Προέρχονται από αντιδιαμετρικά σημεία του πλανήτη και από πολύ διαφορετικές παραδόσεις και κουλτούρες. Κι όμως συναντήθηκαν, συνεργάστηκαν και ηχογράφησαν έναν δίσκο (Goats), για τον οποίο όσα γράφονται ανά την υφήλιο είναι από πολύ θετικά έως διθυραμβικά. Ο λαουτιέρης Γιώργος Ξυλούρης (Ψαρογιώργης) και ο ντράμερ Jim White, παρότι μοιάζουν αταίριαστο ζευγάρι, έχουν αναπτύξει μια μεταξύ τους χημεία και ισορροπία αναπάντεχη. «Ήρθαν όλα εντελώς φυσικά», μας λένε, εν μέσω της ευρωπαϊκής τους περιοδείας...
Φωτογραφίες: Jem Cohen (1), Ben Searcy (2), Creeping MacKroki (3) & Μανώλης Μαθιουδάκης (4,5)
Σε ποιο μέρος του κόσμου σας πετυχαίνω;
Jim White: Είμαστε στο Μπράιτον της Αγγλίας.
Και πώς πάει η περιοδεία σας;
JW: Ξεκίνησε πολύ καλά. Δώσαμε 7 συναυλίες στο Ηνωμένο Βασίλειο και προηγουμένως παίξαμε 4 φορές με τον Bonnie “Prince” Billy σε Λονδίνο, Βρυξέλες, Παρίσι και Ουτρέχτη.
Ποιες είναι οι αντιδράσεις των ακροατηρίων;
JW: Είναι φανταστικές! Το μείγμα των ανθρώπων που έρχονται είναι ετερόκλητο, καθώς έχουμε παίξει σε διάφορα μέρη –σε ροκ στέκια, αλλά και σε θεατρικές αίθουσες... Έρχονται λοιπόν διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικά ενδιαφέροντα· υπάρχουν βέβαια ανάμεσά τους αρκετοί Έλληνες, μα και Άγγλοι. Οι αντιδράσεις τους είναι πραγματικά ενθουσιώδεις.
Ας πάμε λίγο πίσω, στον καιρό που γνωριστήκατε. Πότε, πού και πώς ξεκίνησε η φιλία σας;
JW: Συναντηθήκαμε στην Αυστραλία, πριν 25 χρόνια περίπου. Ζούσαμε και οι δύο στη Μελβούρνη τότε. Συναντηθήκαμε κοινωνικά στην αρχή και μετά μουσικά. Γνωριστήκαμε πριν το ξεκίνημα των Dirty Three –της μπάντας με την οποία παίζω αρκετά χρόνια τώρα– και όταν ξεκινήσαμε ο Γιώργος ερχόταν και έπαιζε μαζί μας. Αλλά και με διάφορες μπάντες και σχήματα τύχαινε να παίξουμε σε συναυλίες. Αργότερα ο Γιώργος μετακόμισε πίσω στην Κρήτη, όμως διασταυρώνονταν τα μονοπάτια μας σε διάφορες χρονικές στιγμές. Κρατήσαμε επαφή.
Πώς προέκυψε, λοιπόν, η ιδέα να κάνετε ένα άλμπουμ μαζί; Και γιατί σας πήρε 25 χρόνια για να πάρετε την απόφαση;
Γιώργος Ξυλούρης: (γέλια)
JW: Ήμασταν απασχολημένοι! (γέλια)
ΓΞ: Χτιζόταν όλα αυτά τα χρόνια, θα μπορούσες να πεις. Ανταλλάσαμε δηλαδή μουσικές, συζητούσαμε για μουσική, καθώς και για άλλα πράγματα. Οπότε ήρθε φυσικά. Η ιδέα του να παίξουμε μαζί υπήρχε πάντα στον αέρα. Έτσι Jim;
JW: Ναι. Και ήθελα πάντα να επισκεφτώ την Κρήτη, οπότε άρχισα να πηγαίνω.
ΓΞ: Κι έτσι ήταν καλή ευκαιρία, για τις μέρες που βρισκόταν εκεί για διακοπές, να κλείσουμε κι ένα στούντιο και να ηχογραφήσουμε κάποια πράγματα. Οπότε είχαμε μετά τις ηχογραφήσεις και τις ακούγαμε για μήνες. Μάς άρεσαν...
JW: Μετά ο Γιώργος ήρθε στην Αυστραλία, γράψαμε κι εκεί, όπως και στη Νέα Υόρκη…
Και πώς αποφασίσατε να δουλέψετε με τον Guy Piccioto (σ.σ.: μέλος των Fugazi και Rites Of Spring) ως παραγωγό;
ΓΞ: Κι αυτό ήρθε επίσης φυσικά, έτσι Jim; Δεν το σχεδιάσαμε...
JW: Ναι, ήρθε εντελώς φυσικά. Ήξερα τον Guy, είχαμε συναντηθεί κανα-δυο χρόνια πριν καθώς τα σπίτια μας είναι πολύ κοντά. Είχαμε συναντηθεί ξανά και παλιότερα, χωρίς να γνωριζόμαστε, αλλά ο Jem Cohen –ο κινηματογραφιστής– ήταν κοινός μας φίλος και ήταν αυτός που μάς σύστησε. Έπειτα, όταν ο Γιώργος κι εγώ παίζαμε στη Νέα Υόρκη, ο Guy ήρθε στην πρώτη συναυλία... Εκεί ήταν που τον συνάντησες πρώτη φορά;
ΓΞ: Ναι.
JW: Λίγο μετά θέλαμε λοιπόν να κάνουμε μια ηχογράφηση στα γρήγορα κι εκείνος μάς πρόσφερε το σπίτι του. Μάς άρεσε και κάναμε λίγες ακόμα ηχογραφήσεις. Γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Είναι φανταστικός!
Η συνεισφορά του στον δίσκο ποια ακριβώς είναι; Φαντάζομαι δεν σας έκλεισε σε ένα δωμάτιο και απλά έστεκε εκεί περιμένοντας...
JW: Ο Guy συνεισέφερε μέσα από τη συζήτηση. Ήταν πολύ υποστηρικτικός και πραγματικά ενθουσιασμένος με εμάς, γοητευμένος και με ειλικρινές ενδιαφέρον, οπότε αυτό ήταν σημαντικό «διεγερτικό» για τους δυο μας. Και βέβαια μάς βοήθησε πολύ στο ξεδιάλεγμα –γιατί είχαμε πολλά κομμάτια και έπρεπε να καταλήξουμε στο υλικό που χρειαζόμασταν. Η ικανότητά του στη συγκέντρωση και στην ακρόαση μάς βοήθησε πολύ.
ΓΞ: Ήταν πολύ ωραίο ένας μουσικάνθρωπος σαν τον Guy να είναι εκεί και να μας λέει «μάγκες, μου αρέσει αυτό το κομμάτι». Μάς έκανε σχόλια για διάφορα πράγματα.
JW: Και βαθμολογούσε τα κομμάτια!
ΓΞ: Έβαλε τα συναισθήματά του, μάς στήριξε.
JW: Ήταν πολύ φυσικός και ο ενθουσιασμός του ήταν φανταστικός. Προσπαθούσε απλά να μας βοηθήσει να φτάσουμε εκεί που θέλαμε.
ΓΞ: Είχε έναν πολύ ήσυχο και χαλαρό τρόπο, δεν υπήρχε καμιά πίεση.
JW: Είναι επίσης ιδιαίτερα οξύνους.
Αυτό που κάνετε, πώς το βλέπετε εσείς; Σας απασχολεί το να του δώσετε ένα όνομα, μια ετικέτα; Φαντάζομαι θα έχετε ακούσει πολλές προτάσεις...
JW: Ποια είναι η δική σου; (γέλια)
(γέλια) Έχω ακούσει τόσα πολλά που έχω μπερδευτεί...
JW: Δεν του έχουμε δώσει κάποιο τίτλο. Είναι ένα είδος που λέγεται «γιδίσιο» (σ.σ.: «goatish», από τον τίτλο του άλμπουμ). Το έψαξα στο iTunes, όμως δεν μπόρεσα να βρω άλλα παραδείγματα! (γέλια)
Υπάρχει κάποιο σχέδιο ή κάποια ιδέα σε φιλοσοφικό επίπεδο η οποία σάς οδηγεί σε αυτό που παίζετε;
ΓΞ: Απλά αφήνουμε τα συναισθήματά μας να μάς οδηγήσουν.
JW: Δεν είναι εννοιολογικό αυτό που κάνουμε. Είναι κάτι φυσικό, είναι κομμάτι των παραδόσεών μας. Δεν προσπαθούμε συνειδητά να αλλάξουμε οτιδήποτε.
ΓΞ: Σίγουρα δεν προσπαθούμε να είμαστε ροκ ή πανκ ή οτιδήποτε… Καθένας θα έχει να πει κάτι σχετικά με το Goats, αλλά το να προσπαθήσουμε να είμαστε κάτι συγκεκριμένα δεν μάς ενδιαφέρει. Άλλωστε δεν έχουμε ιδέα τι θέλουμε, απλώς νιώθουμε τα συναισθήματα... Πολλά από όσα κάνουμε έρχονται πάντως από την παράδοση, διότι αυτή τη μουσική ακούμε καθημερινά. Ψάχνουμε κάθε μέρα να βρούμε πράγματα και να τα «διασταυρώσουμε» με άλλα που ακούγαμε την προηγούμενη. Παλιές ας πούμε ηχογραφήσεις από την κρητική παράδοση, την οποία εγώ αγαπώ και προτιμώ να ακούω 25 με 30 ώρες την ημέρα.
JW: Εγώ την προτιμώ 24 ώρες την ημέρα! (γέλια)
ΓΞ: Από εκεί είναι που αντλούμε συναισθήματα και ρυθμό. Σίγουρα ο χορός έχει να κάνει πολύ με ό,τι κάνουμε. Οι Κρητικοί μπορούν να χορέψουν τα βήματα του χορού ελεύθερα και να μπουν σε αυτόν χαλαρά. Άλλοι μπορεί να μη γνωρίζουν τα βήματα, νιώθουν όμως την κίνηση και το συναίσθημα.
----------------------------------------------------------
Από το πώς κυλάει η συζήτηση, διακρίνω τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες των δύο μουσικών. Ο Jim White μιλάει περισσότερο, άλλωστε η συνέντευξη γίνεται στη δική του γλώσσα. Σκέφτεται αρκετά τι θα πει, στη συνέχεια όμως ολοκληρώνει τις απαντήσεις του με γρήγορες ριπές λόγου. Ο Γιώργος Ξυλούρης, από την άλλη, δυσκολεύεται με τα αγγλικά: μιλάει αργά και πολλές φορές χρειάζεται παρακίνηση από τον φίλο και συνεργάτη του για να επεκταθεί περισσότερο. Καθώς μου μιλάνε, πάντως, τους φαντάζομαι και τους δύο χαλαρούς και αραχτούς –ίσως και με ένα ποτό στο χέρι...
----------------------------------------------------------
Στις συναυλίες σας τι παίζετε; Πέρα από το υλικό του δίσκου υπάρχουν άλλα κομμάτια;
JW: Ναι, έχουμε πολύ επιπλέον υλικό, το οποίο συνεχώς αυξάνεται.
Οπότε βλέπετε να ηχογραφείτε και κάτι ακόμα στη συνέχεια;
JW: Δουλεύουμε ήδη το επόμενο άλμπουμ!
Θα σκεφτόσασταν να εμπλέξετε και επιπλέον μουσικούς στο συγκεκριμένο project;
ΓΞ: Δεν το έχουμε σκεφτεί αυτό μέχρι στιγμής, πάντως είμαστε ανοιχτοί.
JW: Νομίζω το βασικό «πακέτο» θα παραμείνουμε οι δυο μας και στη συνέχεια θα σκεφτούμε για κάτι επιπλέον. Αυτή τη στιγμή έχουμε πολύ υλικό να καταγράψουμε ως ντουέτο.
Υπάρχει ένα διεθνές ενδιαφέρον γύρω από το Goats, έχει πάρει πολύ καλές κριτικές... Όταν το φτιάχνατε, είχατε οποιαδήποτε προσδοκία σχετικά με το πώς θα γινόταν δεκτό;
JW: Εμένα μου άρεσε ο δίσκος. Όταν σου αρέσει αυτό που φτιάχνεις, θέλεις απλά να προχωρήσεις και ελπίζεις ότι θα αρέσει και στους άλλους. Η αποδοχή δεν είναι κάτι που μπορείς να ελέγξεις. Από την πρώτη φορά που παίξαμε μαζί μπροστά σε κοινό, ο κόσμος αντέδρασε πολύ καλά, με ενθουσιασμό. Κάναμε λοιπόν τον δίσκο που θέλαμε να κάνουμε, τον κυκλοφορήσαμε, ταξιδεύουμε τριγύρω, δίνουμε συναυλίες. Και ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει.
Σχετικά με τα ταξίδια ανά τον κόσμο, ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά; Νιώθετε νοσταλγία για το σπίτι σας;
ΓΞ: Ειλικρινά, όχι.
JW: Είναι πραγματικά διασκεδαστικό και απολαυστικό να είσαι σε περιοδεία, να δίνεις συναυλίες και να δοκιμάζεις πράγματα. Να βλέπεις νέα μέρη...
ΓΞ: Γνωρίζεις νέες χώρες και υπέροχες πόλεις. Αποτελεί μια πολύ ιδιαίτερη, μοναδική εμπειρία. Σου δίνουν την ευκαιρία όλες αυτές οι διαφορετικές εικόνες να συγκεντρωθείς σε ό,τι κάνεις: να φτιάξεις καλύτερη μουσική και να γίνεις καλύτερος άνθρωπος.
JW: Οι δυο μας ταξιδεύουμε και έχουμε ο ένας στον άλλο έναν φίλο. Ταξιδεύουμε λόγω της μουσικής όλη μας τη ζωή σχεδόν, οπότε το νιώθουμε ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας.
Προερχόμενοι από διαφορετικές χώρες, διαφορετικούς πολιτισμούς, αναρωτιέμαι ποιο είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που ανακάλυψε ο καθένας σας για την κουλτούρα και παράδοση του άλλου...
JW: Δεν ξέρω από πού να αρχίσω με την Κρήτη, υπάρχουν τόσα πολλά... Ρωτάω συχνά τον Γιώργο για την προέλευση διαφόρων πραγμάτων και για το πώς εξελίχθηκαν διαμέσου των αιώνων η μουσική και οι ρυθμοί. Με αυτόν τον τρόπο μαθαίνεις περισσότερα, όχι μόνο για τη μουσική, μα και για τον εαυτό σου. Είναι πολύ διαφορετικός ο τόπος από τον οποίον προέρχομαι: έχουμε κι εμείς τις παραδόσεις μας, αλλά είναι πραγματικά γοητευτικό να βλέπεις τη ρευστότητα...
ΓΞ: Και το πώς συνδέονται βέβαια αυτές οι διαφορετικές κουλτούρες. Το ενδιαφέρον βρίσκεται σ' αυτό ακριβώς: στο πώς δύο διαφορετικές κουλτούρες και μουσικές παραδόσεις έρχονται δίπλα-δίπλα και συνυπάρχουν.
JW: Ο Γιώργος, για παράδειγμα, μου διηγείται ιστορίες για μουσικούς και για τις παραδόσεις της Κρήτης, τις οποίες καταλαβαίνω και αντιλαμβάνομαι με βάση το δικό μου υπόβαθρο. Κι όταν έρχεται η ώρα να παίξω πάνω τους, παίζω αυτό που βγαίνει.
ΓΞ: Οι ταμπέλες δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με τους ανθρώπους και με τα κοινά πράγματα που αυτοί έχουν μεταξύ τους. Έρχεται κάποιος από την άλλη άκρη του κόσμου, με διαφορετική μουσική, διαφορετικούς συναυλιακούς χώρους, διαφορετικό κοινό εντελώς. Αλλά έχει τελικά πολλά κοινά με σένα, μια κοινή βάση.
Διάβασα ότι θα παίξετε support στους Swans τον Φεβρουάριο. Αυτό πώς προέκυψε;
JW: Ο Jim Thirlwell (σ.σ.: Αυστραλός μουσικός, γνωστός με το καλλιτεχνικό όνομα Foetus) ήρθε να δει μια συναυλία μας, του άρεσε πολύ και τον ρώτησα αν πίστευε πως μπορούσαμε να παίξουμε με τους Swans. Εκείνος συμφώνησε ότι θα είχε νόημα κάτι τέτοιο και επικοινώνησε με τον Michael Gira, ο οποίος έδωσε το ΟΚ και μάς κάλεσε να παίξουμε. Πιστεύω ότι είναι ένας καλός και ενδιαφέρων συνδυασμός και νομίζω ότι έχει νόημα με κάποιον τρόπο η σύμπραξή μας. Είναι πολύ αστείο ότι, πριν γίνει αυτό, είχα συναντήσει στο Σαν Φρανσίσκο μια κυρία την οποία ήξερα από ένα κλαμπ όπου είχαμε παίξει με τους Dirty Three, μα δούλευε πλέον στο management των Swans. Μου είπε ότι θα ερχόταν να μας δει την επόμενη μέρα και πράγματι ήρθε. Με τον Γιώργο το σκεφτήκαμε και το συζητήσαμε, αλλά συνέβη τελικά κι αυτό τόσο απλά και φυσικά.
Κλείνοντας, τι άλλα σχέδια υπάρχουν, πέρα από το project Xylouris White;
JW: Υπάρχουν διάφορα πράγματα τα οποία τρέχουν... Ο Γιώργος κι εγώ έχουμε αναλάβει ακόμα ένα project, με τη συμμετοχή και του Guy Piccioto, όπου θα παίζουμε ζωντανά συνοδεύοντας προβολές των ταινιών του Jem Cohen. Αυτό θα πραγματοποιηθεί σύντομα. Έχω επίσης αναμειχθεί με τη μουσική για τη νέα ταινία We Have An Anchor του Jem, όπου συμμετέχουν διάφοροι μουσικοί, μεταξύ τους και ο Guy.
ΓΞ: Εγώ έχω κάποια τραγούδια τα οποία θα ήθελα να ηχογραφήσω με συνεργάτες μου στην Κρήτη: τον Γιάννη Πολυχρονάκη, τον Φάνη Καρούσο, τον αδερφό μου τον Λάμπη, την αδερφή μου τη Νίκη... Θα ήθελα να ξεκινήσουμε δουλειά αργά-αργά και όμορφα. Έχω επίσης να δώσω συναυλίες με τον πατέρα μου...
Υπάρχει κι ένα ντοκιμαντέρ της Αγγελικής Αριστομενοπούλου, με τίτλο A Family Affair, με θέμα την οικογένεια Ξυλούρη...
ΓΞ: Ναι, έρχεται σύντομα, είναι στα τελειώματα. Μόλις πριν μάς καλέσεις, μάλιστα, ασχολούμασταν με αυτό.
-------------------------------------------------------
Κάπου εκεί ο Jim White μου κάνει μια ερώτηση που οδηγεί τη συζήτηση αλλού, σε πιο προσωπικά πράγματα, τα οποία θα μείνουν μεταξύ μας. Στο τέλος τους ευχαριστώ και τους δίνω συγχαρητήρια για τον δίσκο τους. «Αλήθεια, σου αρέσει;» είναι η χρωματισμένη με πραγματικό ενδιαφέρον απόκριση του Ξυλούρη, «ήθελα να σε ρωτήσω από την πρώτη στιγμή που αρχίσαμε τη συνέντευξη». Φυσικά και μού αρέσει είναι η απάντησή μου. Τούς ευχαριστώ και τούς εύχομαι κάθε επιτυχία. Οι τελευταίες λέξεις που ακούω είναι «γεια χαρά», από το στόμα του Γιώργου Ξυλούρη. Διακρίνω σε αυτές μια ανακούφιση που επιτέλους μπορούμε να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες στη μητρική μας γλώσσα...
{youtube}_EUovP2ZkMc{/youtube}