Μιχάλης στη μουσική και Απόστολος στην ενορχήστρωση και την ερμηνεία του δίσκου Κάτι Παράξενο. Πώς λειτούργησε αυτή η μεταξύ σας συνεργασία;
Μιχάλης Καλογεράκης: Εγώ γράφω τη μουσική κατά βάση, και τραγουδάω όπως-όπως τα τραγούδια. Με τον Απόστολο μάς δένει μια φιλία εδώ και κάποια χρόνια. Έχουμε ασχοληθεί πολύ με τη μουσική, έχουμε παίξει μέχρι και ρεμπέτικα μαζί. Σε αυτήν τη δουλειά, πήρε τραγούδια μου ο Απόστολος και, ενώ στήσαμε μαζί το Κάτι Παράξενο, το εμπλουτίσαμε παρέα –γι’ αυτό και συνυπογράφουμε τη μουσική, τα τραγούδια είναι κατά βάση ενορχηστρωμένα/διασκευασμένα από τον ίδιο. Ο Απόστολος μπήκε λοιπόν πολύ μέσα στα τραγούδια τα οποία έλεγα με τον αδερφό μου Παντελή, μόνο φωνή και κιθάρα. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο για εμένα να αφήσω κάποιον να τα πειράξει. Για να είμαι ευχαριστημένος με την ενορχήστρωση, θα έπρεπε να την κάνει κάποιος που βρίσκεται πραγματικά κοντά μου, με τον οποίον έχουμε συμφωνήσει μουσικά και ξέρουμε πού κατευθυνόμαστε. Γι' αυτό και χαίρομαι που ο Απόστολος έκανε αυτήν τη δουλειά τόσο σωστά και με ακρίβεια. Ο δίσκος αυτός είχαμε την τιμή και χαρά να αγκαλιαστεί από την οικογένειά μας, τη Μικρή Άρκτο. Την εταιρία που έχει αποδείξει τη στήριξή της σε ποιοτικές δουλειές.
Απόστολος Κίτσος: Ναι, με τον Μιχάλη είμαστε χρόνια φίλοι και ήταν βάση της συνεργασίας μας το ότι έχουμε κοινή αισθητική και κοινές προσλαμβάνουσες. Ο Μιχάλης δουλεύει χρόνια τα τραγούδια του, ενώ εγώ είχα κάνει μια μικρή παύση στο μεταξύ, γιατί δεν μπορούσα να συγκεντρώσω το υλικό μου, φοβόμουν. Έτσι, αυτή η συνεργασία με βοήθησε να ασχοληθώ πάλι με το μουσικό κομμάτι, γιατί μέχρι πριν δούλευα κυρίως ως τραγουδιστής. Μου πήρε καιρό να πλησιάσω τα κομμάτια τους, γιατί αυτά τα παιδιά, ο Μιχάλης και ο Παντελής, έχουν κάτι ιδιοσυγκρασιακό σε ό,τι κάνουν· και πολλές φορές είναι δύσκολο να μπει άλλος σε αυτόν τον κόσμο. Έτσι διάλεξα κάποια κομμάτια που να μπορώ να τα φέρω κοντά μου και να τα βρούμε στη μέση. Διάλεξα το "Αλλού Να Μ’ αγαπάς", που, όπως μου είπε ο Μιχάλης, είχε ούτως ή άλλως γραφτεί για μένα, και μετά ψάρεψα τα υπόλοιπα από διάφορα πράγματα τα οποία είχα ακούσει από τον Μιχάλη. Στην ουσία λοιπόν, τα κομμάτια είναι του Μιχάλη. Τα πήρα εγώ σε μια πρωτόλεια μορφή και έβαλα μέσα τους πολύ τον εαυτό μου.
Πόσο καιρό πριν συνεργαστείτε παρακολουθούσατε ο ένας τον άλλον;
Μ.Κ.: Πριν συνεργαστούμε, δεν γνωριζόμασταν. Γνωριστήκαμε σαν φίλοι το 2010.
Α.Κ.: Εγώ ήξερα την ύπαρξη του Μιχάλη και του Παντελή, αλλά δεν τους είχα ακούσει ως τότε.
Μ.Κ.: Έχει πολλή πλάκα το πώς γνωριστήκαμε… Τον μίσησα! (γέλια)
Α.Κ.: Πήγαινα να βρω έναν φίλο μου σε μια παρουσίαση δίσκου στο Six d.o.g.s. Τα παιδιά λοιπόν ήταν στην παρέα αυτού του φίλου, με τον οποίον εγώ ωστόσο τσακώθηκα στην πορεία της βραδιάς. Έτσι, τους ζήτησα να αράξω λίγο μαζί τους, γιατί αργότερα θα πήγαινα στα Εξάρχεια. Εκείνοι μου απάντησαν πως κι αυτοί Εξάρχεια θα πήγαιναν μετά. Ε, και περπατώντας συνειδητοποιήσαμε ότι πηγαίναμε να βρούμε την ίδια παρέα! Θα γνωριζόμασταν δηλαδή εκείνο το βράδυ, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Μ.Κ.: Μετά συναντηθήκαμε στη Μικρή Άρκτο, αλλά πάντα υπήρχε ο θαυμασμός μου προς το πρόσωπο του Απόστολου. Είμαι πολύ δύσκολος άνθρωπος, αλλά με τον Απόστολο βρήκα αυτό που έψαχνα. Επειδή έβλεπα όλα όσα ήθελα στον Παντελή, πίστευα ότι δεν θα βρεθεί κάποιος να το «σπάσει» αυτό. Ο Απόστολος το έκανε.
Πείτε μου λίγα λόγια για την 4η Ακρόαση της Μικρής Άρκτου. Πώς ήταν η διαδικασία;
Μ.Κ.: Ήταν η 4η ακρόαση της Μικρής Άρκτου για να βρει παιδιά τα οποία δουλεύουν, μαγεύονται, γουστάρουν με τη μουσική, είτε είναι στιχουργοί, είτε μουσικοί, είτε τραγουδιστές. Αυτό που κάνει ο Παρασκευάς Καρασούλος και όλη η ομάδα της Μικρής Άρκτου είναι πολύ αγνό.
Α.Κ.: Είναι από τους ελάχιστους, εάν όχι ο μόνος, που κάνει τέτοια προσπάθεια αλίευσης από το μηδέν. Δεν είναι ότι ψάχνει μεταξύ συγκεκριμένων καλλιτεχνών. Κάνει ένα ανοιχτό κάλεσμα. Και οι διακριθέντες «παντρεύονταν» στη συνέχεια μεταξύ τους. Υπήρχαν δύο άξονες, δημιουργών και ερμηνευτών. Εγώ προηγουμένως είχα συνεργαστεί με τον Σπύρο Παρασκευάκο, έναν άλλο διακριθέντα συνθέτη, και κάναμε 2 κομμάτια μαζί, το "Γλυκός Γενάρης" και το "Βήμα Εκτός". Έπειτα όλη αυτή η «φουρνιά», κάναμε συναυλίες στον Ιανό και σε άλλα μέρη, όπου λειτουργήσαμε σαν μια μεγάλη ομάδα.
Το Κάτι Παράξενο παρουσιάζεται ως κύκλος τραγουδιών. Είναι τυχαία η επιλογή του σχήματος;
Α.Κ.: Είναι κύκλος, γιατί μας αρέσει αυτή η συνοχή σε μια δουλειά. Μας αρέσει αυτή η ολότητα, η οποία λείπει τελευταία από τη δισκογραφία –χωρίς κάτι τέτοιο να είναι απαραίτητα κακό. Σίγουρα δεν είναι concept album, αν και μια περίοδο το είχαμε στο μυαλό μας έτσι. Παρόλα αυτά, δεν βγήκε. Όμως η ολότητα έγκειται στο ότι υπάρχει μια ατμόσφαιρα.
Μ.Κ.: Είναι μια δουλειά που μας συμπεριλαμβάνει όλους. Είμαστε όλοι μαζί. Δεν είμαστε άνθρωποι που δουλεύουν ο καθένας μόνος του.
Α.Κ.: Πρέπει να παραδεχτώ, τώρα που έχει περάσει και λίγος καιρός, ότι αυτό που κάναμε ήταν λίγο παράτολμο και παράφρον. Ο δίσκος ξεκίνησε αποκλειστικά από εμάς, δεν υπήρχε κάποια εταιρεία από πίσω. Είχαμε μια τρέλα και βάλαμε τα λεφτά να το κάνουμε. Πήγαμε δύο παιδιά σε ένα στούντιο και κάναμε ό,τι θέλαμε, με τον κίνδυνο ότι μπορεί να έβγαινε μια πατάτα. Δεν υπήρχε όμως κανείς που να καθορίζει κάτι. Δεν υπήρχε τίποτα που να «έπρεπε» να γίνει ή να αρέσει σε κάποιους. Κάναμε ό,τι θέλαμε. Έχει μια άγνοια κινδύνου όλο αυτό και δεν ξέρω αν θα είχαμε το κουράγιο να το ξανακάνουμε.
Μ.Κ.: Έπαιξε μεγάλο ρόλο ότι βαθιά μέσα μας ο ένας εμπιστευόταν τον άλλον. Ακόμα κι αν δεν φαινόταν κάτι τέτοιο στη διαδικασία, στην οποία φαντάσου μάλιστα ότι τρελαινόμασταν. Πιστεύαμε πράγματι όμως ότι αυτό που κάνουμε είναι καλό, επομένως επιστρέφαμε σε εκείνο και το συνεχίζαμε. Ενώ ήταν πολύ εύκολο να τα ακυρώσουμε όλα.
Το σκεφτήκατε καθόλου;
Μ.Κ.: Εγώ ποτέ.
Α.Κ.: Εγώ ναι. Γενικά είμαι πολύ ψυχαναγκαστικός άνθρωπος. Πολλές φορές είχα πολλά νεύρα, τα οποία πλήρωνε ο Μιχάλης. Βρέθηκα πολλές φορές κοντά στο να το ακυρώσω, όχι όμως γιατί δεν πίστευα στο αποτέλεσμα, αλλά γιατί είχα πολλά νεύρα. Όλο αυτό ήταν πολύ φιλόδοξο για εμένα.
Μ.Κ.: Ο Απόστολος είχε μια τρέλα που δεν υπάρχει γενικά, και θέλω να υπάρχει, γιατί δεν παθιαζόμαστε πια για τα πράγματα –κι αυτό είναι το σημαντικότερο αγαθό για έναν άνθρωπο που κάνει τέχνη. Πρέπει να σε «καίει» αυτό που κάνεις. Όσο έβλεπα λοιπόν ότι καιγόταν το σύμπαν γύρω μας, ένιωθα ότι όλα θα πάνε καλά.
Με την Έλλη Πασπαλά, τη φωνή της οποίας ακούμε και στο "Ερωτικό", πώς βρεθήκατε;
Α.Κ.: Η Έλλη ήταν δασκάλα μου, και μάλιστα πολύ αγαπητή. Είναι μια καταπληκτική ερμηνεύτρια. Και δεν μου έμαθε μόνο να τραγουδάω, αλλά μου μετέδωσε και μια αισθητική, ένα κριτήριο υψηλό. Το ποίημα αυτό υπήρχε, και είναι του Μάνου Χατζιδάκι, οπότε για εμένα ήταν κάπως αυτόματη σύνδεση. Ήταν ένα ωραίο πάντρεμα. Και μας άρεσε πολύ που δεν την καλέσαμε να τραγουδήσει απλώς, αλλά να απαγγείλει.
Μ.Κ.: Ο τρόπος με τον οποίον αρθρώνει και μιλάει είναι πάρα πολύ ενδιαφέρων. Από την αρχή ήμασταν σίγουροι ότι η απαγγελία της θα ταξίδευε το κομμάτι πάρα πολύ.
Α.Κ.: Να πω επίσης ότι στο "Ερωτικό" συμμετέχει και ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, παίζοντας ηλεκτρική κιθάρα. Μεγάλο μέρος της κατεύθυνσης που πήρε ο δίσκος συνολικά οφείλεται στον Καλαντζόπουλο. Επειδή ήταν η πρώτη φορά που έκανα κάτι τέτοιο, δεν ήξερα τι έπρεπε να γίνει και προς τα πού να πάω. Εκείνος έκανε λοιπόν κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο μου ξεκλείδωσε πολλά πράγματα και το κράτησα γενικότερα σαν συμβουλή. Είχα κάνει τις ενορχηστρώσεις και του τις πήγα να τις ακούσει. Και μου λέει «Ωραίες είναι, αλλά πρέπει σε αυτό το σημείο να κάνεις μια πατροκτονία», γιατί εκείνο που είχα στήσει ήταν τελείως χατζιδακικό. «Είναι τεράστιος ο Χατζιδάκις, και όλους μάς έχει επηρεάσει, αλλά πρέπει να πάμε και λίγο πιο πέρα. Πρέπει να βρεις έναν ήχο», μου είπε. Έτσι τα πέταξα όλα και ξεκίνησα να ψάχνω τον ήχο μας. Υπάρχει ακόμα ο Χατζιδάκις μέσα στον δίσκο, αλλά μόνο ως ατμόσφαιρα.
Επίσης να μην ξεχάσω να πω ότι άλλος ένας άνθρωπος ο οποίος μας βοήθησε πολύ ήταν ο Θέμης Καραμουρατίδης. Μας βοήθησε με το στούντιο, τους μουσικούς, μας έδινε συμβουλές. Ήταν κοντά μας.
Υπάρχει κάποιο κομμάτι, κάποια από τις μελοποιήσεις, στην οποία έχετε αδυναμία;
Μ.Κ.: Για να είμαι ειλικρινής, έχω να ακούσω τον δίσκο από τότε που βγήκε.
Α.Κ.: Εδώ είναι μια μεγάλη μας διαφορά, εγώ τον ακούω συνέχεια. Και πολλές φορές χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, γιατί η ηχογράφηση είναι μια πολύ περίεργη διαδικασία. Όταν κυκλοφορεί κάτι, έχει τελειώσει για εσένα. Έχει φύγει και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Ο καιρός όμως περνάει και η σχέση σου με αυτό αλλάζει. Ακούς κάτι και λες «καλά, αυτό γιατί δεν το σκέφτηκα;». Ίσως πρέπει να σταματήσω να τον ακούω!
Μ.Κ.: Σίγουρα! Εγώ κάποια αδυναμία δεν έχω, αλλά θα μπορούσα να σου πω ότι με εξέπληξε ιδιαίτερα το "Αλλού Να Μ’ Αγαπάς". Ήταν ένα τραγούδι που είχα γράψει ενώ ήμουν τύφλα, το έστειλα στον Απόστολο να το ακούσει, έπεσα να κοιμηθώ, και μετά από δυο ημέρες μου στέλνει να ακούσω κάτι το οποίο δεν μπορούσα να αναγνωρίσω. Δεν το ήξερα. Μου άρεσε πάρα πολύ και τον ρώτησα πού το βρήκε. Μου λέει «Δικό σου είναι», αλλά προφανώς εγώ δεν θυμόμουν τίποτα. Αυτό το τραγούδι λοιπόν το αγαπώ πολύ. Κι αυτό που λέει ο Παράσχος, είναι πολύ δυνατό. Κι επειδή αν διαβάσει κανείς το ποίημα μπορεί να του φανεί λίγο μελό ή πασέ, αποφορτίζεται τόσο πολύ με τη μουσική και την ενορχήστρωση του Απόστολου, ώστε περνά πολύ πιο εύκολα το μήνυμα, το πόσο θαρραλέα είναι δηλαδή η αγάπη στην πραγματικότητα. «Είναι ζωή κι ο θάνατος οπόταν αγαπάς», λέει στο τέλος…
Τελικά η μελοποίηση ποιημάτων θέλει κότσια ή θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται όπως κάθε άλλη δημιουργική έκφραση;
Μ.Κ.: Είναι μια ερώτηση που γίνεται συχνά, αλλά εγώ έχω να πω ότι η ποίηση σαν ποίηση δεν υφίσταται. Ίσα-ίσα, ένα ποίημα επιδέχεται πολύ πιο εύκολα τη μελοποίηση, γιατί είναι άρτιος λόγος. Ποίημα δεν είναι όμως μόνο ο λόγος του ποιητή, είναι και του στιχουργού, είναι το γράμμα του Τσε Γκεβάρα στην κόρη του, τα γράμματα του Σεφέρη στη γυναίκα του. Ποίηση είναι τα πάντα.
Α.Κ.: Πραγματικά, δεν θέλει φόβο η μελοποίηση.
Μ.Κ.: Γενικά πιστεύω ότι επειδή δεν ξέρουμε πραγματικά τα ποιήματα, επειδή δεν διαβάζει ο κόσμος ποίηση, νομίζει ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι.
Δικούς σας στίχους γράφετε;
Α.Κ.: Εγώ δεν γράφω και είναι ένα από τα μεγαλύτερά μου προβλήματα.
Μ.Κ.: Έχοντας το κριτήριο της ποίησης, νιώθω πως ό,τι γράφω είναι λίγο. Κάθε φορά που γράφω κάτι, έρχεται ο Πεσσόα να μου ρίξει μια σφαλιάρα και ξυπνάω. Ο αδερφός μου ο Παντελής γράφει στίχους. Γράφει αυτά που θα έγραφα εγώ εάν μπορούσα και γι' αυτό ίσως τα βρίσκω τόσο εκπληκτικά. Επίσης πιστεύω ότι το γράψιμο θέλει και μια άλλη συχνότητα εσωτερικών παλμών: μια ψυχική ηρεμία, την οποία εγώ, ως μουσικός, δεν την κατέχω.
Στο Κάτι Παράξενο ελλοχεύει και το θεατράλε στοιχείο. Θα έβλεπα δηλαδή έναν θίασο πίσω από τις φωνές. Βλέπετε τους εαυτούς σας να επενδύουν μουσικά κάποια παράσταση;
Α.Κ.: Βέβαια, πολύ κοντά. Εμένα μου αρέσει πολύ η μουσική στο θέατρο και πιστεύω ότι είναι πολύ συγγενείς τέχνες. Κι όπως έχω ακούσει και από τη Μάρθα Φριντζήλα, «ο καλός ηθοποιός είναι αυτός που έχει μουσικότητα, και ο καλός τραγουδιστής αυτός που έχει θεατρικότητα».
Μ.Κ.: Κι εμένα με συγκινεί πάρα πολύ το θέατρο. Βασικά, με σοκάρει. Είναι πολύ δυνατό το θέατρο –ικανό να σε κάνει να μη μπορείς να κάτσεις καν στη θέση σου, να αρρωστήσεις ή να σου αλλάξει τη ζωή. Στο θέατρο δεν κρύβεσαι πίσω από μουσικά όργανα ή παρτιτούρες. Είσαι εσύ.
«Το ξέρουν όσοι φτιάχνουνε κλουβιά, τα κάγκελα πως πρέπει να χρυσώνουν» γράφει ο Νίκος Παράσχος στο "Λουξεμβούργο". Εσείς αναγνωρίζετε χρυσά κάγκελα γύρω σας;
Α.Κ.: Αυτό είναι τραγούδι που έγραψε ο Μιχάλης σε ανύποπτο χρόνο. Με είχε βάλει να το ακούσω, αλλά δεν του έδωσα μεγάλη σημασία. Όταν μετά έψαχνα κομμάτια για τον δίσκο, άνοιξα έναν φάκελο στον υπολογιστή μου και το βρήκα. Τότε ήταν μια ταραγμένη πολιτικά περίοδος, ήταν η περίοδος με το δημοψήφισμα. Βάζω λοιπόν αυτό το τραγούδι και με πιάνουν τα κλάματα με τον στίχο. Εν τέλει το ειρωνευτήκαμε στον δίσκο, αλλά βρήκα τόσο αληθινό αυτόν τον στίχο –ότι ο Δυτικός πολιτισμός και ο τρόπος με τον οποίον ζούμε, είναι πια ένα χρυσό κλουβί. Είμαστε δούλοι με μισθό. Κι όσο προχωράμε στον όψιμο καπιταλισμό, τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα.
Μ.Κ.: Και νομίζω ότι εδώ μιλάμε για μια κατάσταση στην οποία δεν είναι καν χρυσά τα κλουβιά. Από 'κει και πέρα έχει να κάνει με την προσωπική προσπάθεια του καθενός. Μπορεί κάποιος να καταφέρει να «σπάσει» τα κάγκελα, και μπράβο του. Μέχρι τότε, όμως, το θέμα είναι να δεις πώς θα νιώθεις εσύ μέσα σου, πώς θα βρεις τα επόμενα βήματα, πώς θα δείξεις δυνατός. Ίσως αυτός ο στίχος είναι ο μοναδικός από τον δίσκο που εμείς δεν έχουμε να πούμε πολλά.
Α.Κ.: Είναι η πιο σκοτεινή στιγμή του δίσκου στιχουργικά και η πιο εξωστρεφής μουσικά.
Αντιλαμβάνεστε την ταυτότητα του «έντεχνου» που σας αποδίδεται ως τέτοια;
Α.Κ.: Έχω μια ευαισθησία με αυτό το θέμα. Άλλες φορές με κατηγορούν για έντεχνο και άλλες με εξάρουν. Μουσικολογικά, ο όρος «έντεχνο» εν περιγράφει τίποτα. Εάν ρωτήσεις κάποιον σήμερα τι είναι έντεχνο, θα σου πει Θανάσης Παπακωνσταντίνου, κάποιος άλλος θα σου πει Μάνος Χατζιδάκις. Αυτά τα δύο πράγματα, μουσικολογικά και όχι αξιολογικά, δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Είναι ένας όρος-ομπρέλα, που χρησιμοποιήθηκε τη δεκαετία του 1960 για να διαχωρίσουν κάποιοι μουσικοί όπως ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης τη θέση τους από τους ρεμπέτες και τους λαϊκούς της εποχής. Ούτε τότε είχε αξιολογική κρίση, φυσικά.
Στα 1980s και στα 1990s υπήρξε μια παραφθορά του όρου και έτσι σήμερα είναι κάτι που δεν σημαίνει τίποτα, παρόλα αυτά για κάποιους είναι προσβλητικό και για άλλους καλό. Εγώ αποφεύγω τις ταμπέλες και μπορώ να πω ότι μου φαίνονται κάπως δημοσιογραφικές, για να κατηγοριοποιούνται πράγματα τα οποία δεν κατηγοριοποιούνται στην πραγματικότητα.
Μ.Κ.: Εγώ προσωπικά δεν νιώθω καθόλου έντεχνος. Όχι γιατί είναι κάτι κακό, αλλά γιατί πραγματικά δεν ξέρω τι σημαίνει. Θα προτιμούσα να υπάρχει μια πιο αναπτυγμένη μουσική κουλτούρα του κοινού, ώστε να μπορεί να αντιληφθεί τι ακούει.
Ο δίσκος Κάτι Παράξενο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος
{youtube}aqWk2yXbQtY{/youtube}