Ισορροπείτε μεταξύ των ιδιοτήτων του ομποΐστα και του μουσικολόγου. Τι σας τράβηξε σε κάθε μία από τις επιλογές;
Σε πολύ μικρή ηλικία άρχισα μαθήματα πιάνου και άκουγα πάρα πολλή μουσική. Στα 12, αν θυμάμαι καλά, παρακολούθησα μια συναυλία στην τηλεόραση, όπου έπαιζε η Kρατική Oρχήστρα. Έμεινα έκπληκτος από τον ήχο αυτού του περίεργου οργάνου και αποφάσισα ότι αυτό θέλω να μάθω. Κατά σύμπτωση, ο μουσικός που έπαιζε όμποε στη συναυλία εκείνη έγινε και ο δάσκαλός μου –ο κ. Κλωντ Σιελέ.
Σχετικά με τη μουσικολογία και την έρευνα γενικότερα, μάλλον το μικρόβιο το κόλλησα από τους γονείς μου: ο πατέρας μου είναι παλαιογράφος και η μητέρα μου διατέλεσε υπεύθυνη του ιστορικού αρχείου του Μουσείου Μπενάκη, όπου παρεμπιπτόντως υπάρχει μια σημαντική μουσική συλλογή.
Ποιο είναι το καλλιτεχνικό μανιφέστο του κουιντέτου πνευστών Αίολος; Τι σας οδήγησε στη δημιουργία του;
Να περνάμε όμορφα, παίζοντας όμορφη μουσική· και αυτή τη μουσική να την επικοινωνούμε σε όποιον έχει αγάπη για αυτήν. Υπάρχει ένα πολύ ευρύ ρεπερτόριο για το συγκεκριμένο σύνολο, από το οποίο μόνο ελάχιστο μέρος έχει ακουστεί σε συναυλίες στην Ελλάδα. Θελήσαμε αρχικά να το γνωρίσουμε εμείς οι ίδιοι, και μετά να το κάνουμε γνωστό στο φιλόμουσο κοινό.
Πώς αποφασίζετε με ποια έργα από το ελληνικό ρεπερτόριο θα «αναμετρηθείτε»;
Το ελληνικό ρεπερτόριο για κουιντέτο πνευστών, δεν είναι τόσο ευρύ. Γι' αυτό δοκιμάζουμε το κάθε έργο που θα βρεθεί στον δρόμο μας –είτε μέσω της έρευνας σε αρχεία, είτε από όσα θα μας προσφερθούν ως δώρο από φίλους συνθέτες.
Οι συνθέσεις του δίσκου Ελληνικά Κουιντέτα Ξύλινων Πνευστών είναι συχνά επηρεασμένες από την παράδοση, με ήχους της Ηπείρου, της Κύπρου και με εναρμονίσεις πασίγνωστων λαϊκών σκοπών. Πώς χτίσατε αυτήν τη μουσική δίοδο επικοινωνίας με την παράδοση;
Ουσιαστικά, αυτός ακριβώς ήταν ο βασικός παράγοντας επιλογής των συγκεκριμένων έργων για τον εν λόγω δίσκο: έργα τα οποία οι δημιουργοί τους εμπνεύστηκαν από την παράδοση αντλώντας ρυθμούς, μελωδίες και ηχοχρώματα, ενώνοντας κατά κάποιον τρόπο τον τόπο μας με το παγκόσμιο κοινό.
Παράλληλα, υπάρχουν και δύο πρωτότυπες συνθέσεις του προσφάτως αποθανόντος Θεόδωρου Αντωνίου και του Γιώργου Κουμεντάκη, φτιαγμένες ειδικά για το κουιντέτο. Πώς προέκυψε η δημιουργία τους;
Ο Θόδωρος Αντωνίου υπήρξε για μένα ο σημαντικότερος δάσκαλος και καθοδηγητής, αλλά και φίλος όλων των μουσικών του συνόλου. Μετά από μια συναυλία μας όπου παίξαμε τις Δέκα Ινβεντσιόνες για κουιντέτο πνευστών, του ζητήσαμε να γράψει κάτι ειδικά για εμάς. Έτσι προέκυψε το δεύτερο κουιντέτο του για ξύλινα πνευστά.
Το έργο του Γιώργου Κουμεντάκη δημιουργήθηκε με αφορμή μια συναυλία μας στη Λυρική Σκηνή με θέμα τα «ωδικά πτηνά». Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της μουσικής του Κουμεντάκη είναι η σχέση της με τη φύση. Ο κοτσυφός στο φαράγγι του γρύλου προήλθε από τη διασκευή και προσαρμογή του έργου του για τρεις πιανίστες σε ένα πιάνο ένας γρύλος στο φαράγγι του κοτσυφού, του 2012.
Πώς συγκρίνονται οι δυναμικές που αναπτύσσονται σε ένα κουιντέτο με εκείνες μίας ορχήστρας;
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι κάθε σύνολο μουσικής είναι μια μικρή ορχήστρα χωρίς μαέστρο, το οποίο δεν μπορεί να προοδεύσει αν δεν υπάρχουν αισθήματα εμπιστοσύνης, μετριοφροσύνης και αγάπης μεταξύ των μελών, αντίστοιχα με εκείνα που υπάρχουν σε μια οικογένεια. Θα ήταν ιδανικό να υπάρχουν αυτά τα χαρακτηριστικά στις σχέσεις των περίπου 80 ατόμων που απαρτίζουν μια ορχήστρα, αλλά, προσωπικά, σε όσες και να έχω παίξει, ακόμα δεν το έχω συναντήσει. Στην ορχήστρα λοιπόν είναι ο μαέστρος αυτός που έχει την ευθύνη για την ορθή ερμηνεία του έργου. Και, ως μουσικός, οφείλεις να υπηρετείς τις οδηγίες του, προσθέτοντας όπου είναι αναγκαίο και την προσωπική σου πινελιά.
Πώς είναι αλήθεια η ζωή ενός κλασικού μουσικού στην Αθήνα του σήμερα;
Να μιλήσω για τις ζωές των μελών του κουιντέτου: διάβασμα, πρόβες, οικογένεια· και όταν μένει χρόνος, διάβασμα και πρόβες.
Πού βλέπετε να οδεύει η μουσική δωματίου; Ποιο είναι το κοινό στο οποίο πλέον απευθύνεται;
Για διάφορους λόγους, η μουσική δωματίου στην Ελλάδα δεν κατάφερε ποτέ να βρίσκεται στις πρώτες προτιμήσεις του κοινού –μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Το ίδιο το ρεπερτόριο, ως πιο βαθύ και εσωτερικό από άλλα είδη μουσικής, απαιτεί από το ακροατήριο μεγαλύτερη προσοχή και τριβή για την κατανόηση του.
Το κοινό λοιπόν στο οποίο απευθύνεται είναι αυτό που έχει την περιέργεια να παρευρεθεί σε μια «συνομιλία» λίγων μουσικών, η οποία αφορά το παρόν (εφόσον ο ακροατής ακούει αυτά που «λένε» οι μουσικοί μεταξύ τους), αλλά και το παρελθόν (εφόσον οι μουσικοί συνδιαλέγονται μέσα από έργα που γράφτηκαν παλαιότερα, εκφράζοντας έτσι σκέψεις και συμβολισμούς περασμένων εποχών).
{youtube}k-p8g-CAjRI{/youtube}