Τον πραγματικά αγαπητό Felizol τον έχω τρακάρει με κάθε δυνατό τρόπο, αναφορικά με τον άξονα μουσική: έχω τοποθετήσει CD του σε εκπομπές μου στο ραδιόφωνο, έχω ακούσει τους δίσκους του ως ακροατής, έχω βρεθεί στο ίδιο bill μαζί του ως μουσικός. Πρώτη φορά τον αντιμετώπισα όμως τις προηγούμενες ημέρες ως θεατής του κινηματογραφικού του οράματος, καθώς παρακολούθησα το ντεμπούτο του πίσω από το βιζέρ και την κάμερα, που είχε ως αποτέλεσμα την έξυπνη "Νορβηγία" (επόμενες προβολές, 17/1 & 24/1, στον κινηματογράφο Άστυ, μεταμεσονυκτίως)...
Πέρα από την αγάπη για τον κινηματογράφο, ως αποτέλεσμα ποιων διεργασιών ήρθε αυτό το ντεμπούτο σου πίσω από την κάμερα;
Στα 15 μου γύριζα μικρές πειραματικές super 8 ταινίες –πρωτόλεια ασφαλώς, χωρίς κάποια αξία πέρα από τη συναισθηματική. Κλείνω δηλαδή φέτος στο μυαλό μου 20 χρόνια συμβίωσης με το μέσο. Η λογοτεχνία ή η μουσική, σαν ερεθίσματα, ήρθαν πολύ πιο μετά στη ζωή μου. Το σινεμά ήταν πάντα πρώτο: και σαν ευχαρίστηση και σαν σπουδή και μετά σαν δουλειά.
Σε ποιο σημείο της όλης διεργασίας εντοπίστηκαν οι δυσκολίες της Νορβηγίας, στην προετοιμασία ή στη διάρκεια των γυρισμάτων; Υπήρξαν στιγμές που η ίδια η ταινία, ως προσπάθεια, φάνηκε απλησίαστη στην περάτωσή της;
Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι να πάρει μπρος μια ταινία. Από τη στιγμή που ξεκινάς γυρίσματα και με τη βοήθεια συνεργατών και φίλων το πράγμα μοιάζει πιθανό, πραγματικό. Το ότι περνούν 4-5 χρόνια από τη σκέψη της ταινίας μέχρι και την προβολή της είναι μια διαδικασία εμμονική, γεμάτη με πάνω και κάτω.
Το χιούμορ που διατρέχει τη Νορβηγία έχει στο βάθος μια γλυκόπικρη συντεταγμένη. Είναι κάτι που ενέπνευσες στους ηθοποιούς ή βγήκε μέσα από τη δημιουργία της ταινίας, όπως εξελίσσονταν οι ερμηνείες και γενικότερα το κλίμα και η αισθητική της;
Αυτό είναι κάτι που υπήρχε στο σενάριο, υπήρξε ελάχιστος αυτοσχεδιασμός στο γύρισμα. Από την αρχή είχα την πρόθεση να συνυπάρχουν διαφορετικοί τόνοι και διαθέσεις στη Νορβηγία. Να κονταροχτυπιέται δηλαδή το χιούμορ με την ατμόσφαιρα, να σε πηγαίνει η ταινία συνεχώς σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Να είναι έντονη όσο και χαλαρή, διασκεδαστική όσο και σκοτεινή. Σε αυτήν την κατάσταση –όπου όλα μπορούν να συμβούν– έμπαιναν οι ηθοποιοί. Ποτέ δεν έγινε κουβέντα αν κάνουμε δράμα ή κωμωδία. Δεν υπάρχουν τέτοιοι διαχωρισμοί στο σινεμά που θέλω να κάνω. Όπως δεν τίθεται και το θέμα του καλού ή του κακού γούστου.
Ομολογώ ότι ο Δράκουλας Των Εξαρχείων μου φάνηκε ότι –εννοιολογικά– υπήρξε προπάππος της Νορβηγίας, χωρίς αυτό να σημαίνει οτιδήποτε άλλο, εκτός του ότι κι εκεί ένας παρίας προσπαθεί (ατυχώς) να κοινωνικοποιηθεί...
Ομολογώ ότι δεν είμαι ιδιαίτερα φαν αυτής της ταινίας του Ζερβού· προτιμώ, για παράδειγμα, τον Εξόριστο Στην Κεντρική Λεωφόρο. Και δεν θυμάμαι καν τι συμβαίνει στον Δράκουλα Των Εξαρχείων. Υποπτεύομαι όμως ότι μιλάς για τη σύμβαση του απόκληρου ή του ξένου, που φθάνει πρώτη φορά στην αφιλόξενη πόλη και θέλει –με αποτυχία– να γίνει μέρος της, να ανήκει κι εκείνος επιτέλους κάπου. Κάτι που υπάρχει στα γουέστερν, υπάρχει και σαν αφετηρία στη Νορβηγία.
Τη δεκαετία του 1980, που εμβολίζει με την αισθητική και τη σημειολογία της την ταινία, σε ποιον βαθμό την έχεις ζήσει;
Είμαι γεννημένος το 1979, όποτε μόνο ως παιδί. Η δεκαετία του 1980 στην ταινία υπάρχει σαν καθρέφτης αυτών που εγώ θυμάμαι από εκείνη. Είναι όμως και μια εκδοχή της εποχής εμπλουτισμένη με πράγματα (μουσικές, σινεμά, ποπ κουλτούρα) που ανακάλυψα ή επανεκτίμησα πολύ αργότερα. Προσπάθησα –χωρίς νοσταλγική διάθεση– να δω τι σήματα εκπέμπει στο τώρα και ποιο νήμα μας ενώνει με αυτήν. Προσωπικά, αισθητικά, κοινωνικά.
Η ηχητική πλευρά της Νορβηγίας, κουρδίστηκε δηλαδή αποκλειστικά από τη δεκαετία την οποία περιγράφει;
Βρίσκεται με το ένα πόδι στο τότε και με το άλλο στο τώρα. Πάλι, ενώ προσπάθησα να εναρμονιστώ με την αίσθηση που μου άφηναν π.χ. τα ηλεκτρονικά soundtrack του John Carpenter ή του ιταλικού τρόμου των 1970s & 1980s, ταυτόχρονα ένιωσα την ανάγκη να τα φέρω όλα κοντά στη σημερινή μουσική. Οπότε μιλάμε για ένα πιο υβριδικό μουσικό αποτέλεσμα, ένα μπασταρδάκι. Όπως στα μάτια μου φαντάζει άλλωστε και η ταινία.
Η κριτική που δέχθηκες περί των παραλληλισμών/αλληγορίας του τελευταίου μέρους της ταινίας, σε βρίσκει σύμφωνο;
Κατ' αρχάς, για όσους έχουν δει την ταινία, να ξεκαθαρίσω ότι εγώ πιστεύω πως όσο υπάρχει σκοτάδι στο πρώτο μέρος, έτσι υπάρχει και χιούμορ στο δεύτερο. Το ότι κάποιος τώρα αυτοϋπονομεύεται και δεν παίρνει διαρκώς σοβαρά τον εαυτό του, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν μιλάει σοβαρά ή ότι κάνει μόνο χαβαλέ. Επίσης, το σενάριο γράφτηκε τουλάχιστον 4-5 χρόνια πριν (όπως και στις περισσότερες ταινίες στον κόσμο), όποτε μπορεί τον καιρό που βγαίνει να μοιάζει ότι σχολιάζει στοχευμένα την τρέχουσα κατάσταση· αλλά αυτό είναι τουλάχιστόν ανόητο. Για να γίνω πιο ξεκάθαρος, φυσικά και ζώντας στη Ελλάδα σήμερα με επηρεάζει η κατάσταση γύρω μου. Όμως η ταινία και η συνθήκη της θα μπορούσαν να αφορούν και την Ελλάδα 10 χρόνια πριν ή 10 χρόνια από τώρα.
Η τεράστια απήχηση των μέχρι στιγμής μεταμεσονύχτιων προβολών στο Άστυ (3/1, 10/1 –έρχονται δύο ακόμα, στις 17/1 & 24/1), στα σίγουρα σε γέμισε με χαρά: χαρακτηριστικό ότι το Σάββατο δεν βρίσκονταν εισιτήρια για κάθισμα, πολλή ώρα πριν από την έναρξη. Σε τι οφείλεται αυτή κινητοποίηση του κόσμου και πόσο εξ απήνης σε έπιασε;
Αγαπούσα πάντα τις μεταμεσονύκτιες προβολές και δεν μου άρεσε που η συγκεκριμένη τάση είχε εξαφανιστεί από τον χάρτη της κινηματογραφικής διανομής. Η μέχρι τώρα πορεία της Νορβηγίας στα φεστιβάλ ήταν καλή, αλλά εκεί η ανταπόκριση του κοινού διαφέρει με αυτής του κοινού στα «κανονικά» σινεμά. Οι μεταμεσονύκτιες προβολές είναι μια ευκαιρία να δώσουν, αν όχι φεστιβαλικό αέρα, την αίσθηση ενός γεγονότος: μιας φιέστας, μιας συνάθροισης πιο μυστηριακής. Με συγκινεί πάρα πολύ που όλοι αυτοί, πολύ αργά το βράδυ. θέλουν να έρθουν κοντά σε μια τόσο μικρή και παράξενη ταινία. Μπορεί να την αγαπήσουν ή να τη μισήσουν, αλλά έτσι κι αλλιώς θα έχουν μπει στον κόσμο της και στη φάση της, με αυτόν τον ασυνήθιστο τρόπο.
Μιας και αυτή τη φορά σε γνωρίζουμε ως σκηνοθέτη, δεν μπορώ να μη ρωτήσω τα αγαπημένα σου κινηματογραφικά είδη και τους σκηνοθέτες που έχουν εντυπωθεί με τη δουλειά τους μέσα σου...
Θα μπορούσα να μιλάω για ώρες για το σινεμά το οποίο αγαπώ. Υπάρχουν οι σκηνοθέτες και οι ταινίες που οι περισσότεροι εκτιμούν και μελετούν: προφανώς ραγίζουν τα πατώματα όταν περπατάει ο Kubrick ή το κεφάλι μας εκρήγνυται με κάθε ταινία του Cronenberg, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που χάθηκαν πίσω από τις σελίδες της ιστορίας του σινεμά. Που δεν γνώρισαν ούτε ευρύ, ούτε φανατικό κοινό. Υπέροχες, αόρατες ταινίες παρεξηγημένων σκηνοθετών όπως του Steve De Jarnatt (Cherry 2000, Miracle Mile), του Albert Pyun (Radioactive Dreams, Vicious Lips, Alien From LA), του Konstantin Lopushanskiy (Letters From A Dead Man, Visitor Of A Museum). Αυτά τα φιλμ –και αρκετά παρόμοια– μου έκαναν παρέα σε όλη τη διαδρομή της Νορβηγίας, από την αρχική ιδέα της ταινίας, μέχρι την ολοκλήρωσή της.
{youtube}GPwB2ERVPuc{/youtube}