φωτογραφίες: Σμαρώ Μπότσα
Μιας και βρισκόμαστε με αφορμή την ιδιαίτερη αυτή συναυλία που ετοιμάζετε στο θέατρο Βράχων για τις 15 Ιουνίου, πείτε μας δυο λόγια για την όλη ιδέα και υλοποίησή της…
Θέμης Αδαμαντίδης: Στο επίκεντρο βρίσκεται η συνάντησή μας με τη Λένα και η αγάπη με την οποία αποδέχεται ο ένας τον άλλον. Με αυτήν ως βάση και βέβαια με τον αμοιβαίο μεταξύ μας σεβασμό θα περάσουμε και τη συναυλία προς τα έξω, στον κόσμο. Και χάρη σ’ αυτήν, θα αρέσει.
Λένα Αλκαίου: Δεν χρειάστηκε να αλλάξουμε πολλές κουβέντες με τον Θέμη. Κοιταχτήκαμε, κρατήσαμε τα πράγματα απλά και ωραία και βρεθήκαμε μαζί. Κι από αυτό το μαζί, ξεκίνησε και η ιδέα για το τι θα κάνουμε μαζί. Είναι άλλωστε ένας συγκλονιστικός τραγουδιστής, κάτι που δεν το νομίζω μόνο εγώ, μα πολλοί –όλη η Ελλάδα πιστεύω. Το θέατρο Βράχων θα είναι λοιπόν η αρχή.
Άρα δεν μιλάμε εδώ για μια μεμονωμένη συναυλία…
Λ.Α.: Όχι, θα κάνουμε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Ξεκινάμε 15 Ιουνίου από το θέατρο Βράχων και θα είμαστε μαζί όλο το καλοκαίρι.
Τους καλεσμένους που θα δούμε μαζί σας στο Βράχων, πώς τους επιλέξατε;
Θ.Α.: Είναι πρώτα-πρώτα αυτοί που μπορούν, που έχουν δηλαδή την ευχέρεια αυτή τη στιγμή να συμμετέχουν στη συναυλία. Γιατί πολλοί ακόμα θα ήθελαν να μας συνοδεύσουν, έχει να κάνει όμως και με τους χρόνους του καθενός. Τους ευχαριστώ κάθε έναν προσωπικά, είναι τιμή μας που έρχονται.
Λ.Α.: Είναι πράγματι τιμή μας, άλλωστε μιλάμε για ανθρώπους που δεν χρειάζονται συστάσεις, είναι όλοι καταξιωμένοι στον χώρο τους. Είναι πρώτα-πρώτα ο συνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου, του οποίου θα πούμε και τραγούδια ώστε να τιμήσουμε την παρουσία του και η Πίτσα Παπαδοπούλου· προσωπική μου φίλη, νομίζω και του Θέμη.
Θ.Α.: Ναι, κι εμένα είναι.
Λ.Α.: Φίλη μου είναι και η Κατερίνα η Κούκα, που επίσης θα έρθει. Και ύστερα είναι και η Χορωδία του Δημήτρη Τυπάλδου.
Θ.Α.: Θα έρθει μαζί με τον Κώστα τον Αγέρη, του οποίου ένα τραγούδι είπα πρόσφατα μαζί της: λέγεται “Του Πόντου Παναγιά” και είναι αφιερωμένο στην Παναγία του Σουμελά. Οι στίχοι είναι του Γιάννη Τζουανόπουλου.
Λ.Α.: Κι επίσης θα έχουμε μαζί μας τον Δημήτρη Κανέλλο, έναν καλό τραγουδιστή, αλλά και τον μαέστρο μας Νίκο Κούρο, ο οποίος έχει γράψει ιστορία στον χώρο της ενορχήστρωσης. Περιμένουμε πώς και πώς για τη βραδιά στο Βράχων.
Αλήθεια, οι δυο σας έχετε συμπέσει ποτέ ως τώρα σε ζωντανή εμφάνιση;
Λ.Α.: Μόνο σε τηλεοπτικές εκπομπές.
Θ.Α.: Στο μέλλον βέβαια, ποιος ξέρει (γελάνε)
Μιας και θα είναι και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου στο Βράχων, να σας πω ότι πολύ θα ήθελα να σας ακούσω ως ερμηνευτές σε νέο υλικό του, σε κάποιον ολοκληρωμένο δίσκο δηλαδή. Υπάρχουν τέτοιες σκέψεις;
Θ.Α.: Δεν είναι κακή ιδέα. Καθόλου κακή ιδέα…
Λ.Α.: Εμείς από την πλευρά μας είμαστε νομίζω ανοιχτοί σε κάθε ενδεχόμενο.
Είστε και οι δύο άνθρωποι ζυμωμένοι με το λαϊκό ρεπερτόριο: εσείς κύριε Αδαμαντίδη είστε γεννημένος στην Καισαριανή, εσείς κυρία Αλκαίου στον Πειραιά, δύο περιοχές με μεγάλη ιστορία, που έχουν αμφότερες τραγουδηθεί. Πέρα όμως από το περιβάλλον, ήταν και κάτι που πήρατε από το σπίτι σας το λαϊκό τραγούδι;
Θ.Α.: Το δικό μου σπίτι ήταν στα Προσφυγικά της Καισαριανής. Και τραγουδούσαμε όλοι σ’ αυτό –ο παππούς μου, η μητέρα μου, ο θείος μου. Όταν μάλιστα ετοιμαζόμασταν να φύγουμε μετανάστες στη Νότιο Αφρική, ήταν ένα διάστημα που οι μπομπίνες πήγαιναν και έρχονταν: γράφαμε συνεχώς τραγούδια, ώστε να τα έχουμε μαζί μας να ακούμε.
Λ.Α.: Εμένα το πατρικό μου ήταν στην Καλλίπολη του Πειραιά. Πρόλαβα τα σπίτια να είναι ανοιχτά, τους δρόμους που παίζαμε. Κι επίσης όλοι τραγουδούσαμε και στο σπίτι μας και σαν παρέες σε σπίτια γειτόνων και φίλων. Ήταν αλλιώς τα χρόνια εκείνα.
Θ.Α.: Θυμήθηκα τώρα και ένα περιστατικό. Όταν ήμουν μικρός, πιτσιρίκος 8-10 χρονών, ανέβαινα συχνά στην ταράτσα και τραγουδούσα. Δεν είχα βέβαια καμία σχέση με το ρολόι και κάποια στιγμή τραγουδούσα μες το μεσημέρι, οπότε μια γειτόνισσα παραπονέθηκε στη μάνα μου: κυρα-Αντωνία, της λέει, τέτοιες ώρες και έχετε ανοιχτό το τρανζίστορ; Απόρησε κι εκείνη, μέχρι που με βρήκε στην ταράτσα και κατάλαβε. Με κυνήγησε, βέβαια. Βρίσκω όμως μετά εγώ τη γειτόνισσα: να σου πω κυρα-Λένη, της λέω, άμα θέλεις ησυχία να πας στο Κολωνάκι! (γέλια)
Λ.Α.: Άκου τώρα να δεις! Εγώ μικρή πήγαινα συχνά στο κομμωτήριο της μάνας μου μετά το σχολείο, γιατί εκεί με άφηνε το σχολικό. Και είχε συχνά πελάτισσες στο μαγαζί. Εγώ τραγουδούσα λοιπόν, μα επειδή δεν με έβλεπαν, της έλεγαν κι εκείνης «βρε Χρυσάνθη, κλείστο το ραδιόφωνο!» (γελάνε)
Κύριε Αδαμαντίδη, εσείς εκτός από τη Νότια Αφρική έχετε ζήσει και στη Σουηδία, σωστά;
Θ.Α.: Ναι, αργότερα βέβαια αυτό, μόνος μου πια.
Λ.Α.: Πότε πρόλαβες;
Θ.Α.: Είχα ξεκινήσει τότε με το τραγούδι. Έζησα 3 χρόνια στη Στοκχόλμη και τραγουδούσα εκεί, σε ένα ελληνικό μαγαζί.
Είναι αλήθεια ότι τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη ακούγονται αλλιώς όταν είσαι μετανάστης;
Θ.Α.: Υπάρχουν ορισμένα μέρη στο εξωτερικό, όπου τα τραγούδια αυτά τα κρατάνε με μια ιδιαίτερη αγάπη, ως κάτι απαραίτητο. Και τα ακούνε και με μεγαλύτερη συχνότητα, σε σύγκριση με μας.
Λ.Α.: Αλλά και με μεγαλύτερο πάθος. Ίσως γιατί για εκείνους αποκτούν και μια επιπλέον σημασία.
Αν και μπήκατε σε διαφορετικές περιόδους στη δισκογραφία, προλάβατε και οι δύο καλές εποχές. Τώρα τι σημαίνει για σας δισκογραφία; Είναι απλά μια αφορμή πια για να διοργανώνονται συναυλίες;
Λ.Α.: Το τραγούδι για μας δεν είναι οικονομικό θέμα. Το αγαπάμε αυτό που κάνουμε, αναπνέουμε για το τραγούδι.
Θ.Α.: Ακριβώς. Παίρνουμε βαθιές εισπνοές.
Λ.Α.: Έχουμε λοιπόν δικαίωμα να επιμένουμε. Έτσι ξεκινήσαμε και έτσι θέλουμε να συνεχίσουμε, παρά τις δυσκολίες. Μας ενδιαφέρει να καταθέτουμε τη φωνή μας και την ψυχή μας, όχι μόνο στις συναυλίες, αλλά και στο στούντιο.
Θ.Α.: Έτσι είναι. Πράγματι, βέβαια, πλέον η δισκογραφία δεν μας αποφέρει οικονομικά. Όμως μας ενδιαφέρει να βγάζουμε καινούρια τραγούδια και να τα διαθέτουμε στον κόσμο, με όποιον τρόπο μπορούμε.
Λ.Α.: Ακόμα κι αν είναι μέσω του YouTube. Και πιστεύω ότι και ο κόσμος έχει την ανάγκη να ακούσει, ειδικά στις δύσκολες μέρες που ζούμε τελευταία.
Ωστόσο αυτές οι δύσκολες μέρες δεν βλέπω να αποτυπώνονται στο λαϊκό τραγούδι των τελευταίων χρόνων. Ο Καζαντζίδης παλιότερα συνδέθηκε με την επίκαιρη για εκείνον ξενιτειά, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί», η Σωτηρία Μπέλλου έδωσε κι έναν παλμό λέγοντας «κάνε λιγάκι υπομονή». Σήμερα γιατί ακούμε μόνο για έρωτες; Τι εμποδίζει τους σύγχρονους δημιουργούς να συνδεθούν με την εποχή τους;
Θ.Α.: Λες και σνομπάρουν την πραγματικότητα οι δημιουργοί, πλέον. Λες και σκοπίμως εξυπηρετούν κάτι άλλο. Ίσως βέβαια να μη φταίνε κι αυτοί, ίσως τους αναγκάζουν έτσι τα ραδιόφωνα; Πάντως τελικά εξυπηρετείται μια κατάσταση που ευνοεί τα πιο ποπ τραγούδια. Και μπορεί το κείμενο να παραμένει ελληνικό, αλλά αν κάτσεις να σκεφτείς τι ακούς χωρίς να προσέχεις τον στίχο, τότε βλέπεις ότι ακούς ένα τραγούδι που κατά 70-80% μοιάζει με ξένο. Νιώθω μερικές φορές ότι στρώνεται ένα χαλί ώστε ο κόσμος να ακούει περισσότερο ξένη μουσική, με τα δικά μας τραγούδια να σπρώχνονται σιγά-σιγά προς κάτι κατάλληλο να ακούς π.χ. στις εθνικές γιορτές. Όπως συμβαίνει με τα παραδοσιακά τραγούδια. Το βρίσκω κρίμα ελληνικές ψυχές να συμβάλλουν σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα.
Λ.Α.: Ο κόσμος όμως δεν εξακολουθεί να το αγαπάει το λαϊκό τραγούδι;
Θ.Α.: Ναι το αγαπάνε, αλλά ξέρεις ποιοι το αγαπάνε πραγματικά; Είναι συχνά αυτοί που κάποια στιγμή χορταίνουν τις εξόδους στα clubs και στους χώρους όπου παίζονται άλλου είδους μουσικές. Φτάνοντας παράλληλα και σε μια κάποια ηλικία, αρχίζουν και εκτιμούν το λαϊκό τραγούδι, ενώ αν έχουν αποκτήσει και παιδιά δίνουν εκεί πλέον το υστέρημά τους, αντί για τη διασκέδασή τους. Εκείνοι δηλαδή που φτάνουν να αναγνωρίζουν την αξία του λαϊκού τραγουδιού, δεν έχουν πια τον πρώτο λόγο στην έξοδο.
Λ.Α.: Ναι, είναι αλήθεια αυτό. Πάντως υπάρχουν σε κάθε εποχή και οι δημιουργοί που τους απασχολεί και η πραγματικότητα. Δεν ξέρω βέβαια κατά πόσο βγαίνουν πλέον προς τα έξω. Ο έρωτας, επίσης, πάντα θα τραγουδιέται. Κι εκείνη την εποχή που ειπώθηκαν τα παραδείγματα τα οποία είπες, άλλωστε, οι ίδιοι τραγουδιστές έλεγαν πολλά ερωτικά τραγούδια –ο Καζαντζίδης, ας πούμε.
Η ποπ πάντως, τείνει πράγματι να ανακατεύεται πολύ με το λαϊκό. Και με τη Σμαρώ εδώ τη φωτογράφο μας, έχουμε μάλιστα συζητήσει και στο παρελθόν ότι μερικά τραγούδια είναι ωραία, αλλά ότι εγώ τουλάχιστον θα τα ήθελα να τα ακούσω από διαφορετικές φωνές. Υπάρχει ας πούμε ένα συγκεκριμένο, του Νίκου Οικονομόπουλου, το "Άκουσα". Για το οποίο της έλεγα πάντα ότι ναι, καλό, αλλά δεν μου κάνει ο Οικονομόπουλος, ότι ήθελα τον Θέμη Αδαμαντίδη να το λέει...
(γελάνε)
Θ.Α.: Αν σου πω ότι ο Σπύρος ο Γιατράς με είχε ρωτήσει και ότι ήθελε να το ακούσω; Κι εγώ δεν είχα ακούσει –για τους δικούς μου λόγους, τότε. Εκείνος πάντως κάτι ήξερε, όταν το έγραφε. Κι άλλες φορές μου έχει συμβεί. Με μερικά ας πούμε από τα πιο ωραία τραγούδια του Δημήτρη Κοντολάζου. Γιατί; Γιατί τότε ήμουν σε ένα άλλο είδος και, όσο κι αν ήθελα να γυρίσω, κάπου ήταν τόλμημα. Κάτι που το έκανα αργότερα.
Κύριε Αδαμαντίδη, όταν ξεκινήσατε να τραγουδάτε, συμπέσατε σε ένα μαγαζί στην Πλάκα με τη Ρόζα Εσκενάζυ –μια ερμηνεύτρια πραγματικά θρυλική. Τι θυμάστε περισσότερο από εκείνη;
Θ.Α.: Πήγαινα ακόμα σχολείο τότε και ήταν η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά. Την ημέρα σχολείο, δηλαδή, το βράδυ στους Ρεμπέτες, έτσι το λέγανε το μαγαζί. Εκεί ήμουν με την Άννα Χρυσάφη, τον Στέλιο Κηρομύτη και τον Σπύρο Καλφόπουλο. Η Ρόζα Εσκενάζυ έκανε μία και μοναδική εμφάνιση. Θυμάμαι ότι μου φαινόταν μεγάλη, όπως θυμάμαι και την ωραία ενδυμασία της. Μπορούσες να τη φανταστείς πώς θα ήταν στα νιάτα της.
Για σας κυρία Αλκαίου, ποιες ήταν οι καθοριστικές γυναικείες φωνές, καθώς μεγαλώνατε;
Λ.Α.: Θυμάμαι ότι όταν πρωτάκουσα τη φωνή της Βίκυς Μοσχολιού, μαγεύτηκα. Με επηρέασε πάρα πολύ και ήθελα να της μοιάσω. Γι' αυτό χαίρομαι που αργότερα τη γνώρισα και είχα καλή επαφή μαζί της. Και η Πόλυ Πάνου, επίσης. Πρόλαβα μάλιστα και συνεργάστηκα μαζί της, όταν ήμουν ακόμα μικρή και άγνωστη. Ήταν κι αυτή μια τραγουδίστρια μα και μια προσωπικότητα που αγάπησα πολύ. Πάρα πολλά πράγματα για το λαϊκό τραγούδι έμαθα και δουλεύοντας πλάι στην Ελένη Βιτάλη για 6 σαιζόν (3 χρόνια), στην αρχή της καριέρας μου –πριν μπω δηλαδή στη δισκογραφία με το "Μαύρο Φόρεμα", που είπα στις Πόλεις Του Νότου της Νένας Βενετσάνου (1993).
Θυμάμαι ένα παλιότερο σουξέ σας, την "Κόρη Της Κυρα-Λένης", όπου υπάρχει ο στίχος «εγώ γεννήθηκα με Μαντουμπάλα και θα πεθάνω με Ριγκολέτο» –έναν στίχο που πολύ δύσκολα θα φανταζόμουν τον Θέμη Αδαμαντίδη να τον λέει. Υπάρχουν λοιπόν και πράγματα που σας χωρίζουν, εκτός από όσα πασιφανώς σας ενώνουν;
Λ.Α.: Είναι μία η μουσική, έτσι πιστεύω εγώ. Και τους ανθρώπους τους ενώνει το συναίσθημα που βγαίνει μέσα από αυτήν. Και έτσι μπορεί να ακούσουμε κάτι που να μην είναι λ.χ. από όσα λέμε συνήθως και να μας συγκινήσει πολύ.
Θ.Α.: Βεβαίως. Εμείς δεν απορρίπτουμε τα αξιόλογα πράγματα. Δεν υπάρχει σνομπισμός για άλλες αξίες, επειδή μπορεί να μην ταυτίζονται με μας.
Εσείς όμως, κύριε Αδαμαντίδη, έχετε αντιμετωπίσει σνομπισμό. Σας έχουν δηλαδή κάμποσες φορές βάλει σε ό,τι περιγράφεται απαξιωτικά ως «σκυλάδικο»...
Θ.Α.: Μια χαρά. Εγώ κι ένα τραγούδι που είναι λαϊκό-λαϊκό, θα το πω με τον δικό μου τρόπο. Αν κάποιοι από εκεί και πέρα δεν έχουν την αίσθηση να το αξιολογήσουν, δικό τους το πρόβλημα.
Λ.Α.: Ο Θέμης είναι ορίτζιναλ. Αντικειμενικά ορίτζιναλ, δηλαδή, όχι επειδή μπορεί να αρέσει σε μας εδώ. Ο χρόνος κρίνει, άλλωστε. Γι' αυτό δεν υπάρχει και λόγος να μπαίνουν ταμπέλες.
Θ.Α.: Είναι λογικές οι διαφορές. Εγώ για παράδειγμα πιστεύω ότι κάποιο κοινό που ακούει Λουκιανό Κηλαηδόνη, δεν θα έρθει να με ακούσει εμένα. Καθένας υπηρετεί το άστρο του και αν δεν υπήρχε κόσμος που να 'θελε να ακούσει αυτό που κάνει, δεν θα υπήρχε. Σκυλάδικο τώρα, τι θα πει; Ότι τραγουδάνε τα σκυλιά; Γι' αυτούς λοιπόν που χρησιμοποιούν την ονομασία «σκυλάδικο», εγώ έχω μια άλλη έκφραση, η οποία τους πάει καλύτερα: αυτά είναι κρεμαστάρια, σαν κι εκείνα της παροιμίας με την αλεπού. Τους ίδιους εντωμεταξύ, όσους τα λένε κάτι τέτοια, δεν τους έχει ονομάσει κανείς με κάποιον απαξιωτικό χαρακτηρισμό.
Ως τελευταία μεγάλα λαϊκά είδωλα, καταγράφηκαν ο Παντελής Παντελίδης και η Πάολα. Τα τραγούδια τους, όμως, είναι λαϊκά;
Λ.Α.: Εγώ δεν το έχω παρακολουθήσει το θέμα. Αν δηλαδή μου ζητήσεις να σου αναφέρω ένα τραγούδι του Παντελίδη, δεν ξέρω να σου πω. Είναι πάντως ένας άνθρωπος που έφυγε τόσο νωρίς, τόσο άδικα. Οπωσδήποτε έπιασε κάποιον σφυγμό, γι' αυτό και γνώρισε τέτοια αποδοχή.
Θ.Α.: Κοίταξε, όσον αφορά τον Παντελίδη, έπιασε σαν δημιουργός τη νεολαία και γι' αυτό βρήκε μεγάλη απήχηση. Με αυτήν την έννοια, επομένως, έκανε τραγούδια για τον λαό. Σαν φωνή, τώρα, δεν θέλω να τον κρίνω. Ήταν αγαπητός και αυτό είναι κάτι που δεν γίνεται να μην το αποδέχεσαι. Όσο για την Πάολα, είμαι ευχαριστημένος από την απόδοσή της σαν φωνή, γιατί εξελίχθηκε. Σε σχέση δηλαδή με ό,τι είχα ακούσει όταν είχε εμφανιστεί, τώρα είναι πάρα πολύ καλύτερη. Μου αρέσει.
Την τελευταία ερώτηση, κύριε Αδαμαντίδη, μου την έστειλε ο φίλος μου ο Χριστόφορος, καθώς λέει υπάρχει μια σύγχυση για το θέμα και θέλει να μάθει: είστε Ολυμπιακός ή ΑΕΚ;
(γελάμε όλοι)
Θ.Α.: Σύγχυση, γιατί; Eπειδή κάποτε είχα τραγουδήσει με τον Μίμη Παπαϊωάννου; Ολυμπιακός είμαι. Γιατί σε ένα σπίτι, όταν ο πατέρας είναι μια ομάδα συγκεκριμένη, ε, δεν μπορεί ο μικρός να βγει άλλη ομάδα! (γέλια) Άλλωστε ήταν και ο θείος μου στον Ολυμπιακό, ο Ορέστης Παυλίδης –την εποχή με τον Σιδέρη. Τώρα, δεν είμαι και άρρωστος φανατικός. Μου αρέσει το ποδόσφαιρο. Κι αν τραγούδησα με τον Παπαϊωάννου, λοιπόν, δεν ήταν ότι το έκανα σαν δουλειά, το γούστο μου έκανα. Τώρα ντάξει, αν έλεγε για την ΑΕΚ το τραγούδι, ε, δεν είμαστε βαμμένοι.
{youtube}syeqmY_Ks4c{/youtube}
{youtube}Ctqjc9TaqWc{/youtube}