Όχι σπανίως, ο Μπάμπης Παπαδόπουλος παρουσιάζεται ως άνθρωπος που φέρει την ιδιότητά του –και δη την πρώην ιδιότητά του– περίπου ως συνώνυμο: «ο κιθαρίστας από τις Τρύπες». Πράγμα που είναι βέβαια αληθές, αν όμως το τοποθετήσουμε ως αντικατάσταση του ονόματος (ή περίπου έτσι), σφηνώνουμε με το στανιό το παρελθόν μέσα στο παρόν, σαν να μην είχε αυτό τα δικά του για να οριστεί. Φθάνει στα όρια της ψύχωσης να αναφερόμαστε σε έναν άνθρωπο που διάγει ένα τόσο δραστήριο παρόν με το οποιοδήποτε «πρώην».
Έτσι λοιπόν ζητήσαμε μια συζήτηση μαζί του, επικεντρωμένοι σε παροντικές κυρίως αφορμές (βλέπε τους δύο υπέροχους φετινούς δίσκους του ή την επικείμενη εμφάνιση του κουιντέτου του στην Αθήνα, στο θέατρο Πόρτα, την Τρίτη 20 Ιανουαρίου). Συναντηθήκαμε προπαραμονή Πρωτοχρονιάς στην παγωμένη Θεσσαλονίκη, σ’ ένα ιδιαίτερο σημείο της, ακριβώς πάνω από τη Ρωμαϊκή Αγορά…
Το Μέσα Στον Πόνο Ειν’ Η Χαρά, Μες Στην Χαρά Είναι Ο Πόνος είναι γενικώς στις λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς (στη δική μας μάλιστα βρέθηκε στην κορυφή). Πώς αντιμετωπίζεις τις όποιες κρίσεις γίνονται για τη μουσική σου;
Κοίταξε, είναι μια θετική γνώμη. Και όταν βλέπω ότι αυτό που κάνω έχει μια αποδοχή, σαφώς και με επηρεάζει: μου δίνει μια ικανοποίηση, μια ένδειξη αν θες ότι η δουλειά μου φθάνει σε ένα αποτέλεσμα. Και απ’ την άλλη μια τέτοια θετική γνώμη επηρεάζει κάπως και εμπορικά, το οποίο κι αυτό βοηθάει για να μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα που θέλουμε.
Εμπορικά, βέβαια, τη δισκογραφία δεν τη λες ακριβώς ζωντανή…
Ναι καλά, όταν λέμε για εμπορικό, εννοούμε πλέον άλλα πράγματα. Εγώ εννοώ το να μπορούμε να βγάζουμε τα έξοδά μας, να σου δίνει ένας δίσκος τη δυνατότητα να μπορείς να κάνεις τον επόμενο. Συν βέβαια το να κοινοποιείς πιο ευρέως τη δουλειά σου.
Πόσο καιρό σου πήρε ο νέος δίσκος;
Ένα-δυο κομμάτια ήταν παλιές ιδέες, αλλά στην ουσία το όλο πράγμα δουλεύτηκε τον τελευταίο 1,5 χρόνο.
Ταυτόχρονα δηλαδή με το Μικρό Ψάρι;
Κάποια πράγματα δουλευόντουσαν ταυτόχρονα, στην ουσία όμως έβαλα μπρος αφού τελείωσε το σάουντρακ. Το σκεφτόμουν πάντως καιρό, ήθελα να γράψουμε οπωσδήποτε κάτι μ’ αυτό το σχήμα, γιατί παίζουμε μαζί τα τελευταία 4 χρόνια και στις συναυλίες νιώθω πολύ ωραία. Αισθάνομαι ότι έχει κάποιο αποτέλεσμα.
Παρεμπιπτόντως, μιλάμε για το ίδιο σχήμα με το οποίο παρουσίαζες και τη Σπηλιά Tου Δράκου, σωστά;
Σωστά, εκτός από μένα είναι και οι Δημήτρης Βλαχομήτρος στο μπουζούκι, Διονύσης Μακρής στο κοντραμπάσο, Μιχάλης Βρέτας στο βιολί και Φώτης Σιώτας στη βιόλα. Συν τοις άλλοις, ήθελα να γράψουμε κάτι καινούργιο μαζί, για να ξεφύγουμε και απ’ αυτό που έφτασε να χαρακτηρίζει τη μπάντα: ότι παίζουμε διασκευές σε ρεμπέτικα. Ενώ στην ουσία δεν κάνουμε αυτό, παίζαμε 5-6 ρεμπέτικα, με το υπόλοιπο πρόγραμμα να είναι ή παλιά δικά μου ή άλλα. Επομένως, σ’ έναν βαθμό, εκείνος ο χαρακτηρισμός μας αδικούσε.
Παρ' όλα αυτά, ο χαρακτηρισμός δεν ήταν αστήρικτος, δεδομένου ότι η Σπηλιά Tου Δράκου και κάποια επιτυχία σημείωσε και ακούστηκε αρκετά…
Σίγουρα. Δεν θα 'θελα όμως να είναι ό,τι μας χαρακτηρίζει– ούτε εμένα, ούτε τη συγκεκριμένη ορχήστρα. Είναι κάτι παραπάνω απ’ αυτό.
Κατά πόσο λειτουργείτε ως μπάντα στο δημιουργικό κομμάτι;
Νομίζω πως έχει γίνει λίγο δύσκολο να μπορούμε να λειτουργούμε σαν μπάντα, με την έννοια που ρωτάς ή με την έννοια με την οποία μεγάλωσα κι εγώ. Υπάρχουν διάφορες δυσκολίες, όπως το ότι ζούμε όλοι μας σε τρεις μεριές (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Καβάλα). Έτσι, αναλαμβάνω εγώ τη σύνθεση και την ενορχήστρωση –τα του στησίματος γενικά– όμως είναι πολύ σημαντικό το ότι πρόκειται για τους συγκεκριμένους μουσικούς, το ότι δουλεύουμε τόσα χρόνια μαζί· τα πράγματα γίνονται πολύ πιο εύκολα… Επίσης σε κάποιες ιδέες, ενορχηστρωτικά ή μάλλον περισσότερο τεχνικά, βοηθούν κι εκείνοι στο πώς θα γίνουν καλύτερες, ενώ το παίξιμό τους δίνει σαφώς κι αυτό ένα χρώμα. Έτσι κι αλλιώς, ορισμένα πράγματα τα σκέφτηκα επειδή ήταν οι συγκεκριμένοι μουσικοί, με το δικό του παίξιμο ο καθένας. Οπότε στην ουσία είμαστε μια ομάδα ανθρώπων που δουλεύουμε κάποια χρόνια μαζί και μέσω αυτής της δουλειάς έχει δημιουργηθεί ένα αισθητικό αποτέλεσμα.
Με το Μικρό Ψάρι η προσέγγιση ήταν διαφορετική; Εκτός των άλλων γιατί είχες να κολλήσεις τη μουσική σου σε μια δεδομένη αφήγηση…
Ναι, απ’ αυτήν την άποψη ήταν διαφορετική. Εκεί υπήρχε δηλαδή ένα στόρι, οι χρόνοι ήταν συγκεκριμένοι, υπήρχαν και συγκεκριμένα μέρη της αφήγησης στα οποία θα έμπαινε η μουσική. Κάτι τέτοιο έχει βέβαια τη γοητεία του, δίνει μια ομορφιά στην όλη διαδικασία. Και μπορεί να μιλάμε για σόλο κιθάρα, όμως εγώ το έζησα και πάλι ως ένα ομαδικό παιχνίδι. Κι αυτή είναι η μαγεία του κινηματογράφου και του θεάτρου, η οποία προσωπικά με ενθουσιάζει: το πώς παίρνουμε πράγματα από διαφορετικές τέχνες για να βγει ένα κοινό αποτέλεσμα.
Μπαίνει, κατά τη γνώμη σου, το ερώτημα του κατά πόσο μπορεί ένας τέτοιος δίσκος να λειτουργήσει αυτοτελώς;
Η μουσική για το Μικρό Ψάρι έγινε, έτσι κι αλλιώς, για να μπορεί να λέει κι εκείνη μια ιστορία από μόνη της. Ακολουθεί βέβαια την ιστορία του πρωταγωνιστή, του Στράτου, είναι από δίπλα συνέχεια. Οπότε νομίζω πως αν έχεις δει πρώτα την ταινία και ύστερα βάλεις να ακούσεις τον δίσκο, θα έρθει στο μυαλό σου η ταινία και η ατμόσφαιρά της. Αν πάλι δεν έχεις δει την ταινία, μπορεί να δεις ένα άλλο έργο!
Έρχεστε σύντομα στην Αθήνα για να παρουσιάσετε ζωντανά το Μέσα Στον Πόνο Ειν’ Η Χαρά, Μες Στην Χαρά Είναι Ο Πόνος. Θα ακολουθήσουν αλήθεια κι άλλες εμφανίσεις;
Ναι, θα το παρουσιάσουμε στην Αθήνα στις 20 Γενάρη, στις Τρίτες Παράλληλες του θεάτρου Πόρτα. Θα κάνουμε κι εδώ στη Θεσσαλονίκη κάποιες εμφανίσεις, τώρα βέβαια δεν ξέρω έτσι όπως γίνονται τα πράγματα με εκλογές και λοιπά –δεν ξέρω πώς θα κυλήσει. Πάντως αυτό στο θέατρο Πόρτα θα γίνει έτσι κι αλλιώς. Θέλουμε πάντως να παίξουμε τον δίσκο λάιβ, θα δούμε…
Ετοιμάζεις παράλληλα και κάτι άλλο;
Σκέφτομαι καινούργια πράγματα, κάτι ετοιμάζω. Τώρα σε κάνα 10ήμερο θα μπούμε μάλλον να γράψουμε κάτι…
Σε τι πλαίσιο;
Κάνουμε ντουέτο με έναν ντράμερ, τον Χρήστο τον Γερμένογλου…
Επιστροφή στον αυτοσχεδιασμό δηλαδή;
Όχι ελεύθερος αυτοσχεδιασμός. Υπάρχουν θέματα που αναπτύσσονται (αυτήν την περίοδο είμαστε σε πρόβες), υπάρχει βεβαίως και το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού. Θα είναι γενικά πιο ηλεκτρικό. Γενικά όμως τον αυτοσχεδιασμό τον χρησιμοποιώ, για παράδειγμα όταν, συχνά-πυκνά, παίζω σόλο.
Πώς είναι αλήθεια να παίζεις σόλο; Θέλω να πω, σε ένα γκρουπ ή ένα ντουέτο, έχεις την επικοινωνία με τον/τους άλλον/ους, στο σόλο έχεις επικοινωνία μόνο με τον εαυτό σου…
Ναι, ας πούμε ότι κάνω έναν εσωτερικό διάλογο! (γέλια) Είναι πάντως ένας άλλος κόσμος το σόλο. Εκεί έχεις την απόλυτη ελευθερία, αλλά κι αυτή έχει τη δυσκολία του τι να την κάνεις…
Το κάνω όμως πολύ καιρό, οπότε έχω βρει έναν δρόμο, τη σχέση που μπορώ να έχω με τον χρόνο, το πώς θα διαθέτω μια επικοινωνία με τον κόσμο. Αυτό άλλωστε παίζει σε μικρούς χώρους, οπότε είναι υπόθεση λίγων ανθρώπων, είναι πιο ζεστό. Το οποίο μου αρέσει πάρα πολύ γιατί νιώθω αυτήν την επικοινωνία συνέχεια. Δηλαδή κάθε δευτερόλεπτο που περνάει αφουγκράζομαι τι γίνεται γύρω, το καταλαβαίνω, το οδηγώ, με οδηγεί, είναι μια συνεχής διαδρομή, ένα πράγμα που σε κρατάει σε διαρκή εγρήγορση. Με κρατάει ζωντανό, το απολαμβάνω.
Τα μείον απ’ την άλλη, είναι τα γνωστά: το ότι δεν έχεις έναν άνθρωπο δίπλα να μοιραστείς αυτό που συμβαίνει, να κάνεις έναν διάλογο, ο οποίος θα σε οδηγήσει ίσως κάπου που δεν σκέφτηκες εσύ να πας. Μια τέτοια όμως αίσθηση απόλυτης ελευθερίας είναι φοβερή, το ότι έχω, δηλαδή, αυτόν τον χρόνο να τον διαχειριστώ και να τον κάνω μουσική μ’ έναν τρόπο που να μπορεί να επικοινωνήσει με τον άλλον και να έχει και κάποιο νόημα. Και δεν είναι ποτέ το ίδιο, είναι στα χέρια μου να το αλλάζω, αλλά με ικανοποιεί πάντοτε…
Για τον αυτοσχεδιασμό υπάρχει η άποψη ότι, ακόμα κι όταν οι μουσικοί παίζουν εκτός κειμένου, πάντοτε υπάρχει ένας δρόμος, ένα νήμα που συνδέει τον κάθε έναν με τα πεπραγμένα του· κάπως σαν να εκτελείται ένα αόρατο κείμενο. Άρα το τυχαίο μπορεί τελικά να μην είναι και τόσο τυχαίο…
Είναι και δεν είναι... Δηλαδή μπορεί να έχεις ένα αρχικό πλάνο, αλλά στη διαδρομή να σου βγει κάτι διαφορετικό, να γίνει κάτι άλλο. Εγώ τουλάχιστον το χρησιμοποιώ αυτό το τυχαίο πάρα πολύ. Δηλαδή από ένα λάθος, από μια στραβοτιμονιά, από μια ξαφνική ιδέα, από έναν ήχο, από ένα κάτι, μπορεί να γίνει μια τεράστια αλλαγή. Αυτό είναι το πιο σημαντικό, ότι πρέπει επί τόπου να κρίνεις αν κάτι που κάνεις είναι καλό ή όχι, διότι υπάρχουν βέβαια και πράγματα τα οποία, ενώ, προχωράνε καταλαβαίνεις ότι δεν είναι ωραία. Με την έννοια ότι δεν σε ικανοποιούν, δεν σε πηγαίνουν κάπου. Να κρίνεις επί τόπου, λοιπόν, να το πετάξεις αν δεν σου κάνει και –ξανά επί τόπου– να βάλεις κάτι άλλο στη θέση του. Είναι το πιο σημαντικό, αυτήν την αίσθηση έχω εγώ τουλάχιστον. Ξεκινώ μόνο μ’ ένα πολύ γενικό πλάνο, το οποίο, εδώ που τα λέμε, δεν τηρείται και πάντα…
Ισχύει ότι ο αυτοσχεδιασμός είναι κάτι σαν τον εκδημοκρατισμό της μουσικής; Με την έννοια ότι ίσως να είναι η μοναδική πρόσβαση στη μουσική πράξη για κάποιον που δεν σκαμπάζει πολλά από νότες;
Δεν ξέρω όμως αν αυτό είναι η έννοια της δημοκρατίας· θα έλεγα ότι είναι περισσότερο η ελευθερία στην έκφραση. Θα μπορούσαμε να πούμε δημοκρατικό το ότι μέσα σε μια ομάδα ανθρώπων ο καθένας θα πει εκείνο που θέλει να πει…
Ότι ο λόγος όλων θα έχει την ίδια βαρύτητα…
Ακριβώς. Ακόμα όμως και να μην την έχει, έστω και αυτό το λίγο που μπορεί να κάνει θα είναι ουσιαστικό, θα έχει νόημα. Σαν άνθρωποι όλοι έχουμε κάτι να πούμε, είναι κάτι πέρα από τις τεχνικές ικανότητες. Απλώς αν αυτές υπάρχουν, διευρύνεται το λεξιλόγιο και η οποιαδήποτε καλλιέργεια μπορεί να σου δώσει μια παραπάνω διάσταση.
Εσύ ως μουσικός είσαι αυτοδίδακτος, σωστά;
Ναι αυτοδίδακτος. Μεγάλος σχετικά έκανα κάποια θεωρητικά, στην ουσία κάθισα και διάβαζα μόνος μου…
Σκέφτεσαι ποτέ πώς θα ήσουν αν είχες ακολουθήσει από μικρός μουσικές σπουδές;
Θα ήμουν διαφορετικός σίγουρα, αλλά δεν μπορώ να ξέρω πώς. Για να έρθω στην ουσία αυτού που ρωτάς, δεν μετανιώνω για ό,τι έκανα στη ζωή μου, ούτε για ό,τι δεν έκανα. Σαφώς αν έκανα μερικά πράγματα, μπορεί και να… Αλλά μπορεί και να μην…
Γενικώς, τις ελλείψεις μου τις καταλαβαίνω. Προσπαθώ να τις αναπληρώσω με κάποιον τρόπο. Δεν έχω βέβαια και μεγάλα περιθώρια πια για να κάνω τόσο μεγάλες αλλαγές, βολεύομαι και μ’ αυτό που έχω. Ιδίως από τη στιγμή που με βοηθάει να εκφραστώ, να κάνω πράγματα, να είμαι δημιουργικός, να έχω επικοινωνία με άλλους μουσικούς…
Υπάρχει πάντως η άποψη ότι οι «εγκύκλιες» σπουδές κάπως περιχαρακώνουν τη μουσική σκέψη, σε αντίθεση με την αυτομόρφωση, όπου βρίσκεις μόνος σου τα όρια και τις δυνατότητές σου…
Δεν πιστεύω ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο, γιατί και με τους δύο τρόπους έχουν βγει πραγματικά αξιόλογοι άνθρωποι και μουσικοί. Είναι κρίμα να αφορίζουμε. Ειδικά σήμερα, που η μουσική εκπαίδευση έχει ανοίξει πάρα πολύ και πολλοί νέοι μουσικοί έχουν περάσει μέσα απ’ αυτήν –άλλος λίγο, άλλος πολύ. Νομίζω είναι σε κάθε περίπτωση ο άνθρωπος που κάνει τη διαφορά, είτε είναι αυτοδίδακτος, είτε έχει βγει μέσα από έναν κύκλο σπουδών. Η ουσία του ανθρώπου είναι εκείνη που οδηγεί τα πράγματα και τον κάνει να είναι αυτό που είναι…
Δίδασκες για μια δεκαετία περίπου στο ΤΕΙ Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής στην Άρτα. Τώρα που έφυγες, πώς κρίνεις την εμπειρία;
Νομίζω η διαδικασία της διδασκαλίας είναι σημαντική για κάθε μουσικό. Γιατί για να μεταδόσεις κάτι πρέπει να το κατέχεις πολύ καλά, οπότε μπαίνεις κι εσύ σε μια διαδικασία μάθησης, δηλαδή επαναπροσδιορισμού των πραγμάτων: βλέπεις τι ξέρεις, τι δεν ξέρεις, βρίσκεις τρόπο να τα οργανώσεις… Ένα άλλο πολύ ωραίο στοιχείο είναι η επικοινωνία με νέους ανθρώπους, τους οποίους βλέπεις στην πορεία να διαμορφώνονται, να αναπτύσσονται, να μεγαλώνουνε· το οποίο είναι σπουδαίο γιατί στην τελική μιλάμε για τους ανθρώπους που θα δώσουν τη συνέχεια. Είναι ωραίο να το βλέπεις να βλασταίνει όλο αυτό…
Τώρα το τυπικό κομμάτι του συγκεκριμένου πλαισίου, εντάξει, δεν με ενθουσιάζει, αν και το ακολούθησα. Πιστεύω βέβαια ότι πρέπει με κάποιον τρόπο να υπάρχει, αλλά για μένα είχε τα όριά του.
Επιστρέφοντας στον τελευταίο δίσκο σου, η πρώτη μου εντύπωση ήταν μια περίεργη αίσθηση οικειότητας. Δεν ξέρω αν οφείλεται στο ότι ακολουθείς έναν δρόμο, οπότε αν κάποιος τον γνωρίζει μπορεί να κατατοπιστεί εύκολα, ή αν οφείλεται στην ίδια την φύση των μελωδιών…
Νομίζω ότι είναι και τα δύο. Εντάξει, προφανώς αν κάποιος έχει ακούσει τις προηγούμενες δουλειές μου, θα του ακουστεί κι αυτή γνώριμη. Απ’ την άλλη είναι και τα πράγματα αρκετά απλοποιημένα. Οι μελωδικές γραμμές είναι μικρές και λιτές, τα μοτίβα έχουν δουλευτεί με λιτό τρόπο έτσι ώστε να αναδεικνύουν όλα τα στοιχεία της ενορχήστρωσης και, μέσω αυτού, να αποκτάει το όλο πράγμα μια υπόσταση.
Είναι γενικά ένα χαρακτηριστικό σου η απλότητα, έτσι δεν είναι;
Ναι, το επιδιώκω, γιατί κι εγώ το έχω ανάγκη και νομίζω ότι υπηρετεί καλύτερα το μουσικό αποτέλεσμα από το να κεντράρω στην τεχνική και στην πολυπλοκότητα. Υπάρχει βέβαια πολυπλοκότητα, αλλά στο δικό μου τουλάχιστον το αυτί, αυτή η πολυπλοκότητα έχει μια απλότητα! (γέλια)
Πολλοί μουσικοί λένε ότι δεν ακούνε τους δίσκους τους γιατί πάντα στέκονται στα λάθη και στις παραλείψεις τους. Εσύ;
Όχι, εγώ δεν αισθάνομαι έτσι. Εγώ δεν τους ακούω απλώς γιατί τους έχω ακούσει πάρα πολύ μέχρι να ολοκληρωθούν. Θα τύχει να τ’ ακούσω, δεν θα το βάλω σπίτι δηλαδή. Κι όταν τυχαίνει, μου αρέσει να σκέφτομαι πως ήταν αυτό που έπρεπε, τη στιγμή που έπρεπε. Δεν σκέφτομαι κάτι του στυλ «α, εδώ θα μπορούσε να γίνει το τάδε»· τίποτα δεν θα μπορούσε να γίνει, έγινε αυτό που έπρεπε κι εκείνο που μπορούσε να γίνει. Αν δηλαδή θέλεις κάτι άλλο, γιατί να μην το κάνεις σε μια επόμενη δουλειά; Αυτή, άλλωστε, είναι κι η έννοια της καινούργιας δουλειάς: ότι έχω κάτι νέο, κάτι διαφορετικό σε σχέση με την προηγούμενη, ήμουν εκεί και έχω έρθει εδώ. Ή αν έχω τη διάθεση να κάνω κάτι παρόμοιο, κάνω κάτι παρόμοιο. Πάντως θα είναι σίγουρα κάτι άλλο, εφόσον έχει περάσει ένα χρονικό διάστημα· δεν μένουμε και ίδιοι, έτσι κι αλλιώς αλλάζουμε…
Από την πορεία αυτή των 30 χρόνων, υπάρχει κάποιος δίσκος για τον οποίον αισθάνθηκες/αισθάνεσαι κάπως πιο έντονα;
Ε, σαφώς οι πρώτοι δίσκοι με τις Τρύπες. Επειδή, ξέρεις, ήταν οι πρώτες δουλειές, δεν είχα ακόμα τόση ψυχραιμία και ο ενθουσιασμός ήταν κάπως μεγαλύτερος. Έχω να σου πω, όμως, ότι σε κάθε δίσκο έχω την ίδια αγωνία και την ίδια συγκίνηση. Απλώς επειδή είναι πλέον συναισθήματα που αναγνωρίζω και τα ξέρω, είναι διαφορετικά διαχειρίσιμα. Έτσι κι αλλιώς, αυτά είναι ζητούμενο για κάθε μουσικό. Μοιάζει λίγο σαν τα πρεζόνια που θέλουνε να πιούνε κι άλλο επειδή θέλουνε να φθάσουνε εκεί, είναι κάπως ίδια κατάσταση: θες να ξανακάνεις μια δουλειά για να ξαναζήσεις όλη αυτή την αγωνία της δημιουργίας: το πώς θα γίνει κάτι, το να το ακούσω έτσι και μετά αλλιώς, το να διαλέξω ποιο μου αρέσει περισσότερο… Είναι τόσο ζωογόνα η διαδικασία, τουλάχιστον τη βιώνω ως τέτοια. Με κρατάει ζωντανό και ορεξάτο.
Μιας που, έστω και ξώφαλτσα, φτάσαμε στα παλιά: οι Τρύπες θεωρούνται το πιο επιτυχημένο ελληνικό συγκρότημα. Εσύ πώς είχες διαχειριστεί εκείνη την επιτυχία; Υποθέτω μιλάμε για την περίοδο με τα 9 Πληρωμένα Τραγούδια…
Α, το απόλαυσα πάρα πολύ! Πολύ ωραία περνούσαμε, είχαμε πολύ κόσμο, συναυλίες από 'δω κι από 'κει, χάι! Πάντως, κοίτα, τότε παίζαμε ήδη μια δεκαετία οι ίδιοι άνθρωποι, οπότε μας ήρθε σχετικά πιο ομαλά από το αν ερχόταν στον πρώτο ή στον δεύτερο χρόνο. Επίσης ήμασταν συνέχεια όλοι μαζί, οπότε σε μια ομάδα ο ένας κρατάει και λίγο τον άλλον. Εντάξει, σαφώς κολακεύεσαι σε τέτοιες φάσεις –ειδικά αν είσαι και πιο νέος. Θεωρώ όμως ότι δεν γίναμε ποτέ ανεξέλεγκτοι, ότι κατά κάποιον τρόπο το διαχειριστήκαμε σωστά όλο αυτό. Προφανώς μέσα στη νεανική ανοησία ζήσαμε διάφορες στιγμές, αλλά ωραία, νομίζω πως γίνανε όλα όπως έπρεπε. Έτσι τα διατηρώ στη μνήμη μου τα πράγματα, σαν μια ωραία περίοδο.
Η Θεσσαλονίκη τότε είχε μια δυνατή σκηνή. Τώρα;
Και τώρα έχει, γίνονται πράγματα διαρκώς, έχει κάθε μέρα και κάποιο λάιβ. Παλαιότερα δεν υπήρχε κάτι τέτοιο: για να παίξουμε εμείς κάπου, ήθελε ολόκληρη επιχείρηση! Απλώς τώρα είναι πάρα πολλά και ίσως να μην υπάρχει κάποιο ας πούμε σύστημα που να τα αναδεικνύει· και λόγω των συγκυριών των οικονομικών, αλλά και γενικώς. Όμως οι νέοι άνθρωποι πάντα θα έχουν την αγωνία και την ανάγκη να κάνουνε πράγματα. Και κάνουν συνέχεια, ίσως και σε μεγαλύτερη έκταση απ’ ό,τι συνέβαινε παλαιότερα. Κι αν θες εμείς τότε ήμασταν και λίγο θύματα του λαϊφστάιλ που ερχόταν απ’ έξω, δεν είχαμε ανοίξει τα μάτια μας ακόμα τόσο πολύ, όπως οι νεότεροι άνθρωποι οι οποίοι έχουνε πλέον άμεση πρόσβαση, ταξιδεύουνε πιο πολύ, έχουνε πιο άμεση επαφή, βλέπουνε τους ανθρώπους τους ίδιους, είναι αλλιώς. Τέλος πάντων, πιστεύω ότι κάθε γενιά, ανάλογα με τις ανάγκες της, κινεί και τα πράγματα. Οι άνθρωποι κάνουν και τις μουσικές και τα καλά και τα κακά και όλα…
Κάπως όμως σήμερα τα πράγματα κινούνται σε μικρές εστίες, με την μία να μην έχει απαραίτητα τη θέληση ή τη διάθεση για να επικοινωνήσει με τις άλλες…
Ζούμε την εποχή της απομόνωσης, έτσι κι αλλιώς. Ο καθένας πλέον κάθεται στο σπίτι του και με το ίντερνετ έχει χιλιάδες φίλους, μόνος του. Υπάρχει ένας παραλογισμός, γενικώς. Απ’ την άλλη, οι μικρές εστίες λειτουργούν πάντα καλύτερα: είναι πιο ευκίνητες, μπορούν να είναι και πιο δημιουργικές. Και ίσως να μην μπορεί να γίνει κάτι μαζικό γιατί δεν υπάρχει τόσο πολύ και το μαζικό στην ενημέρωση και στην επικοινωνία. Δηλαδή παλιά έβγαζε δίσκο ένα μεγάλο συγκρότημα και όλος ο πλανήτης πήγαινε να τον αγοράσει. Τώρα δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Αυτό έχει τα καλά, έχει και τα κακά του...
Πρόπερσι είχα πάει να σε δω με το κουιντέτο σου στο Six d.o.g.s., και, δεδομένου ότι είσαι μουσικός που έχει κάνει σημαντικά πράγματα, μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που αντιμετώπιζες τη συναυλία. Ίσως πολλοί στη θέση σου θα είχαν ένα, έστω και αμυδρό, τουπέ, που εσύ δεν είχες. Σεμνότητα το είχα πει τότε, ίσως ατυχώς…
Δεν νομίζω ότι είναι σεμνότητα. Δεν ξέρω πάλι... Θεωρώ απλώς ότι είναι πολύ σοβαρό αυτό που γίνεται, το ότι ανεβαίνεις δηλαδή σ’ ένα πάλκο όπου πρέπει να κάνεις με τον καλύτερο τρόπο αυτό που κάνεις, ότι κάποιοι άνθρωποι σου έχουν κάνει την τιμή να 'ρθούνε να σ’ ακούσουνε. Νομίζω ότι πρέπει να έχει μια ομορφιά το όλο πράγμα, μια αλήθεια. Δηλαδή τι, να λέω ψέματα στον εαυτό μου; Για ποιον λόγο; Αισθάνομαι ότι έχω δρόμο μπροστά μου, πως συνεχώς μαθαίνω. Δεν νομίζω ότι έχω φθάσει κάπου, ευτυχώς δηλαδή! Αυτό είναι που με κρατάει, αλλιώς θα είχα καθαρίσει, θα βαριόμουν. Και βαριέμαι να βαριέμαι…
{youtube}lnmgrUbUIM4{/youtube}