Η ιστορική «συμμορία» του εγχώριου rock 'n' roll επιστρέφει έπειτα από 17 χρόνια (9/12, στη σκηνή του Piraeus Academy 117), για να ξετυλίξει το νήμα της πολυετούς πορείας της και να ξαναπλέξει ιστορίες και συναισθήματα εσωτερικών αναζητήσεων, σκοτεινών διαδρομών και ονειρικής έκστασης.
Λίγες μέρες πριν τη μεγάλη συναυλία, συναντήθηκα –μιας και αποδειχθήκαμε γείτονες– με τα πρεσβύτερα μέλη των Λευκή Συμφωνία, Θοδωρή Δημητρίου & Διογένη Χατζηστεφανίδη, σε μια τυπική καφετέρια του Δάσους Χαϊδαρίου: στην περιοχή όπου ξεκίνησαν τα πρώτα jams και οι πρώτες πρόβες, πριν από 33 χρόνια. Για μια συζήτηση από εκείνες που δεν χρειάζεται καν να ανοίξεις το σημειωματάριό σου...
Έπειτα από 17 χρόνια απουσίας θα σας δούμε και πάλι επί σκηνής. Τι πυροδότησε την απόφαση της επιστροφής σας;
Διογένης Χατζηστεφανίδης: Ξαφνικά έγιναν τα πράγματα. Έγιναν μερικά τηλέφωνα μεταξύ μας, του τύπου «Πάμε να μπούμε σε ένα στούντιο να παίξουμε; Πάμε».
Θοδωρής Δημητρίου: Ήμασταν και τυχεροί που βρήκαμε τον ντράμερ μας. Δεν μας πήρε χρόνο να δέσουμε κι αυτό μάς επηρέασε πολύ και σε ψυχολογικό επίπεδο, πέραν του πρακτικού. Γενικά, μέχρι τώρα, πάνε όλα θετικά. Δεν έχει χρειαστεί να το κυνηγήσουμε πολύ και να αγχωθούμε. Και το γεγονός ότι πήγαν καλά οι πρόβες από την αρχή, μάς βοήθησε πολύ. Μας άρεσε αυτό που ακούγαμε, το είχαμε ακόμα. Η επιστροφή μας προέκυψε αβίαστα, χωρίς να το σκεφτούμε πολύ. Γιατί, καμιά φορά, όταν δεν σκέφτεσαι πολύ εκείνο που κάνεις, βγαίνει πιο ωραίο. Και χωρίς άγχος. Πόσα πράγματα κάνουμε στη ζωή μας χωρίς άγχος; Τίποτα. Έτσι βρεθήκαμε κατευθείαν σε μια κατάσταση ονειρική. Νιώθαμε σαν παιδάκια, όταν αρχίσαμε να ξαναπαίζουμε. Κι όσο πλησιάζει η συναυλία το νιώθουμε ακόμα περισσότερο και προσπαθούμε να μη μπούμε στο τριπ του άγχους. Εκεί μας βοηθάει και η εμπειρία, βέβαια.
Όταν ξεκινήσατε να παίζετε στο στούντιο, ξύπνησαν καθόλου ξεθωριασμένες εικόνες και συναισθήματα; Ή είναι για εσάς μια νέα αρχή αυτή η επιστροφή;
Δ.Χ.: Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε καταλάβει ότι πέρασαν τόσα χρόνια από τότε. Κανείς μας. Στο δικό μου μυαλό είναι σα να έχουν περάσει 3-4 χρόνια.
Άλλωστε δεν υπήρξε ποτέ επίσημη ανακοίνωση διάλυσης…
Θ.Δ.: Μα ούτε μεταξύ μας υπήρξε.
Τι συνέβη λοιπόν; Γιατί απομακρυνθήκατε τότε, γύρω στο 2000;
Θ.Δ.: Στην τελευταία πρόβα απλά είπαμε «Θα τα πούμε, γεια», όπως λέγαμε σε όλες τις προηγούμενες. Από τότε δεν μας κίνησε αυτό το «κάτι», ώστε να ξαναβρεθούμε.
Δ.Χ.: Η αλήθεια είναι ότι όλο το ξενέρωμα ξεκίνησε από μια δισκογραφική με την οποία μπλέξαμε. Η συνεργασία μας δηλαδή με την εταιρεία που κυκλοφόρησε τον τελευταίο μας δίσκο Χρώματα (1996), ξεκίνησε άσχημα από την αρχή.
Θ.Δ.: Ο δίσκος άρεσε πολύ στον κόσμο, αλλά δεν είχαμε κάποια προώθηση. Βγάλαμε μια δουλειά και δώσαμε όλο μας το είναι. Οι μουσικές παραγωγές ήταν τότε κάτι που σου έπαιρνε πάρα πολλή ενέργεια. Όταν λοιπόν έχεις μια μπάντα η οποία ήδη έχει μια πορεία, και μάλιστα θες να βελτιώνεσαι –γιατί εμείς πάντα αυτό θέλαμε– αλλά βλέπεις ότι κανείς δεν σε βοηθάει, αρχίζεις να βάζεις όρια. Δώσαμε χρόνο, ενέργεια, ιδέες, τις ζωές μας, τις ψυχές μας. Και όλο αυτό δεν πήγαινε κάπου. Απλά έκατσε. Και περιμέναμε. Και τότε ήταν βασανιστήριο ο χρόνος. Σήμερα μάς λένε «τι φοβερή δισκάρα ήταν εκείνη». Για εμάς ωστόσο δεν πήγε όπως θα θέλαμε.
Παρόλα αυτά υπήρχε σύμπνοια μεταξύ σας, στον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζατε τα γεγονότα εκείνης της περιόδου;
Θ.Δ.: Μου αρέσει που το θέτεις έτσι, γιατί έτσι ακριβώς ήταν.
Δ.Χ.: Για να καταλάβεις πώς ήταν τότε η κατάσταση μεταξύ μας, τον 3ο δίσκο τον ηχογραφήσαμε στο Βερολίνο, και δέσαμε πάρα πολύ με τον ηχολήπτη μας εκεί. Στον 4ο δίσκο, τον φέραμε εδώ. Βρήκαμε ένα πολύ καλό αναλογικό στούντιο, ηχογραφήσαμε, και στη συνέχεια πήγαμε όλοι μαζί πίσω στη Γερμανία, στο δικό του στούντιο, και κάναμε το μιξάρισμα. Το στούντιο ήταν στο Μόναχο και εμείς τρέχαμε μέχρι την Κολονία για να κάνουμε διορθώσεις. Κάναμε ένα σωρό πράγματα και παιδευτήκαμε πολύ για να βγάλουμε το αποτέλεσμα που θέλαμε.
Έτσι γυρίσαμε και φέραμε ένα υλικό πολύ καλό και προοδευτικό για την εποχή του –και σαν ήχος και σαν παραγωγή– για να έρθουμε αντιμέτωποι με μια εταιρεία που δεν καταλάβαινε πόσο σημαντικό ήταν να προωθήσουμε τη συγκεκριμένη δουλειά. Μας είχαν βάλει στο τσουβάλι «ελληνικό ροκ». Ποιο ελληνικό ροκ; Εμείς ποτέ δεν αισθανθήκαμε ότι παίζαμε κάτι που μπορεί να πάρει μια ταμπέλα. Τότε όμως μας δέσμευε ένα συμβόλαιο και αναγκαστικά κάναμε μια παύση 2-3 χρόνων, για να μπορέσουμε μετά το τέλος του να ξανακινηθούμε. Αυτό το διάστημα της παύσης μάς ξενέρωσε τελικά και μάς πήρε λίγο παραπάνω.
Με ποια σύνθεση έχετε επιστρέψει στις πρόβες και πώς εμπλέκεται ο καθένας στην τροχιά των Λευκή Συμφωνία;
Δ.Χ.: Εγώ και ο Θοδωρής είμαστε οι παλαιότεροι. Εγώ παίζω μπάσο και ο Θοδωρής είναι στη φωνή. Ο Σωτήρης ο Καστάνης, ο κιθαρίστας μας, ήταν μαζί μας από τότε που αποφασίσαμε ουσιαστικά να φύγουμε από τη Γερμανία και να συνεχίσουμε στην Ελλάδα. Τότε είχαμε στη μπάντα και 2 μέλη από τη Γερμανία, τον George Becker στην κιθάρα και τον Chris Berger στα τύμπανα. Παρόλα αυτά, μάς είχε κουράσει αρκετά το πήγαινε/έλα μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας για συναυλίες. Ό,τι χρήματα βγάζαμε από τη μουσική, πήγαιναν στα έξοδα των μετακινήσεών μας. Έχοντας λοιπόν εδώ σημαντικό το ενδιαφέρον της Warner για την κυκλοφορία του 3ου μας δίσκου, αποφασίσαμε να μείνουμε, οπότε μάς ήταν πολύ δύσκολο να συντηρήσουμε τα παιδιά.
Και τότε ήρθε σαν κιθαρίστας στο σχήμα ο Σωτήρης, μαζί με τον Γιάννη τον Βεναρδή (Αδιέξοδο, Γενιά Του Χάους) στα ντραμς. Την περίοδο που δεν παίζαμε, κι ενώ ο Γιάννης ζούσε πια στο εξωτερικό, βρήκαμε έναν νέο ντράμερ: τον Βαγγέλη Τσιμπλάκη, ένα πολύ καλό άτομο και πολύ καλό μουσικός, ο οποίος ταίριαξε από την πρώτη στιγμή. Πρόσφατα προστέθηκε στο σχήμα και ο Θοδωρής Φοινίδης (keyboards), ο οποίος έχει κάνει πολλά σκοτεινά πράγματα, που ταιριάζουν με εμάς –πραγματικά ανυπομονούμε να τον δούμε μαζί μας στη σκηνή.
Το διάστημα που περάσατε στη Γερμανία, στις αρχές των 1990s, είχατε αλλάξει και το όνομά σας, εμφανιζόμενοι ως Timedrops. Πώς συμβάδισε αυτή η αλλαγή με τον στίχο σας;
Θ.Δ.: Κι όμως, γράψαμε και αγγλικό στίχο. Είναι ακυκλοφόρητα αυτά τα κομμάτια. Πριν πάμε στη Γερμανία είχαμε έτοιμο ολοκληρωμένο δίσκο με αγγλικό στίχο και έτσι αποφασίσαμε να πάμε στο Βερολίνο και να συστηθούμε ως Timedrops, με αυτήν τη δουλειά. Ήξεραν βέβαια από τα βιογραφικά μας ότι παίζουμε ήδη στην Ελλάδα ως Λευκή Συμφωνία. Έτσι αποφασίσαμε να συνεχίσουμε με το ελληνικό όνομα και να βάζουμε στα live μας εκεί κομμάτια με ελληνικό στίχο. Και περνάγανε. Το Βερολίνο είναι άλλωστε μια πόλη ανοιχτή σε όλα.
Δ.Χ.: Δεν τους ενδιέφερε η γλώσσα, τους ενδιέφερε το vibe. Στο τέλος καταλήξαμε να παίζουμε περισσότερα ελληνικά κομμάτια.
Θ.Δ.: Ηχογραφώντας το Λευκή Συμφωνία (1993), αποφασίσαμε να το κάνουμε και στα ελληνικά και στα αγγλικά. Έπαιρνα δηλαδή κομμάτια ελληνικά και τα έκανα αγγλικά. Ή μπορεί να έγραφα ένα τραγούδι στα ελληνικά, αλλά να έβαζα αγγλικό στίχο, οπότε να το έκανα και στα αγγλικά μετά. Η "Μυστική Γιορτή", για παράδειγμα, ήταν πρώτα "Move Τhe World" και ήταν από τα πρώτα κομμάτια που παίζαμε ως Timedrops. Τότε μάλιστα πηγαίναμε και στο Spirale και είχαμε κάνει μια πολύ πρωτοποριακή ηχογράφηση με τον Γιώργο Καραγγιανίδη (Sharp Ties), με Fairlight –έναν προπομπό της ηχογράφησης μέσω υπολογιστή. Με τον Γιώργο είχαμε κάνει πολύ ωραίες δουλειές και κάναμε και πολλά live μαζί. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν ο ηχολήπτης της μπάντας για μια περίοδο. Κι από ένα live μπορούσε να βγάλει καταπληκτικό ήχο. Το ακούει κανείς και στα live που περιλαμβάνονται στην επανέκδοση του Μυστικοί Κήποι (2007).
Ποιες είναι οι εμπειρίες σας από την παραμονή στη Γερμανία και πώς αντιμετωπίσατε την ελληνική πραγματικότητα κατά την επιστροφή σας;
Θ.Δ.: Και όταν γυρίσαμε εδώ, δεν ήμασταν σίγουροι ότι θα μείνουμε. Οποιαδήποτε δουλειά κι αν κάνεις, πρέπει να έχεις μια έδρα. Δεν γίνεται να είσαι παντού. Εκτός αν έχεις κάποια τρομερή βοήθεια, που σου αγοράζει εισιτήρια, σου κλείνει διαμονές κοκ. Έτσι η έδρα μας διαμορφώθηκε εδώ, και σε αυτό έπαιξε ρόλο και η συνεργασία με τη Warner. Βέβαια, πριν τις προετοιμασίες για το live με τους Metallica (Ιούνιος 1993), ήμασταν τουλάχιστον για ένα χρόνο και εδώ και εκεί. Το δοκιμάζαμε και δοκιμάζαμε και τα όριά μας. Έτσι θέλαμε να αράξουμε λίγο, να ηρεμήσουμε. Αλλά και πάλι δεν είχαμε στο μυαλό μας ότι θα μέναμε εδώ μόνιμα.
Αυτό είναι άλλωστε και το rock 'n' roll. Τα πράγματα κυλάνε και δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για τίποτα. Το είχαμε πάντα αυτό στο μυαλό μας και ήμασταν πάντα ένα συγκρότημα που βρισκόταν στα όρια. Έχουμε περάσει δύσκολες εποχές. Σήμερα είναι λίγο πιο επίπεδα τα πράγματα, κι αυτό γιατί υπάρχει μια καταπίεση γενικά. Δεν ξέρεις όμως τι μπορεί να φέρει η εποχή ανά πάσα στιγμή. Κάτω ωστόσο από αυτό το επίπεδο πράγμα, συμβαίνουν διάφορα. Και εάν είσαι μουσικός, αυτά σε ενδιαφέρουν. Και σε εμπνέουν ακόμα και να γράψεις.
Αυτές οι σκέψεις για όσα σιγοβράζουν «από κάτω» σάς έφεραν πάλι εδώ, φαντάζομαι…
Θ.Δ.: Το αισθανθήκαμε αυτό, ναι. Ήταν ένα κάλεσμα που ήρθε από «έξω», από «κάπου αλλού». Είναι λίγο μεταφυσικό.
Αναφερθήκατε νωρίτερα στο rock 'n' roll. Ζει ακόμα;
Θ.Δ.: Rock 'n' roll είναι να έχεις πάντα στον νου σου πως οτιδήποτε μπορεί να ανατραπεί. Το να είμαστε καλά σε μια φάση και άσχημα σε μια άλλη, το έχουμε όλοι στη ζωή μας. Κι αυτό το εκφράζει το rock 'n' roll. Και σου δίνει τη δυνατότητα να αποδεχθείς τα πράγματα. Κι αυτό σε κάνει αργότερα σοφότερο, ώστε να μπορείς να διαχειρίζεσαι τα πράγματα με θάρρος, αντί να φοβάσαι. Αυτό σου δίνει το rock 'n' roll: το να ζεις στην κόψη. Ο Nick Cave, για παράδειγμα, είναι ένας καλλιτέχνης ο οποίος ζει στα όρια. Μπορεί να πάει 8 η ώρα το πρωί να κάτσει στο πιάνο του να γράψει και να βγάλει κομματάρες. Κάποιος άλλος μπορεί μέσα σε αυτήν τη ρουτίνα (την καλή ρουτίνα) να μη μπορεί να βγάλει τραγούδια.
Δ.Χ.: Μπορεί να είσαι σε περιοδεία, μέσα σε ένα βαν, να παίζεις με την κιθάρα και να σου βγει εκεί.
Θ.Δ.: Άλλες μπάντες δεν προλάβαιναν και έβγαζαν κομμάτια στο soundcheck.
Δ.Χ.: Ξέρεις τι θυμήθηκα τώρα; Το "Ένα Μέρος Να Κρυφτώ", από το Μυστικοί Κήποι (1986)· μου βγήκε όλο στην κιθάρα σε ένα πάρτυ, από εκείνα που γίνονταν τότε. Τα είχαμε πιει και σε μια φάση αποτραβήχτηκα σε ένα δωματιάκι, όπου υπήρχε μια κιθάρα. Την πήρα και τη γρατζούναγα μόνος μου. Και μου βγήκε η μελωδία. Και δεν μου βγήκε μόνο η αρχή του, βγήκε το κουπλέ, το ρεφρέν, όλο: μέσα στο πιώμα, μέσα στις μουσικές που ακούγονταν από μέσα…
Θ.Δ.: Είναι ωραίο να βρίσκεσαι κοντά στην έμπνευση. Το σημαντικότερο είναι να στέκεσαι κοντά στα πράγματα, να τα αρπάζεις. Να μην είσαι «αλλού», να μη χάνεις την επαφή σου με αυτό το «κάτι» που μπορεί να περάσει από δίπλα σου. Γιατί αν είσαι ζωντανός και το πιάσεις, θα σου βγει κάτι πολύ δυνατό· κι αυτό με τη σειρά του θα σου δώσει θάρρος και θα ενθουσιαστείς με αυτό που ο ίδιος έχεις φτιάξει, ειδικά αν τύχει μάλιστα να πιάσεις και το επίπεδό σου. Εάν, για παράδειγμα, έχεις γράψει 2 καλούς δίσκους, περιμένεις κάτι γερό από τον εαυτό σου και μπορείς να κρίνεις πότε κάτι είναι καλό και πότε όχι.
Έχουν υπάρξει τέτοιες περιπτώσεις μέσα στη Λευκή Συμφωνία, να μην έχετε πιστέψει κάτι όσο του άξιζε ή μάλιστα να το έχετε εγκαταλείψει;
Δ.Χ.: Μπορεί κάποιος να έλεγε «Ναι μωρέ, έχω μια ιδέα, αλλά δεν μου λέει και τίποτα» και να το ξεκινούσε και να του λέγαμε οι υπόλοιποι «Τι λες τώρα; Πάμε να το κάνουμε!». Και, βάζοντας ο καθένας το δικό του στοιχείο, έπαιρνε μια άλλη μορφή. Και έχουν βγει κομμάτια μας έτσι. Το "Μυστικοί Κήποι" ας πούμε, κάπως έτσι το γράψαμε. Ξεκινήσαμε τότε με τον Σπύρο Χαρίση να παίζουμε ένα beat. Ο Τάκης ο Μπαρμπαγάλας το προσέγγιζε κάπως διαφορετικά, χωρίς να έχει υπόψη του αυτό το beat, και πάνω στο jam μπήκαν όλες οι ιδέες που έψαχνε και κούμπωσαν πάνω σε ό,τι κάναμε εμείς με το Σπύρο. Έτσι απέκτησε το κομμάτι αυτήν τη φοβερή μελωδία.
Θ.Δ.: Υπήρχε πολύ καλή επαφή σε εκείνη τη φάση της μπάντας. Υπήρχε κάτι –πάλι– «μεταφυσικό». Πιστεύω ότι σε όλα τα γκρουπ από τα οποία βγαίνει κάτι καλό υπάρχει κάτι παραπάνω από μια μουσική επαφή.
Πώς πιστεύετε ότι επιτεύχθηκε αυτή η σχέση μεταξύ σας;
Δ.Χ.: Κάναμε καθημερινά πρόβα. Περνούσαμε έτσι τα απογεύματά μας.
Θ.Δ.: Είχαμε αυτό το αίσθημα της «συμμορίας». Έτσι, όταν έγραφα στίχους, ήξερα πού είναι το μυαλό των υπολοίπων –σχεδόν υποσυνείδητα κιόλας. Κι αυτό μάς βοήθησε πολύ, γιατί τότε πειραματιζόμασταν με τον ελληνικό στίχο. Υπήρχαν πράγματα δηλαδή από τα 1960s και τα 1970s, αλλά δεν είχαν φτάσει και πολλά ως εμάς. Είχαμε ακούσει τον Παύλο Σιδηρόπουλο, τις Μουσικές Ταξιαρχίες, τους Φατμέ, που έκαναν ωραία πράγματα με ελληνικό στίχο. Δεν ήταν όμως για εμάς ένα ανοιχτό πεδίο, να πούμε ότι το 'χουμε. Πειραματιζόμασταν επίσης και στη δημιουργία αυτού του dark σκηνικού που θέλαμε. Σε αυτό έπρεπε οι λέξεις σου να λένε κάτι. Δεν μπορούσες να περιγράφεις απλά, καθημερινά πράγματα, χωρίς να έχουν ένα feeling κι ένα υπόβαθρο. Έτσι προσπαθούσα να δημιουργήσω εικόνες, οι οποίες θα τραβούσαν τα παιδιά να ταξιδέψουν.
Μπορείτε να θυμηθείτε ποια γεγονότα της εποχής ή ποια συναισθήματα πυροδοτούσαν τη μουσική και στιχουργική σας δραστηριότητα;
Δ.Χ.: Η εποχή στην οποία μεγαλώσαμε και αρχίσαμε να βρισκόμαστε σαν μουσικοί, δεν ήταν ρόδινη. Μιλάμε για μια εποχή που μόνο και μόνο η εμφάνισή σου θα μπορούσε να προξενήσει τρομερά σκηνικά.
Θ.Δ.: Συγγνώμη, μου ήρθε φλασιά. Φεύγουμε από πρόβα, εδώ στο Δάσος Χαϊδαρίου, κατεβαίνουμε προς τα κάτω και πετυχαίνουμε την επιχείρηση «Αρετή», η οποία έχει επεκταθεί πέρα από τα Εξάρχεια και το κέντρο της Αθήνας.
Δ.Χ.: Η επιχείρηση αυτή ήταν μια επινόηση κρατικού μηχανισμού, σε μια εποχή κατά την οποία βασίλευαν μεγάλες κουφάλες, άρρωστοι άνθρωποι και υπολείμματα της φασιστικής περιόδου. Μας σταμάτησαν επειδή είχαμε μαλλιά, σκουλαρίκια, με μια αιτιολογία του στυλ «Εσείς γιατί διαφέρετε; Τι έχετε στο μυαλό σας να κάνετε;».
Θ.Δ.: Το πιο τρελό ήταν ότι βγαίναμε από πρόβα σε προάστιο της Αθήνας και αυτοί έχουν κατέβει ήδη στη συγκεκριμένη πλατεία όπου είμαστε τώρα, έχουν μπει στα μαγαζιά, έχουν σηκώσει κόσμο, τον έχουν βάλει μέσα στις κλούβες, μας σταματάνε εμάς, μας βάζουν στον τοίχο, μας ψάχνουν και μας λένε «Εσείς είστε κωλόπαιδα που πετάτε πέτρες στα Εξάρχεια;». Κι όλα αυτά στο Δάσος Χαϊδαρίου, όπου περπατάς απλά, σου σκάει ένας φακός στο πρόσωπο, σε κολλάνε στον τοίχο, σε ψάχνουν, λες «Παιδιά, αυτό είναι τρομοκρατία», σου λένε «Τι είναι αυτό ρε κωλόπαιδο;» και ξεκινάει το ξύλο κατευθείαν. Αυτή ήταν η εποχή τότε.
Δ.Χ.: Και όλα αυτά φαντάσου τα αν παίζεις ροκ μουσική. Όπου παίζαμε τότε, υπήρχε αστυνομική συνοδεία. Είχαμε κάνει μια συναυλία εδώ στο Δάσος, από τις πρώτες μας, πριν γεννηθούν οι Λευκή Συμφωνία, και ήταν και αστυνομικοί. Περιφρουρούσαν τη συναυλία και περίμεναν να ακούσουν τίποτα περίεργο. Και μάλιστα είχε πει τότε ο Τάκης «Ευχαριστούμε πολύ τα σώματα ασφαλείας που είναι εδώ σήμερα και μας φυλάνε απέναντι σε αυτό το άγριο κοινό που έχουμε». Ειρωνικά βέβαια και χωρίς να μπορούν να του πουν τίποτα.
Θ.Δ.: Δυστυχώς υπήρχε αυτή η αντίληψη της εποχής, ότι όσοι ακούνε ροκ είναι κάφροι και δεν υπάρχει περίπτωση να έχουν κάποια ευαισθησία. Έτσι αντιμετωπίζονταν με ξύλο, καταστολή, ψυχιατρείο, περιθώριο. Φαντάσου λοιπόν πώς αντιμετώπιζαν εμάς, που είχαμε φτιάξει μια «συμμορία» η οποία καμία σχέση δεν είχε με τα ναρκωτικά και το χουλιγκανιλίκι. Γιατί το χουλιγκανιλίκι βόλευε τότε. Υπήρχε η νοοτροπία «Βρείτε τα μεταξύ σας, βλάκες είστε όλοι». Που και σε αυτές τις ομάδες, υπήρχαν σκεπτόμενα άτομα. Τους έβαζαν όμως να χτυπιούνται μεταξύ τους. Έτσι λοιπόν, τι είχε μείνει; Μια ροκ μπάντα που είχε σκοπό, είχε όραμα να φύγει από αυτόν τον δρόμο, και να δείξει έναν διαφορετικό και σε άλλα παιδιά. Πως δεν πρέπει να τα παρατάμε και πως ούτε τα ναρκωτικά είναι λύση. Τώρα, απενεντίας, υπάρχει η αποβλάκωση του ίντερνετ. Πολλή πληροφορία, η οποία στο τέλος γίνεται βλακεία.
Δ.Χ.: Μιλάμε τώρα για καταστάσεις μιας δύσκολης εποχής, αλλά εγώ πιστεύω ότι αυτή η εποχή, στην οποία ζούμε τώρα, είναι πιο φοβερή και θα φέρει πολύ πιο ζοφερές καταστάσεις από εκείνους τους καιρούς. Γιατί τότε μπορούσες να αντιδράσεις. Τώρα πρέπει πραγματικά να βάλεις όλη σου τη σκέψη, να έχεις τη φαεινή ιδέα και να βρεις τον τρόπο με τον οποίον θα το κάνεις.
Θ.Δ.: Και σήμερα είσαι συνήθως μόνος σου σε αυτό το πράγμα. Είναι κι αυτό ένα δύσκολο μέρος αυτής της εποχής. Τότε υπήρχε μια οργάνωση. Τώρα δεν υπάρχει συλλογικότητα, ούτε σε πνευματικό επίπεδο.
Δ.Χ.: Και για να επιστρέψουμε στο rock 'n' roll, ίσως αυτή είναι μια διαφορά με το σήμερα. Το rock 'n' roll τότε είχε δύναμη. Συσπείρωνε κόσμο. Η μουσική αυτή τη στιγμή, με τον τρόπο με τον οποίον μεταδίδεται, δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Είναι απρόσωπη η κατάσταση.
Σήμερα πάντως το ίντερνετ είναι η κυριότερη πηγή ενημέρωσής μας, για δεκάδες συναυλίες καθημερινά. Τότε, πώς έφτανε το κοινό σε σας και πώς εσείς στο κοινό σας; Πώς, για παράδειγμα, ενημερώθηκαν εκατοντάδες άτομα το 1985 για τη συναυλία στην Άνοιξη, έναν σχετικά άσημο δημοτικό κινηματογράφο στα δυτικά προάστια;
Δ.Χ.: Αυτό έχει να κάνει πάλι με το rock 'n' roll. Υπήρχε μια κοινότητα, μέσω της οποίας, κατά έναν περίεργο τρόπο, επικοινωνούσαν άτομα από το Χαϊδάρι, με άτομα από τη Νέα Σμύρνη. Πολλές φορές, λοιπόν, όταν πήγαινες σε μια συναυλία, μάθαινες για μια άλλη που επρόκειτο να γίνει. Μεταδίδονταν τα νέα για από παρέα σε παρέα κι από περιοχή σε περιοχή. Επίσης, υπήρχαν οι τυπικές αφίσες που έβγαζε κάθε μπάντα κυρίως στο κέντρο, ειδικά στα Εξάρχεια. Εάν θέλαμε δηλαδή να μαθευτεί κάποιο live μας, δεν υπήρχε περίπτωση να μην κολλήσουμε αφίσες στα Εξάρχεια. Σε εκείνη τη συναυλία στην Άνοιξη, με Last Drive, Αδιέξοδο, Αρνάκια, & Αμφί, είχε γίνει χαμός. Και είχαν έρθει άτομα από όλες τις περιοχές της Αθήνας. Κι εμείς τότε, όταν θέλαμε να δούμε μια μπάντα, πηγαίναμε μέχρι και τη Γκράβα.
Θ.Δ.: Σκέψου το επίπεδο της ομαδικότητας που υπήρχε στις μπάντες και στο κλίμα της εποχής. Όλο αυτό το κλίμα, όλη η ιστορία του ελληνικού ροκ, έφερε την κατάσταση που βλέπουμε τώρα: με δισκογραφία, ιστορικές στιγμές για κάθε συγκρότημα, επιτεύγματα. Εάν τα βάλεις όλα αυτά μαζί, δημιουργούν μια αρκετά μεγάλη σκηνή. Εάν θες να μάθεις τι γίνεται, πρέπει να μελετήσεις τη δισκογραφία από κάθε συγκρότημα, καθώς και τα βιογραφικά τους. Υπάρχουν γκρουπ που έκαναν φοβερή δουλειά και δημιούργησαν ένα μεγάλο οικοδόμημα, που, εάν το δεις στην ολότητά του, αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο.
Δ.Χ.: Υπάρχουν και μπάντες που μπορεί να άφησαν πίσω τους έναν δίσκο, έστω μία κασέτα, όπου όμως μπορεί να υπάρχουν κομματάρες. Ευτυχώς υπάρχουν sites και άνθρωποι που ασχολούνται και έχουν μαζέψει τα πάντα. Αυτό είναι ένα καλό της εποχής. Εάν μπεις λοιπόν σε αυτά τα sites και πάρεις μια γεύση εκείνων των χρόνων, μπορεί να βρεις υπέροχα πράγματα.
Εκτός από τη δική σας επιστροφή, πρόσφατα είχαμε μια μεγάλη συναυλία των Σπυριδούλα για τα 40 τους χρόνια, ενώ κι άλλες μπάντες του παλιού, καλού ελληνικού ροκ δηλώνουν «παρών». Τα Διάφανα Κρίνα, για παράδειγμα, ανεξάρτητα από την κριτική που δέχθηκαν για τις εμφανίσεις τους μετά την απώλεια του Θάνου Ανεστόπουλου. Πώς σας φαίνονται αυτές οι «μεγάλες επιστροφές»;
Δ.Χ.: Εγώ θα απαντήσω πολύ συγκεκριμένα για τα Διάφανα Κρίνα. Με τον Θάνο έχουμε μεγαλώσει μαζί, ήμασταν στην ίδια γειτονιά. Έχουμε παίξει μαζί στα πιο κουφά σημεία που μπορείς να φανταστείς. Θα ήθελα όμως να κάνω ένα σχόλιο για την όλη κουβέντα «Διάφανα Κρίνα προ/μετά Θάνου». Δεν γουστάρω καθόλου αυτό που γίνεται. Επειδή γνωρίζω και τα υπόλοιπα παιδιά, και ειδικά τον Τάσο Μαχά και τον Κυριάκο Τσουκαλά, γνωρίζω ότι τους έκατσε μια στραβή απίστευτη –να χάσουν έναν πολύ καλό φίλο, όπως χάσαμε εμείς τότε τον Σπύρο. Αυτό δεν μπορεί να το καταλάβει κάποιος που είναι απέξω. Αλλά συνεχίζεις. Αγαπάς κάτι, όπως τη μουσική, και το συνεχίζεις. Έφυγε κάποιος από την παρέα για τους λόγους που έφυγε, γιατί έτσι είναι η φύση, δεν την ορίζουμε. Από 'κει και πέρα, τι κάνουμε; Σταματάμε; Δεν έχουμε δικαίωμα να παίξουμε μουσική; Δεν έχουμε δικαίωμα να εκφραστούμε; Ή, σώνει και καλά, να άλλαζαν όνομα, όπως είπαν κάποιοι; Ας αλλάζανε. Τι θα άλλαζε ουσιαστικά; Δεν θα ήξερε ο κόσμος ότι είναι η ίδια μπάντα;
Θ.Δ.: Μπορεί κανείς να πει ότι τα παιδιά δεν είναι πληγωμένα; Ή ότι εμείς δεν είμαστε πληγωμένοι μετά από τόσα χρόνια από τον θάνατο του Σπύρου; Δεν μπορεί να το πει κανείς αυτό. Είναι μια απώλεια στην οικογένειά σου.
Δ.Χ.: Φυσικά είμαστε χαρούμενοι που επέστρεψαν τα παιδιά, και πιστεύουμε ότι έχουν πολλά ακόμη να δώσουν. Προς Θεού, δεν υποβιβάζω την αξία του Θάνου. Ήταν ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος και ό,τι έδωσε το έδωσε απόλυτα. Όσο για τις επανενώσεις μπαντών, εγώ πολύ γουστάρω. Δεν το συζητάω.
Θ.Δ.: Ευτυχώς δεν έχει ακουστεί ότι επιστρέφουν για το χρήμα. Άλλωστε δεν υπήρξαν ποτέ λεφτά στο ελληνικό ροκ, κι ούτε νομίζω να υπάρξουν. Γι’ αυτό παιδιά κοιτάξτε την πάρτη σας, κοιτάξτε να περνάτε καλά, να κάνετε αυτό που θέλετε. Ζήστε ωραία τη στιγμή. Και το αύριο, όσο μπορείτε. Μη σκέφτεστε το παρελθόν. Για εμένα το παρελθόν είναι νεκρό.
Πώς νιώθετε για τα νέα παιδιά στα οποία έχετε «κληροδοτήσει» τη μουσική σας;
Θ.Δ.: Είμαστε πολύ χαρούμενοι. Είναι πάντα ωραίο αυτό το συναίσθημα και είναι κι εκείνο που μένει από όλη την πορεία. Εάν δηλαδή με ρωτούσες τι μου έχει μείνει, πέρα από όσα ζήσαμε εμείς, είναι όσα δώσαμε, μείνανε και τα πήρε κάποιος άλλος ως σκυτάλη για να κάνει κάτι καινούριο. Κι όσο εμπνευσμένο είναι αυτό στην πορεία, τόσο το καλύτερο. Στη θέση μας φυσικά είναι και πολλές άλλες μπάντες. Όσο περισσότερο συνεχιστεί, τόσο το καλύτερο. Αυτή τη στιγμή έχουμε πάρα πολύ καλούς μουσικούς στην Ελλάδα. Κι αν γράψεις καλή μουσική, σίγουρα θα φτάσει στα αυτιά του άλλου, είτε υπάρχει ίντερνετ, είτε όχι. Και μακάρι να μπει και σε ένα πιο επαγγελματικό επίπεδο, ώστε να βγαίνουν λεφτά και να μπορούν οι μουσικοί να ζουν από αυτό.
Δ.Χ.: Εγώ βλέπω πολλά παιδιά σε μικρή ηλικία, απίστευτους μουσικούς, να μη μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους ώστε να κάνουν μουσική δημιουργικά. Άλλος ένας λόγος που σκέφτομαι γιατί επανενώνονται παλιές μπάντες, είναι γιατί δεν βλέπουν νέες μπάντες να ταράζουν τα νερά. Όταν ακούς ένα διαχρονικό κομμάτι, το καταλαβαίνεις έχοντας μια στοιχειώδη αίσθηση της μουσικής. Όταν βλέπεις πάντες να αναλώνονται σε παικτικούς περφεξιονισμούς, αντί να βγάζουν την ψυχή τους, όλοι μαζί, σαν μια ομάδα, δεν τρέχει τίποτα. Ίσως οι παλιότερες μπάντες να θέλουν να θυμίσουν κάποια πράγματα. Φυσικά δεν λέω ότι δεν παίζουν καλή μουσική τα νέα παιδιά κι εμείς παίξαμε την καλύτερη. Σε σχέση όμως με τον κόσμο που ασχολείται πλέον με τη μουσική –και είναι πάρα πολύς– το αποτέλεσμα είναι λίγο. Οι περισσότεροι αναλώνονται.
Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;
Δ.Χ.: Στην ταχύτητα της εποχής.
Θ.Δ.: Στην ατομικότητα και στον φόβο. Φοβόμαστε πολύ ο ένας τον άλλον. Έχουν γίνει πολύπλοκες οι σχέσεις. Δεν αφηνόμαστε, δεν παρασυρόμαστε. Όλοι φοβούνται ότι κάποιος θα τους πουλήσει. Σίγουρα, όλοι μπορούν να σε πουλήσουν. Κι ο εαυτός σου ο ίδιος σε πουλάει. Ούτε τον εαυτό μας δεν ξέρουμε. Χτίζουμε ένα τείχος για να προστατέψουμε τον εαυτό μας και εν τέλει ούτε αυτόν δεν γνωρίζουμε. Πώς θα γνωρίσεις τον εαυτό σου αν όχι τρώγοντας πακέτα στη ζωή σου; Εάν δεν αφεθείς, δεν θα μάθεις να «κολυμπάς».
Τι περιμένετε από τη βραδιά στο Piraeus 117 Academy, στις 9/12;
Δ.Χ.: Εγώ περιμένω μια πολύ καλή κατάσταση. Σίγουρα θα δούμε παλιούς φίλους και γνωστούς, τους οποίους λόγω ζωής δεν έχει τύχει να τους δούμε. Με αφορμή λοιπόν αυτή τη βραδιά θα τους ξαναδούμε και θα βρεθούν και οι ίδιοι μεταξύ τους. Ελπίζουμε επίσης να δούμε καινούριες φάτσες που δεν τις έχουμε δει ποτέ μας. Εμείς θα είμαστε εκεί να αποδώσουμε αυτό που έχουμε παίξει τόσα χρόνια με τον ίδιο τρόπο, ως προς τη θέρμη.
Θ.Δ.: Θα είναι συναισθηματικά φορτισμένη βραδιά πιστεύω, όπως πιστεύω και ότι θα περάσουν όλοι καλά. Είμαστε ήδη προβαρισμένοι και έχουμε δουλέψει αρκετά. Τα κομμάτια ακούγονται ωραία.
Στις πρόβες μέχρι τώρα, σάς έχει βγει κάτι καινούριο;
Δ.Χ.: Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε ασχοληθεί με κάτι τέτοιο σαν ομάδα. Για την ώρα ασχολούμαστε με το live, γιατί θέλουμε να είναι όσο καλύτερο μπορούμε.
Θ.Δ.: Εγώ σίγουρα θα ήθελα να βγει πάντως. Είναι κάτι ιδεατό, όμως. Τώρα κοιτάω αυτό που ζω αυτή τη στιγμή, το οποίο έχει από μόνο του μια θετική ατμόσφαιρα. Είναι αρκετή.
Δ.Χ.: Αυτή τη στιγμή έχουμε φτάσει σε μια τρομερή επαφή μεταξύ μας, ακόμα και με τα νέα παιδιά. Αυτό από μόνο του μπορεί να οδηγήσει κάπου.
{youtube}R2GpTZ16wFg{/youtube}