Να ανήκεις στην ιστορική μουσική οικογένεια των Ξυλούρηδων είναι ταυτόχρονα ευλογία, αλλά και ευθύνη βαριά. Ευλογία γιατί μεγαλώνεις με τους ήχους των οργάνων από την παιδική σου ηλικία, ενώ η παράδοση ενός ολόκληρου νησιού σου παραδίδεται απλόχερα στο ίδιο το περιβάλλον σου. Ευθύνη βαριά –σαν ακολουθήσεις ασφαλώς κι εσύ τον δρόμο της οικογένειας– να σταθείς αντάξιος της καλλιτεχνικής διαδρομής της προηγούμενης γενιάς και να καταφέρεις να μεταφέρεις αυτή την κληρονομιά στην επόμενη. Ανάμεσα σε δυο γενιές βρέθηκε λοιπόν ο Ψαρογιώργης (Γιώργος Ξυλούρης) –ανιψιός του Νίκου Ξυλούρη και γιος του Ψαραντώνη. Συνεχιστής μα και ανανεωτής της κρητικής παράδοσης, μεγάλωσε σε έναν από τους πυρήνες της και πλέον την ταξιδεύει διαρκώς σε Ελλάδα και εξωτερικό μέσα από τους ήχους του λαούτου του. Σταθμός αυτής της διαδρομής και αφορμή της παρακάτω συνέντευξης, η σημερινή του συναυλία στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων...
Οι συστάσεις σας περιορίζονται συνήθως στην καταγωγή σας, στην ιστορία της οικογένειάς σας και στην καθοριστική της συνδρομή στη μουσική παράδοση της Κρήτης. Το ντοκιμαντέρ της ζωής σας έχει όμως κι άλλες, λιγότερο γνωστές, πτυχές: την Ιρλανδία, την Αυστραλία...
Η διαμονή στην Αυστραλία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή και στην καριέρα μου. Είχα την τύχη να βρεθώ σε διάφορους χώρους, να ακούσω άλλους μουσικούς και να παίξω μαζί τους. Μέσα σε αυτούς ήταν και Ιρλανδοί, οι οποίοι μαζεύονται μεγάλες παρέες (των 15-20 ατόμων) σε μπυραρίες και παίζουν μουσική με διάφορα όργανα: φλογέρες, μπάντζο, ακορντεόν, βιολιά, μπουζούκια, bodhrans (ιρλανδέζικα κρουστά). Σε αυτή λοιπόν τη μουσική παρέα μπορεί να συμμετάσχει όποιος θελήσει να πάρει το δικό του όργανο και να παίξει μαζί τους. Η δική μου τώρα σχέση με την ιρλανδέζικη μουσική ήταν περισσότερο ακουστική: μ' αρέσει δηλαδή να ακούω τα τραγούδια αυτής της χώρας. Οι Ιρλανδοί έχουν βαθιές ρίζες, είναι άνθρωποι ανοιχτοί, ευθείς, λάτρεις της μουσικής. Από τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να αρχίσουν το τραγούδι. Στην Αυστραλία συμμετείχα και σε πολλές ηχογραφήσεις μουσικών με διάφορες καταβολές. Δημιουργήθηκε έτσι ένα κράμα. Έπαιξα ας πούμε με τους Dirty Three, οι οποίοι διαθέτουν έναν δικό τους, μοναδικό ήχο.
Μιλήστε μας λίγο και για το A Family Affair της Αγγελικής Αριστομενοπούλου...
Αυτό ήταν μια ιδέα της Αγγελικής, προέκυψε μέσα από τη φιλία μας, από την παρέα την οποία κάναμε. Είχαμε βρεθεί σε κάποια άλλα γυρίσματα, μέσα από την εκπομπή Οι Μουσικοί του Κόσμου του Λεωνίδα Αντωνόπουλου, και από τότε κρατήσαμε τη σχέση μας. Βρεθήκαμε ξανά μέσα από τη δουλειά, στην ταινία που έκανε η Αγγελική για τον Γιάννη Αγγελάκα –είχε την έμπνευση αφού είχαμε γνωριστεί. Η ιδέα ήταν να παρουσιάσει πώς η παράδοση μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται ένας ενδιάμεσος κρίκος, ένα σκαλοπάτι. Εδώ έρχομαι λοιπόν εγώ, καθώς βρίσκομαι ανάμεσα στον πατέρα μου και στα παιδιά μου. Υπάρχει επίσης και μία ακόμα πτυχή: πώς γαλουχούνται όσα παιδιά μεγαλώνουν ανάμεσα σε δύο διαφορετικές παραδόσεις, πώς φιλτράρουν τις παραδόσεις αυτές και πώς εκείνες αναπτύσσονται μέσα τους.
Ήρθε λοιπόν η Αγγελική στην Αυστραλία –ήταν και ο πατέρας μου μαζί. Και κάναμε περιοδεία για περίπου έναν μήνα, είχαμε ως βάση τη Μελβούρνη και γυρνούσαμε. Παίξαμε σε φεστιβάλ όπως το Womadelaide και το Golden Plains. Το Womadelaide είναι ένα απο τα μεγαλύτερα παγκόσμια μουσικά φεστιβάλ, με πολλές διαφορετικές μουσικές: από παραδοσιακά μέχρι ηλεκτρονικά απ’ όλο τον κόσμο. Ενώ το Golden Plains είναι ροκ φεστιβάλ, παίζουν κυρίως ροκ μπάντες. Στις συναυλίες αυτές κάναμε πολλά γυρίσματα, αλλά ακόμα δεν έχουμε τελειώσει. Θα έρθουν έτσι ξανά τα παιδιά στην Κρήτη, ήταν και τώρα το καλοκαίρι εδώ. Δεν είναι τόσο εύκολο να στηθεί όλο αυτό, χρειάζεται αρκετός χρόνος. Αλλά η χαρά είναι μεγάλη να συνεργάζεσαι με ανθρώπους όπως η Αγγελική, ο Μιχάλης Αριστομενόπουλος και ο Στέλιος Αποστολόπουλος.
Το λαούτο, από συνοδευτικό της λύρας μουσικό όργανο που ήταν η συνήθης χρήση του παλαιότερα, έχει γίνει τα τελευταία χρόνια –από εσάς και άλλους νεότερους Κρήτες ερμηνευτές– κεντρικό όργανο μιας ορχήστρας και συνοδευτικό της ερμηνείας τους. Ποια είναι η θέση και η αξία του λαούτου ως όργανο σε σχέση με τη λύρα;
Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρα γι’ αυτό... Το λαούτο πάντα είχε τέτοια λειτουργία, από τη στιγμή που μπήκε στην κρητική μουσική (λέγεται ότι ήρθε από την Πελοπόννησο πριν δύο αιώνες περίπου): συνοδευτικό μεν, αλλά με ρόλο σολιστικό. Δεν είναι τώρα δηλαδή που έγινε αυτό. Από τις παλαιότερες σωζόμενες ηχογραφήσεις το ακούμε να έχει και συνοδευτικό και κύριο ρόλο. Έχουν γίνει γλέντια και βεγγέρες μόνο με λαούτο.
Άλλωστε το κρητικό λαούτο έχει διαφορετικό ρόλο από το στερεοελλαδίτικο. Έχει πολλαπλό χαρακτήρα, παίζει όλη τη μελωδία μαζί με τη λύρα –μπερντελίδικα όπως λένε στην Κίσσαμο. Αυτό γίνεται κυρίως στα συρτά. Με το πέρασμα των χρόνων το λαούτο γίνεται περισσότερο συνοδευτικό, γιατί τέτοιες ήταν οι ανάγκες. Λέγεται ότι το δεύτερο λαούτο, το οποίο κρατάει τον ρυθμό, προέκυψε στη δεκαετία του 1970 από την ανάγκη να βρίσκονται τρία άτομα στη ζυγιά και όχι δύο –αλλιώς δεν εθεωρείτο ορχήστρα, δεν ήταν νόμιμο να πληρώνει κανείς και να μη βρίσκονται επί σκηνής τρεις μουσικοί. Πολλές φορές μάλιστα, όταν φοβόντουσαν μην έρθει η εφορία, έβαζαν ένα γκαρσόνι να κρατάει τον ρυθμό με το δεύτερο λαούτο. Κι έτσι καθιερώθηκε το ρυθμικό λαούτο. Παράλληλα όμως βγαίνει μπροστά και κάνει πιο ασυνήθιστα πράγματα, όπως π.χ. το να παίζει μαλεβιζιώτη.
Ύστερα, με την πάροδο των χρόνων, έχουμε την ευκαιρία να ακούμε διαφορετικές μουσικές• παλαιότερα οι άνθρωποι δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα. Με τα ταξίδια και την τεχνολογία έχουμε πάρα πολλές επιλογές, πολλά ακούσματα, κάτι που αποτυπώνεται στο παίξιμο. Βγαίνει στο παίξιμό σου από μόνο του πια.
Ο δίσκος Όσο Κι Αν Δέρνει Ο Άνεμος έκανε ιδιαίτερη αίσθηση με την καινοτομική του προσέγγιση στον παραδοσιακό ήχο, αλλά και για τη σύμπραξή σας με καλλιτέχνες διαφορετικών αναφορών, όπως τον Γιάννη Αγγελάκα και τον Νίκο Βελιώτη. Πώς λειτούργησε αυτό το εγχείρημα;
Το να συνεργαστώ με τους συγκεκριμένους ανθρώπους υπήρξε για μένα μια άλλη ξεχωριστή εμπειρία. Το εγχείρημα λειτούργησε με θετική ενέργεια για όλους μας. Ο ένας πήρε από τον άλλο, έμαθε πράγματα. Καταθέσαμε τον εαυτό μας, την ψυχή μας, και βγήκε το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Και μέσα από αυτόν τον ήχο, αντίστοιχα, άντλησε ο καθένας τα δικά του αποθέματα. Υπήρξε βέβαια χρονοβόρα διαδικασία, γιατί ο καθένας ήταν απασχολημένος με τα δικά του. Συγχρόνως, όμως, επειδή οι ηχογραφήσεις έγιναν και στη Θεσσαλονίκη και (κάποιες λιγότερες) στην Κρήτη, λειτούργησε θετικά γιατί βρισκόμασταν περισσότερες φορές. Πολλά επίσης τα πρόσωπα που έχουν λάβει μέρος: ο Τίτος Καργιωτάκης, ο Coti K., ο Χρήστος Χαρμπίλας, ο Γιάγκος Χαιρέτης. Έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, αυτοί και όλοι όσοι συμμετείχαν.
Πιστεύετε ότι η διαχρονική μεταφορά της παραδοσιακής μουσικής από γενιά σε γενιά οφείλει να γίνεται μ’ έναν πιο σύγχρονο ήχο, ο οποίος να σέβεται όμως το πρωτογενές υλικό;
Η μεταφορά της μουσικής από γενιά σε γενιά είναι προφορική, γίνεται με το αυτί. Θα τη δεις μπροστά σου και θα επιλέξεις να έρθεις πιο κοντά, να δεις όλη τη γκάμα, από τα παλαιότερα μέχρι τα νεότερα πράγματα, να την εισπράξεις και να την κάνεις δική σου. Το εφαλτήριο για να πας παρακάτω, είναι να έχεις όλη τη γκάμα μέσα σου. Όταν επιτυγχάνεται αυτό, τότε οφείλουμε να εξελίσσουμε τη μουσική μας παράδοση, γιατί μας έχει πλέον δώσει πολλά και πρέπει κι εμείς να της δώσουμε πίσω κάτι. Το νέο δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνεται με εντελώς ξένο, αλλότριο τρόπο. Καινούρια πράγματα μπορείς να αντλήσεις και μέσα από τα παλιά, μπορεί να αφαιρέσεις στοιχεία αντί να προσθέσεις κι αυτό να είναι κάτι νέο. Ή μπορεί να ανακαλύψεις καινούριους τρόπους μέσα από τους παλιούς. Όλα είναι εξέλιξη.
Η πιο σύγχρονη προσέγγιση στη μουσική παράδοση της Κρήτης στις δουλειές σας μα και στις ζωντανές σας εμφανίσεις μαρτυρούν επιρροές και από άλλα είδη μουσικής. Ποια είναι αυτά;
Την πρώτη φορά που πήγα στην Αυστραλία στάθηκα τυχερός και βρέθηκα ανάμεσα σε φίλους μουσικούς με διαφορετική προέλευση, με διαφορετικά ακούσματα. Παίξαμε έτσι μαζί πράγματα που αποδείχθηκαν σταθμός για μένα, ενώ δημιουργήσαμε και το σχήμα Xylouris Ensemble, με το οποίο ηχογραφήσαμε τέσσερις δίσκους –οι Αντίποδες είναι η πιο γνωστή δουλειά στην Ελλάδα. Υπήρξε λοιπόν εκείνη η περίοδος πολύ καθοριστική για μένα και το λαούτο μου. Ανακάλυψα πολλά. Έμαθα πολλά.
Πριν από αυτό είχαν προηγηθεί βέβαια και άλλες συνεργασίες. Με τον πατέρα μου λ.χ., ο οποίος έχει τον δικό του τρόπο, το έντονο έως και θυελλώδες συναίσθημα του ρυθμού, οπότε είχε ανάγκη για ένα συγκεκριμένο άκουσμα από το λαούτο. Αυτό με έκανε να εφεύρω τρόπους για να μπορώ να τον συνοδεύσω. Μετά με τον Ross Daly και το συγκρότημα Λαβύρινθος, στο οποίο συμμετείχα για καιρό, ή με τον Αχιλλέα Περσίδη και τον Νότιο Ήχο. Όλα στάθηκαν εμπειρίες. Όπως και ο Γιώργης Λαγκαδινός –φίλος με τον οποίον πήραμε ένα μαγνητόφωνο και γυρίζαμε τα χωριά: βρίσκαμε γέροντες και τους ηχογραφούσαμε κι ο Γιώργης παρουσίαζε τα αποτελέσματα στη ραδιοφωνική εκπομπή που είχε τότε. Στο αυτοκίνητο ακούγαμε πολύ μουσική. Μουσικές από την ανατολική Μεσόγειο, την Ασία, φλαμένκο, αραβική και τούρκικη μουσική, ροκ (Rolling Stones, Jimi Hendrix), ηπειρώτικα. Κι αυτό γινόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι διαδρομές, τα ταξίδια, οι παρέες στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, στα Ανώγεια, όλα παίξανε ρόλο.
Ποια η συμβολή στη μουσική παράδοση του τόπου μας φορέων όπως το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων ή το μουσικό εργαστήρι «Λαβύρινθος» του Ross Daly στο Χουδέτσι της Κρήτης;
Η συμβολή είναι τεράστια. Είναι σπουδαίο να έχουμε έναν χώρο σαν κι αυτό το μουσείο όπου εκτίθενται και συντηρούνται όργανα με τέτοια ιστορία. Είτε από συναισθηματική/ρομαντική, είτε από πολιτισμική σκοπιά να το δει κανείς, είναι σημαντικό να έχουμε την ευκαιρία να πάμε να δούμε το κλαρίνο του Χαλκιά, τη λύρα του Ψαρονίκου (Νίκου Ξυλούρη) ή το σαντούρι του Μόσχου. Μια τέτοια εικόνα εμένα με συγκινεί, με συνδέει με το παρελθόν, μου δίνει έμπνευση. Επίσης σημαντικό θεωρώ το ότι γίνονται και συναυλίες στον κήπο του Μουσείου, ο οποίος διαθέτει μια ατμόσφαιρα ξεχωριστή.
Ο «Λαβύρινθος» είναι επίσης ένας σπουδαίος χώρος. Έχεις εκεί την ευκαιρία να ακούσεις διαφορετικά πράγματα, να συμμετέχεις σε σεμινάρια, να μάθεις όργανα που δεν ξέρεις, να γνωριστείς με ανθρώπους από άλλα μέρη. Μπράβο στον “Λαβύρινθο”, γιατί είναι καλά οργανωμένος και κατορθώνει να παραμένει ζωντανός μέσα από τις κατά καιρούς αντίξοες συνθήκες. Συμβάλλει σημαντικά στην παράδοση του τόπου μας.
{youtube}IKDq1pzQS4Y{/youtube}