Ο τέταρτος δίσκος του Γιάννη Κασέτα –ενός από τους πιο αξιόλογους παίχτες και συνθέτες της εγχώριας τζαζ– τον βρίσκει να συνεργάζεται με Αμερικανούς μουσικούς στη Νέα Υόρκη, συνεχίζοντας ένα σερί ανατροπών που άρχισε από το Funkabyss του 2009. Στην παρακάτω συνέντευξη μάς διηγείται (μεταξύ άλλων) την ιστορία πίσω από το EastNBlues, μάς εξηγεί γιατί αρέσκεται στις συχνές αλλαγές κατεύθυνσης και μάς παραθέτει τα σημεία διαφωνίας του με τον BranfordMarsalis...
Ο νέος σας δίσκος ηχογραφήθηκε στο Μανχάταν, με τη συμμετοχή Αμερικανών μουσικών. Ποια είναι η ιστορία πίσω από αυτές τις ηχογραφήσεις;
Πριν από 4 χρόνια συνεργάστηκα με τον τραγουδιστή Miles Griffith στο φεστιβάλ Πέτρας. Όταν επέστρεψε λοιπόν στη Νέα Υόρκη, πήρε μαζί του κάποιες συνθέσεις μου, τις οποίες και χρησιμοποίησε στις δικές του εμφανίσεις εκεί. Αυτή η κίνησή του με έκανε να πιστέψω στον εαυτό μου, όσον αφορά στο ενδεχόμενο μιας διεθνούς καριέρας. Κι έτσι αποφάσισα να κάνω το πρώτο βήμα, ηχογραφώντας με μερικούς από τους κορυφαίους μουσικούς της νέας γενιάς της αμερικάνικης μουσικής σκηνής.
Σε σχέση με τις free αναζητήσεις του JungleOfIllusions, το νέο άλμπουμ μοιάζει να πραγματοποιεί μια επιστροφή σε πιο «βατές» φόρμες...
Στην πραγματικότητα, οι φόρμες στο EastNBlues είναι πολύ πιο σύνθετες από ό,τι σε όλη την προηγούμενη δισκογραφική δουλειά. Απλά αυτό γίνεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην ακούγεται παράξενο ή «σκληρό» σαν ηχόχρωμα.
Πάντως, μοιάζετε να αλλάζετε κατεύθυνση σε κάθε δίσκο. Τι σας οδηγεί σε αυτήν την κινητικότητα;
Γενικά, ο μοναδικός λόγος που θα με κινητοποιήσει να μελετήσω μια νέα συνθετική ιδέα είναι να έχει κάτι διαφορετικό σε σχέση με το προηγούμενο υλικό μου.
Πώς ήταν η συνεργασία με τους μουσικούς που έπαιξαν στο East N Blues; Υπήρξαν προβλήματα στο να τους οδηγήσετε προς την κατεύθυνση που θέλατε;
Η συνεργασία ήταν άψογη. Πρέπει βέβαια να ομολογήσω ότι δεν περίμεναν να αντιμετωπίσουν τόσο σύνθετες φόρμες –ειδικά στη σουίτα, μα και στο “Origins”, το οποίο αλλάζει πολλά διαφορετικά ρυθμικά στυλ. Όταν όμως μπήκαν στο κλίμα και κατάλαβαν το concept, τότε η ενέργεια και το συναίσθημα που έβγαλαν ήταν κάτι διαφορετικό σε σχέση με οποιαδήποτε παλαιότερη συνεργασία μου.
Αλήθεια, υπάρχει κάτι στον νεοϋρκέζικο αέρα που έχει μετατρέψει αυτή την πόλη σε κέντρο των τζαζ εξελίξεων; Έχετε εντοπίσει ποια στοιχεία τήν καθιστούν πόλο έλξης για τους μουσικούς;
Η Νέα Υόρκη ήταν απ' τη δεκαετία του 1930 η μητρόπολη της τζαζ κι αυτό έχει να κάνει με την πολυπολιτισμικότητά της, αλλά και με το γεγονός ότι είναι το παγκόσμιο εμπορικό κέντρο.
Σε κάποια από τα κομμάτια του EastNBlues, π.χ. στο “EasternFunkAttack” ή στο “Istanblues”, διακρίνονται ανατολίτικες επιρροές. Προέρχονται από τη δική μας παράδοση, ή από άλλα world ακούσματά σας;
Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση... Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια ακούω κάποιους Ινδοαμερικάνους μουσικούς –όπως ο Ruddresh Mahanthappa κ.ά. Η ήχος τους με ενέπνευσε πάρα πολύ για το "Eastern Funk Attack", αλλά πιστεύω ότι υπάρχει παράλληλα και μια υποσυνείδητη επιρροή από την ελληνική παραδοσιακή μουσική.
Διάβαζα μια προ τριετίας συνέντευξη του BranfordMarsalis στην εφημερίδα SeattleWeekly, όπου υποστήριζε ότι μεγάλο μέρος της σύγχρονης τζαζ παραγωγής εγκλωβίζεται σε μια λογική που έχει να κάνει σχεδόν αποκλειστικά με την τεχνική και με την πρωτοτυπία, αγνοώντας στοιχεία όπως το μελωδικό περιεχόμενο, με αποτέλεσμα να αφορά τελικά μόνο έναν πολύ στενό κύκλο μουσικών και σπουδαστών. Συμφωνείτε;
Ναι, διάβασα κι εγώ ένα μέρος της συγκεκριμένης συνέντευξης. Ο Marsalis είναι ένας από τους κορυφαίους τζαζ μουσικούς των τελευταίων χρόνων, όμως δεν ήταν ποτέ ο καλύτερος αναλυτής. Δεν διαφωνώ βέβαια με όσα λέει, αλλά η αλήθεια βρίσκεται πιστεύω κάπου ανάμεσα. Δεν μπορεί να υπάρχει εξέλιξη στην τέχνη χωρίς το ενδεχόμενο ρίσκο και δεν μπορεί να υπάρχει ρίσκο χωρίς την πιθανότητα αποτυχίας. Ασφαλώς, ο Marsalis έχει τον πρώτο λόγο όσον αφορά στη μελωδικότητα –και το έχει αποδείξει περίτρανα· από την άλλη, τα τελευταία 10 χρόνια εμφανίστηκαν μουσικοί οι οποίοι έχουν κάνει πολύ πιο πρωτότυπες δουλειές, διατηρώντας πλήρως τη μουσικότητα: ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Vijay Iyer.
Εκτός της δραστηριότητάς σας στην τζαζ σκηνή, έχετε επιχειρήσει συνεργασίες και με μουσικούς από άλλους χώρους, π.χ. τους Apurimac. Καλύπτουν κυρίως βιοποριστικές σας ανάγκες ή βρίσκετε κι εκεί καλλιτεχνικές προκλήσεις;
Οι Apurimac ήταν μια παλιά συνεργασία, που και ευχάριστη υπήρξε και εισοδήματα μου προσέφερε. Τώρα συνεργάζομαι με μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα μπάντα, τους Hi-Rollers, οι οποίοι έχουν εντρυφήσει βαθύτατα στο jump blues και στο boogie και υπάρχει έτσι μεγαλύτερη κινητικότητα στην ποικιλία του ρεπερτορίου. Επίσης, το αυτοσχεδιαστικό κομμάτι έχει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί χρειάζεται μελέτη του είδους: δεν αρκεί δηλαδή να γνωρίζεις τα κλασικά μπλουζ και την τζαζ της δεκαετίας του 1950.
Φαντάζομαι ότι για να διατηρείστε σε φόρμα θα πρέπει να αφιερώνετε αρκετές ώρες της ημέρας σας σε μελέτη και εξάσκηση. Νιώθετε ποτέ την ανάγκη να ξεφύγετε από τα της μουσικής; Κι αν ναι, με ποιες δραστηριότητες το επιχειρείτε;
H αλήθεια είναι ότι η μουσική με ακολουθεί παντού. Μία από τις αγαπημένες μου δραστηριότητες είναι να ανεβαίνω βουνά με το ποδήλατο. Πρόσφατα ανέβηκα στην Πάρνηθα ακούγοντας Mark Turner απ’ τo mp3. Ο συνδυασμός των ενδορφινών με το καθαρό οξυγόνο, τη φύση και τον ήχο της συγκεκριμένης μουσικής ήταν μια μεθυστική εμπειρία. Η μοναδική περίπτωση που πραγματικά δεν μου λείπει η μουσική είναι όταν κολυμπάω. Αλλά και τότε ακούω τη μελωδία της σιωπής...
Κλείνοντας, πώς θα κινηθείτε σε συναυλιακό επίπεδο; Υπάρχουν προγραμματισμένες εμφανίσεις εντός/εκτός συνόρων ή σχέδια για κάποια επόμενη κυκλοφορία;
Το Πάσχα θα ταξιδέψω στο Πουέρτο Ρίκο, όπου θα παρουσιάσω το πρότζεκτ Moving Sound του σκηνοθέτη Δημήτρη Καραλή, σε συνεργασία με τη χορογράφο Ana Santsez. Το έργο αυτό βασίζεται σε μια τζαζ σουίτα που έχω συνθέσει και το κεντρικό concept είναι πολύ ιδιαίτερο: ο χορευτής και ο μουσικός συνδέονται απόλυτα. Ο πρώτος περιγράφει με το σώμα του κάθε νότα, κάθε δυναμική και κάθε εκφραστικό στοιχείο του δεύτερου. Ύστερα, οι όροι αντιστρέφονται και ακολουθεί αυτοσχεδιασμός, βασισμένος όμως στο concept. Όταν επιστρέψω θα παρουσιάσω το EastNBlues στο Half Note, στις 8 Μαΐου, σε μια συναυλία με όλο το γκρουπ σε μορφή κουιντέτου. Μακροπρόθεσμα, θα πάω και στη Νέα Υόρκη για να συγκρίνω προτάσεις από εταιρείες διανομής του CD εκεί.
{youtube}3ahLKenNdRQ{/youtube}