φωτογραφίες: Πέπη Λουλακάκη (1), Αθηνά Καζολέα (3)
Δεν είναι καθόλου υπερβολή, ούτε κλισέ· τουναντίον, είναι μια πραγματικότητα που εφαρμόζεται σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις: οι κυριολεκτικά σπουδαίοι άνθρωποι, δεν προσπαθούν να αποδείξουν τίποτα. Το σκεφτόμουν συνεχώς κατά τη διάρκεια της συνάντησης/συνέντευξής μου με την Ελένη Καραΐνδρου. Βρεθήκαμε στο σπίτι της και οι 2,5 ώρες που περάσαμε παρέα κύλησαν σαν το νερό και επί ίσοις όροις, αν μπορώ να το θέσω έτσι. Η σπουδαία συνθέτρια λειτούργησε σαν άψογη οικοδέσποινα, αλλά και σαν «συνάδελφος» (ειδικά από τη στιγμή που διαπίστωσε ότι, όπως κι εκείνη, έχω περάσει από το μετερίζι της εθνομουσικολογίας), με αλλεπάλληλες ερωτήσεις και πραγματικό ενδιαφέρον για τον συνομιλητή της. Για να μη σας πω την έκπληξη και ευχαρίστηση που πήρε όταν πληροφορήθηκε ότι και γνωρίζω το χωριό καταγωγής της –το Τείχιο Δωρίδος– και έχω τρέξει τον περίφημο αγώνα trail που διοργανώνεται εκεί κάθε χρόνο.
Η συνάντηση κανονίστηκε, φυσικά, με αφορμή την επικείμενη μεγάλη συναυλία της στο Ηρώδειο (Παρασκευή 14 Ιουνίου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου). Τη βραδιά αυτή η Ελένη Καραϊνδρου θα παρουσιάσει ένα πλούσιο πρόγραμμα, σε 2 ενότητες. Στο πρώτο μέρος θα ακουστούν τα νέα της έργα που περιλαμβάνονται στη διεθνή έκδοση της ECM Tous Des Oiseaux, η οποία γνωρίζει ήδη παγκόσμια επιτυχία. Το άλμπουμ, με εξώφυλλο του κορυφαίου μας ζωγράφου Χρήστου Μποκόρου, περιλαμβάνει 2 έργα: τη μουσική για την παράσταση Tous Des Oiseaux (2017) σε κείμενο και σκηνοθεσία του Wajdi Mouawad, καλλιτεχνικού διευθυντή του Παρισινού Εθνικού Θεάτρου La Colline και τη μουσική για την ταινία του Ιρανού σκηνοθέτη Payman Maadi Bomb, A Love Story (2018). Στο δεύτερο μέρος θα παρουσιασθούν έργα αγαπημένα από τις συνεργασίες της με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, την Τώνια Μαρκετάκη, τη Margarethe von Trotta, τον Χριστόφορο Χριστοφή, τον Ζυλ Ντασέν και τον Αντώνη Αντύπα. Η Ελένη Καραΐνδρου θα παίξει πιάνο και θα πλαισιωθεί από κορυφαίους σολίστ.
Η κουβέντα μας ξεκίνησε από το εξώφυλλο του τελευταίου άλμπουμ και την εποχή αυτή, που δεν είναι ευδόκιμη για τις κυκλοφορίες δίσκων και CD. «Μερικά πράγματα γίνονται με ενδιαφέρουσες συγκυρίες. Κοίταξε να δεις, εμένα με ενδιαφέρουν τα εξώφυλλα και αυτός είναι και ένας από τους λόγους που έχω αγαπήσει την ECM. Δεν είναι μόνο η μουσική. Την έχω γνωρίσει από τη δεκαετία του 1970 και λάτρευα πάντοτε και τα εξώφυλλά της, που χαρακτηρίζονταν από υψηλή αισθητική και ήταν από μόνα τους μια πρόταση. Όταν κάνω λοιπόν το εξώφυλλο των δίσκων μου, πηγαίνω εκεί, στην ECM. Συμμετέχω. Το εξώφυλλο δίνει ένα μήνυμα».
Πώς προέκυψε, όμως, η συγκεκριμένη φωτογραφία του Χρήστου Μποκόρου; «Ενώ εγώ αγαπούσα τον Μποκόρο πάρα πολύ, συνέβη το εξής: μια ωραιότατη συγκυρία. Είχε πάει στην Κρήτη η Anja Lechner, η τσελίστρια, για ένα ρεσιτάλ σε ένα ορεινό χωριό. Στο ίδιο χωριό έκανε έκθεση ο Μποκόρος και εκεί πήγε και ο Manfred Eicher (ο ιδρυτής της ECM), για να παρακολουθήσει το ρεσιτάλ της Lechner. Είδε λοιπόν τη δουλειά του Μποκόρου και τρελάθηκε. Του άρεσε πολύ. Τον αναζήτησε, του μίλησε και του έστειλε ο Μποκόρος μία έκδοση της Άγρας με φωτογραφίες του, καθώς κι ένα πρόγραμμα της έκθεσης. Όταν κατόπιν ανέβηκα στο Μόναχο για να φτιάξουμε το εξώφυλλο, ανοίξαμε αυτό το βιβλίο γιατί και ο Eicher αισθανόταν ότι η ζωγραφική του Μποκόρου και οι φωτογραφίες του έχουν κάτι κοινό με μένα και τη μουσική μου. Κι επειδή τα δύο πρόσωπα που με ενέπνευσαν στον συγκεκριμένο δίσκο κατάγονται από την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου –ο ένας από τον Λίβανο και ο άλλος από το Ιράν– μου πήγαινε κι εμένα να έχουμε κάτι δικό του. Διαλέξαμε έτσι αυτό που βλέπει. Μη με ρωτήσεις γιατί. Δεν ξέρω. Αλίμονο αν μπορούσαμε να τα εξηγήσουμε και όλα».
Στη σκηνή του Ηρωδείου, μαζί με την Ελένη Καραΐνδρου, θα ανέβουν μερικοί από τους σπουδαιότερους Έλληνες μουσικούς, και όχι μόνο. Πώς, αλήθεια, επελέγησαν οι συγκεκριμένοι συνεργάτες; «Αρχικά επιλέχθηκαν για 2 συναυλίες που προηγήθηκαν στη Γαλλία, στο Παρίσι στο πλαίσιο της συνεργασίας μου με το Εθνικό Θέατρο της Γαλλίας και με τον Wajdi Mouawad, ο οποίος είναι ένας πολύ μεγάλος θεατρικός συγγραφέας. Το συγκεκριμένο θέατρο, μάλιστα, δεν είναι το κλασικό θέατρο, αλλά αντιπροσωπεύει την αναζήτηση, το εναλλακτικό και το πειραματικό. Ανεβάζει βέβαια και κλασικά έργα, αλλά συχνά δίνει βήμα και σε καινούργια πράγματα».
Και πώς έγινε η επιλογή των προσώπων; «Αποφάσισα να πάρω μαζί μου τους μουσικούς με τους οποίους είχα κάνει την ηχογράφηση των έργων. Αυτούς συνεχίζω να έχω αγκαλιά. Ξέρουν τη δουλειά μου, εργάστηκαν για αυτήν με πολλή αυταπάρνηση και αγάπη, στο Παρίσι έσκισαν. Εκεί είχα 11 έγχορδα. Δεν τρομάζω όμως με κάτι τέτοιο. Και όταν ξεκίνησα να γράφω μουσική στο θέατρο, στην πρώτη μου απόπειρα να κάνω κάτι που να διαθέτει χαρακτήρα συμφωνικό, τα έγχορδά μου ήταν και πάλι 11. Γιατί είναι το μίνιμουμ των οργάνων που μπορείς να χρησιμοποιήσεις για να κάνεις μια καλή δουλειά. Τώρα, στο Ηρώδειο, θα προσθέσω μερικά. Αλλά η βάση μου είναι αυτή. Τους πήρα λοιπόν στην ηχογράφηση, τους πήρα και στη συναυλία. Για τις 2 συναυλίες αυτές, ο Eicher, ο οποίος ήταν παρών, είπε ότι ήταν το ωραιότερο σύνολο εγχόρδων που έχει ακούσει. Σε ό,τι με αφορά, προσπαθώ να κρατώ κοντά μου τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζομαι και συνεννοούμαι. Και είναι όλοι τους νέα παιδιά και ταλαντούχα, που συνυπάρχουν με άλλους παλαιότερους, με τους οποίους συνεργάζομαι μέχρι και 35 χρόνια τώρα. Όπως, για παράδειγμα, ο Βαγγέλης Χριστόπουλος, ο ομποΐστας. Όπως η Στέλλα Γαδέδη, παλιά μου φίλη και συνεργάτης».
Ξεκινάει να αναφέρει ονόματα με ανησυχία μήπως ξεχάσει κάποιον. Την καθησυχάζω, κανείς δεν νομίζω να παρεξηγηθεί. «Επικεφαλής είναι η Ηρώ Σειρά, που είναι και το πρώτο βιολί της Λυρικής, από μεγάλη οικογένεια μουσικών. Από κοντά της και το φαγκότο, ο Γιάννης Ευαγγελάτος, που τον ακούς και σου σηκώνεται η τρίχα· έχει μεγάλη ευαισθησία και ψυχή στο παίξιμό του, μεγάλο ταλέντο. Έχω πάντα κόρνο, η μουσική μου θέλει πάντα ένα κόρνο, δεν μπορεί χωρίς αυτό. Και το παίζει ο Κώστας Σίσκος. Βεβαίως, το ακορντεόν είναι πάντοτε εκεί –δεν μπορούσε να λείπει ο Ντίνος Χατζηιορδάνου, καθώς και ο Άρης Δημητριάδης στο μαντολίνο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτοί. Κοίταξε: η μία μου παρέα είναι με τους κλασικούς. Έχω όμως και μια διαφορετική παρέα με τον Σωκράτη Σινόπουλο, τον φοβερό Σωκράτη, με τον οποίον γνωριστήκαμε και αγαπηθήκαμε το 2001. Ήταν η ψυχή της ηχογράφησής μου για τις Τρωάδες. Μετά δουλέψαμε στη Μήδεια και στην Ελεγεία Του Ξεριζωμού στο Μέγαρο Μουσικής, όπου τον δοκίμασα να παίξει και με συμφωνική ορχήστρα. Αντί να παίξει δηλαδή η βιόλα το θέμα στο Βλέμμα Του Οδυσσέα, έπαιξε ο Σωκράτης· και ήταν απίστευτος. Επίσης, έπαιξε στο Λιβάδι Που Δακρύζει με τη συμφωνική ορχήστρα. Θα συμβεί και τώρα, στο Ηρώδειο. Και δεν θα είναι μόνος του. Υπάρχουν θέματα τα οποία θα παίξει μαζί με κανονάκι, με μπεντίρ και νέι. Το λατρεύω το νέι. Έχει το κουαρτέτο αυτό ο Σινόπουλος. Επειδή ωστόσο προσπαθώ να μην περιορίζομαι, δεν θα μπορούσε να λείπει το σαξόφωνο. Θα θυμάσαι ότι έχω κάνει ένα θέμα για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, για τον Μελισσοκόμο, το "Θέμα Του Αποχαιρετισμού". Θα παίξει λοιπόν ο David Lynch, ο οποίος επίσης γνωρίστηκε μαζί μου όταν πρωτοήρθε από την Αμερική. Έχω κάνει πάνω από 30 έργα μαζί του. Δουλέψαμε και πάρα πολύ στο θέατρο. Είναι ωραίος μουσικός και τον χρησιμοποιώ μόνο με ορχήστρα, όχι τρίο. Έχω γράψει ένα adagio για σαξόφωνο και έγχορδα».
Και η φωνή; «Υπάρχει και μία φωνή που τη λατρεύω –και που ελπίζω να την αγαπάς κι εσύ– η Σαβίνα Γιαννάτου. Έχω δουλέψει μαζί της στη Μήδεια, ενώ πέρυσι κάναμε και συναυλίες σε μεγάλες εκκλησίες στην Ιταλία και στη Γερμανία. Λατρεύω τον ήχο της εκκλησίας. Τραγούδησε λοιπόν η Σαβίνα και ήταν απίστευτη. Ήταν μαζί μου και στη Γαλλία. Μαζί της και οι ίδιοι μουσικοί που ανέφερα και νωρίτερα. Αυτούς τους μουσικούς αγκάλιασα, αυτούς τους μουσικούς αγάπησα και μαζί τους πάω στο Ηρώδειο. Πιστεύω σε αυτά τα παιδιά, τα αγαπώ πολύ και το δικαιούνται, γιατί μαζί κάναμε αυτά τα έργα».
Μιλάμε για τις ταμπέλες και για τον τρόπο που αυτές προσδίδονται στους καλλιτέχνες. Ξεκαθαρίζει: «Δεν ανήκω σε καμία κατηγορία συνθετών και δεν ενσωματώνω τίποτα και σε τίποτα. Θα σου πω το μυστικό. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου επαγγελματία μουσικό κινηματογράφου ή θεάτρου. Θα σου πω κάτι: είμαι ένας ευαίσθητος άνθρωπος, ένας συνθέτης που επηρεάζεται και εμπνέεται από ιδέες. Δεν περιμένω ούτε να δω την ταινία, ούτε να βάλω κάτι συγκεκριμένο. Προφανώς –δεν είμαι βλάκας– αφού τη μοντάρουν θα τη δω, δεν τους αφήνω σε ησυχία· αλλά γράφω τη μουσική μου, τα θέματά μου, την κεντρική ιδέα, το κουκούτσι της δημιουργίας μου, πριν να δω την ταινία. Γνωρίζοντας την ιστορία φυσικά, έχοντας τις ιδέες μου και την έμπνευσή μου πάνω σε αυτήν. Έγραψα για το Βλέμμα Του Οδυσσέα ένα θέμα 17 λεπτών. Το αυτοσχεδίασα –γιατί αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίον γράφω: με εμπνέει κάτι, κάθομαι στο πιάνο μου και αυτοσχεδιάζω και το διαμορφώνω με την πρώτη. Μετά δεν αλλάζω ούτε νότα. Όταν έγραψα αυτή τη σύνθεση των 17 λεπτών, η οποία έχει 4 μέρη (πώς το έκανα αυτό, δεν ξέρω), πήρα τα χαρτιά μου, το συνθεσάιζέρ μου και πήγα στα Κύθηρα διακοπές. Εκεί άρχισα να το γράφω και προσπάθησα να μην αλλάξω τίποτα από το αρχικό. Γιατί είχε κάτι μπλεγμένους ρυθμούς. Έχω αγάπη στους ασύμμετρους ρυθμούς. Με ενθουσιάζουν. Πότε είναι 9/8, πότε είναι 11/8, πότε είναι 7/8. Σε πάρα πολλά έργα μου συμβαίνει αυτό. Αυτός είναι, συνοπτικά, ο τρόπος με τον οποίον δουλεύω. Στην αρχή δεν ξέρω καν για που προορίζεται αυτό που κάνω».
Και ο σκηνοθέτης; Οι δικές του ανάγκες και απόψεις; «Στον Μελισσοκόμο έκανα πάρα πολλά από όσα ήθελε ο σκηνοθέτης. Έκανα ένα ροκ για το σημείο που συγκρούονταν οι δυο γενιές, έκανα ένα βαλς γιατί χόρευε ο πατέρας την κόρη στον γάμο της προτού φύγει για να πάει να αυτοκτονήσει, έκανα πολλά πράγματα. Αλλά το βασικό θέμα που μου ήρθε εμένα, το "Θέμα Του Αποχαιρετισμού", ήταν γιατί όλη η ζωή αυτού του ανθρώπου περνούσε μπροστά από τα μάτια του και περιλάμβανε πάρα πολλούς στόχους που τελικά εξανεμίστηκαν. Ήταν ένας Αριστερός με οράματα και πίστη και αγώνες. Και γίναν όλα κουρέλια».
Δύσκολα σε μια συζήτηση μαζί της δεν θα αναφερθεί το όνομα του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Μαζί έφτιαξαν τόσα πολλά και σημαντικά. Και συνδέθηκαν καλλιτεχνικά ο ένας με τον άλλον. Έγιναν φίλοι. «Είναι πάντοτε μέσα στην καρδιά μου. Είναι κοντά μου. Ό,τι έχουμε κάνει, υπάρχει. Έτσι αισθάνομαι εγώ και τη ζωή των ανθρώπων, τις ζωές μας δηλαδή. Θυμάμαι όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο (έχω σπουδάσει ιστορία και αρχαιολογία), είχα κάνει μια ωραία μελέτη σε σχέση με το Περί Ψυχής του Πλάτωνα. Ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρουσα η σκέψη ενός νέου παιδιού (ήμουν τότε 17-18 ετών): έβλεπα ότι δεν υπάρχει θάνατος, αλλά υπάρχει μια συνέχεια. Τον Θόδωρο, λοιπόν, τον αισθάνομαι παρόντα, αισθάνομαι όλα αυτά που έχουμε κάνει παρόντα και ότι έχουνε και πάρα πολύ δρόμο να κάνουν στο μέλλον. Σαν άνθρωπος, σαν άτομο, επειδή κάναμε και παρέα, μου λείπει σίγουρα. Από την άλλη μεριά, όμως, η καθημερινότητά μου είναι πολύ σημαντική. Ζω για τους ανθρώπους που αγαπώ, πάνω από όλα και πριν από τη μουσική είναι αυτοί. Αισθάνομαι μια τεράστια ευγνωμοσύνη στη ζωή μου. Και απέναντι στον Θόδωρο και απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους που είναι δίπλα μου και μου στέκονται και μου έχουν σταθεί. Ευγνωμοσύνη που υπάρχω, που αναπνέω, που βλέπω τα όμορφα λουλούδια. Λατρεύω τη φύση, μου αρέσει να φυτεύω, να κλαδεύω. Μην ξεχνάμε ότι έχω ζήσει μέχρι 7 ετών σε χωριό».
Η κουβέντα συνεχίστηκε και δεν χωράει στις ηλεκτρονικές «σελίδες». Και τι δεν είπαμε. Για το περίφημο Τείχιο και τον αγώνα δρόμου που κάνουν εκεί και τον οργανώνει ο φίλος της ο Θωμάς. Για την κοινή μας ακαδημαϊκή διαδρομή και αγάπη, την εθνομουσικολογία. Για τις ζωγραφιές του Μποκόρου. Για τις ιστορίες των έργων. Για τα ταξίδια στο εξωτερικό και τις περιπέτειές της στην Τυνησία με τον αγαπημένο μου καθηγητή Λάμπρο Λιάβα. Για τα εγγόνια και τα παιδιά της και την αγάπη που τους έχει. Με ξενάγησε στο σπίτι της, με έβαλε να καθίσω στο πιάνο της, να κοιτάξω από το παράθυρο μέχρι την Αίγινα και να αντιληφθώ (και να εξηγήσω) τις μελωδίες που ξεπηδούν από μέσα της χάρη σε αυτήν τη θέα. Η Ελένη Καραΐνδρου, μια έφηβος δραστήρια, δημιουργική και ανθρώπινη, απλή και καλοσυνάτη, φιλόξενη κυριολεκτικά. Πολύτιμη. Γοητευτική.
{youtube}lR4H_f-4pXo{/youtube}