δεκαπέντε χρόνια. Και είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα της πλαστικότητας της μουσικής με όρους μηχανικής. Ο τρόπος που μεταχειριζόταν τα φωνητικά ώστε να μην καταλαβαίνεις το φύλο της, πραγματικά αποκέντρωνε την περσόνα από το τελικό μουσικό αποτέλεσμα. Αυτό νομίζω θα είναι η ηλεκτρονική μουσική στο μέλλον. Ακραία pop, πλαστική και εντελώς διαχειρίσιμη με όρους ακουστικότητας και μηχανικής».

Κι αν η τελευταία μουσική επανάσταση «ολοκληρώθηκε» στα 90’s ποιος θα είναι ο επόμενος σοβαρός μουσικός νεωτερισμός, η διάδοχη πολιτιστική επανάσταση; Σύμφωνα με τον συγγραφέα: «Οι ιστορικές αλλαγές δεν γίνονται από εμάς. Την καινούρια μουσική δεν θα τη φτιάξουμε εμείς, αλλά τα παιδιά του σήμερα ή του αύριο· εμείς απλώς θα ξύνουμε το κεφάλι μας. Έτσι έγινε και στα 50s και τα 60s και σε όλες τις μουσικές επαναστάσεις. Υπάρχει πιθανότητα, μόλις αυτή η συγκυρία της πανδημίας κάνει τον κύκλο της, να φτιαχτεί μια τρομερά πλούσια νέα κοινωνικότητα, στην οποία όμως εμείς δε θα έχουμε πρόσβαση. Δε θα είναι δικιά μας, και ίσως αυτό που θα φτιαχτεί –εκτός του ότι θα το αντιμετωπίζουμε μάλλον δυστοπικά– να μην μπορούμε καν να το αγγίξουμε, να μη νιώθουμε οικεία με αυτό. Είμαστε προς το παρόν  μάρτυρες του τρόπου που σπάνε οι παραδόσεις και λιώνουν οι δομές του 20ου αιώνα και βλέπουμε τις γραμμές παραδόσεων να φεύγουν προς μια νέα εποχή». Κάτι που, όπως σημειώνει ο Λέανδρος Κυριακόπουλος, πάει φυσικά και πέρα από τη μουσική: «Το Netflix κατακερματίζει την παράδοση του κινηματογράφου και το στερεότυπο του καλλιτέχνη που πρέπει να στάξει αίμα επί σκηνής για να εκφράσει το συναίσθημα του κειμένου –και στο οποίο βασίστηκαν και όλες οι αμφιλεγόμενες πλέον σχολές κινηματογραφικής, θεατρικής και καλλιτεχνικής εκπαίδευσης. Τα παραδοσιακά μέσα θα συνεχίσουν να υπάρχουν, όπως υπάρχει ακόμη το πικάπ, όμως δε θα είναι πια τα μέρη των νεωτερισμών, αλλά τόποι που θα καταφεύγουν οι νοσταλγοί ή οι καλλιτέχνες που θα θέλουν να παράξουν μια πολύ συγκεκριμένη μορφή τέχνης».

Παρ' όλα αυτά, το συμπέρασμα είναι πως τίποτα δε χάνεται: «Ό,τι μπαίνει στο νεωτερικό αρχείο, δε θα φύγει ποτέ. Το rave και τα μεγάλα πάρτι δε θα φύγουν ποτέ· μπήκαν και αυτά στο νεωτερικό πολιτιστικό αρχείο, αποτελούν έναν τόπο στον οποίο θα επιστρέφει κανείς για να ξαναζήσει κάτι ή για να "εκπαιδευτεί" και να πειραματιστεί· όχι όμως για να γράψει ιστορία. Την επόμενη σελίδα της pop κουλτούρας θα τη γράφουν πάντα οι νέες και νέοι –που είναι και ο κατεξοχήν τόπος των πολιτιστικών βιομηχανιών».

 

Το βιβλίο του Λέανδρου Κυριακόπουλου, «Αναπαραστάσεις του Ανοίκειου: Νομαδισμός και Αισθητική στην Ρέιβ Ψυχεδελική Σκηνή» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νήσος.


 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured