Πάνε περίπου 4 χρόνια από το Muma. Πότε μπορούμε να περιμένουμε τον καινούριο δίσκο και ποιες είναι οι αναφορές του;
Ο δίσκος θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο. Οι αναφορές είναι η αγάπη, τα παραμύθια, η μαγεία, η προσγείωση (άτσαλη και μη), ο τόσο σκληρός ρεαλισμός που πρέπει να γίνει παραμύθι για να τον αντιμετωπίσεις, η φύση και ο έρωτας –η απόλυτη επανάσταση, για μένα. Επειδή τα περισσότερα τραγούδια γράφτηκαν στην Αμοργό, με γείτονές μου τα ζωντανά, το στοιχείο αυτό είναι πολύ έντονο στον δίσκο. Θα έχει 11 τραγούδια. Ένα από αυτά είναι για τη Γιαννούλα την Κουλουρού, μια ιστορία του 1868, η οποία συνέβη στην Πάτρα. Ένα άλλο έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνομαι εγώ την αγάπη. Ο δίσκος πραγματεύεται γενικά έννοιες που με απασχολούν, χωρίς να είναι πάντα εμφανές.
Και ποιες είναι οι μουσικές προσλαμβάνουσες που σε έχουν επηρεάσει;
Με έχει επηρεάσει η δικιά μου παράδοση, τα κλαρίνα μα και τα βιολιά, με έναν τρόπο που θα τον χαρακτήριζα ως «κινηματογραφικό νησιώτικο». Κάτι επίσης πιο σκοτεινό, με ενορχηστρωτικές π.χ. αναφορές στους Bon Iver, αλλά και η Αιθιοπία· κι όλο αυτό στο κεφάλι μου γίνεται μία πρόσμιξη. Ας πούμε το καινούριο τραγούδι, τα "Λάθος Φιλιά", είναι παραδοσιακό: τα βιολιά είναι αράβικα. Από πίσω, όμως, υπάρχει συνάμα μια κινηματογραφική ατμόσφαιρα.
Πώς βλέπεις τους δίσκους σου να αλλάζουν μέσα σου, μέσα στα χρόνια;
Πολλές φορές στα live αστειευόμαι ότι ο πρώτος δίσκος (Varligali, 2012) αφορά ηλικίες 5-10 χρονών. Ήταν τόσο πρωτόγνωρο το συναίσθημα, ήταν σαν να διαβάζω το αλφαβητάρι του δημοτικού. Το Muma ίσως είναι για ηλικίες 12-14. Γιατί υπάρχει μια εφηβεία μέσα, αλλά και η country προσέγγιση στο "Ακορντεόν" του Μάνου Λοΐζου ή η απομάκρυνση των ανθρώπων στη "Μύγα Του Μάη". Ο καινούριος δίσκος θα είναι για ηλικίες κάπου στα 22-28.
Το βιογραφικό σου περιγράφει το στεγνό τρίπτυχο καλή μαθήτρια-ασχολήθηκε με τη μουσική-έκανε αθλητισμό...
Ναι, τελείως φυτό.
Παρόλαυτα, δεν έχεις καμία σχέση με κάτι τέτοιο. Τι σε κρατάει ανθρώπινη;
Ήμουν αλήθεια πολύ φυτό. Μου άρεσε το διάβασμα, στις διακοπές μπορεί να μελετούσα αρχαία κείμενα και οι γονείς μου είχαν φρικάρει. Και τώρα διαβάζω πάρα πολύ. Παράλληλα υπήρχε και μία αλητεία, η οποία με τράβαγε. Πήγαινα σινεμά, θέατρο, έβλεπα μουσικές, ανέβαινα στον λόφο του Στρέφη και έκανα βόλτες· μετά μεγάλωσα και πήγαινα στα νησιά. Εκεί απελευθερωνόμουν κι έβλεπα ότι, όσο πιο κοντά είμαι στον εαυτό μου, τόσο πιο ελεύθερη αισθάνομαι. Και, κάπως έτσι, σώθηκα. Έχω και τεράστιο κόλλημα με την ευγένεια: με το πώς είναι οι σχέσεις και πώς τις ποτίζεις. Με τον τρόπο που επαναπροσδιορίζονται καθημερινά.
Πώς προέκυψε αυτή η αγάπη για τα νησιά;
Από 17 χρονών έφευγα τα καλοκαίρια και τραγουδούσα στα νησιά. Έχω παίξει στην Πάρο, στη Νάξο, στην Ίο, κυρίως στις Κυκλάδες. Και συνειδητοποίησα ότι, ενώ προέρχομαι από το πράσινο των βουνών, αυτός ο βράχος με μαγεύει το ίδιο. Ξεχώρισα κάποια νησιά, στην πορεία –κυρίως την Αμοργό, τη Φολέγανδρο και τη Σαμοθράκη, η οποία για μένα είναι λίγo Game of Thrones φάση. Καθώς μάλιστα περνούσε ο καιρός και άρχισα να βλέπω ότι όσο περισσότερο καθόμουν, τόσο πιο καθαρή αισθανόμουν και μπορούσα να προσφέρω, πήρα την απόφαση να μετακομίσω στην Αμοργό.
Ας μιλήσουμε λίγο και για το σύμπαν Θανάσης Παπακωνσταντίνου...
Νομίζω ότι ούτε εγώ, ούτε εκείνος έχουμε συνειδητοποιήσει ακριβώς τη μαγεία αυτού που έχουμε ζήσει. Ο Θανάσης είναι ένας άνθρωπος πολύ δικός μου. Δεν μπορώ δηλαδή να τον δω ούτε ως τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, ούτε ως κολλητό μου. Είναι ένα μαγικό πλάσμα, με πολύ φως και γεμάτος εκπλήξεις. Έχει ένα καθαρό και διαστημικό μυαλό και είναι γεμάτος ευαισθησία, η οποία βγαίνει ατόφια μέσα σε λίγες μόνο λέξεις.
Όπως κι εκείνος, έτσι κι εσύ διατηρείς στενή σχέση με τις ρίζες σου. Πώς βλέπεις λοιπόν την ελληνική επαρχία;
Στην Αμοργό, όπου πλέον ζω, διοργανώθηκαν προβολές ταινιών και θεατρικά σεμινάρια και δυστυχώς κάτι τέτοιο μου φάνταζε εξωπραγματικό. Τα παιδιά στην επαρχία δεν έχουν να κάνουν τίποτα: γυρνάνε από το σχολείο και δεν έχουν δραστηριότητες που θα τους δώσουν κάτι. Ίσως υπάρχουν περισσότερα φράγκα στην επαρχία, αλλά υπάρχει και σκληρότητα. Σκληρότητα απέναντι στους ανθρώπους, απέναντι στα ζώα. Αλλά δεν μπορούμε να κατηγορούμε την επαρχία, όταν δεν υπάρχει κανένα ερέθισμα. Βλέπω ας πούμε τα ξαδέρφια μου, τα οποία ζούνε σε ένα πανέμορφο χωριό, αλλά δεν έχουν κανένα ερέθισμα. Στα νησιά έχει σκάσει και κάποιος κόσμος ξέμπαρκος, ενώ στα βουνά όχι. Και, όταν αλλάζει το πράγμα, πάλι από συνθήκες αλληλεγγύης θα αλλάξει.
Τι γεύση σου αφήνει αλήθεια η κοινωνικοπολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, μετά και το πανηγύρι με το Μακεδονικό;
Η κατάσταση είναι δύσκολη. Χρειάζεται αγώνας και να στηριχθούμε σε αλληλέγγυες δράσεις και επιθυμίες. Αλλού υπάρχει έντονη ξενοφοβία, αλλού όχι τόσο. Είναι τόσα πολλά τα πολιτικά παιχνίδια που παίζονται, ώστε, ό,τι και να πούμε, θα μείνουμε μετέωροι. Μπορεί να μιλάμε για ώρες και να μην πλησιάσουμε την πραγματικότητα, η οποία είναι ανατριχιαστικά άθλια. Είναι και τόσο δύσκολο το βιοτικό επίπεδο, που μας έχει αγριέψει. Όμως είμαστε όλοι άνθρωποι. Και τι έγινε αν εσύ είσαι Σλαβομακεδόνας, εγώ Βλάχα κι ο άλλος Κούρδος; Οι προσμίξεις μόνο προσφέρουν, στην Ελλάδα άλλωστε καταγόμαστε όλοι από διαφορετικές φυλές. Πιστεύω μόνο στην ανθρωπιά. Χωρίς ταμπέλες και ταυτότητες. Στις υγιείς σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και στην ανταλλαγή μεταξύ πολιτισμών.
Φαίνεται να έχεις μια αποστροφή απέναντι στη σοβαροφάνεια. Ποια είναι λοιπόν η στάση σου απέναντι στην ξιπασιά και τον ελιτισμό;
Υπάρχει μια έκφραση που έχω υιοθετήσει από έναν φίλο και μου άρεσε πολύ: champagne problems. Μπορεί να είναι και ξιπασμένο το πρόβλημά σου. Δεν ξέρω αν είναι θέμα της ελίτ, η οποία ζει σε έναν παράλληλο κόσμο. Μπορούμε και οι δυο μας να είμαστε ξιπασμένοι, ελιτιστές, ή οτιδήποτε. Το θέμα είναι πώς βλέπει κάθε άνθρωπος τον εαυτό του και η σοβαροφάνεια έχει να κάνει με τον φόβο που έχουμε μέσα μας. Κι εμένα με πιάνει καμιά φορά φόβος, ακόμα και στα πιο απλά θέματα. Μπορεί να βγω βόλτα με τα σκυλιά μου και να φοβάμαι μην έχει καμία φόλα. Και μετά σκέφτομαι «όχι ρε συ, δεν μπορείς να φοβάσαι διαρκώς».
{youtube}m4fBW8RUWJw{/youtube}