Ο Φοίβος Δεληβοριάς είναι μια σπάνια περίπτωση φλύαρου ανθρώπου που καταφέρνει να μην «το χάνει», να μη λέει ποτέ δηλαδή βαρετά και περιττά πράγματα. Το παρατηρώ όποτε του μιλάω. Και το παρατηρώ πάλι ακούγοντας τον καινούργιο του δίσκο, την Καλλιθέα –κατ’ εμέ ό,τι καλύτερο έχει βγάλει από τον Καθρέφτη του 2003. Με αφορμή τόσο το νέο άλμπουμ, που μόλις κυκλοφόρησε από την Inner Ear, όσο και τη live παρουσίασή του σε ένα μεγάλο πάρτι στο Gagarin (αυτό το Σάββατο, 28 Νοεμβρίου), μιλήσαμε αποκλειστικά για θέματα που αφορούν τη δουλειά του (σε μουσικό site είμαστε), με μόνη εξαίρεση μια ερώτηση που ήθελα πάντα να του κάνω και ντρεπόμουν...
Φωτογραφίες 1,2,8: Πέτρος Κουμπλής / φωτογραφία 5: Ντιάνα Καλημέρη
Φοίβο, σου αρέσει να δίνεις συνεντεύξεις;
Ξεκινάω πάντα απρόθυμος. Αισθάνομαι πως θα εκθέσω αυτό που μόλις έφτιαξα και θα του αφαιρέσω κάτι από το αίνιγμά του, από πράγματα που είναι αμφίσημα ακόμα και για 'μένα. Όμως όταν τελειώνει η συνέντευξη, νιώθω πάντα λίγο καλύτερα. Αντιλαμβάνομαι πως έπρεπε τελικά να ξοδέψω κάτι, πριν προχωρήσω σε κάτι επόμενο.
Σε είδαμε στα τέλη του Σεπτέμβρη στην Τεχνόπολη. Μόλις 2 μήνες μετά, παίζεις στο Gagarin με νέο δίσκο. Σε απασχολεί η σκέψη ότι μπορεί να μην έχεις λείψει στο κοινό σου ή να μην έχεις κι εσύ προλάβει να παρουσιάσεις κάτι διαφορετικό σε επίπεδο live;
Σίγουρα το Gagarin θα είναι πολύ διαφορετικό από την Τεχνόπολη. Στην Τεχνόπολη ήξερα από πριν ότι έκλεινε ένας κύκλος –και από εκεί και πέρα οι πρόβες έχουν να κάνουν με τον δίσκο και με όλα όσα με προκαλεί η Καλλιθέα να κάνω. Οπότε είναι κάτι τελείως καινούργιο αυτό που θα γίνει τώρα στο Gagarin, μια τελείως διαφορετική αντίληψη live.
Πόσο καθοριστική ήταν τελικά η συνεισφορά του παραγωγού Χρήστου Λαϊνά στην Καλλιθέα;
Ο Χρήστος λειτούργησε ως Ghostbuster και ως Εξορκιστής ταυτόχρονα. Ήταν δική του επιμονή να πάμε στο παλιό πατρικό μου και να ηχογραφήσουμε εκεί: μόλις άκουσε δηλαδή τα τραγούδια, το πρώτο πράγμα που μου πρότεινε ήταν αυτό. Και όταν πήγαμε, παγίδευσε όλα τα φαντάσματα τα οποία υπήρχαν εκεί και ταυτόχρονα ανέδειξε όλο το «πνευματικό» υλικό. Όχι με την αφηρημένη έννοια της λέξης, εννοώ το υλικό των πνευμάτων που υπήρχαν στο σπίτι! (γέλια)
Όλος ο δίσκος ηχογραφήθηκε εκεί;
Το 80%. Με εξαίρεση κάποια τύμπανα και κάποια παλιά όργανα που δεν μπορούσαν να μεταφερθούν· φαρφίσες, κλάβινετ… Παγιδεύοντας λοιπόν ήχους του δωματίου μου, του φροντιστηρίου δίπλα με τα παιδάκια, της γιαγιάς μου που μιλούσε –όλα αυτά τα πράγματα– ήταν σαν να με λυτρώνει από το εκτόπλασμα που είχε μαζευτεί μέσα στο σπίτι. Μας συνέβησαν δε και διάφορα γεγονότα που βλέπουμε σε ταινίες τρόμου.
Παίζω ας πούμε την τελευταία νότα του "Ξένου" (ένα τραγούδι που μιλάει με αμφιβολία για το παρελθόν) και με το που την πατάω, πέφτει ένα τεράστιο κομμάτι σοβά ακριβώς δίπλα μου! Δίπλα απ’ το κεφάλι μου, κανονικά, παραλίγο να σκοτωθώ. Ή την τελευταία μέρα, όταν τελείωσε η ηχογράφηση και κλειδώσαμε το σπίτι και είπαμε να βγούμε να τσουγκρίσουμε ένα ποτήρι, ένας μεθυσμένος οδηγός έπεσε πάνω στην καγκελόπορτα και διέλυσε όλη την πρόσοψη του σπιτιού! (γέλια) Για να μην πω αυτό που έγινε με το "Περίπτερο"… Έγραψα το κομμάτι πριν 2 χρόνια και τώρα μαθαίνω ότι το πολυνομοσχέδιο προβλέπει πως, μέσα σε λίγα χρόνια, θα καταργηθούν όλα τα περίπτερα… Πρέπει να προσέχω για τι γράφω!
Η Καλλιθέα είναι ο πιο ποπ δίσκος σου. Θεωρείς ότι η λέξη ποπ είναι ενοχοποιημένη στην ελληνική μουσική; Σε ρωτάω γιατί πολλοί προσπάθησαν στα 1990s να αγκιστρωθούν στον όρο έντεχνο, ενώ την ποπ αρκετοί εξακολουθούν να την αποφεύγουν ως κάτι ευτελές και φλώρικο…
Κοίτα, η ποπ κουλτούρα, καταρχάς, είναι ο τρόπος με τον οποίον επικοινωνούν οι περισσότεροι κάτοικοι του πλανήτη ο ένας με τον άλλον, σαν ένα συλλογικό ασυνείδητο. Δηλαδή, πώς να σου πω, το Moonwalker του Michael Jackson, ο King Kong ή οι ταινίες με ανατροπή στο τέλος που είδαμε στα '00s, δείχνουν ότι εκατομμύρια άνθρωποι βλέπουν τα ίδια πράγματα, το ίδιο όνειρο, αντιδρούν στα πράγματα με τον ίδιο τρόπο. Ο Κing Kong, που φόβισε από Αμερικάνους μέχρι Γιαπωνέζους το 1933, ήταν ένα καταπληκτικό σχόλιο για τον φόβο του φασισμού που ερχόταν, της ανόδου των τεράτων μέσα απ’ τη φτώχια των απολυταρχικών καθεστώτων.
Τώρα, η ποπ μουσική, στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται πράγματι είτε με ειρωνεία είτε με συμβατικότητα. Αυτοί που τους αρέσει να ορίζονται ως ποπ, συνήθως κάνουν ένα απλοϊκό, «γιουροβιζιονικό» πραγματάκι. Ενώ βλέπεις στο top-10 του Billboard να έχουν τολμηρές αναφορές στο σεξ, στα πολιτικά κλπ. Αυτή είναι η ποπ, για 'μένα. Από την άλλη, εκείνοι που ασχολούνται κάπως πιο σοβαρά και επισταμένα με το ελληνικό τραγούδι είναι καχύποπτοι, γιατί αισθάνονται ότι το ποιητικό αίτημα που προέκυψε από το σοβαρό τραγούδι του 1960 και του 1970 κάπως φτηναίνει, αν συνδεθεί με τον όρο «ποπ».
Έχουν άδικο;
Εντάξει, το καταλαβαίνω εν μέρει. Έχει να κάνει με την ποιητική αφετηρία του καθενός. Απλώς εγώ πιστεύω ότι και η λέξη ποπ διαθέτει πνευματική αφετηρία. Και μάλιστα όποτε επιχειρήθηκε να γίνει μια διασύνδεση, όπως στο Reflections του Χατζιδάκι το 1970, στον Μπάλλο του Σαββόπουλου το 1971 ή στους δίσκους που έβγαλε ο Μούτσης στα 1980s, προέκυψαν πάρα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Μάλιστα το «έντεχνο», με την πρωταρχική του σημασία, τι έλεγε; Ένας τύπος ο οποίος δεν είναι ακριβώς λαϊκός, φτιάχνει ένα περίτεχνο είδος λαϊκού τραγουδιού. Εννοείται λοιπόν πως αυτός ο τύπος πρέπει να είναι ανοιχτός να συνομιλήσει και με την ποπ –την παγκόσμια ποπ. Θυμίζω και την τέλεια ατάκα της Σωτηρίας Μπέλλου, που είπε στον Σαββόπουλο «με έκανες και τραγουδάω ποπ». Ωραίο για την Μπέλλου που τραγούδησε ποπ, έτσι όπως το αντιλαμβανόταν! Και ωραίο και για τον Σαββόπουλο, που την έβαλε να το κάνει…
Πάμε πάλι στην Καλλιθέα. Στα τελευταία 2 λεπτά του “Knight Riders”, συναντάμε για πρώτη φορά σε δίσκο σου μια μουσική που φλερτάρει με την (καλώς εννοούμενη) μεγαλομανία. Μου θύμισε Muse το συγκεκριμένο σημείο, τολμώ να πω. Γενικά, ως ένας άνθρωπος μετρημένος, σου αρέσει ποτέ η μεγαλομανία, η υπερβολή, αυτό που λέμε «ποζεριά» στη μουσική;
Ως ακροατής, τα βαριέμαι λίγο αυτά τα πράγματα. Μου αρέσουν μόνο όταν εξυπηρετούν κάποιο νόημα. Στο Wish You Were Here των Pink Floyd, για παράδειγμα, εξυπηρετείται ένα νόημα. Ομοίως στο The Lamb Lies Down Οn Broadway των Genesis ή στο Ommadawn του Mike Oldfield, όπου ένα κομμάτι κρατάει 20 λεπτά. Εκεί αισθάνομαι ότι υπήρχε οργανικός λόγος να γίνει κάτι τέτοιο. Σε πάρα πολλά άλλα, αισθάνομαι ότι έγινε «ποζεράδικα», όπως λες κι εσύ. Δηλαδή όπως άλλοι γράφουν ένα κομμάτι όπου επαναλαμβάνεται 15 φορές το ρεφρέν, εκείνοι έπρεπε οπωσδήποτε να έχουν στο κομμάτι τους 15 μέρη.
Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά στην τέχνη –να νιώθει κάποιος ότι πρέπει να κάνει κάτι. Όταν ο άλλος αισθάνεται ότι πρέπει να γράφει σε λαϊκούς δρόμους, ότι πρέπει να είναι ροκ, πρέπει να είναι καταραμένος ή πρέπει να είναι χιουμορίστας, πιθανότατα θα φτιάξει κάτι βαρετό. Όταν όμως βγάλει κάτι από μέσα του, ό,τι κι αν είναι, είναι αριστούργημα. Απλώς εμένα, ιδιοσυγκρασιακά, ένα 2λεπτο κομματάκι όπως το “Some Girls Are Bigger Than Others” των Smiths, μπορεί να με συγκινήσει αρκετά περισσότερο από ένα 17λεπτο κομμάτι.
Το «διαρκείς τσακωμοί για τον Morrissey», που λες στον καινούργιο δίσκο, είναι προσωπικό βίωμα;
Ναι, ναι.
Ποια η γνώμη σου για αυτόν; Σε έχουν επηρεάσει οι στίχοι του;
Με επηρέασαν, αλλά πιο μεγάλο θα έλεγα. Κυρίως το χιούμορ του… Νομίζω είναι ο πιο προχωρημένος χιουμορίστας στην ιστορία του τραγουδιού. Ο τρόπος με τον οποίον λέει αστεία στα τραγούδια του, δεν έχει όμοιό του. Δεν έχει ξαναγίνει, ούτε πριν ούτε μετά. Στο The Queen Is Dead, που είναι ένας δραματικός και μελαγχολικός δίσκος, σε κάνει να γελάς σε κάθε στίχο. Απλώς έτυχε να είμαι τρομερά ερωτευμένος με μια σμιθόβια μορισεϊκιά, με την οποία τσακωνόμουνα συνέχεια, γιατί μου μιλούσε όλη μέρα για τον Morrissey· και όποτε πήγαινα να της παίξω ένα καινούργιο τραγούδι μου, πάντα το απέρριπτε. Η πρώτη μου επαφή λοιπόν, ήταν επαφή αντιπαλότητας. Τον Morrissey τον χώνεψα και τον κατάλαβα πολύ αργότερα.
Ποιος είναι ο «δαίμονας» που λες ότι άκουγες κάθε βράδυ από το γουώκμαν στο “Knight Riders”;
Το heavy metal. Στα 13 μας, ήταν η φάση που ακούγαμε όλοι heavy metal.
Έλεγες πρόσφατα πως είσαι ένας «τραγουδοποιός δωματίου» –και μάλιστα αθηναϊκού δωματίου. Αισθάνεσαι ποτέ την ανάγκη να βγεις από αυτό το δωμάτιο;
Όχι ιδιαίτερα, για να είμαι ειλικρινής...
Είσαι ευχαριστημένος εκεί μέσα;
Πιστεύω στο δωμάτιο. Μ’ αρέσει κι αυτό το τραγούδι των Κατσιμιχαίων, το "Δωμάτιο".
«Εκεί υπάρχουν όλα»...
Ναι. Κάπως το πιστεύω αυτό το πράγμα... Η φωτισμένη ιδιωτική οδός είναι κάτι που σε συνδέει πάρα πολύ έντονα με τους άλλους, δεν σε απομακρύνει. Και αντίστροφα, πάρα πολλά πράγματα που κάνεις μαζικά, μαζί με τους υπόλοιπους ή συλλογικά, σε απομακρύνουν από το κοινό σας αίτημα. Εγώ χρειάζομαι οπωσδήποτε βιβλία, μουσική, ταινίες, κιθάρες, τέτοια πράγματα, για να υπάρξω. Μου είναι απαραίτητα.
Πιστεύω πως μέχρι το άλμπουμ Έξω, έφτιαχνες τραγούδια. Από τον Αόρατο Άνθρωπο και μετά, φτιάχνεις δίσκους. Το λέω καλά;
Ισχύει, σε πολύ μεγάλο βαθμό. Και πιο πριν είχα βέβαια μια διάθεση να κάνω δίσκους, αλλά δεν είχα την υπομονή να κάτσω σε μια θεματολογία για πολύ και να την εξερευνήσω. Δεν είναι πάντως μόνο θέμα υπομονής. Είναι και ότι οι εμμονές μου μάλλον με απασχολούν λίγο παραπάνω τώρα. Τα θέματα στον Αόρατο Άνθρωπο και στην Καλλιθέα, δεν είναι καινούργια: η γυναίκα και η ερωτική απώλεια ή αντίστοιχα τα παιδικά χρόνια, η «τρασίλα», η μνήμη, δεν είναι πράγματα με τα οποία δεν έχω ασχοληθεί. Ήρθε όμως κάποτε η ώρα να τα φιλοσοφήσω λίγο παραπάνω.
Πετάς τραγούδια ποτέ; Ή το μυρίζεσαι ότι ένα τραγούδι πάει να βγει μάπα πριν το ολοκληρώσεις κι έτσι ξεμπερδεύεις μαζί του από νωρίς;
Αυτό, το δεύτερο. Όταν ένα τραγούδι καταλαβαίνω από την αρχή ότι δεν κινείται ωραία σαν ζωντανό σώμα, το πετάω. Στο συρτάρι δεν κρατάω σχεδόν τίποτα.
Ο περισσότερος κόσμος σε παραδέχεται πρωτίστως ως στιχουργό. Ως συνθέτης έχεις κατακτήσει, πιστεύεις, προσωπικό ύφος;
Πιστεύω πως ναι. Υπάρχουν πολλές μελωδικές ή αρμονικές εμμονές, που έχουν να κάνουν με 'μένα. Ο τρόπος με τον οποίον χρησιμοποιώ τα ακόρντα, που εναρμονίζω δηλαδή κάθε φορά τους στίχους… Βέβαια, μιλάμε για τραγούδια προορισμένα για να πρωταγωνιστήσει ο λόγος. Τι θέλω να πω: ποτέ δεν γράφω σε παραδοσιακά στιχουργικά μέτρα. Φτιάχνω πρώτα μια μικρή μελωδία, με την οποία δημιουργείται ένα νέο στιχουργικό μέτρο –και προχωράω μετά στην ανάπτυξή του. Πιστεύω πως όποιος το ξέρει, όποιος καταλάβει πως κάνω αυτό το πράγμα, θα καταλάβει και το μουσικό μου ύφος.
Βλέπουμε πάντως τα τελευταία χρόνια –τόσο στο δικό σου έργο, όσο και γενικά– πως τα μεγάλα στρογγυλά ρεφρέν σπανίζουν: το τραγούδι έχει γίνει πιο εσωτερικό, πιο εγκεφαλικό, λιγότερο δημώδες, ας πούμε. Το κοινό, όμως, ανταποκρίνεται; Ή ψάχνει το επόμενο σουξέ και απογοητεύεται όταν δεν το βρίσκει;
Νομίζω πως το δικό μου κοινό δεν περιμένει πια σουξέ από εμένα. Πιθανόν να περιμένει ένα κομμάτι με το οποίο θα χορέψει πιο πολύ ή θα αισθανθεί πως είναι πιο απλό και πιο εξωστρεφές, καμιά φορά. Απ’ την άλλη, αν εμένα η μεγαλύτερή μου επιτυχία είναι το "Εκείνη", που έχει μια εμμονική, επαναλαμβανόμενη μελωδία και τέσσερις σελίδες στίχους, δεν νομίζω ότι περιμένει κανείς από εμένα κάτι στρογγυλό και απλοϊκό. Περιμένει την ευστοχία. Περιμένει να δει αν μίλησα με ακρίβεια, με ευαισθησία και με δύναμη για το θέμα με το οποίο καταπιάστηκα.
{youtube}mMJ93q6jZpc{/youtube}
Σε ρωτάω αν ανταποκρίνεται ο κόσμος, γιατί, τον The Boy ας πούμε –που πολλοί θεωρούμε αξιόλογο εκφραστή μιας όλο και πιο σπάνιας ανήσυχης τραγουδοποιίας– δεν τον ακούνε στην επαρχία. Αναγνωρίστηκε ως τώρα σε ένα συγκεκριμένο κοινό, ηλικιακά και γεωγραφικά…
Αυτό οφείλεται πρώτον στην εποχή και δεύτερον στον τρόπο με τον οποίον επέλεξε ο ίδιος, πολύ θαρραλέα, να δημιουργήσει εκείνο που δημιουργεί.
Χωρίς εκπτώσεις;
Χωρίς εκπτώσεις, έχοντας από πολύ μικρός (όπως φάνηκε) ισχυρό μουσικό και ποιητικό χαρακτήρα. Αυτό που λες όμως, ίσως δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία. Εγώ πιστεύω δηλαδή ότι τον The Boy μπορεί σε 10 χρόνια να τον ξέρουνε όλοι, ακόμα και όσοι τώρα δεν φαντάζονται ότι τα τραγούδια του αφορούν και τις δικές τους ζωές. Έχει συμβεί με πάρα πολλούς ανθρώπους κάτι ανάλογο.
Με τις Τρύπες, για παράδειγμα…
Ακριβώς. Πολύ φωτεινό παράδειγμα. Το 1987 άκουγαν Τρύπες πολύ συγκεκριμένοι άνθρωποι. Το 1995 τους άκουγε ένας ολόκληρος λαός.
Τα κινήματα αναβίωσης του παραδοσιακού τραγουδιού, τα οποία γνωρίζουν τεράστια επιτυχία στη δεκαετία που διανύουμε, με τον Χαρούλη, τους ViC κλπ., πώς τα βλέπεις;
Εντάξει, πάντα με εκπλήσσει θετικά το πόσο ισχυρό είναι το κύτταρο, το πόσο ακόμα αντικατοπτρίζει κάτι βαθύ η παράδοση και η χρήση της από νέους μουσικούς. Τώρα, εμένα προσωπικά, αυτό το πράγμα με ενδιαφέρει όταν έχει και τη συνείδηση του εφιαλτικού φορτίου που κουβαλάει. Οποιοσδήποτε ασχολείται εμμονικά με το παρελθόν, έχει τους ίδιους κινδύνους που είχα κι εγώ όταν ασχολήθηκα με την Καλλιθέα, με το πατρικό μου σπίτι. Μπορεί να συναντήσει αγγέλους στο δρόμο, πράγματα αθάνατα με την καλή έννοια, αλλά και βρικόλακες, αθάνατα δηλαδή με την πολύ κακή έννοια. Μου αρέσουν λοιπόν οι μουσικοί που ασχολούνται με την παράδοση έχοντας τη συνείδηση ότι κάποια από όσα θα συναντήσουν, είναι εφιαλτικά. Και που θα τα εμποδίσουν να βγουν στον ήχο τους και στην ποίησή τους.
Ποιο είναι το καλύτερο ελληνικό τραγούδι που έχεις ακούσει τα τελευταία πέντε χρόνια;
Το "Είμαι Αυτός" του The Boy. Είναι ένα καταπληκτικό πορτραίτο, ξεπερνάει και την έννοια του πορτραίτου. Μιλάει για όλους μας, μέσα από ένα πολύ ακραίο πρόσωπο. Και επίσης, κομμάτια από τον δίσκο Απλές Ασκήσεις Στον Υπαρξισμό των Κόρε. Ύδρο. Ας πούμε ο "Σατανάς Της Γειτονιάς", το "Όταν Έρχονται Οι Τέκτονες"… Τραγούδια δηλαδή που είχαν μια πλήρη ποιητική αποτύπωση του τι συμβαίνει τώρα, η οποία δεν θυμίζει κάτι που προϋπήρξε, τουλάχιστον μορφολογικά. Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης και ο Παντελής Δημητριάδης είναι άνθρωποι που έχουν αντιμετωπίσει το δικό τους σώμα, χωρίς να αναφέρονται σε μια πολύ συγκεκριμένη σχολή τραγουδιού.
Κάποτε είχες εκφράσει την άποψη ότι μία μέρα θα βρεθεί ένα μουσικό ταλέντο στην Ελλάδα που, ανθρώπους όπως εσένα ή άλλους σύγχρονους ομότεχνους, θα σας κάνει να φαίνεστε ασήμαντοι. Μήπως όμως βλέπουμε τελικά το αντίθετο; Μήπως δηλαδή, ελλείψει αυτού του προσώπου, οι ελάσσονες θεωρούνται σπουδαίοι;
Αυτό που λες, που δεν θυμάμαι πότε το είπα ή πώς το είπα, είναι αφοριστικό. Όπως κάθε τι που μπορεί να ειπωθεί για το μέλλον ή για το παρελθόν του τραγουδιού μέσα σε μία φράση. Εκείνο που πιστεύω πραγματικά, είναι ότι κάθε φορά που δημιουργείται ένα σημαντικό έργο, μετατοπίζονται λίγο και τα άλλα. Δηλαδή, πώς να σου πω, η σημασία του Παλαμά μετατοπίστηκε όταν ήρθε ο Καβάφης. Και των δύο η σημασία μετατοπίστηκε ύστερα, όταν ήρθε ο Καρυωτάκης. Και των τριών η σημασία μετατοπίστηκε όταν εμφανίστηκε ο Σεφέρης και η γενιά του 1930.
Όλα αυτά, λοιπόν, θα συνεχίζονται επ’ αόριστον. Μπορεί να βγει κάτι στο μέλλον που να ανακηρύξει σε πολύ σημαντικά όσα κάνουμε εμείς τώρα, μπορεί όμως να τα καταστήσει και πάρα πολύ ασήμαντα. Ας πούμε, άλλη εικόνα έχουμε για έναν καλλιτέχνη όσο ζει και άλλη όταν πεθαίνει: αλλιώς αντιλαμβανόταν ο κόσμος τον Χατζιδάκι όσο ζούσε και αλλιώς σήμερα. Το ότι έγιναν λαϊκό φαινόμενο οι αναρτήσεις των κειμένων του στο διαδίκτυο, τα οποία όσο ζούσε τα ήξεραν μόνο 1.000 φανατικοί, λέει πολλά.
Ό,τι κριτική κι αν έχω διαβάσει για 'σένα (και τυχαίνει να έχω διαβάσει πολλές), είναι από θετική μέχρι ενθουσιώδης. Σε έχει κουράσει καθόλου αυτό;
Όχι, έχω τεράστια όρεξη να συνεχιστεί! (γέλια)
Δεν υπονοώ πως δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα αυτές οι θετικές κριτικές. Απλώς ρωτώ αν έρχονται στιγμές που αποζητάς μια πιο διεισδυτική και ενδεχομένως πιο αυστηρή ματιά πάνω στο έργο σου...
Κοίταξε να δεις… Και πολλές αρνητικές κριτικές έχω βιώσει μέσα στα χρόνια (αρκετές μάλιστα έτυχε να με επηρεάσουν πολύ θετικά), αλλά και πάρα πολύ ωραία κείμενα έχει τύχει να γραφτούν –βαθιά θέλω να πω, κείμενα συζήτησης μαζί μου ή με τους δίσκους μου. Άνθρωποι που έχουν έναν φωτισμένο και αυτόνομο κριτικό λόγο, αν μη τι άλλο έχουν ασχοληθεί με ό,τι κάνω, έχουν κάτι γράψει, αρνητικό ή θετικό. Και αυτό είναι για 'μένα πολύ σημαντικό. Γιατί πιστεύω πραγματικά ότι η τέχνη δεν υπάρχει χωρίς την κριτική της. Και είναι ένα μεγάλο πρόβλημα των Ελλήνων δημιουργών, το να μην το δέχονται αυτό ως αξίωμα. Ή ίσως ακόμα και των Ελλήνων κριτικών, όσων αντιμετωπίζουν ενοχικά τη δουλειά τους. Μην ξεχνάς ότι πολλοί σπουδαίοι κριτικοί ήταν και μεγάλοι καλλιτέχνες. Όπως ο Τ.S. Eliot ή ο Παλαμάς εδώ σ’ εμάς. Έφτιαχναν ένα αυτόνομο κείμενο-έργο τέχνης, το οποίο συζητούσε και εμπνεόταν από ένα άλλο έργο τέχνης. Είναι κάτι απόλυτα υγιές, σημαντικό και χρήσιμο.
Εδώ και ένα-δυο χρόνια είσαι δραστήριος σε μουσικές για το θέατρο, κυρίως το παιδικό. Αυτό σημαίνει ότι καταφέρνεις πια να ενεργείς και κατά παραγγελία;
Ναι, με εξέπληξε τελικά αυτό! Δέχτηκα την πρόταση της Συντεχνίας του Γέλιου να γράψω για μια θεατρική παράσταση πριν 2 χρόνια (ακριβώς επειδή με είχε ενθουσιάσει η προηγούμενή τους παράσταση) και με το που δέχτηκα αναρωτιόμουν πως θα μπορέσω να ανταπεξέλθω στην προθεσμία. Τελικά δεν είχα κανένα πρόβλημα... Ξέρεις τι γίνεται; Όταν ένας άλλος έχει περάσει την υπαρξιακή αγωνία του να συλλάβει ένα έργο και να βρει μια ομάδα, εσύ εμπνέεσαι από την αγωνία του. Οπότε, πραγματικά, τώρα πιστεύω πως και 10 θεατρικά ή ταινίες τον χρόνο να μου ζητούσαν, θα τα έκανα. Αρκεί να με ενέπνεαν οι άνθρωποι που εμπλέκονταν σε αυτά.
Αν δεν έδινες συναυλίες και δεν έβγαζες δίσκους, θα συνέχιζες να γράφεις τραγούδια;
Όχι, νομίζω πως όχι. Νομίζω ότι θα έβρισκα ένα είδος τέχνης που θα μου δίνει δυνατότητα επικοινωνίας με ένα ακροατήριο, με ένα αναγνωστικό κοινό, με θεατές. Γενικά δεν πιστεύω ότι η τέχνη είναι εσωτερικής καταναλώσεως. Ότι είναι προορισμένη δηλαδή για να εκφράζει εκείνον που την φτιάχνει. Είναι μια μορφή της και αυτή, αλλά δεν πιστεύω ότι μπορεί κανείς να σταματήσει εκεί όταν δημιουργεί κάτι. Γι’ αυτό και βλέπεις πόσο εύκολα ένα παιδί που είναι 20 χρονών και γράφει μερικά τραγούδια και είναι ευχαριστημένο με τους 10 φίλους του, όταν τα βγάλει παραέξω, αλλάζει. Γίνεται αμυντικός, γίνεται αλαζόνας πολλές φορές… Γιατί, στην πραγματικότητα, το ευχόταν να βρεθεί ένα τέτοιο ακροατήριο. Από εκεί και πέρα, καθένας το αντιμετωπίζει με βάση τον ψυχισμό του.
Εσύ νιώθεις ακόμα χάλια πριν βγεις στη σκηνή;
Ναι. Ιδίως όταν είναι μια σημαντική συναυλία, νιώθω εντελώς χάλια. Και γενικά, τη μέρα που είναι να δώσω συναυλία, από το πρωί έχω κόμπους στο στομάχι, έχω φοβίες…. Άλλοι το ξεπερνούν με τα χρόνια, άλλοι δεν το 'χανε ποτέ. Εγώ δεν… Δεν μπορώ να ξεπεράσω αυτό το αφύσικο, που από ένα δωμάτιο ξαφνικά βρίσκεσαι μπροστά σε κόσμο και εκθέτεις κάτι που έφτιαξες μέσα στο δωμάτιο.
«Πριν βγω στη σκηνή νιώθω χάλια/ αδειάζω μπουκάλια», λέει ο στίχος στον οποίο αναφερόμουν. Έχεις γράψει ποτέ κάποιο καλό τραγούδι υπό την επήρεια ουσίας;
Όχι. Έχω δοκιμάσει, όμως –και μόλις τα είδα την επόμενη μέρα, ήταν πάρα πολύ κακά. Νομίζανε ότι «κάτι είναι», αλλά δεν είχαν αληθινή ψυχική οδύνη. Ακόμα και εκείνοι που δημιούργησαν υπό την επήρεια ναρκωτικών, φαίνεται πως οι ψυχισμοί τους ήταν τέτοιοι ώστε μέσω της ουσίας λυτρώθηκε ένα σημείο τους, το οποίο δεν μπορούσε να λυτρωθεί αλλιώς. Εγώ δεν έχω τέτοιο πρόβλημα. Όταν βυθίζομαι, αντιμετωπίζω όλα αυτά που είναι να αντιμετωπίσω.
Ποια είναι η πιο όμορφη εικόνα που έχεις δει στη ζωή σου;
Θα ακουστεί μελό και μπανάλ, γιατί δεν γίνεται κι αλλιώς, αλλά έχει να κάνει με την κόρη μου. Όταν πας όμως να τα μεταδώσεις αυτά τα πράγματα, γίνονται σάλτσες. Οπότε δεν θα προσπαθήσω να την απομονώσω τη συγκεκριμένη εικόνα…
Επίτρεψέ μου και μια απορία: Δεν σε έχω δει ποτέ αχτένιστο. Πόσο συχνά πας στο κομμωτήριο;
Κάθε 2 μήνες περίπου. Ξέρεις τι γίνεται; Όταν ξυπνάω το πρωί τα μαλλιά μου είναι ένα Βιετνάμ, ένα φριχτό τοπίο. Είμαι αναγκασμένος να τα χτενίζω... Μ’ αρέσουν όμως αυτές οι ερωτήσεις! Μόνο τέτοιες έπρεπε να έχουμε. Μάλιστα η ερώτησή σου μου θυμίζει ένα πολύ ωραίο κομμάτι των Metronomy που άκουσα τελευταία. Έχει τίτλο “The Most Immaculate Haircut”!
{youtube}gYwXlwGMJ6s{/youtube}