Συναντηθήκαμε με την Ευρυδίκη σε ένα καφέ στο Ελληνικό, με αφορμή την επικείμενη συναυλία της στον Παρνασσό (Δευτέρα, 10 Φεβρουαρίου), στην οποία θα ερμηνεύσει όσες ελληνικές και διεθνείς επιτυχίες αγάπησε καθώς μεγάλωνε –προσαρμόζοντας στην ιστορική αίθουσα της πλατείας Καρύτση την παράσταση Μπλε Ταξίδι που είχε παρουσιάσει με επιτυχία στο Γυάλινο και στο θέατρο Βεργίνα. Δεν είχε τύχει να βρεθούμε ποτέ ξανά στο παρελθόν και δεν είχα έτσι ιδέα για το ότι θα ερχόμουν ενώπιος ενωπίω με έναν τόσο ανοιχτόκαρδο και αξιολάτρευτο άνθρωπο. Ως εκ τούτου, η συνέντευξη που είχα στο μυαλό μου εξελίχθηκε αβίαστα σε μια κουβέντα εφ' όλης της ύλης...
Μιας και συναντιόμαστε με αφορμή την επικείμενη συναυλία σου στον Παρνασσό, ας αρχίσουμε από εκεί: κατά πόσο θα διαφοροποιηθεί το λάιβ αυτό από το πρόγραμμα με τίτλο Μπλε Ταξίδι, το οποίο είχες παρουσιάσει στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο;
Θα είναι βασικά εκείνη η παράσταση, με τη σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου, ξαναδουλεμένη όμως με γνώμονα το περιβάλλον της αίθουσας του Παρνασσού. Πρόκειται για έναν εντυπωσιακό χώρο, με παλιά ιστορία και θέλουμε έτσι με τον Κωνσταντίνο να κάνουμε μια ταιριαστή προσαρμογή. Είναι τιμή για μένα που θα εμφανιστώ εκεί, μαζί με τον Βαγγέλη Τζάτζο (κοντραμπάσο & ενορχηστρώσεις), τον Στράτο Σπηλιωτόπουλο (ακουστική & ηλεκτρική κιθάρα), τον Λευτέρη Πουλιού (πιάνο & σαξόφωνο), τον Γιώργο Λιβαδά (τύμπανα) και τον Γιώργο Σχοινά (ακορντεόν).
Θα πω τραγούδια με τα οποία μεγάλωσα και μ' έχουν σημαδέψει, από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι και σήμερα. Ο τίτλος εστιάζει βέβαια στον Elvis Presley και στην Edith Piaf, αλλά υπάρχουν πολλοί ακόμα αγαπημένοι –ο Jacques Brel, η Nina Simone, η Nancy Sinatra, η Judy Garland, η Ella Fitzgerald... Δεν θα γινόταν όμως να λείπει και το ελληνικό κομμάτι, όλα εκείνα π.χ. τα τραγούδια του Ξαρχάκου, του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη τα οποία ακούγονταν στο σπίτι μου. Ξέρω ότι από τη μέχρι τώρα δισκογραφία μου δεν έχει φανεί το πόσο αγαπώ τη συγκεκριμένη πλευρά του ελληνικού τραγουδιού, γι' αυτό και χαίρομαι που μου δίνεται η ευκαιρία να την αγγίξω. Χτυπάει σε δικές μου ευαίσθητες χορδές, μα συμπίπτει κιόλας νομίζω με ό,τι αγαπούν οι περισσότεροι Έλληνες.
Τι συμβαίνει με τον Elvis Presley και την Edith Piaf; Τι σημαίνουν για σένα;
Ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη μουσική από το δημοτικό, άκουγα κρυφά τους δίσκους του πατέρα μου και ονειρευόμουν ήδη από τότε να γίνω τραγουδίστρια. Στα 13 μου διάβασα θυμάμαι τη βιογραφία της Edith Piaf κι έκλαιγα –και ξαναβίωσα αυτήν τη συγκίνηση όταν πήγα να δω το La Vie En Rose με τη Μαριόν Κοτιγιάρ, παρότι ήξερα κάθε λεπτομέρεια των όσων έβλεπα. Με σημάδεψε αυτό που εξέφρασε με τη φωνή της, ήταν τόσο έντονο. Το ίδιο έπαθα και με τον Jacques Brel, με παράσερνε χωρίς να καταλαβαίνω τι λένε οι στίχοι. Με τον Elvis Presley ήταν επίσης πολύ ισχυρή η σχέση μου ως ακροάτρια, αλλά διαφορετική, γιατί είχα και την εικόνα του: τον έβλεπα στις ταινίες. Γι' αυτό και λέω ότι θαυμάζω τους καλλιτέχνες τα τραγούδια των οποίων θα πω στον Παρνασσό, αλλά ειδικά τον Presley, την Piaf και τον Brel τους αγαπάω. Χαίρομαι έτσι που μου έδωσε η ΕΜΙ την ευκαιρία να επαναλάβω το Μπλε Ταξίδι, γιατί είχε περάσει μεν μόλις ένας χρόνος, μα ήδη το νοσταλγούσα.
Έχει να κάνει με το πέρασμα του χρόνου αυτή η ας πούμε επιστροφή στις ρίζες; Ή είναι και μια γενικότερη καλλιτεχνική σου ανάγκη;
Και τα δύο... Είναι και ανάγκη, αλλά είναι κι έτσι όπως το λες: με το πέρασμα του χρόνου, ξυπνάει μέσα μας μια νοσταλγία και θέλουμε να γυρίσουμε πίσω, να ξαναγίνουμε παιδιά. Με το γαλλικό τραγούδι, ας πούμε, ήρθα πολύ κοντά καθώς μεγάλωνα στην Κύπρο λόγω του πατέρα μου, ο οποίος δούλευε στη γαλλική πρεσβεία και είχα έτσι την ευκαιρία να συναναστραφώ με Γάλλους φίλους της οικογένειας και να βρεθώ και κάποια καλοκαίρια στη Γαλλία. Καμιά φορά, ο κόσμος που με παρακολουθεί και έρχεται στις συναυλίες μου παραπονιέται ότι λέω πολλά ξένα τραγούδια, αλλά θέλω κι εγώ να δείξω ότι δεν υπάρχει μόνο η ποπ την οποία έχουν μάθει από τη δισκογραφία μου –είναι ένα μόνο κομμάτι από το τι είμαι και τι ακούω. Και νομίζω ότι έχει φτάσει πια ο καιρός για να δείχνω και τις υπόλοιπες πλευρές μου.
Σε μάθαμε όμως όλοι με ποπ τραγούδια. Γιατί ταυτίστηκες αποκλειστικά με τέτοιο ρεπερτόριο;
Ήρθα στην Ελλάδα πολύ μικρή, το 1989. Η φωνή μου τότε είχε ακόμα μια παιδικότητα στη χροιά. Μπορεί λοιπόν να άκουγα ήδη τζαζ, γαλλικά και πιο κλασικά ελληνικά τραγούδια, αλλά δεν μπορούσα να τα υποστηρίξω. Ακόμα κι αν εγώ είχα τη διάθεση να δοκιμάσω, οι άνθρωποι της εταιρείας με την οποία υπόγραψα με τοποθέτησαν κάπου κι έπρεπε να ακολουθήσω. Τώρα λοιπόν νιώθω μέσα μου πιο γυναίκα, έχω την ωριμότητα μα και αισθάνομαι να πατάω με μεγαλύτερη σιγουριά σ' ένα τέτοιο ρεπερτόριο. Όχι βέβαια ότι μου έλειπε ποτέ η αυτοπεποίθηση, την είχα πάντα και ίσως μικρότερη και σε μεγαλύτερο βαθμό –στα όρια μάλιστα του θράσους! (γελάει) Μιλάω ασφαλώς για το καλό θράσος, εκείνο που σε βοηθάει να προχωράς: αγενής δεν υπήρξα ποτέ.
Σχεδιάζεις επομένως να υποστηρίξεις και δισκογραφικά αυτό που κάνεις επί σκηνής;
Θα το ήθελα πάρα πολύ. Γιατί μέσα από αυτήν την παράσταση είδα φως· μπορεί γύρω μας να επικρατεί ένα χάος, μπορεί και στη δισκογραφία να επικρατεί χάος, εγώ ωστόσο βρήκα για μένα έναν καινούριο δρόμο, που με εκφράζει όσο τίποτα άλλο σήμερα. Πέρα βέβαια από το διαδικαστικό κομμάτι (ό,τι έχει να κάνει με άδειες, δικαιώματα κλπ.), υπάρχουν και οι σημερινές δυσκολίες, που σε σχέση με το παρελθόν είναι περισσότερες: πλέον οι καλλιτέχνες αναλαμβάνουν οι ίδιοι μεγάλο μέρος της παραγωγής. Μια ωραία παραγωγή με σωστό ήχο κοστίζει, χρειάζονται πολλές ώρες στο στούντιο, ενώ πρέπει ακόμα να παίξουν και καλοί μουσικοί, να γίνουν αρκετές πρόβες, να αφιερωθεί χρόνος στις ενορχηστρώσεις.
Ποια τραγούδια από τα παλιά σου ζητούν πιο επίμονα στις συναυλίες;
Εντάξει, σταθερά την “Πυξίδα” και το “Το Μόνο Που Θυμάμαι”. Πολύς κόσμος αγαπάει επίσης το “Πόσο Λίγο Με Ξέρεις” και το “Μίσησέ Με”. Συχνά δεν το πιστεύω αυτό που γίνεται στο άκουσμά τους.
Να ρωτήσω και για το “Comme Ci, Comme Ca”; Το θεωρούσα πάντα μία από τις ωραιότερες ποπ επιτυχίες σου και ειλικρινά απόρησα που δεν πέρασε τότε στον τελικό της Γιουροβίζιον...
Ήταν δύσκολος τότε ο ημιτελικός, ένας μόνο, με 38 χώρες, στον οποίον ψήφιζαν και οι υπόλοιπες που συμμετείχαν. Έπαιξε έτσι πολύ η μέθοδος υποστήριξης γειτονικών χωρών, νομίζω πάντως ότι δεν ήταν μόνο αυτό. Μπορεί και να μην αρέσαμε. Ο Χρήστος ο Δάντης, ο οποίος πίστευε κι εκείνος πολύ στο “Comme Ci, Comme Ca”, μου είπε μετά ότι ίσως ήταν πιο προχωρημένο –ως ήχος– από όσα συμμετείχαν στην τότε Γιουροβίζιον. Τα περισσότερα δηλαδή σε πήγαιναν ηχητικά 20 χρόνια πίσω.
Πώς ανταποκρίνεται σήμερα μια ερμηνεύτρια σαν κι εσένα, που έχεις μέτρο σύγκρισης μιας και έζησες και τις καλές μέρες της δισκογραφίας;
Έτσι κι αλλιώς στην Ελλάδα τα έσοδα από τους δίσκους δεν ήταν ποτέ σπουδαία. Μπορεί οι πωλήσεις στο παρελθόν ν' ακούγονταν μεγάλες, όμως τα ποσοστά δεν αρκούσαν για να πεις «ζω από αυτό». Το έκανες από τις εμφανίσεις στα μαγαζιά και στις μουσικές σκηνές, που τότε δούλευαν 5 και 6 μέρες την εβδομάδα. Παρότι ήταν πολύ κουραστικό, μας έδινε τη δυνατότητα να μη ζούμε με άγχος. Σήμερα, είσαι τυχερός αν δουλεύεις μία φορά την εβδομάδα κι έχεις τη διαρκή έννοια για το τι θα κάνεις τον επόμενο μήνα, μετά από δύο μήνες, το καλοκαίρι... Κι επιπλέον, είναι από εκεί πια που πρέπει να στηρίξεις και τη δισκογραφία σου. Αλλά και τα βιντεοκλίπ σου. Οι εταιρείες δύσκολα επενδύον, αν δεν έχεις χορηγό. Υπάρχει όμως και μια θετική πλευρά σε όλο αυτό: προσέχεις πλέον την ουσία του πράγματος. Αν π.χ. κάνεις ένα τραγούδι, θα κοιτάξεις να κάνεις κάτι καλό. Όχι απλά για να παιχτεί στο ραδιόφωνο. Εγώ τουλάχιστον έτσι το σκέφτομαι.
Έχει αλλάξει δηλαδή και το δικό σου κριτήριο επιλογής τραγουδιών;
Θεωρώ πως πάντα υπήρξα προσεκτική. Ακόμα κι αυτά που ούτε η ίδια δεν θέλω ν' ακούω σήμερα και «απορρίπτω» δεν τα κατηγορώ: αγαπάω και σέβομαι τα λάθη μου, με έμαθαν να ψάχνω μέσα μου για το καλύτερο. Λέω καμιά φορά, «μα γιατί το έκανα τότε εκείνο»; Ναι, αλλά έμαθα, οδηγήθηκα μέσα από αυτό σε έναν πιο δικό μου δρόμο.
Με προκαλείς βέβαια τώρα να ρωτήσω, τι ακούει σήμερα η Ευρυδίκη και λέει «μα γιατί το έκανα αυτό»;
(γελάει) Δεν έχω κανένα πρόβλημα! Έκανα δύο δίσκους με πιο έθνικ και λαϊκά ακούσματα. Ήταν και η τάση της εποχής τότε, αλλά κι εγώ ένιωθα ότι δοκιμαζόμουν σε διαφορετικά και νέα πράγματα. Εκ των υστέρων, θεωρώ ότι δεν μου ταίριαζαν. Με τα χρόνια κατάλαβα μάλιστα και πόσο πολύτιμη ήταν η συμβουλή που μου έδωσε κάποτε ο Κώστας Τουρνάς, αγαπημένος φίλος με τον οποίον και πρωτοξεκίνησα όταν ήρθα στην Ελλάδα: ότι δεν πρέπει ποτέ ν' ακολουθείς την τάση της εποχής. Μόνο την καρδιά σου. Να μην πηγαίνεις δηλαδή όπου φυσάει ο άνεμος, όπως λέει κι ένα δικό του τραγούδι.
Σ' αυτό το πλαίσιο ξεκίνησες να γράφεις και δικά σου τραγούδια;
Έτυχε. Πάντα ζήλευα τους τραγουδοποιούς, κι επέλεγα μάλιστα τα τραγούδια μου πρώτα με βάση τον στίχο κι έπειτα με τη μουσική –αν και το καλύτερο είναι να συνδυάζονται και τα δύο. Δεν σου κρύβω λοιπόν ότι αποτελούσε κρυφό πόθο να γράψω κάποια στιγμή τα δικά μου πράγματα. Όταν ξεκίνησα να το κάνω, ντρεπόμουν να τα παίξω. Έγραφα για 2-3 χρόνια μέχρι που τόλμησα να τα μοιραστώ με φίλους, οι οποίοι και με ενθάρρυναν να τα δημοσιεύσω. Πλέον αποτελεί και στόχο για το μέλλον, να κάνω έναν δίσκο με μόνο δικά μου τραγούδια.
Νομίζω ότι ήταν ο Δημήτρης ο Κοργιαλάς, σε εκείνη τη φάση που έλεγες πιο πάνω, ο οποίος σου έδωσε μια νέα ώθηση και μια καινούρια φρεσκάδα, έτσι δεν είναι;
Έχεις δίκιο σ' αυτό. Όταν το 2002 ένιωθα εγκλωβισμένη στα όσα έκανα και υπήρχε η ανάγκη να ξεφύγω, είχα την τύχη να γνωρίσω ανθρώπους σαν τον Γιώργο τον Δημητριάδη, τον Δημήτρη Καρρά, τον Γιώργο Αλουπογιάννη και βέβαια τον Δημήτρη τον Κοργιαλά. Μου έκανε δε ιδιαίτερη εντύπωση από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε: γιατί ενώ η εικόνα του, με τη μοϊκάνα και τα λοιπά, έδειχνε κάτι άλλο, ήταν τόσο ντροπαλός και συνεσταλμένος μα και αυστηρός παράλληλα στο στούντιο. Και μου άρεσαν πολύ τα κομμάτια τα οποία μου έδωσε. Όταν πρωτάκουσα το “Πιάσε Με” κατάλαβα ότι είχε γενικά κάτι καινούριο να φέρει στην ελληνική ποπ πραγματικότητα.
Πώς κατάφερες αλήθεια και συνδύασες καριέρα και μητρότητα με τους παλιούς όρους, των εντατικών εμφανίσεων;
Δεν αποσύρθηκα εντελώς από τη δουλειά μου, έκανα όμως διαλείμματα. Και δεν ήμουν έτσι κι αλλιώς από τους καλλιτέχνες που εμφανίζονταν συνέχεια. Όταν πάντως ήρθε στη ζωή ο Άγγελος, ήθελα στην αρχή να τα παρατήσω και να μείνω στο σπίτι. Δυσκολεύτηκα, ένιωθα τύψεις που έφευγα για δουλειά. Μου πήρε έτσι λίγο χρόνο για να βρω την ισορροπία. Κι έμαθα να κάνω έτσι τα πράγματα ώστε να είμαι κι εγώ ευτυχισμένη. Πέταξα αν θέλεις τα «πρέπει» από τη ζωή μου και έβαλα προτεραιότητες. Για μένα η πιο συγκλονιστική στιγμή ολόκληρης της ζωής μου ήταν όταν κράτησα για πρώτη φορά στα χέρια τον γιο μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το συναίσθημα και δεν το συγκρίνω με τίποτα άλλο.
Η πρώτη εικόνα σου, για πολλούς από μας, ήταν να τραγουδάς «τρελαίνεις την πυξίδα μου και δείχνει όπου πας». Πώς έγινε αυτή η αρχή;
Φάνηκα τυχερή, γιατί τα πράγματα έγιναν πραγματικά γρήγορα. Βρισκόμουν τότε για σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Berklee, μαζί με τον Γιώργο τον Θεοφάνους. Ένας φίλος λοιπόν, ο Λεωνίδας Μαλένης –ο στιχουργός του “Χρυσοπράσινου Φύλλου”, ο οποίος μετά μου χάρισε και το τραγούδι “Το Μόνο Που Θυμάμαι”– είχε ένα demo, το οποίο δειγμάτισε χωρίς να μας το πει. Η εταιρεία έδειξε αμέσως ενδιαφέρον κι όταν γυρίσαμε για καλοκαιρινές διακοπές στην Κύπρο μας λέει ο Λεωνίδας, παίζει αυτό κι αυτό, πάμε για ένα ραντεβού στην Αθήνα, να δούμε τι γίνεται; Εμείς είπαμε ναι, αλλά δεν μας πέρασε από το μυαλό ότι θα γινόταν κάτι, ήμασταν άλλωστε και φοιτητές και κάναμε διαφορετικά σχέδια. Όμως υπογράψαμε συμβόλαια ήδη από εκείνο το πρώτο ραντεβού! Κι έκτοτε δεν ξανάφυγα από την Ελλάδα. Άφησα τις σπουδές μου, ψάξαμε για σπίτι και αρχίσαμε δουλειά για τον πρώτο δίσκο, ο οποίος μας πήρε δύο χρόνια. Από εκεί και πέρα, χρωστάω πολλά και στον Φίλιππα Παπαθεοδώρου, τον πρώτο μου παραγωγό.
Σε στήριξε η οικογένειά σου στο να αφήσεις το πτυχίογια να γίνεις τραγουδίστρια στην Ελλάδα;
Τους έπεισα, δεν ξέρω πώς! Οι γονείς μου δεν είχαν αντίρρηση να γίνω τραγουδίστρια, ήθελαν όμως να σπουδάσω. Δεν ήμασταν πλούσια οικογένεια, αλλά είχαν τη δυνατότητα και με στήριξαν για να πάω π.χ. σε ωδείο ή για να αγοράσω κιθάρα και πιάνο –ο πατέρας μου μάλιστα μου πήρε και το πρώτο μου πικάπ, όταν πήγαινα στην Πρώτη Γυμνασίου. Θεωρούσαν εντούτοις το πτυχίο απαραίτητο, ώστε, αν κάτι δεν πάει καλά, να μπορώ να διδάξω.
Και τώρα που βρίσκεσαι εσύ στη θέση τους; Αν ερχόταν ο γιος σου και σου έλεγε μάνα το παρατάω το πανεπιστήμιο για κάτι άλλο, πώς θα αντιδρούσες;
Θα του έλεγα το πτυχίο πρώτα! (γελάει) Συμφωνώ πάντως ότι πρέπει ν' αφήσεις το παιδί σου ν' ακολουθήσει τα όνειρά του. Είμαστε εκεί για να το συμβουλεύουμε, αλλά θα κάνει εκείνο που θέλει. Ο γιος μου θέλει να ασχοληθεί με τον σχεδιασμό video games. Φιλόδοξο πλάνο, αλλά αν το πάρει απόφαση και γίνει πραγματικά καλός... Έχουν βέβαια δυσκολέψει πολύ τα πράγματα για τα νέα παιδιά. Δεν είναι ωραία τα όσα ζούμε και το άγχος είναι τεράστιο.
Ελλάδα και Κύπρος βρέθηκαν μάλιστα περίπου το ίδιο διάστημα σε αυτήν την κατάσταση. Βλέπεις φως στο βάθος του τούνελ;
Και στην Κύπρο πιο απότομα... Και δεν είμαι σίγουρη ότι υπήρχε ουσιαστικό πρόβλημα και δεν ήταν καθαρά θέμα τραπεζών, αλλά και μιας απόφασης να μας δώσουν μια σφαλιάρα, έτσι για να μάθουμε. Όμως, ίσως γιατί η Κύπρος είναι μικρότερη κοινωνία, ίσως γιατί είναι λίγο πιο πειθαρχημένη, ελπίζω ότι θα βγούμε γρήγορα –με την προϋπόθεση βέβαια ότι ο κόσμος θα αντέξει τα τωρινά μέτρα, τα οποία είναι σκληρά. Στην Ελλάδα όμως το χρέος είναι τεράστιο και τα μέτρα δυστυχώς δεν βλέπω να βγάζουν πουθενά. Για μένα η ευθύνη για όλο αυτό βαραίνει σαφέστατα τις κυβερνήσεις και τους πολιτικούς που άφησαν τα πράγματα να φτάσουν εδώ. Και θέλουν μεν να μας τα παρουσιάζουν όμορφα και με αισιοδοξία, όμως πόσες είναι πια οι αυτοκτονίες; Ένα θέμα για το οποίο δεν θέλουμε και να μιλάμε...
Δισκογραφικά, τι σχεδιάζεις για το μέλλον;
Ετοιμάζω πράγματα, αλλά δεν έχω κατασταλάξει. Είμαι ανάμεσα σε 2-3 projects. Το ένα, αφορά σε καινούρια τραγούδια. Έχω γράψει κάποια εγώ και περιμένω μερικά και από φίλους, από ανθρώπους με τους οποίους έχουμε συζητήσει και στο παρελθόν και θέλουμε να παίξουμε και μαζί. Οπότε φέτος θα κάνουμε μάλλον μερικά πράγματα παρέα. Θέλω επίσης να κάνω ένα άλμπουμ με διασκευές σε ξένα τραγούδια, όπως κι ένα ακόμα, με επανεκτελέσεις σε δικά μου παλιότερα κομμάτια –όχι τα πιο γνωστά μα κάποια πιο ιδιαίτερα που πιστεύω ότι αξίζει να βγουν ξανά προς τα έξω– με μια διαφορετική ματιά κι έναν πιο σύγχρονο ήχο. Προτεραιότητα πάντως έχει το άλμπουμ με το καινούριο υλικό. Όσα έχουν να κάνουν με διασκευές θα γίνουν πιο σταδιακά.
{youtube}to6Eahjj5x0{/youtube}