Αν κρίνω απ’ τον κοινό τόπο καταγωγής, φαντάζομαι ότι με τον Μιχάλη Τσαντίλα γνωρίζεστε αρκετά χρόνια. Έχετε ξανασυνεργαστεί μουσικά ή αυτή είναι η πρώτη φορά;
Με τον Μιχάλη μεγαλώσαμε μαζί στην ίδια γειτονιά της Σπάρτης. Έχουμε μοιραστεί πολλές εμπειρίες, αλλά οι δύο σημαντικότερες είναι οι κοινές μουσικές αναζητήσεις και τα μεσημέρια που περνάγαμε παίζοντας βιντεοπαιχνίδια. Στον Μιχάλη χρωστάω επίσης την αγάπη μου για τους Beatles. Παρ' όλο που θα τους είχα γνωρίσει αναπόφευκτα, δεν μου τους σύστησε απλά –μου μετάδωσε και το πάθος του για αυτούς.
Μουσικά έχουμε συνεργαστεί ως έφηβοι όταν με την πρώτη μας μπάντα στήναμε συναυλίες στα πάρκα της Σπάρτης. Επίσης, συνέβαλα κατά το ελάχιστο στον πρώτο του δίσκο, ενορχηστρώνοντας ένα μικρό πέρασμα για κουαρτέτο εγχόρδων. Κατά τα άλλα, πάντα ανταλλάσσουμε απόψεις για τις μουσικές μας και παραμένει η κυριότερη πηγή ενημέρωσής μου για τα δρώμενα της ευρύτερης ποπ σκηνής.
Απ’ όσο ξέρω, δουλεύατε αρκετό καιρό πάνω στο ΕΡ. Τι σας απασχόλησε περισσότερο;
Ξεκινήσαμε στα μέσα του περασμένου καλοκαιριού και το ΕΡ κυκλοφόρησε την 1η Απριλίου. Το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε ήταν το επικείμενο άδειασμα του ψυγείου! Εννοώ πως διακόψαμε αρκετές φορές την παραγωγή γιατί έπρεπε να καταπιαστούμε με πιο κερδοφόρες δουλειές, το οποίο τελικά μας βγήκε σε καλό. Είχαμε χρόνο να σκεφτούμε τόσο το κάθε τραγούδι ξεχωριστά, όσο και τον ρόλο του μέσα στο What You See Is Just A Lie.
Θα σου δώσω ένα ενδεικτικό παράδειγμα της όλης διαδικασίας. Το πρώτο κομμάτι με το οποίο καταπιαστήκαμε (“Alone Again”) μας έβαλε σε ένα συγκεκριμένο ηχητικό μονοπάτι. Παρ' όλα αυτά, παρέμεινε ατελές μέχρις ότου δουλεύτηκαν τα υπόλοιπα. Έχοντας μια πληρέστερη εικόνα του τι θέλουμε να εκφράσουμε, η ολοκλήρωσή του προέκυψε φυσικά. Αυτή η συνεχής ενημέρωση και ανταλλαγή ιδεών από το ένα κομμάτι στο άλλο ήταν βασική στη διαμόρφωση της ροής και της (ελπίζουμε) συνοχής του ΕΡ. Δεν το αντιμετωπίσαμε δηλαδή σαν 4 τραγούδια, αλλά σαν ένα ενιαίο σύνολο.
Ακούμε αρκετά ηλεκτρονικά στο What You See Is Just A Lie. Να υποθέσω ότι το κομμάτι αυτό ήταν ο δικός σου «δάκτυλος» στην όλη διαδικασία;
Τα δακτυλικά αποτυπώματα είναι δικά μου, ο ηθικός αυτουργός όμως είναι ο Μιχάλης. Ήταν απόφαση του ίδιου να επαναπροσδιορίσει τον ήχο του και με προσέγγισε με αυτό ακριβώς το σκεπτικό. Αν και φέρω σε μεγάλο ποσοστό την ευθύνη για τον ηλεκτρονικό ήχο –καθώς και για τον γενικότερο τρόπο συναρμολόγησης του EP– κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι έκανα αυθαίρετα ό,τι μου κατέβαινε. Το What You See Is Just A Lie είναι φτιαγμένο από τρία άτομα και η απουσία οποιουδήποτε θα άλλαζε ριζικά το τελικό αποτέλεσμα. Με τον Χρήστο Σπυράκη, που έχει παίξει και επιμεληθεί τις κιθάρες, αναλώσαμε πολλές ώρες στο σχεδιασμό ήχων που δύσκολα προδίδουν τις έγχορδες καταβολές τους.
Με αφορμή αυτό να πω ότι η φιλοσοφία και των τριών συντελεστών είναι πως δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε ηλεκτρονικά και «φυσικά» όργανα. Αντιμετωπίσαμε το σόλο μιας κιθάρας και το άνοιγμα ενός φίλτρου ισάξια, αρκεί να υπηρετούσαν τη μουσική.
Ένα μεγάλο μέρος της δικής σου δουλειάς, σχετίζεται με τα video games. Τι σε έκανε να ασχοληθείς με τέτοιου είδους σάουντρακ;
Αγαπάω τα video games, τη μουσική και τα διαγράμματα Venn!
Μεγάλωσα παίζοντας. Μέσα από τα video games έμαθα πράγματα, επισκέφθηκα φανταστικούς τόπους, γνώρισα περίεργους χαρακτήρες, γέλασα, κοινωνικοποιήθηκα, συναγωνίστηκα, ανταγωνίστηκα, βίωσα στιγμές έντονης συναισθηματικής φόρτισης και πήρα τα πρώτα μου καλλιτεχνικά ερεθίσματα. Πρόκειται για μια πολύ ιδιαίτερη μορφή τέχνης, η οποία προϋποθέτει την ενεργή συμμετοχή του χρήστη –και γι' αυτό δημιουργεί πολύ ισχυρούς δεσμούς μεταξύ έργου και παραλήπτη. Η σύνθεση μουσικής για video games ήταν λοιπόν το καλύτερο πιθανό σενάριο, για μένα. Το επιδίωξα και είμαι πολύ χαρούμενος που έχω καταφέρει να ζω από αυτό.
Εκτός των video games γράφεις, αν δεν κάνω λάθος, και για ταινίες μικρού μήκους. Και στις δυο περιπτώσεις καλείσαι να «ηχοποιήσεις» μία δεδομένη αφήγηση· υπάρχουν όμως διαφορές ως προς την αντιμετώπιση που απαιτούν;
Οι διαφορές έχουν κυρίως να κάνουν με τη λειτουργία του χρόνου. Μικροσκοπικά, σε μια ταινία κάθε σκηνή διαρκεί συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και κάθε πλάνο έχει το τέμπο του. Και οι δύο αυτοί παράγοντες επηρεάζουν τη μουσική, τόσο πρακτικά όσο και αισθητικά. Από την άλλη, ένας παίχτης μπορεί να αφιερώσει όσο χρόνο θέλει στην κάθε φάση του παιχνιδιού και να κινηθεί με τους δικούς του ρυθμούς, άρα η μουσική έχει περισσότερο τον ρόλο ανάδειξης ή/και διαμόρφωσης της γενικότερης ατμόσφαιρας.
Μακροσκοπικά, στην ταινία η μουσική συνοδεύει τη ροή των γεγονότων όπως αυτή έχει ταξινομηθεί στο μοντάζ. Ιδανικά, η εξέλιξη των χαρακτήρων αντικατοπτρίζεται στην εξέλιξη της μουσικής από σκηνή σε σκηνή. Σε ένα παιχνίδι, όμως, η ροή δεν είναι προκαθορισμένη. Ο παίχτης μπορεί να «ενεργοποιήσει» συμβάντα με τυχαία (μη γραμμική) σειρά, πράγμα που ο συνθέτης πρέπει να λάβει υπ' όψιν, ειδικά όταν προσχεδιάζει τα βασικά μουσικά θέματα ενός παιχνιδιού.
Έστω και με μια επιφανειακή ακρόαση, καταλαβαίνει κανείς ότι η μουσική σου παίζει σε ένα ευρύ πεδίο αναφορών. Θεωρείς αυτή την ευρύτητα ως ένα από τα οφέλη που αποκόμισες από τη διαδικασία των σάουντρακ;
Νομίζω πως η ανάγκη μου για ανακάλυψη νέων μουσικών με οδήγησε στο να δουλεύω σε έναν χώρο όπου μπορεί να σου ζητηθεί να γράψεις το οτιδήποτε. Χαίρομαι έτσι όταν προκύπτει μια δουλειά που με βάζει σε διαδικασία έρευνας, από την άλλη όμως δεν περιμένω και την αφορμή. Μου αρέσει να μαθαίνω καινούρια πράγματα, τόσο σε μουσικό, όσο και σε τεχνολογικό επίπεδο. Μία από τις αγαπημένες μου ασχολίες είναι οι γιουτουμπιάδες και βικιπαιδιάδες: ξεκινάς από κάπου και δεν ξέρεις πού θα καταλήξεις και τι καινούριο θα δεις στον δρόμο σου. Υπάρχει πάρα πολλή μουσική στον πλανήτη για να επαναπαυτεί κανείς στις τρεις συγχορδίες του Δυτικού κόσμου.
Εσένα, ως ακροατή και ως δημιουργό, τι μουσική σε ιντριγκάρει αυτή την περίοδο;
Τα γούστα μου ως ακροατής και δημιουργός ταυτίζονται: ακούω οτιδήποτε φτάσει στα αυτιά μου. Σίγουρα πολλή μουσική από video games. Υπάρχουν επίσης κάποιοι συνάδελφοι τους οποίους παρακολουθώ ανελλιπώς (Austin Wintory, Tomáš Dvořák, κ.ά.). Ο χώρος των παιχνιδιών ακόμα πλάθει τη γλώσσα και ορίζει τους κανόνες του, κάτι που τον κάνει ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Το ανακάτεμα ειδών, ήχων και ιδιοσυγκρασιών είναι μοναδικό.
Με ιντριγκάρει ιδιαίτερα κάτι που δεν έχει να κάνει με είδη, αλλά με την εξέλιξη της τεχνολογίας. Δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε στην ιστορία της δισκογραφίας να έχει χρησιμοποιηθεί σε τέτοιον βαθμό η επί τούτου φθορά του ηχητικού υλικού (saturation, glitch, bitcrush). Προφανώς σχετίζεται με τη χειρουργική ακρίβεια με την οποία μπορούμε να επέμβουμε πλέον στον ήχο. Δηλώνω φαν, όπως εύκολα θα διαπιστώσει κανείς αν ακούσει το EP του Μιχάλη.
Πάνω από όλα, πάντως, με ενδιαφέρει η μουσική την οποία ακούω να είναι αποτέλεσμα μιας κατασταλαγμένης διαδικασίας. Υπό αυτό το πρίσμα, όλες οι μουσικές είναι δυνητικά ενδιαφέρουσες.
Λες ότι οι ιδιότητες του ακροατή και του δημιουργού ταυτίζονται. Υπάρχει όμως η δυνατότητα κάποιου διαχωρισμού; Να είσαι δηλαδή «ακροατής» χωρίς να περάσεις αυτό που ακούς από το αναλυτικό αυτί του «συνθέτη»;
Δεν νομίζω ότι ξεχωρίζονται· ευτυχώς δηλαδή! Η ανάλυση και κατανόηση ενός έργου δεν αφαιρεί κάτι από την απόλαυση, ίσα-ίσα την μεγεθύνει. Υπάρχει γενικώς μια προκατάληψη απέναντι στην «ακαδημαϊκή» προσέγγιση της μουσικής, αλλά ας το δούμε λίγο διαφορετικά: ένας μουσικόφιλος που έχει επενδύσει χιλιάδες ώρες ακούγοντας μουσική, μα παρ' όλα αυτά δεν ξέρει θεωρία, δεν ακούει αναλυτικά; Λαμβάνει υπ' όψιν του την εξέλιξη του ήχου, την πορεία του συγκροτήματος, τα κοινωνικά πλαίσια, τις σχέσεις μεταξύ των μελών, ποιος είναι ο παραγωγός, σε ποιο στούντιο ηχογράφησαν, κλπ. Όλα αυτά επηρεάζουν το τι ακούμε.
Δεν νομίζω έτσι να υπάρχει κάποιος που να υποστηρίξει ότι τέτοιες γνώσεις υποβαθμίζουν την εμπειρία· γιατί να μην επεκτείνουμε λοιπόν τη γνώση και στο επίπεδο της ίδιας της μουσικής; Δεν υπάρχει «αγνή» ακρόαση, ο καθένας μας ακούει υποκειμενικά. Ίσως κάποιους να μπερδεύει το γεγονός ότι όσο πιο πολύ καταλαβαίνεις μια τέχνη, τόσο πιο απαιτητικός είσαι απέναντί της.
Διάβαζα μια περσινή σου συνέντευξη στο vgmonline.net, την οποία τελείωνες με την ατάκα: «Music is a product of the mind, not the heart». Υποθέτω ότι υπάρχουν αρκετοί που θα την αντέστρεφαν ευχαρίστως...
Είναι το credo μου. Δεν είναι τυχαία η επιλογή της λέξη «mind» αντί του «brain». Η δημιουργία οποιασδήποτε τέχνης είναι μια πνευματική διαδικασία που απαιτεί τόσο συναισθηματική, όσο και τεχνική κατάρτιση. Δεν μπορούμε να τα διαχωρίσουμε. Η καρδιά στην ατάκα συμβολίζει το συναίσθημα στην ακατέργαστή του μορφή. Αν όμως το συναίσθημα είναι η ιδέα που θέλουμε να μεταδώσουμε, η τεχνική είναι το λεξιλόγιο το οποίο έχουμε στη διάθεσή μας. Όσο πιο βαθύ είναι επομένως αυτό που θέλουμε να πούμε, τόσο πιο πολλές και εκφραστικές λέξεις χρειάζεται να γνωρίζουμε· οι οποίες με τη σειρά τους οδηγούν σε βαθύτερες σκέψεις. Ένας δημιουργός με περιορισμένο λεξιλόγιο, όχι απλώς δυσκολεύεται να εκφράσει την ιδέα του –αδυνατεί και να τη διαμορφώσει.
Στην ατάκα μου, το μυαλό, ή πιο σωστά το πνεύμα, δεν περιορίζεται στις μουσικές γνώσεις. Αναφέρομαι στη γενικότερη καλλιέργεια που οφείλει να επιδιώκει όποιος θέλει να ασχοληθεί με οποιαδήποτε τέχνη. Και για όσους τώρα κάθεται στραβά το δικό μου απόφθεγμα, παραφράζω μια ρήση του Werner Herzog: «Read, read, read, read, read, read, read, read, read, read, read… read. Read. If you don’t read, you will never be a creator».
Απ’ ό,τι βλέπω τις περισσότερες δουλειές σου τις αναρτάς στο bandcamp και δεν τις κυκλοφορείς σε CD ή βινύλιο. Φθάνει, πιστεύεις, το τέλος της υλικής πλευράς της μουσικής ακρόασης;
Νομίζω πως ναι. Ίσως όχι στη δική μας γενιά, αλλά σε μια-δυο μεταγενέστερες σίγουρα. Δε μπορώ να φανταστώ ένα παιδί που γεννιέται τώρα να αναπτύσσει την ανάγκη να ακούει τη μουσική του από φυσικά μέσα –εκτός ίσως για ιστορικούς λόγους. Πάντως δεν είμαι στρατευμένος στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ο μόνος λόγος που προτιμώ την ψηφιακή αναπαραγωγή, τόσο για ακρόαση όσο και για τη διανομή του υλικού μου, είναι πρακτικός. Το μέσο είναι πρόσκαιρο, η ουσία βρίσκεται στο ποια νότα ακολουθεί την πρώτη, ποια τη δεύτερη και πάει λέγοντας…
Αλλά, μιας και μίλησες για το bandcamp, το γεγονός ότι μπορώ να κυκλοφορώ τη μουσική μου κρατώντας τη μερίδα του λέοντος και την πλήρη ιδιοκτησία των δικαιωμάτων, μόνο ως θετικό μπορώ να το δω. Δεν τρέφω αυταπάτες, δεν πρόκειται ασφαλώς για φιλανθρωπικά ιδρύματα. Όμως η ύπαρξή τους είναι σημαντική, ειδικά για ανεξάρτητους καλλιτέχνες.
Για το άμεσο μέλλον, έχεις κάποια σχέδια ή πρότζεκτ που ήδη τρέχουνε;
Έχω ήδη από τον χειμώνα ολοκληρώσει το ορχηστρικό soundtrack για ένα πολύ ιδιαίτερο παιχνίδι, που θα λέγεται The Council of Crows. Ελπίζω πως θα κυκλοφορήσει μέσα στη χρονιά. Πρόκειται για τη συνέχεια του The Sea Will Claim Everything, το οποίο θα πρότεινα σε όλους να ψάξουν και να παίξουν, ειδικά αν δεν είναι «παιχνιδάδες». Στο μεταξύ γράφω μουσική για διάφορα άλλα παιχνίδια, σε διάφορα στάδια, για τα οποία δυστυχώς δεν μπορώ να δώσω περισσότερες λεπτομέρειες. Όχι γιατί είναι μυστικά, απλώς οι ρυθμοί παραγωγής είναι ιδιαίτερα απρόβλεπτοι.
{youtube}KAeaIiw1OPE{/youtube}