φωτογραφίες: Νατάσσα Παπαδοπούλου (κεντρική, 5), Ίρις Τουλιάτου (3)
Μέσα στον Μάρτιο κυκλοφόρησε το Ganja, η 2η σου δουλειά ως KU. Διαβάζουμε καταρχάς στο δελτίο Τύπου της Inner Ear ότι πρόκειται για κομμάτια που είχες κάποιον καιρό στα συρτάρια σου. Τι τα κράτησε εκεί και τι σε έκανε να τα βγάλεις από αυτά;
Πέρα από προσωπικούς, πρακτικούς λόγους, η κύρια αιτία που δεν είχα προχωρήσει κατευθείαν στην ηχογράφηση του 2ου δίσκου μετά το Feathers (2013) ήταν πως ήθελα ο πρώτος δίσκος να πάρει τον χρόνο του –και στα δικά μου αυτά και στα αυτιά των ακροατών του.
Δεν ήθελα επ’ ουδενί να βγει ένας δίσκος «φωτοτυπία» του πρώτου. Και σκέφτηκα πως, αφήνοντας αρκετό χρόνο μεταξύ τους, αυτά που είχα να πω με τον δεύτερο θα μπορέσουν να απορροφηθούν καλύτερα εκατέρωθεν. Το συγκεκριμένο πρότζεκτ μεταχειρίζεται πολύ προσωπικά ζητήματα και οποιαδήποτε βιαστική κίνηση θα λειτουργούσε αρνητικά, όσον αφορά στη διάθεση επικοινωνίας που αναπτύσσω μέσα από αυτό.
Επίσης, είχα δώσει πολύ περισσότερο βάρος στο άλλο μου πρότζεκτ Jay Glass Dubs, οπότε ο χρόνος ήταν αρκετά πιεσμένος.
Ο ήχος του Ganja έχει μια συνέχεια σχετικά με το Feathers, ωστόσο δείχνει και μια σαφή εξέλιξη στη γραφή σου. Ποια θα έλεγες ότι είναι τα νέα στοιχεία που φέρνει στο προσκήνιο ή τι θα έλεγες ότι κάνεις πλέον καλύτερα, έχοντας και την εμπειρία του Feathers;
Το γεγονός της απενοχοποίησης της κιθάρας σαν ενορχηστρωτικού πυρήνα ήταν το βασικό στοιχείο που ήρθε στο προσκήνιο με το Ganja. Το Feathers ήταν αρκετά πιο πυκνό, όχι συνθετικά απαραίτητα, αλλά σίγουρα στιχουργικά και ενορχηστρωτικά. Στον δεύτερο δίσκο ήθελα τα πράγματα να είναι πιο ωμά, ελεύθερα και ακατέργαστα, υπό μία έννοια. Γι' αυτό και αποφασίσαμε να γραφτεί σχεδόν ολόκληρο λάιβ στο στούντιο.
Επίσης, οι στίχοι μου είναι σίγουρα πολύ πιο προσωπικοί στο Ganja. Στο Feathers λειτουργούσα περισσότερο ως παρατηρητής, ενώ εδώ οι στίχοι είναι σε πρώτο πρόσωπο, από την αρχή ως το τέλος.
Παρενθετική ερώτηση: Με την ασφάλεια της χρονικής απόστασης (και της συνεπαγόμενης εξέλιξής σου ως μουσικός), πώς ακούς σήμερα το Feathers; Γενικώς, επιστρέφεις (έστω ως ακροατής) στις δουλειές που έχεις κυκλοφορήσει, σε βοηθάει κάτι τέτοιο;
Το Feathers μου ακούγεται σαν ένα πολύ ωραίο ντεμπούτο και σαν ένας πολύ ταιριαστός προάγγελος του Ganja. Σίγουρα υπάρχουν πράγματα που θα έκανα διαφορετικά αν καταπιανόμουν με το υλικό του τώρα, αλλά θεωρώ πως η δισκογραφική καταγραφή –η οποία κατοχυρώνει ένα σύνολο τραγουδιών σαν έργο τέχνης– για να έχει νόημα μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο, πρέπει να περιγράφει το «εδώ και το τώρα» της στιγμής που δημιουργείται.
Στο Ganja, η μουσική παίρνει διάφορες κατευθύνσεις, ωστόσο δημιουργείται όντως ένα συνεκτικό σύνολο. Πού βρίσκεται κατά τη γνώμη σου το σημείο συνοχής των 8 αυτών κομματιών;
Προσπαθήσαμε να γράψουμε τον δίσκο σε ένα πυκνό και σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό συνεπάγεται μία πολύ συγκεκριμένη μεθοδολογία, στην οποία μείναμε λίγο-πολύ πιστοί. Οι ηχογραφήσεις, όπως προανέφερα, ήταν κατά 90% ζωντανές στο στούντιο και η ενορχήστρωση συνεπακολούθως αρκετά λιτή και απλή. Προσπαθήσαμε να κάνουμε όσο το δυνατόν περισσότερα με όσο το δυνατόν λιγότερα μέσα. Αυτό για μένα συνέβαλλε στην ηχητική συνοχή του δίσκου.
Κατά δεύτερο λόγο, η στιχουργική θεματολογία των κομματιών, για κάποιον που έχει διάθεση να παρακολουθήσει τον ειρμό τους, βοηθά στην εξέλιξη μιας ιστορίας με αρχή, μέση και τέλος. Θεωρώ πως η σειρά των κομματιών είναι πολύ σημαντική και ότι το Ganja πρέπει να ακούγεται σαν concept-άλμπουμ, γραμμικά δηλαδή και όχι αποσπασματικά.
Διαβάζω σε μία πρόσφατη συνέντευξή σου (εδώ) ότι το συγκεκριμένο πρότζεκτ «βασίζεται πολύ στον αυτοσχεδιασμό και το delegation». Θα ήθελες να το εξηγήσεις λιγάκι; Κατά πρώτον, πόσο κομβικός ήταν ο αυτοσχεδιασμός στην όλη διαδικασία και κατά δεύτερον, τι εννοείς με τον όρο «delegation»;
Θα ξεκινήσω με το δεύτερο σκέλος της ερώτησης. Με τον όρο «delegation» εννοώ την ανάθεση. Δεν είμαι τεχνικά άρτιος μουσικός και σε ένα τέτοιο πρότζεκτ χρειάζονται μουσικοί οι οποίοι μπορούν να παίξουν «τα πάντα» μιας και, όπως είπες πολύ σωστά πιο πριν, η μουσική μπορεί να πάρει πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις.
Ο αυτοσχεδιασμός είναι μια διαδικασία που συμβαίνει οργανικά μέσα στο στούντιο, ιδιαίτερα όταν έχεις ένα σύνολο μουσικών όπως είναι οι Baby Guru, οι οποίοι –εκτός από άρτιοι τεχνικά– έχουν και μια πολύ ξεχωριστή δημιουργικότητα και ευαισθησία. Όλες οι ιδέες και οι συνθέσεις ξεκινούν από μια σκελετική μορφή από εμένα και μέσα στη διαδικασία ηχογράφησης παίρνουν τελική μορφή με δοκιμές, jams και συνεχή συζήτηση, διαφωνίες, συμφωνίες και πειραματισμούς.
Η επιλογή σου, λοιπόν, να δουλέψεις ξανά με τα μέλη των Baby Guru ήταν ειλημμένη εξαρχής ή προέκυψε στην πορεία, από τις ανάγκες του υλικού;
Ήταν ξεκάθαρο για μένα πως θα δουλέψω τον δεύτερο δίσκο με τα παιδιά, κατά πρώτο λόγο γιατί ήθελα ο δίσκος να είναι ηχητικά μια φυσική συνέχεια του Feathers και κατά δεύτερο λόγο γιατί θεωρώ πως το επίπεδο της μπάντας τεχνικά και δημιουργικά είναι πολύ υψηλό. Μου αρέσει να δουλεύω με ανθρώπους που καταλαβαίνουν ακριβώς τι τους λέω και αντίστροφα. Εκτός αυτού είμαστε φίλοι και είναι πιο εύκολο να «ξεφύγουμε», χωρίς να υπάρχουν παρεξηγήσεις που θα επιβάρυναν το αποτέλεσμα.
Χαζή ερώτηση ίσως, αλλά γιατί επέλεξες τον συγκεκριμένο τίτλο;
Γιατί ο δίσκος μπορεί να σε κάνει να νιώσεις βαθειά θλίψη ή μεγάλη χαρά, ανάλογα με την προϋπάρχουσα ψυχολογική σου κατάσταση όταν ξεκινήσεις να τον ακούς!
Τρέχεις και δύο άλλα, αρκετά διαφορετικά, πρότζεκτ, ως Jay Glass Dubs και The Hydra. Στο μυαλό σου είναι τόσο διακριτά όσο τελικώς ακούγονται ή και τα τρία έχουν μία κοινή αφετηρία;
Όλη μου η δουλειά σαν σύνολο πηγάζει από τις ίδιες ευαισθησίες, τους ίδιους προβληματισμούς και το ίδιο concept, υπό μία έννοια. Στο δικό μου μυαλό τα όρια μεταξύ των τριών πρότζεκτ είναι αρκετά δυσδιάκριτα πλέον, κυρίως γιατί προσπαθώ να αφιερώνω τον ίδιο χρόνο στο καθένα. Βέβαια αυτό δεν είναι πάντα εφικτό μιας και υπάρχουν πρακτικές προτεραιότητες, οι οποίες θα δώσουν περισσότερο βάρος στο ένα ή στο άλλο κατά περίπτωση.
Ως KU ηχογραφείς στην Inner Ear, αλλά ως Jay Glass Dubs έχεις βρεθεί σε labels όπως η Blackest Ever Black ή η Tapeworm. Ποιο είναι τελικά το main και ποιο το side πρότζεκτ; Ή μήπως μια τέτοια διάκριση προτεραιοτήτων δεν έχει και τόση σημασία;
Για να είμαστε ακριβείς, η κυκλοφορία στην Blackest Ever Black δεν έχει βγει ακόμα, είναι «forthcoming», όπως και άλλα εξίσου ωραία, που δεν μπορώ να ανακοινώσω ακόμα. Πλέον το main πρότζεκτ είναι ξεκάθαρα ο Jay Glass Dubs και, για να είμαι ειλικρινής, μου αρέσει περισσότερο να έχω ένα side πρότζεκτ όπως ο KU, καθώς για όσους γνωρίζουν τη δουλειά μου μέσα από το Jay Glass Dubs αποτελεί μια έκπληξη.
Σίγουρα μια τέτοια διάκριση προτεραιοτήτων δεν έχει μεγάλη σημασία, μιας και είναι ο ίδιος άνθρωπος πίσω από κάθε δουλειά. Βέβαια σε πρακτικό επίπεδο, μια δουλειά που μου επιτρέπει να πληρώνω κάποιους λογαριασμούς και να ταξιδεύω στον κόσμο, αυτόματα λαμβάνει ένα μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μου.
Ως Hydra συμμετείχες πρόσφατα στην ενδιαφέρουσα συλλογή του Στυλιανού Τζιρίτα Έλληνες Συνθέτες Ηλεκτρονικής Μουσικής σε Πεδία Επιστημονικής Φαντασίας. Εσένα τι σε ιντριγκάρει σε αυτά τα πεδία και πώς έφτασες στη συγκεκριμένη σύνθεση;
O Στυλιανός είναι φίλος πολλά χρόνια και μία από τις πιο sui generis προσωπικότητες στην Ελλάδα. Απολαμβάνω πολύ την οπτική του γωνία για τη μουσική και τον ήχο εν γένει και θεωρώ τη σκέψη και τον λόγο του πολύ συγκροτημένα. Η ανάμειξή μου με το συγκεκριμένο πρότζεκτ πηγάζει κυρίως από αυτήν την εκτίμηση που έχω στο πρόσωπό του και στην ιδιάζουσα γωνία αντίληψης την οποία έχει για την ποπ κουλτούρα εν γένει. Σίγουρα με ενδιαφέρει και η επιστημονική φαντασία, κυρίως σαν μια μορφή δυστοπίας μέσα από την οποία πολλά πράγματα μπορούν να αποκτήσουν αλληγορικά μια βαρύτητα σημαντική. Ηχητικά η σύνθεση που παρουσίασα έχει δημιουργηθεί κυρίως με τη χρήση αρθρωτών συνθετητών και είναι μια αναφορά/αφιέρωμα σε έναν από τους καλύτερούς μου φίλους και την εμμονή του με τον Carl Sagan.
Τα σχέδιά σου για το άμεσο μέλλον τι περιλαμβάνουν (με όποια από τις παραπάνω ηχητικές ταυτότητες); Το Ganja θα παρουσιαστεί ζωντανά;
Έχουν δρομολογηθεί κάποιες κυκλοφορίες ως Jay Glass Dubs και ως The Hydra μέσα στους επόμενους μήνες, για περισσότερα όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να τσεκάρει το website μου (http://iamku.net), που ενημερώνεται πολύ συχνά.
Το Ganja φυσικά θα παρουσιαστεί ζωντανά, ψάχνω να βρω χώρους με αισθητική ιδιομορφία, ελπίζω να τα καταφέρω. Αν όχι, ίσως τελικά γίνουν κάποια πιο συμβατικά λάιβ, σε χώρους οι οποίοι είναι φτιαγμένοι για αυτό.
Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στη διαδικασία προβών με ένα καταπληκτικό σύνολο μουσικών, με τους Άγγελο Κράλλη, Παντελή Καρασεβντά (Chickn, A Victim Of Society) και Νικόλα Χαλντούπη (The Mute, Barbara’s Straight Son). Δεν υπάρχει καμία χρονική πίεση και κανένα άγχος για τις πρόβες και αυτά τα λάιβ: προτιμούμε να μας ικανοποιεί 100% το αποτέλεσμα πριν το παρουσιάσουμε και κάτι τέτοιο φυσικά παίρνει χρόνο.
{youtube}I5KvfYdh1KY{/youtube}