Με τη Δήμητρα Γαλάνη μπορείς να συζητάς για ώρες. Αλλά ενώ ίσως έχεις χίλια πράγματα να τη ρωτήσεις για το παρελθόν –για τη μακρά ιστορία της στο τραγούδι και τις τόσες σπουδαίες φιγούρες στις οποίες στάθηκε δίπλα– εκείνη έχει τόσα να σου πει για το επείγον τώρα, ώστε η κουβέντα εδράζεται τελικά στο σήμερα. Κι έχει άλλωστε ένα πολύ ζωντανό παρόν: το “Αλλιώς” ήδη γνωρίζει επιτυχία στα ραδιόφωνα, ένας ολοκληρωμένος δίσκος θα είναι σύντομα στα χέρια μας (θα βγει από τη Μικρή Άρκτο), η ίδια ξεκινάει αύριο έναν μικρό κύκλο ζωντανών εμφανίσεων στο PassPort...
Ξαναβρίσκεστε με τον Παρασκευά τον Καρασούλο, παλιό σας γνώριμο στη δισκογραφία, με τον οποίον είχατε όμως καιρό να συναντηθείτε δημιουργικά...
Η σχέση μας είναι σχεδόν καρμική... Υπάρχουμε πάντα ο ένας για τον άλλον, ακόμα κι όταν έχουμε καιρό να βρεθούμε. Ο Παρασκευάς γενικότερα δεν είναι παραγωγικός, με την έννοια του «γράφω συνέχεια και για όλους». Επιλέγει πολύ τις δουλειές που κάνει και συναντιόμαστε όταν το αισθανόμαστε και οι δύο ότι κάτι πρέπει να συμβεί. Αλλά κάθε φορά αισθάνομαι ότι υπάρχει μια ταύτιση μεταξύ μας. Έχω την αίσθηση δηλαδή ότι είναι σαν να γράφω η ίδια. Ή μάλλον έτσι πιστεύω ότι θα έγραφα αν είχα την ποιητική φλέβα και δύναμη την οποία διαθέτει ο λόγος του. Καταφέρνει να μιλάει τόσο προσωπικά και την ίδια στιγμή να μεταδίδει ένα μήνυμα τόσο ισχυρά συνολικό. Έχει λοιπόν μεγάλη βαρύτητα ο λόγος του για μένα: γιατί ακόμα κι όταν κινείται σ' ένα ερωτικό επίπεδο, υπάρχει πάντα και μια άλλη, πιο βαθιά ανάγνωση. Κι αυτό εμένα με μαγεύει.
Δουλέψατε με διαφορετικό τρόπο από ότι στο παρελθόν;
Δουλέψαμε θα έλεγα όπως και στο Φως (1991). Σαν να υπάρχει ένα σενάριο και οι μουσικές που γράφονται να αποτελούν το soundtrack. Υπάρχει μια κεντρική ιστορία με αρχή, μέση, τέλος. Στη δημιουργική μας παρέα προστέθηκε και ο συνεργάτης μου ο Χρυσόστομος Μουράτογλου, με τον οποίον είχαμε κάνει παλιότερα και τα “Στερεότυπα”, αναλαμβάνοντας παράλληλα και τη διεύθυνση παραγωγής του δίσκου, όπως και τις ενορχηστρώσεις. Επίσης, κάναμε με τον Χρυσόστομο κάτι που στην Ελλάδα δεν συνηθίζεται: συνυπογράψαμε συνθετικά κάποια από τα τραγούδια. Στη χώρα μας δεν υπάρχει βλέπεις η κουλτούρα της ομάδας, κάτι πολύ διαδεδομένο στο εξωτερικό. Εμένα όμως, αν κάτι μ' έμαθε η μουσική, είναι ακριβώς αυτός ο πολιτισμός της συλλογικότητας. Με γοητεύει να υπάρχει ένας τέτοιος διάλογος ανάμεσα στους συντελεστές ενός τραγουδιού. Είναι ένας από τους βασικούς λόγους που συνεχίζω.
Έχω πάντως την αίσθηση ότι δεν είναι μόνο θέμα κουλτούρας. Έχει να κάνει και με σας πιστεύω, με το ποια είστε. Σε αντίθεση ας πούμε με άλλα μεγάλα ονόματα της δικής σας γενιάς, εσείς δεν είστε δυσθεόρατη και απομακρυσμένη. Ζείτε στο κέντρο της Αθήνας, σας συναντάμε συχνά σε συναυλίες, κάνετε παρέα με νέους ανθρώπους –και παίζετε και μαζί τους...
Ναι, οπωσδήποτε ο τρόπος ζωής μου είναι απόρροια του πώς αισθάνομαι. Για να το πω έτσι απλά, θέλω να κάνω κανονικά πράγματα στη ζωή μου. Κι αυτά είναι κανονικά πράγματα. Ξέρεις, δεν μου αρέσει να ζούνε άλλοι για μένα: εγώ θα σηκωθώ αύριο το πρωί και θα πάω στον μπακάλη για τα απαραίτητα ψώνια, για παράδειγμα. Η ζωή μου και η καθημερινότητά μου έχει μια κανονικότητα δηλαδή. Κι αυτό το πνεύμα διέπει και την όποια μου κοινωνική συναναστροφή –από μια καλημέρα που θα ανταλλάξω στη γειτονιά, ως το πώς θα σταθώ ανάμεσα στους φίλους και στους μουσικούς και δημιουργούς με τους οποίους συνεργάζομαι. Μου αρέσει να είμαι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο οποίος μπορεί όμως και να σου τραγουδάει. Μ' αρέσει να είμαι έτσι.
Με ένα τέτοιο πνεύμα αποφασίζετε και για τις συνεργασίες που κάνετε; Γιατί δείχνετε να ψάχνετε ιδιαιτέρως τα μουσικά πράγματα. Για παράδειγμα, τελευταία φορά που άκουσα τη φωνή σας πριν έρθει το CD-single “Αλλιώς” ήταν στο τελευταίο άλμπουμ των Δαιμονία Νύμφη, το Psychostasia...
Αν τα ψάχνω πάρα πολύ, οφείλεται στο ότι ακούω πάρα πολύ. Συχνά κάθομαι εδώ στο γραφείο ώρες, μπορεί κι απ' το πρωί μέχρι το βράδυ μερικές φορές (με διαλείμματα πεζοποριών!) κι απλά αφήνομαι στη μουσική πληροφορία. Η οποία είναι βέβαια άπειρη. Δεν τα έχω ασφαλώς όλα όσα φτάνουν στ' αυτιά μου... Μερικά απλώς κάθομαι και τα θαυμάζω –το χιπ χοπ, για παράδειγμα: το εκτιμώ όταν το κάνουν καλά, αλλά δεν μπορώ να ραπάρω, δεν είμαι έτσι. Αν όμως αισθανθώ πως μπορώ να ενταχθώ σε κάτι, χώνομαι, το μελετάω· προχωράω. Ας πούμε, όταν κάναμε το Μετα- (2001) με τον Κωνσταντίνο Βήτα, ήξερα ποιος είναι, γνώριζα τους Στέρεο Νόβα, αλλά ο λόγος που αισθανόμουν καλά μέσα στο όλο εγχείρημα ήταν το ότι στα διάφορα ταξίδια μου στο εξωτερικό είχα έρθει ήδη σε επαφή με τον ήχο τον οποίον πρέσβευε.
Μιλώντας για συνεργασίες, πώς φτάσατε αλήθεια σε ένα διεθνές όνομα σαν τον JunMiyake;
Είναι μια παράξενη, λίγο αστεία και σχεδόν μεταφυσική ιστορία. Βασικά τον αναζητούσε ο Παρασκευάς ο Καρασούλος, αλλά δεν είχε σταθεί δυνατόν να τον βρει. Κάποια στιγμή, μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα –έχοντας πάει ένα ολιγοήμερο ταξίδι αναψυχής στο Παρίσι– βλέπει στο παραδίπλα τραπέζι ενός καφέ τον Jun Miyake. Οι φίλοι του βέβαια του έκαναν πλάκα, του έλεγαν «άντε τώρα κι εσύ, όλοι οι Ιάπωνες ίδιοι μοιάζουν». Εκείνος όμως επέμεινε και είπε «θα πάω να του μιλήσω». Ε, και ήταν πράγματι ο Miyake. Κάπως έτσι έγινε η αρχή. Χάρη λοιπόν στον Παρασκευά βρεθήκαμε κι εμείς στη συνέχεια –καθώς πηγαινοέρχομαι συχνά στο Παρίσι– και δουλέψαμε στο στούντιό του. Φτιάξαμε μια πολύ ωραία φιλία κι εύχομαι κάποια στιγμή να μπορέσουμε να τον φέρουμε κι εδώ να τον ακούσουμε, καθώς είναι και θαυμάσιος τρομπετίστας.
Δεν είναι όμως ο μόνος θαυμάσιος και διεθνούς φήμης μουσικός με τον οποίον συνεργαστήκατε στο “Ένα Κόκκινο Μαντήλι”. Είδα καλά το όνομα του ArtoLindsay στα credits;
Βέβαια! Πολύ χαιρομαι που τον γνωρίζεις, γιατί είναι κι αυτός μεγάλη μούρη. Ανήκει στο γκρουπ μουσικών με το οποίο συνεργάζεται σταθερά ο Miyake, οπότε είναι εκείνος που μας έφερε τα παιξίματά του, μιας και η ενορχήστρωση είναι δική του.
Τι ακριβώς έχετε σκεφτεί για τις παραστάσεις που θα δούμε από αύριο στο PassPort;
Με γοητεύει ξέρεις αφάνταστα η Ανατολή, αλλά όπως γοητεύει έναν Δυτικό άνθρωπο. Όχι δηλαδή μέσα από την ψυχή της, μα μέσα από εκείνο το φως της και τη λαγνεία της. Πράγματα που θέλεις ν' ανακατέψεις με τα δικά σου, να προσπαθήσεις να βάλεις το ασυγκέραστο δίπλα στο συγκερασμένο –να ρίξεις για παράδειγμα ένα ούτι δίπλα σε ηλεκτρικά όργανα. Έτσι ακριβώς θα παίξουμε λοιπόν στο PassPort. Ο Λάμπης Κουντουρόγιαννης στην ηλεκτρική κιθάρα, ο Σεραφείμ Γιαννακόπουλος στα τύμπανα και ο Στέλιος Προβής στο μπάσο θα σταθούν δίπλα στον Σπύρο Μάνεση –έναν πολύ καλό πιανίστα– και στον Νίκο Μέρμηγκα, έναν δεξιοτέχνη πολυμουσικό που παίζει λάφτα, λαούτο, ακουστική κιθάρα και μαντολίνο. Όλοι τους εξαιρετικοί μουσικοί. Θα έχουμε δηλαδή μια μείξη μουσικών οργάνων, που πατούν μεταξύ Ανατολής και Δύσης και καθιστούν πιο εύκολο στη μία να διεισδύσει στην άλλη. Θα είναι επομένως... αλλιώς! Θα σας δώσουμε μια ισχυρή γεύση από τον καινούριο δίσκο, με αφορμή όμως αυτόν θα γίνει και μια ανακεφαλαίωση, από τα πολύ παλιά μέχρι και τα πιο πρόσφατα.
Για να παραφράσω άρα μια περίφημη ρήση του νεοελληνικού μας βίου, συμφωνείτε ότι η Δήμητρα Γαλάνη ανήκει εις την Δύσιν, μα θαυμάζει την Ανατολή;
(γελάει) Α, βέβαια! Και όχι μόνο τη θαυμάζω την Ανατολή, υποκλίνομαι. Και όσο μάλιστα μεγαλώνω, όλο και πιο πολύ. Γιατί είναι πηγή γνώσης. Έχει την κυκλικότητα, τις καμπύλες, τις στρογγυλάδες. Η Δύση, όντας σχεδόν απόλυτα γραμμική, τις έχει ξεχάσει –και γι' αυτό πάει κατά διαόλου...
Γιατί όμως οι Έλληνες δεν ευτυχούμε εδώ στο μέσον;
Γιατί βρισκόμαστε στο μέσον! Κι ενώ θα έπρεπε να είμαστε οι πιο ευτυχείς, μιζεριάζουμε επειδή δεν είμαστε πληροφορημένοι σωστά. Και καταλήγουμε έτσι να αισθανόμαστε λίγο από εδώ και λίγο από εκεί, χωρίς τελικά να είμαστε κάπου· συμπεριφερόμαστε σαν να μην έχουμε ταυτότητα. Ξεχνάμε βέβαια και τον πιο σημαντικό παράγοντα ταυτότητας: τη γλώσσα μας. Αυτό το μεγάλο όπλο, που κάνει για μας ελληνική ό,τι πληροφορία φτάνει από Ανατολή και Δύση, από Βαλκάνια και Μεσόγειο. Κι αντί ένα τέτοιο αριστούργημα μείξης να μας κάνει πανευτυχείς, αντί να το έχουμε σημαία μας, αισθανόμαστε κομπλεξικά απέναντί του.
Όλοι όσοι περάσανε από κυβερνητικές θέσεις φέρουν ευθύνη. Υπήρξε γενικότερα άθλιος και εξαιρετικά ανεπαρκής ο ρόλος τους, απέναντι στην ιστορία μας και στον πολιτισμό μας. Φταίει και η Αριστερά, γιατί άφησε τόσο σοβαρά πράγματα –όλο ουσιαστικά το εθνικό μας προϊόν και την πνευματικότητά μας– βορά στους εθνικιστές, να το λοιδορήσουν και να το παραχαράξουν. Είναι δυνατόν; Πρόκειται για τραγικό σφάλμα και δυστυχώς έχει θολώσει τόσο τα νερά, ώστε μας ταλανίζει. Είναι από τις βασικές αιτίες της κακής μας πληροφόρησης, για να επιστρέψω στην αρχική μου σκέψη.
Ποιος συνοψίζει καλύτερα για σας το τι σημαίνει Έλληνας;
Ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Νίκος Γκάτσος. Οι δυο τους είναι ο φάρος της ζωής μου, ένα φως το οποίο θα είναι αναμμένο για πάντα. Υπήρξα πολύ τυχερή και με ζύμωσε πραγματικά η καθημερινότητα μαζί τους, το ότι μπόρεσα να τους ζήσω σε όλες τους τις εκφάνσεις, να θαυμάσω τον κοσμοπολιτισμό και τη γενναιοδωρία τους. Μου έδειξαν μια Ελλάδα πάνω και πέρα από μικρότητες, που μπορεί να απλώνεται στην παγκοσμιότητα έχοντας ως μπούσουλα τη γλώσσα μας και την παιδεία μας.
Παίρνω αφορμή από ένα ακόμα νέο τραγούδι, το δικό σας “Πίσω Μην Κοιτάς”: αν δεν είχαν πιάσει τόσο πολύ το “Δικαίωμα” και το “Χειροκρότημα”, θα εξακολουθούσατε να δημοσιεύετε τα όσα γράφατε; Λέω «δημοσιεύετε» καθώς φαντάζομαι θα τα γράφατε ούτως ή άλλως...
Έγραφα ήδη χρόνια και πριν από εκείνα, απλά έμεναν κρυμμένα στα συρτάρια. Γιατί, όταν υπήρχαν όλοι αυτοί οι θεόρατοι δίπλα μου, έλεγα μέσα μου «τώρα που πας εσύ, βρε Μήτρο, Καραμήτρο;» (γελάει). Πείστηκα να τα δημοσιεύσω γιατί μου έδωσαν τη συγκατάθεσή τους οι άνθρωποι που με είχαν βγάλει στο τραγούδι –ο Δήμος Μούτσης, ο Μάνος Χατζιδάκις ή και ο Γιάννης Σπανός, ο Γιώργος Χατζηνάσιος. Αυτή η συγκατάθεση, αυτό το «προχώρα», μου έδωσε κουράγιο, αλλά δεν μου έδωσε θράσος. Σε εκείνο το σημείο ήρθε η Λίνα Νικολακοπούλου, η οποία έγραψε πάνω στις μουσικές μου αυτούς τους υπέροχους στίχους. Αργότερα, όταν «ξεψάρωσα» που λέμε, ήθελα να γράφω μουσική μόνο πάνω σε στίχους. Κι από τότε πάντα αναζητώ τον στίχο του οποίου θα θελήσω να κάνω το soundtrack. Έτσι βλέπω το τραγούδι.
Τι τραγουδήσατε τότε, μαθήτρια ακόμα, στον Δήμο Μούτση και σας πήρε και σας έβαλε στη δισκογραφία;
Τον συνάντησα συμπτωματικά, στο σπίτι μιας φίλης. Της άρεσε πάρα πολύ η φωνή μου και του λέει, άκου εδώ μια φωνή. Οπότε πήρα κι εγώ την κιθάρα κι άρχισα να τραγουδάω, κάτι από τον Ματωμένο Γάμο του Χατζιδάκι –το οποίο έλεγα βέβαια με όλη την επιρροή από το Νέο Κύμα, που ήταν ακόμα κυρίαρχο τότε. Ο Μούτσης, παρορμητικός όπως πάντα, γυρνάει και λέει στη φίλη μου: «τι γίνεται εδώ; πού τη βρήκες αυτήν;». Και μετά σε μένα:
- Ξέρεις ένα τραγούδι;
- Ποιο;
- “Στου Προφήτη Ηλία Τα Σοκάκια”
- Αμέ!
Εγώ τώρα, μέχρι κι εκείνη τη στιγμή, δεν είχα κάνει τη σύνδεση, δεν είχα καταλάβει ότι ήταν ο συνθέτης του τελευταίου. Τότε άλλωστε δεν είχαμε ακόμα τηλεοράσεις και δεν ήξερα τη φυσιογνωμία του. Αρχίζω λοιπόν να το λέω, ενθουσιάζεται και με πήγε στην Columbia.
Από τότε βέβαια μέχρι σήμερα, η δισκογραφία έχει αλλάξει άρδην. Εσείς πάντως τα πάτε καλά με την τεχνολογία...
Έχει αλλάξει, χαίρομαι όμως που μερικά πράγματα τα οποία κακώς καταργήθηκαν επέστρεψαν, για παράδειγμα το single. Ήταν χρήσιμο τότε να δοκιμάζεις και να δοκιμάζεσαι με μεμονωμένα τραγούδια, να εισπράττεις το feedback και μετά, αργότερα, να προχωρούσες στον μεγάλο δίσκο. Όσον αφορά στην τεχνολογία τώρα, πιστεύω πως όταν συνέλθουμε από την κατάσταση στην οποία έχουμε βρεθεί ως χώρα, θα συνειδητοποιήσουμε ότι υπήρξε πολύ ωφέλιμη. Αν και οι γνωστοί γύπες ακόμα καραδοκούν, υπάρχουν πλέον οι συνθήκες για να επέλθει μια νέα ισορροπία, να έρθει ένα κομμάτι τουλάχιστον της αγοράς και στα δικά μας χέρια. Μέχρι πρότινος, οι μεγάλες εταιρείες καιροφυλακτούσαν να αρπάξουν όποια ανεξάρτητη προσπάθεια γνώριζε επιτυχία. Πλέον όμως το διαδίκτυο έχει αλλάξει πολλά πράγματα, ας πούμε με τις δυνατότητες τις οποίες προσφέρει μα και ανοίγει το λεγόμενο «digital distribution».
Και τι λέτε για την άλλη όψη των ίδιων πραγμάτων, αυτήν την εξοικείωση του κόσμου με το τζάμπα;
Εδώ υπάρχει πράγματι ένα θέμα. Πρέπει κι ο κόσμος να καταλάβει πως ο καλλιτέχνης ο οποίος παίζει ή τραγουδάει κάτι κατέχει κι ένα δικαίωμα πάνω του. Και πρέπει τουλάχιστον να αποσβαίνει το κεφάλαιο που έχει βάλει, ώστε να μπορεί να κάνει το επόμενο βήμα του. Υπάρχει λοιπόν μια εύκολη καταδίκη όποιου καλλιτέχνη υπερασπίζεται αυτό του το δικαίωμα. Τουλάχιστον όσα έχουμε αγαπήσει και μας έχουν κάνει παρέα, ακόμα κι αν τα κατεβάσαμε τζάμπα και «παράνομα», δεν νιώθουμε την ανάγκη κάπως να τα συντηρήσουμε; Δεν φταίει βέβαια η τεχνολογία για τα κακώς κείμενα. Δεν μπορεί να πάει πίσω η εξέλιξη, επειδή ο άνθρωπος είναι μίζερος ή ματζίρης. Ήδη αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο μέρος του κοινού της Ευρώπης θεωρεί το παράνομο downloading βαρετό και ξεπερασμένο. Η τεχνολογία παρέχει, το πώς τη χρησιμοποιούμε έχει να κάνει αποκλειστικά με τη δική μας ενηλικίωση απέναντί της. Ασφαλώς στην Ελλάδα υπάρχει κι ένα σκοτεινό παρελθόν με το θέμα των δικαιωμάτων, κι έτσι φτάσαμε δυστυχώς σε ένα σημείο να εξισώνουμε το δικαίωμα με χαράτσι. Είναι μια πολύ στρεβλή «παιδεία», η οποία και πρέπει να αλλαχτεί.
Νομίζω πάντως ότι παράλληλα αναπτύσσεται και δυναμώνει μια εξίσου επικίνδυνη εξίσωση: πως ο καλλιτέχνης δεν είναι παρά ένας χομπίστας...
Μα, δουλεύουμε σαν τα σκυλιά! Ένας παραγωγικός καλλιτέχνης μπορεί να εργάζεται και 24 ώρες το 24ωρο. Υπάρχει μια αφέλεια ακόμα σε τέτοια πράγματα... Ο κόσμος βλέπει ένα αποτέλεσμα, μα δεν κάθεται να σκεφτεί πώς φτάνουν σ' αυτό οι συντελεστές του. Είναι σχεδόν αστείο. Το έχει πει καταπληκτικά μια πολύ γλυκιά κυρία, έχει δυστυχώς φύγει από τη ζωή –καθάριζε το σπίτι, μα ήταν σαν οικογένειά μας. Μια μέρα λοιπόν καθόμουν μέσα στο δωμάτιό μου με τις κιθάρες και δουλεύαμε με τον Σπύρο Σακκά σε κάτι πολύ δύσκολα θέματα. Η πόρτα ήταν κλειστή και άκουγε απέξω η κυρία Γεωργία να τραγουδάμε. Μην μπεις μέσα να σκουπίσεις, της λέει μια φίλη μου που βρισκόταν εκεί, γιατί η Δήμητρα δουλεύει. Και γυρνάει η κυρία Γεωργία και της λέει, με πολλή γλύκα, «έλα μωρέ Μαρία, δουλειά είναι τώρα αυτό;» (γελάει)
Έχουμε πάντως μπει σε μια περίοδο που φαίνεται ότι πολλά πράγματα γύρω μας δεν τα σκεφτόμαστε με τον τρόπο με τον οποίον θα έπρεπε να τα σκεφτόμαστε, έτσι δεν είναι;
Μα, όταν φτάσαμε για ένα κρίσιμο πολιτικό αποτέλεσμα να αποφασίζουν οι άνω των 65 για το τι θα κάνει ο 20άρης, ε, δεν κάνουμε τίποτα... Τώρα ακριβώς είναι όμως που ο νέος άνθρωπος δεν πρέπει να απέχει, τώρα που λαμβάνονται αποφάσεις οι οποίες αφορούν πρώτα και κύρια εκείνον! Δεν αποφασίζουμε σήμερα μόνο για τις συντάξεις, δεν γίνεται να ανοίξουμε έναν διάλογο για το πώς θα χτιστεί ξανά το κράτος σ' αυτήν τη χώρα και μόνη μας βάση να είναι οι συντάξεις. Κάνουν λάθος όσοι νέοι σνομπάρουν σήμερα την πολιτική ή όσοι δεν σνομπάρουν μεν, μα ρίχνουν την ψήφο τους σε Χρυσές Αυγές και τέτοιες βλακείες. 40% αποχή; Μα είναι πλέον κόμμα κάτι τέτοιο, όχι τάση. Βγάζει κυβέρνηση.
Αν το αφήσουμε κι άλλο, θα κάνει πια ό,τι θέλει ένα πολύ συγκεκριμένο σύστημα, που κατατάσσει τους ανθρώπους είτε σε καταναλωτές, είτε σε απόβλητους· το οποίο θα αρπάξει τους νέους και θα τους στίψει για τρεις και εξήντα. Είναι παγκόσμια τα ζόρια, πάνε να μας την κάνουν πολύ χοντρά. Η άλλη λύση είναι βέβαια να πάρεις τα βουνά. Μαγκιά και respect. Πολύ respect. Πάρε τα βουνά, όμως. Γιατί ούτε τα βουνά είναι εύκολα, ούτε η τσάπα.
Τελειώνω τον καινούριο δίσκο με μια νέα εκτέλεση της “Περιουσίας”, ένα τραγούδι από το Φως στο οποίο τότε δεν έδωσε κανείς ιδιαίτερη σημασία. Λέει λίγο-πολύ για όλα όσα συζητάμε, ας το προσέξουμε τώρα λοιπόν, καθώς είναι τόσο σημαντικά επίκαιρο... Αυτή τη φορά όμως το χτυπήσαμε με νταούλια και κλαρίνα, γιατί ήθελα πλέον να ηχεί σαν μια δήλωση και να είναι και λίγο πιο θυμωμένο.
Σας αρέσουν οι αλήθειες, ε;
Πολύ. Πάρα πολύ.
Δεν είναι τυπικό ελληνικό χαρακτηριστικό αυτό, πάντως... Υποθέτω σας έχει προξενήσει διάφορους μπελάδες.
Τόσο πολύ δεν είναι τυπικό, ώστε πολλές φορές, όταν λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους, με κοιτάνε καχύποπτα. Και πρέπει να χάσω χρόνο και ενέργεια για ν' αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Δεν υπάρχει πιο κουραστικό πράγμα... Με καταρρακώνει που νομίζουν ότι κάτι άλλο έχεις στο μυαλό σου, που ψάχνουν τον λάκκο στη φάβα γιατί δεν αντέχουν ή δεν θέλουν ν' ακούσουν την αλήθεια.
Διάβαζα κάτι καταπληκτικά σχετικό στο Ως Στρουθίον Μονάζον Επί Δώματος, του Γιάννη Τσαρούχη. Έγραφε για τη μητέρα του και για μια γειτόνισσα που είχαν εκεί στον Πειραιά, πεθαμενατζού στο επάγγελμα (έτσι την αποκαλεί). Καθόντουσαν λοιπόν στην αυλή, πίνανε καφέ και τα λέγανε –ήταν ο καιρός που σάρωνε η ισπανική γρίπη. Κι έλεγε εκείνη στη μητέρα του Τσαρούχη: «άντε, ακόμα μία χρονιά να πάνε έτσι οι δουλειές και θα προικίσω και την άλλη μου κόρη». Κι αντέτεινε η μάνα του: «καλά, δεν σκέφτεσαι ότι μπορεί αύριο αυτή η αρρώστια να χτυπήσει το παιδί σου ή κι εσένα;». Για ν' απαντήσει η πεθαμενατζού: «α μωρέ κι εσύ, όλο στο κακό πάει ο νους σου πια...».
Μας ακολουθεί τούτη η νοοτροπία, ότι το κακό που συμβαίνει στον διπλανό δεν θα συμβεί στο σπίτι μας. Γι' αυτό και ακόμα δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τι διαδραματίζεται γύρω μας. Κι επιτρέπουμε έτσι να γίνονται όλες οι αθλιότητες οι οποίες γίνονται.
{youtube}o4XebU_Nqik{/youtube}