Ο νέος σας δίσκος Άγρυπνο Φεγγάρι κυκλοφορεί σε μορφή βιβλίου-CD, σε μια εποχή που τα ψηφιακά μέσα είναι πιο κοντά από ποτέ στον πυρήνα της καθημερινότητας και της πρόσληψης του κόσμου μας. Ποιοι λόγοι επέμειναν σε αυτή τη χρονοβόρα (και κοστοβόρα, όπως μπορεί να αντιληφθεί κανείς) επιλογή μιας ολοκληρωμένης έκδοσης;
Η επιλογή μας ξεκίνησε από την εκτίμηση και τον σεβασμό προς τους μελοποιημένους ποιητές, αλλά και προς όλους εκείνους που θα διαλέξουν τον δίσκο για να τους συντροφεύσει στα άδυτα της ψυχής τους. Επιπλέον, θαύμαζα από πάντα τα χειροποίητα έργα… Θεωρώ επίσης πως, ανεξάρτητα από την ψηφιακή περίοδο και τη χρησιμότητά της, οι Ποιητές διαθέτουν την ιδιαίτερη δύναμη της μαντείας και του λόγου που μας οδηγεί στα εσώτερα, στα πιο βαθιά μονοπάτια της ζωής και στα ουσιαστικότερα στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο ποιητικός λόγος μάς δίνει υλικό προς σκέψη. Ίσως μας κάνει καλύτερους και γι’ αυτό λειτουργεί διαχρονικά. Η ψηφιακή τεχνολογία διευκολύνει την ανθρωπότητα σε πολλά θέματα· πιστεύω όμως ότι δεν θα μας κάνει να «ξεχάσουμε» τη γλώσσα και τις αξίες της. Στο πέρασμα του χρόνου θα υπάρξουν φθορές, οπισθοδρομήσεις, θα είμαστε υποχρεωμένοι να παλέψουμε με ό,τι κακοποιεί την εκπαιδευτική πρόοδο, κυρίως όμως θα ψάχνουμε πάντα να βρίσκουμε τις κρυφές πτυχές και τα νοήματα μιας γλώσσας-μήτρας! Πάντα θα επιστρέφουμε δηλαδή στους Ποιητές.
Από τη μεριά τη δική μας, λοιπόν, προχωρήσαμε, καθαρά ιδεολογικά, με τον Νίκο Καρατζά και τον Ιανό, στην πρόταση προς το κοινό ενός υποδείγματος εργασίας, το οποίο θέλαμε να υπογραμμίζει την αέναη προσπάθεια των πνευματικών ανθρώπων για δημιουργικές και αισθητικές προτάσεις.
Τι κατά τη γνώμη σας συνιστά τη διαχρονική αξία ενός έργου; Ποια στοιχεία, για παράδειγμα, των 7 ποιητών που μελοποιείτε σε αυτόν τον δίσκο πιστεύετε ότι τους καθιστούν παρόντες στον σύγχρονο καλλιτεχνικό λόγο, δεκαετίες μετά τη συγγραφική τους δραστηριότητα;
Κα. Γέρου, το τι είναι διαχρονικό, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Θα μπορούσα να πω ότι διαχρονικό είναι το ανθεκτικό, το αληθινό, το ειλικρινές, αλλά και πάλι θα αφήσω ανοιχτές χαραμάδες για διαφορετικές, παρεμφερείς ερωτήσεις. Προσωπικά, επιλέγω ό,τι με συγκινεί και ό,τι θα ήθελα να είχα γράψει εγώ. Ό,τι θεωρώ και «δικό μου».
Όσο εγωιστικό κι αν φαίνεται αυτό, από τη στιγμή που αποφασίζω να μελοποιήσω κάποιο ποίημα, θα πρέπει βέβαια να φανερώσω τη μουσική που κρύβεται μέσα του, αλλά με την προϋπόθεση πως θα την προσαρμόσω στους δικούς μου αισθητικούς και αρμονικούς κώδικες, και να τη «μεταφέρω», κατά κάποιον τρόπο, σε δικούς μου δρόμους. Να μην αφήσω τις τεράστιες αποστάσεις χρόνου ανάμεσα σε εμένα και τον ποιητή του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα να σταθούν εμπόδιο. Πρέπει να αναδυθούν μουσικά ιδιώματα που να μην …τραυματίζουν την αισθητική, τον λυρισμό, τις έννοιες και τον χρόνο που περικλείεται στην προσωπική διάσταση του κάθε λογοτέχνη. Περιττό να προσθέσω ότι με την προσπάθεια της αναζήτησης της μελωδίας και του ρυθμού, έχω ήδη γίνει «κολλητός φίλος» των συγκεκριμένων, μα και άλλων Ποιητών· είμαι σίγουρος πως ένα κομμάτι του εαυτού μου ανήκει πλέον και σ’ εκείνους.
Ποιος θα λέγατε ότι είναι ο κοινός παρονομαστής των 13 τραγουδιών του δίσκου; Διακρίνετε στοιχεία που διατρέχουν αυτήν την κυκλοφορία στο σύνολό της;
Νομίζω πως ο τίτλος Άγρυπνο Φεγγάρι είναι χαρακτηριστικός των τραγουδιών· είναι το απόσταγμα. Είναι η ματιά της Σελήνης πάνω στα εύθραυστα και στα ανθρώπινα. Τα δε στοιχεία που μπορεί εύκολα να ξεχωρίσει ο ακροατής είναι ο διάχυτος λυρισμός, η τρυφερότητα, η χαρμολύπη που διατρέχει τις μελωδίες και τον λόγο, η αναζήτηση του έρωτα, ο θάνατος ως υπαρξιακή λύτρωση, αλλά και η συνειδητοποίηση ότι ο κόσμος είναι συχνά δύσκολος, άδικος και φαύλος. Όλα αυτά, καθώς και το μελωδικό νήμα που συνδέει το ένα τραγούδι με το άλλο, μαζί με τις ξεχωριστές ερμηνείες των ουσιαστικών και βαθύτατων ερμηνευτών: Νένας Βενετσάνου, Χρήστου Θηβαίου, Μαρίας Θωΐδου, Αλκίνοου Ιωαννίδη, Σωκράτη Μάλαμα, Μόρφως Τσαϊρέλη και της χορωδίας του Σταύρου Μπερή. Εάν επέλεγα διαφορετικές φωνές, θα μιλούσαμε για άλλον προσανατολισμό…
Πώς επιλέγετε αλήθεια τους συνεργάτες σας; Ποια τα χαρακτηριστικά μιας προσωπικότητας ή μιας δημιουργικής/καλλιτεχνικής ταυτότητας που εκτιμάτε; Παρατηρείτε αλλαγές στα κριτήριά σας αυτά, μέσα στα χρόνια;
Οι επιλογές γίνονται αφού πρώτα γραφτεί το τραγούδι. Αμέσως μετά πλάθεται ο χαρακτήρας του-της ερμηνευτή-ερμηνεύτριας. Όχι μόνο τα φωνητικά χαρακτηριστικά, αλλά και η πολιτιστική εικόνα που συνοδεύει τον κάθε ερμηνευτή μέσα στο κοινό υποσυνείδητο. Μια φωνή, από μόνη της, δεν λέει τίποτα. Έχω ανάγκη να τη δω να εκφράζει κάτι ιδιαίτερο στην κοινωνία που κινείται. Να ακουμπάει πάνω σε μια αισθητική γόνιμη και αισθαντική. Σταθείτε στο κάθε όνομα των συμμετεχόντων. Νιώθω υπερήφανος που συνέβαλαν σε αυτή μου την προσπάθεια και τους ευχαριστώ.
Με σημαντική συχνότητα, διατηρείτε ένα είδος ημερολογίου στην προσωπική σας σελίδα στο Facebook, δημοσιεύοντας σχόλια πάνω στην επικαιρότητα. Πώς αποτιμάτε αυτή τη διαδικασία, πρωτίστως για την προσωπική σας έκφραση, κι έπειτα ως προς τη συνθήκη του συνανήκειν και συνδιαλέγεσαι στον ψηφιακό κόσμο;
Σας ευχαριστώ κα. Γέρου γι’ αυτή την ερώτησή σας. Η διαδικτυακή μου συμμετοχή γίνεται αυστηρά μόνο μέσω των κειμένων μου, θέλοντας να τοποθετηθώ κι εγώ, με τις όποιες απόψεις μου, στα τόσα ποικίλα θέματα της καθημερινότητας στη χώρα μας, σε έναν δημόσιο χώρο όπως το Facebook. Είναι και ο …πολιτικός μου αγώνας αυτός, το να εκφέρω γνώμη.
Δεν αμείβομαι, δεν εξαρτώμαι, δεν εξυπηρετώ, δεν υπακούω. Κινούμαι ανεξάρτητα και δίχως περιστροφές σε χώρους κοινωνικούς, μουσικούς, πολιτιστικούς, πολλές φορές με πολιτικές αιχμές. Τα Σχολιάκια μου (όπως τα τιτλοφορώ) είμαι εγώ ατόφιος· αν κάποιος θέλει να με γνωρίσει κατά βάθος, θα πρέπει να περάσει από αυτές τις αναγνώσεις στις σελίδες μου. Έχω φτάσει αισίως στα 474 κείμενα, με 2 βιβλία που περιέχουν μερικά απ’ αυτά. Έχω πάρα πολλά like, αλλά δεν στέκομαι σε τέτοια. Πολλοί φίλοι μου δυσκολεύονται να αντιληφθούν τις εμμονές μου πάνω στο θέμα της συγγραφικής μου δράσης, αλλά όλα έχουν τον χρόνο τους. Είμαι ένας μουσικός που έχει ανακαλύψει και τη μαγεία της γραφής, όχι αποκλειστικά της μουσικής.
Ο δημοσιογράφος Αντώνης Μποσκοΐτης ανέφερε στην παρουσίαση του άλμπουμ σας στον Ιανό, ότι «η κυκλοφορία δίσκων βασισμένων στον λόγο των ποιητών ισοδυναμεί με πολιτική πράξη». Αναγνωρίζετε την έκδοση του Άγρυπνου Φεγγαριού ως τέτοια;
Η «πολιτική πράξη» έχει πολλές πλευρές ανάγνωσης. Λέω εγώ τώρα. Σε μια άνυδρη για την ελληνική δισκογραφία εποχή, όταν αποφασίζει κάποιος να μελοποιήσει Ποιητικό λόγο, δύσκολο για την εποχή, θα πρέπει να περάσει από χίλιες δοκιμασίες για να βρει μια κάποια λύση σχετικά με την παραγωγή και τη διανομή του υλικού. Όταν πας κόντρα στο ρεύμα της εποχής (και η σημερινή δισκογραφία δεν σηκώνει παρόμοιες παραγωγές), αρχίζει να δημιουργείται το …πολιτικό στοιχείο. Η επιλογή, η εμμονή και το πείσμα, να αναζητάς μια μορφή σοβαρής δισκογραφίας σήμερα, είναι πολιτική πράξη· κι ας μην περιέχει σφιγμένες γροθιές και φουσκωμένα στήθη.
Στην ίδια παρουσίαση κάνατε λόγο και για την «καθυστέρηση» της χώρας, την οποία μαρτυρά το γεγονός ότι κομμάτια σαν “Το Απομεσήμερο Ενός Φαύλου”, είναι ακόμη επίκαιρα. Μπορεί λοιπόν η Ελλάδα να προφτάσει την εποχή της και να ξεφύγει από τη φαυλότητά της; Κι αν ναι, ποια είναι τα μέσα, εν όψει μάλιστα και εθνικών εκλογών;
Δεν βλέπω απτά σημάδια βελτίωσης του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Οι όποιες χρονικές αποστάσεις, για να φτάσουμε να εκσυγχρονιστούμε, εξαρτώνται κατά πολύ από την Εκπαίδευση. Επίσης, θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να συμφωνήσουμε στη μορφή βελτίωσης και σε ποιες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να προχωρήσουμε. Το "Απομεσήμερο Ενός Φαύλου" του Γιώργου Σεφέρη, δυστυχώς είναι ακόμα επίκαιρο και στιγματίζει την ήδη υπάρχουσα και ριζωμένη κατάσταση της πολιτικής φαυλότητας αμέσως μετά την επανάσταση του 1821, αλλά και έπειτα από τον αγώνα κατά του φασισμού. Μπροστά μας είναι πλέον οι εκλογές της 7ης Ιουλίου. Δεν θα σταματήσουμε να βλέπουμε τη φαυλότητα να μπαίνει από τρύπες, κουφώματα, χαραμάδες και να εγκαθίσταται ως παλαιά και «νέα τζάκια» των νεόπλουτων.
Στο σχόλιό σας #457, όπως το έχετε αριθμήσει, για τον διαγωνισμό της Eurovision 2019, θίξατε τη φύση των εθνικών χαρακτηριστικών της ελληνικής μουσικής. Με αφορμή αυτό το σχόλιό σας, ποια στοιχεία συνθέτουν, κατά τη γνώμη σας, την ελληνικότητα ενός μουσικού έργου;
Θα απέφευγα να αναφερθώ στην «ελληνικότητα», σε αυτή την περίπτωση. Θα ήταν γελοίο την «ελληνικότητα» να τη συνδέσουμε με φουστανέλες και καριοφίλια. Η ελληνικότητα κρύβεται στους δρόμους και στη χαρακτηριστική δομή της μουσικής μας. Δεν έχει σχέση με την κακοποιημένη μορφή της αγγλοσαξονικής μουσικής που παρουσιάζεται σ’ αυτό το πανηγυράκι. Ας προσγειωθούμε. Γεγονός είναι πως η Γιουροβίζιον είναι, εδώ και χρόνια, ένας κατάπτυστος τραγουδιστικός θεσμός, ο οποίος αφορά μια Ευρώπη «ξένη» σε πολλά επίπεδα. Το ελληνικό τραγούδι, στην ουσία και τη δομή του, ουδεμία σχέση έχει με ένα τέτοιο κοσμοπολίτικο θέαμα, το οποίο εκτονώνει ένα κοινό (ίσως μεγάλο και ευρύ), που αρέσκεται στο ανούσιο θέαμα των μικρομεσαίων Ευρωπαίων, όσων κάθε Σάββατο κουρεύουν το γκαζόν τους.
Και, τέλος, η πρότασή μου για τη Γιουροβίζιον δεν είναι να συμμετάσχουμε με καλύτερο τραγούδι, αλλά να έχουμε την τόλμη και το τσαγανό να βγούμε έξω απ’ αυτόν τον νοσηρό θεσμό. Το περίμενα από την κυβέρνηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και από τον καλό μου φίλο Διονύση Τσακνή –όταν τον αφορούσε θεσμικά. Αλλά δυστυχώς το ανέχτηκε και εντέλει το ευνόησε. Παραμένουμε λοιπόν ως έθνος στη μιζέρια του θεσμού, ως ουραγοί ζήτουλες ενός νοσηρού, δήθεν κοσμοπολιτισμού.
{youtube}g9btXRO17-U{/youtube}