Με τους Barb Wire Dolls συμβαίνει το εξής φοβερό. Είτε σου αρέσει η μουσική τους, είτε όχι, είτε θεωρείς παρωχημένο αυτό που επιχειρούν, είτε αναζωογονητικά επαναστατικό, πρέπει να παραδεχτείς πως αποτελούν ένα success story κινηματογραφικών διαστάσεων: από την αφάνεια της Κρήτης και την απελπισία της Αθήνας βρέθηκαν στην καθολική αναγνώριση του Λος Άντζελες και στην ηχογράφηση του ντεμπούτου τους με τον Steve Albini. Λίγο λοιπόν πριν την πρώτη τους εμφάνιση στη Death Disco, βρεθήκαμε με την Isis Queen και είχα την ευκαιρία να δω από κοντά πόσο το πάθος της για όλα όσα αγαπάει και έχει πετύχει κατέκλυε το στενό δωματιάκι στο υπόγειο του μαγαζιού. Τελικά κατέληξα να σκέφτομαι πως κλισέ όπως «τα καλύτερα σενάρια τα γράφει η ίδια ζωή», όσο και αν τα σνομπάρω, έχουν κάποιο λόγο ύπαρξης...
Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη
Μέσα στο 2016 θα κυκλοφορήσει ο νέος σας δίσκος, ο οποίος ηχογραφήθηκε σε δύο διαφορετικές τοποθεσίες. Μίλησε μου για το πώς προέκυψε αυτό...
Για την ακρίβεια έχουμε ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις για δύο διαφορετικούς δίσκους, οι οποίοι δεν έχουν κυκλοφορήσει ακόμη. Ο πρώτος που θα βγει ονομάζεται Desperate και ηχογραφήθηκε στις αρχές του 2015, στο Τέξας. Λίγο πριν έρθουμε στην Ελλάδα για τις εμφανίσεις μας, ο Jesse Hughes –ο κιθαρίστας των Eagles Of Death Metal δηλαδή– μας προσκάλεσε στα στούντιό του στο Joshua Tree και ηχογραφήσαμε εκεί 10 νέα κομμάτια για έναν δεύτερο δίσκο.
Γιατί διαλέξατε τον τίτλο Desperate; Ποιες είναι οι κύριες διαφορές αυτού του δίσκου, σε σχέση με το ντεμπούτο σας;
Το ντεμπούτο μας Slit (2012) ηχογραφήθηκε από τον Steve Albini στο Σικάγο. Έχει λοιπόν αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα των ηχογραφήσεών του –το ηχητικό του τείχος– αλλά κι έναν αυθορμητισμό, αφού ηχογραφήθηκε με την πρώτη προσπάθεια, σαν ζωντανή εμφάνιση. Το Desperate, πάλι, είναι πιο μελωδικό και κάπως πιο ώριμο, καθώς προσπαθήσαμε να πάμε τις μουσικές μας ικανότητες στο επόμενο επίπεδο. Επιλέξαμε τον συγκεκριμένο τίτλο καθώς αντανακλά ιδανικά τις δυσκολίες τις οποίες περάσαμε, μα και τους περιορισμούς σε σχέση με τις επιλογές που είχαμε για την κυκλοφορία· όπως μέσω ποιας εταιρείας θα βγει, ποιος θα το προμοτάρει κτλ.
Δώσε μου λεπτομέρειες για το δεύτερο άλμπουμ, εκείνο που ηχογραφήσατε στο Joshua Tree, στα στούντιο του κιθαρίστα των Eagles Of Death Metal...
Θα παίζαμε στο Riot Fest στο Σικάγο τον περασμένο Σεπτέμβριο και οι Eagles Of Death Metal θα έπαιζαν κι εκείνοι εκεί. Έχουμε κάμποσους κοινούς φίλους, ενώ πολλά άτομα που παρακολουθούν τις συναυλίες τους έρχονται και στις δικιές μας –και το αντίστροφο. Τους είχαμε συναντήσει λοιπόν και στο παρελθόν, ποτέ όμως δεν είχαμε την ευκαιρία να περάσουμε λίγο ελεύθερο χρόνο μαζί τους. Συνέβη τελικά στο φεστιβάλ, όπου γνωρίσαμε καλύτερα τον Jesse Hughes, τον καλέσαμε στην Ελλάδα κι αυτός εμάς στο Joshua Tree.
Μέχρι πρόσφατα, δεν είχαμε αξιοποιήσει την προσφορά, μιας και ηχογραφούσαμε το Desperate. Αλλά λίγο πριν έρθουμε στην Ελλάδα, αποφασίσαμε να κλείσουμε τον χώρο για να ηχογραφήσουμε μερικά κομμάτια. Τα οικονομικά μας επέτρεπαν να τον κλείσουμε μόνο για 4 ημέρες, οπότε στόχος ήταν να φτιάξουμε απλά κάποιο ΕΡ. Αυτές όμως συνέπεσαν με την τρομοκρατική επίθεση στο Παρίσι και ήμασταν οι τελευταίοι άνθρωποι με τους οποίους μίλησε, πριν συμβούν τα δραματικά γεγονότα. Η επίδρασή τους ήταν βαθιά μέσα μας και έτσι, από το πουθενά, προέκυψαν 10 κομμάτια ως φυσική αντίδραση απέναντι στην τραγωδία. Μερικές φορές η έμπνευση έρχεται στις πιο σκοτεινές στιγμές.
Ξετύλιξέ μας το χρονικό των Barb Wire Dolls. Πώς φύγατε δηλαδή από την Ελλάδα; Και πόσο δύσκολο ήταν να αφήσετε πίσω τα πάντα για να κυνηγήσετε τα όνειρά σας;
Πολύ δύσκολο. Δεν είχα καμία πρόθεση να αφήσω την Ελλάδα. Ταξίδευα σε όλη μου τη ζωή. Οι γονείς μου ήταν περιπλανητές και μετακινούνταν όλη την ώρα, αλλά δεν ένιωσα πουθενά πιο οικεία απ’ ότι στην Ελλάδα: μόνο εδώ μπορούσα να βρω έμπνευση. Μεγάλωσα στην Κρήτη, ανάμεσα σε καλλιτέχνες, καθώς προσκαλούσαμε συνεχώς στο σπίτι ξένους σε μένα πνευματικούς ανθρώπους, οπότε ο χώρος μετατρεπόταν σε εργαστήρι δημιουργικότητας. Δεν ήταν κάτι οργανωμένο, ένιωθες απλά τις ιδέες και την έπνευση να ρέουν άφθονες γύρω σου. Όταν λοιπόν ξεκινήσαμε τους Barb Wire Dolls το 2008, ήταν σαν μία αντίδραση απέναντι στη βαρεμάρα που αισθανόμασταν για τη μουσική την οποία έπαιζε η ροκ σκηνή στην Ελλάδα. Θέλαμε να κάνουμε κάτι πραγματικά διαφορετικό, καθώς η τοπική σκηνή έδειχνε πολύ αποδυναμωμένη, σε σχέση για παράδειγμα με τη metal.
Καθώς όμως παίζαμε punk, δεν μπορούσαμε να κλείσουμε κανέναν χώρο για live στην Κρήτη. Αποφασίσαμε λοιπόν να έρθουμε στην Αθήνα και, μέσω δυσκολιών, καταφέραμε τελικά να παίζουμε κάθε Κυριακή στο Intrepid Fox δωρεάν: το μόνο που θέλαμε τότε είναι να μας μάθει ο κόσμος και να περνάμε καλά. Αυτό συνέβαινε για 2-3 μήνες και κάθε Κυριακή το μέρος ήταν γεμάτο! To 2010 ηχογραφήσαμε το ΕΡ Punk The Fussies! και σε κάποια φάση ο θρυλικός punk ραδιοφωνικός παραγωγός του Λος Άντζελες –ο Rodney Biggenheimer– έπαιξε κάποια κομμάτια από αυτό. Δύο μήνες αργότερα, μας κάλεσε να παίξουμε ένα για το KROQ, τον ραδιοφωνικό σταθμό δηλαδή όπου έχει την εκπομπή του. Δεν είχαμε καθόλου χρήματα, σκεφτήκαμε όμως πως είναι μία σπουδαία ευκαιρία. Γι' αυτό πουλήσαμε αυτοκίνητα, κιθάρες, ρούχα, οτιδήποτε χρειαζόταν και αγοράσαμε εισιτήρια για L.A.!
Εκεί, νιώσατε την τοπική κοινότητα να σας αγκαλιάζει από την αρχή;
Όχι. Το punk δεν ήταν τότε της μόδας στο Λος Άντζελες, δεν υπήρχε κοινό να υποστηρίξει τη σκηνή. Αυτό δεν απασχολούσε τον Rodney, βέβαια. Εκείνος ήθελε κάτι φρέσκο και διαφορετικό, ειδικά σε μία χώρα όπου το ραδιόφωνο είναι ξεπουλημένο: στις Η.Π.Α. πρέπει να πληρώσεις για να λάβεις ραδιοφωνικό χρόνο, με αποτέλεσμα οι D.I.Y. μπάντες να αγνοούνται. Επίσης, όταν φτάσαμε στο L.A., ο Rodney ανέβαλε το σόου μας για 2 μήνες –και φρικάραμε. Δεν είχαμε λεφτά και μέναμε στο σπίτι ενός πρακτικά αγνώστου σε εμάς, ο οποίος ήταν φίλος φίλου φίλου κτλ. Προσπαθήσαμε βέβαια να κλείσουμε κάποια εμφάνιση, κανείς όμως δεν μας δεχόταν, καθώς δεν μπορούσαμε να εγγυηθούμε κοινό.
Κάποια στιγμή μας απάντησαν από το Roxy Theatre και μας είπαν ότι μπορούμε να παίξουμε σε ώρα αιχμής, Σάββατο βράδυ στις 22.00, αλλά θα έπρεπε να πληρώσουμε 1.200 δολλάρια. Δεν τα είχαμε, προφανώς... Ήμασταν τρομαγμένοι, αλλά ξέραμε πως μπροστά μας είχαμε μία τεράστια ευκαιρία. Δεν πρέπει άλλωστε να βασίζουμε τις επιλογές μας στον χρόνο και στα χρήματα, αλλιώς ποιο το νόημα του να ζεις; Με αυτές λοιπόν τις σκέψεις περάσαμε τους επόμενους μήνες μένοντας στο σπίτι και βλέποντας μουσικά ντοκιμαντέρ, όπως το Decline Of Western Civilization, που αφηγείται την ιστορία της punk σκηνής των 1970s στο L.A. Από εκεί πήραμε την ιδέα να αρχίσουμε να μοιράζουμε φυλλάδια για να γίνουμε γνωστοί και να πουλήσουμε εισιτήρια. Μέσα σε 3 εβδομάδες μοίρασα 10.000 φυλλάδια σε όλες τις γωνιές του Λος Άντζελες. Και, τελικά, από το πουθενά, ξεπουλήσαμε το Roxy Theatre! Μία άγνωστη ελληνική μπάντα, sold-out στο θρυλικό Roxy Theatre! Αν κάνεις κάτι από πάθος, πάντα θα πετυχαίνεις. Μπορεί τα πράγματα να μην συμβούν όπως τα φαντάστηκες ακριβώς, αλλά θα φτάσεις πολύ κοντά.
Πόσο δύσκολο ήταν, από εκεί και πέρα, να διατηρήσετε ακέραια την D.I.Y ταυτότητά σας;
Δεν είναι καθόλου εύκολο να είσαι D.I.Y. Δεν θέλουμε όμως, απαραίτητα, να είμαστε D.I.Y. –δεν ήταν μία επιλογή. Προσπαθούμε όλοι μας να κάνουμε τα πάντα για τη μπάντα, την κρατάμε ζωντανή, κάνουμε τα πάντα μαζί, η ζωή μας η ίδια είναι η μπάντα. Έτσι, είναι δύσκολο για κάποιον να γίνει κομμάτι όλου αυτού. Μεγάλες δισκογραφικές έδειξαν ενδιαφέρον για τις δουλειές μας, φάνηκε όμως πως ήθελαν να μας αλλάξουν και να μας κάνουν σαν τους Paramore, ένα συγκρότημα-μαριονέτα, δηλαδή. Αυτό μπορεί να μην είναι πρόβλημα για κάποιους άλλους, ήταν όμως για εμάς. Θέλαμε να κάνουμε τα πάντα με τον δικό μας τρόπο και αυτό ακριβώς έχουμε πετύχει. Αν υπήρχε κάποιος που θα νοιαζόταν, θα αγαπούσε και θα έβαζε το ίδιο πάθος με εμάς στο γκρουπ, θα ήμασταν κι εμείς ανοιχτοί για μια συνεργασία. Δεν έχουμε όμως νιώσει ακόμη το είδος του ενδιαφέροντος που αναζητούμε.
Έχεις αναφέρει σε μία πρόσφατη συνέντευξή σου πως ζούμε σε μεταμοντέρνους μουσικούς καιρούς και οι άνθρωποι σήμερα νοιάζονται το ίδιο για τη μουσική του σήμερα και για τη μουσική του χθες. Δεν θεωρείς όμως πως επενδύουμε υπερβολικά πολύ χρόνο στο παρελθόν, δίχως να προσπαθούμε αρκετά να διαμορφώσουμε το μέλλον;
Ναι, έχεις δίκιο. Έχω βαρεθεί, πραγματικά... Το ραδιόφωνο παίζει τα ίδια κομμάτια συνεχώς, εδώ και χρόνια. Παίζουν μπάντες που δεν βρίσκονται καν σε περιοδεία πια. Χρειαζόμαστε μπάντες το ίδιο δυναμικές με εκείνες που υπήρχαν πριν 30 και 40 χρόνια. Μπορώ να αναφέρω τους Yeah Yeah Yeahs, που είναι από τα αγαπημένα μου νέα γκρουπ, αλλά και πάλι, είναι καλύτεροι από τους Blondie; Όχι! Οι Blondie παίζονται ακόμη, γιατί οι μελωδίες τους είναι διαχρονικές. Αυτό λείπει σήμερα. Η μουσική σήμερα δεν μπορεί να σταθεί επάξια απέναντι σε αυτή του παρελθόντος.
Γιατί συμβαίνει αυτό, όμως;
Πιστεύω πως έχει να κάνει με την τεχνολογία. Υπάρχει τόση πολλή πληροφορία, που μας αποσπά σε τέτοιον βαθμό, ώστε να μην μπορούμε να εστιάσουμε σε μία, συγκεκριμένη δημιουργική πηγή. Έτσι, οι άνθρωποι κοιτάζουν επίμονα το παρελθόν, ακριβώς γιατί είμαστε σε χρόνια όπου η μουσική τείνει να μην είναι αυθεντική. Στην εποχή του Warhol, όταν έβγαινε κάτι καινούριο, όλοι διέγραφαν το παρελθόν και ζούσαν για το τώρα: έδιναν σημασία στη μοντέρνα τέχνη και ξεμπέρδευαν με το χθες. Σήμερα δεν υπάρχει τέχνη ικανή να υπερνικήσει το παρελθόν. Ζούμε σε μεταμοντέρνες εποχές, στις οποίες ό,τι κάνουμε βρίσκεται σε συνοχή με το παρελθόν, αλλά δεν ορίζει το μέλλον.
Σκέψου πόσες νέες μπάντες είναι πρώτα ονόματα σε μεγάλα φεστιβάλ τα τελευταία 10 χρόνια. Δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε μία, αυτή τη στιγμή. Μόνο ίσως τους Arctic Monkeys και τους Mumford And Sons. H indie μουσική άλλαξε το σκηνικό γιατί δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο εκεί έξω. Προσωπικά δεν την αντέχω την indie, τη θεωρώ μουσική για ασανσέρ. Μέχρι και η γιαγιά μου ακούει indie, δηλαδή, εγώ γιατί να θέλω να ακούσω; Η indie μουσική είναι υπερβολικά ευγενική, δεν δίνει αφορμές για επανάσταση. Κανείς δεν επαναστατεί σήμερα.
Τι θα θεωρούσες ως επαναστατική πράξη, στους δικούς μας καιρούς;
Επαναστική πράξη είναι το να έχεις απόψεις και να τις εκφράζεις δυνατά. Ναι, ΟΚ, πάντα θα υπάρχει ο «Μεγάλος Αδελφός», κάποιος θα βρίσκεται από πάνω σου και θα προσπαθεί να σε ελέγξει. Η τεχνολογία έχει αυτόν το ρόλο σήμερα. Οι άνθρωποι θεωρούν ότι είναι ελέυθεροι στο διαδίκτυο. Αναρτούν λοιπόν κάθε μέρα τις ιδιωτικές τους στιγμές και τις απόψεις τους στο Facebook, στο Instagram ή στο Tumblr, δεν είναι όμως ικανοί να εκφράσουν τα αληθινά τους συναισθήματα στην πραγματική ζωή. Το διαδίκτυο ενθαρρύνει τις ψεύτικες τάσεις αποφυγής της πραγματικότητας. Και είναι ψεύτικο, γιατί κανείς δεν λέει ανοιχτά την άποψή του εκεί έξω.
Ξέρω βέβαια ότι οι εποχές αλλάζουν και προσπαθούμε να προσαρμοστούμε. Η μουσική είναι σίγουρα το κλειδί στην όλη κατάσταση, δεν πιστεύω όμως πως υπάρχει μουσική η οποία εκφράζει το πως νιώθουν οι άνθρωποι σήμερα. Γι' αυτό και όλοι επενδύουν στο παρελθόν. Γιατί η μουσική ήταν τότε προϊόν αληθινής δημιουργικής διαδικασίας, υπήρχαν πραγματικά συναισθήματα στη τραγουδοποιία. Στους καιρού μας, όλοι ακολουθούν μία έτοιμη συνταγή για να επιβιώσουν σε μία μπάντα. Η μουσική βιομηχανία έχει ασφαλώς κι εκείνη μεγάλο μερίδιο ευθύνης.
Άρα, ποια είναι η άποψή σου για το Spotify;
Μας έχει βοηθήσει! Όχι γιατί μας δίνει το 0,0001 των κερδών από κομμάτια μας, δεν μας νοιάζει κάτι τέτοιο. Αυτό βοηθάει πολύ γνωστούς καλλιτέχνες, όπως λ.χ. την Taylor Swift. Έχει όμως βοηθήσει πολλούς ανεξάρτητους καλλιτέχνες –όπως κι εμάς– να ακουστούν περισσότερο και να φτάσει η μουσική τους σε πιο απομακρυσμένους ακροατές.
Πώς συνδέονται οι στίχοι σου με το κοινωνικοπολιτικό σκηνικό της Ελλάδας;
Δεν είμαι βέβαιη με ποιον τρόπο συμβαίνει αυτό... Ελπίζω πάντως να επιδρούν στους ανθρώπους με έναν θετικό καλλιτεχνικό τρόπο και να τους ωθούν να εκφράζουν όσα συναισθήματα κρύβονται μέσα τους.
{youtube}pisnCpDftRc{/youtube}