Μιχάλης Τσαντίλας

Σχεδόν 10 χρόνια ζωής μετρούν οι Αθηναίοι Afformance, με πολλές ζωντανές εμφανίσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό στο ενεργητικό τους. Δισκογραφικά ξεκίνησαν το 2010 με το άλμπουμ A Glimpse To The Days That Pass, ενώ φέτος επέστρεψαν με το EP The Place. Στην κουβέντα που είχαμε, μάς μίλησαν για τη μέχρι σήμερα πορεία τους, για τις συναυλιακές εμπειρίες και για τις... αναπάντεχες μουσικές (και άλλες) επιρροές τους…

Ας πάμε πίσω στον χρόνο: πότε, πώς και με ποιους στόχους σχηματίστηκαν οι Afformance; Και με ποιες αλλαγές στη σύνθεσή τους τούς συναντάμε σήμερα;

Γιάννης: Τα πρώτα jams ξεκίνησαν νομίζω κάπου το 2004, με τα 2/4 της σημερινής μας σύνθεσης, στον χώρο που είχε ο τότε ντράμερ μας, Πέτρος, με σκοπό να παίξουμε μουσικές που μας εκφράζουν και να περάσουμε καλά. Όπως ήδη κάναμε δηλαδή με διάφορες άλλες μπάντες στις οποίες συμμετείχαμε εκείνο τον καιρό ή παλιότερα. Δύο χρόνια αργότερα η σύνθεση σταθεροποιήθηκε για αρκετό καιρό με την προσθήκη του Διονύση στην κιθάρα και του Φώτη στο μπάσο. Τη θέση του Φώτη πήρε κατόπιν ο Κώστας, ο οποίος αποχώρησε λόγω υποχρεώσεων, όπως και ο Πέτρος. Για ένα πολύ μικρό διάστημα την προηγούμενη χρονιά, πειραματιστήκαμε σε πιο ambient φόρμες, χωρίς φυσικά τύμπανα, αλλά το αποτέλεσμα δεν μας ικανοποιούσε απόλυτα μιας και δεν διασκεδάζουμε τόσο να παίζουμε αυτή τη μουσική ζωντανά. Και κάπου εδώ έρχεται ο νέος μας ντράμερ, επίσης Κώστας, καταλήγοντας στη σημερινή σύνθεση: με δύο Κώστηδες, έναν Διονύση κι έναν Γιάννη!

Κώστας Β.: Γενικά, αν δεν λέγεσαι Κώστας, δύσκολα παίζεις στους Afformance.

Affr_2

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το EP με τίτλο The Place, που περιέχει τη μουσική την οποία γράψατε για μια χορο-θεατρική παράσταση. Πώς σας φάνηκε η εμπειρία και ποιες διαφορές εντοπίζετε στο τελικό αποτέλεσμα σε σχέση με το A Glimpse To The Days That Pass;

Γιάννης: Ήταν πρωτόγνωρο για εμάς να συνθέτουμε με deadline και με κάποια σχετική υφολογική κατεύθυνση. Σίγουρα μας έκανε να δουλέψουμε πιο οργανωμένα και με πιο γρήγορους ρυθμούς από αυτούς που είμαστε συνηθισμένοι ως μπάντα. Η βασική διαφορά με το A Glimpse To The Days That Pass είναι ότι το τελικό αποτέλεσμα ακούγεται πιο ομογενοποιημένο, μιας και όλα τα κομμάτια ηχογραφήθηκαν σε ένα ενιαίο session και όχι σε διάσπαρτες χρονικές στιγμές, διαφορετικούς χώρους και ποικίλο εξοπλισμό. Γενικώς δεν νομίζω πως το A Glimpse To The Days That Pass αποτέλεσε ποτέ ουσιαστικό full-length, όχι τουλάχιστον όπως έχουμε εμείς κάτι τέτοιο στο μυαλό μας: τα περισσότερα κομμάτια του είχαν ηχογραφηθεί και κυκλοφορήσει μεμονωμένα για διάφορους σκοπούς (συλλογές, demos κτλ.), πριν την έκδοση του CD.

Διονύσης: Ναι, το να δουλεύουμε με deadline ήταν κάτι που δεν το είχαμε ξανακάνει και ακόμα μου φαίνεται περίεργο πώς το καταφέραμε να σου πω την αλήθεια... Μια επίσης βασική διαφορά είναι ότι όλα τα κομμάτια του The Place δουλεύτηκαν με την καινούρια σύνθεση της μπάντας, η οποία δεν έχει μπασίστα. Οπότε ήταν σημαντικό στοιχείο αλλαγής κάποιων πραγμάτων στον τρόπο σύνθεσης.

Affr_3

Κάνετε ορχηστρική μουσική σε μια χώρα όπου κυριαρχεί το τραγούδι. Βρίσκετε ανταπόκριση από το κοινό; Ποιες είναι οι δυσκολίες σας σε δισκογραφικό και συναυλιακό επίπεδο;

Διονύσης: Εξαρτάται τι εννοείς ανταπόκριση... Ενδεχομένως να μη μας ακούσει ποτέ κάποιος που ακούει κλασικό ροκ, έντεχνο ή ποπ. Ωστόσο υπάρχει κόσμος που μας στηρίζει και γενικά στηρίζει πιο underground, αν θες, μουσικές. Δεν τρέφουμε αυταπάτες, νομίζουμε ότι σε αυτό που μας αναλογεί η ανταπόκριση είναι πολύ καλή!

Κώστας Β.: Είναι δύσκολο, γιατί σε πολλούς ανθρώπους φαίνεται περίεργο να μην υπάρχουν φωνητικά σε μια μουσική σύνθεση. Οπότε αυτόματα περιορίζεται αρκετά το κοινό που θα δώσει τη βάση που πρέπει σε ό,τι κάνεις. Παρ’ όλα αυτά, όπως είπε και ο Διονύσης, η ανταπόκριση είναι ευτυχώς πολύ θετική.

Πέρα από τα γκρουπ τα οποία αναφέρετε στην ιστοσελίδα σας ως επιρροές (Battles, Mogwai, Ulver κ.ά.), τι άλλα πράγματα σας ενδιαφέρει να ακούτε, από την εγχώρια και διεθνή μουσική παραγωγή; Ποιο είναι το πιο απομακρυσμένο από το στυλ της μπάντας άκουσμά σας;

Γιάννης: Όλοι μας ακούμε αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα. Πιστεύω όμως πως όσο ετερόκλητα και απομακρυσμένα ακούσματα κι αν έχουμε ως μονάδες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η επιρροή από αυτά βρίσκει χώρο στη μουσική μας. Προσωπικά τον τελευταίο καιρό ακούω πολύ νεοψυχεδελικό ροκ και αφρικάνικη μουσική.

Διονύσης: Μάλλον κρατήθηκε ο Γιάννης για να μη με κάνει ρεζίλι, αν και δεν έχει μιλήσει ακόμα και ο Κώστας... Ναι, λοιπόν, εγώ ακούω αυτά που θα ρεζιλέψουν τη μπάντα μας! Αυτό τον καιρό είναι funk, soul, R'n'B και φυσικά υπάρχει και η διαχρονική μου αγάπη για τη βρετανική σκηνή των '90s-'00s.

Κώστας Β.: Amon Tobin, Die Antwoord, Meshuggah, Daft Punk, Dillinger Escape Plan, Squarepusher είναι κάποια λίγα ονόματα όσον αφορά στα απομακρυσμένα από εμάς στυλ, για να σου δώσω μια ιδέα. Γενικά βρίσκουμε πράγματα που μας αρέσουν σε πολλά είδη μουσικής, δεν θεωρώ ενδιαφέρον να ασχολείσαι αποκλειστικά με ένα-δύο είδη. Από την εγχώρια σκηνή αυτό τον καιρό με έχουν κερδίσει οι τελευταίες κυκλοφορίες των Tango With Lions και Spectralfire.

Affr_4

Εκτός των μουσικών, αναφέρετε και φυσικούς ήχους ως επιρροές σας (τον άνεμο, τη φωτιά, τη θάλασσα, τα ηφαίστεια κλπ.). Πώς μεταφράζονται αυτές στον ήχο και στο ύφος σας;

Γιάννης: Τέτοιοι ήχοι, καθώς και τα φυσικά φαινόμενα που τους προκαλούν, έχουν διαμορφώσει τον ανθρώπινο πολιτισμό και την κοινωνία σε απόλυτο βαθμό. Είναι λοιπόν αδιανόητο να μην έχουμε επηρεαστεί ως μουσικοί, έστω ασυνείδητα, από αυτά. Δεν πιστεύω να υπάρχει άνθρωπος που, όταν έμαθε για τα ηφαίστεια π.χ., δεν είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα μπροστά στο μεγαλείο της φύσης που ξερνάει υγρή, πηκτή φωτιά και καπνό. Σχεδόν επική εικόνα. Το πώς μεταφράζονται τώρα αυτά στη μουσική μας, δεν γνωρίζω να σου το απαντήσω είναι η αλήθεια...

Κώστας Β.: Ο Διονύσης ας πούμε, αντιστοίχως, ξερνάει αγνό πηκτό θόρυβο με ποτάμια από delays μέσω των ενισχυτών του.

Έχετε δώσει αρκετές συναυλίες και στο εξωτερικό. Ποια η ανταπόκριση και οι σχετικές εμπειρίες σας και ποιες οι δυσκολίες για ένα ελληνικό γκρουπ να σπάσει τα σύνορα της χώρας του;

Γιάννης: Αυτές οι συναυλίες είναι πολύ λιγότερες από όσες θα θέλαμε. Οι ευκαιρίες ήταν αρκετές για να έχουμε δώσει πέντε φορές περισσότερες, αλλά οι υποχρεώσεις (επαγγελματικές και στρατιωτικές) και ο οικονομικός παράγοντας έχουν σταθεί εμπόδιο, όπως βέβαια και στα περισσότερα γκρουπ ανά τον κόσμο. Η ανταπόκριση είναι σχεδόν πάντα εντυπωσιακή. Το να αγγίζει η μουσική σου ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν έρθει ποτέ ξανά σε επαφή μαζί της, το να σε συγχαίρουν άνθρωποι που ποτέ δεν έχεις ξαναδεί στη ζωή σου, το να επισκέπτεσαι μέρη που ως τότε τα είχες δει μόνο σε φωτογραφίες ή άλλα που δεν φανταζόσουν καν πως υπήρχαν, είναι σίγουρα εμπειρίες που σε βάζουν σε αισιόδοξες διαδικασίες σκέψης.

Για να σπάσει ένα ελληνικό γκρουπ τα σύνορα της χώρας, είναι αντίστοιχα δύσκολο με το να το κάνει κι ένα γκρουπ από την Πορτογαλία ή την Πολωνία. Κοινώς, η θέληση, το να ακούει κάθε κριτική, η οργάνωση και η πίστη στον εαυτό της είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που πρέπει να διαθέτει κάθε μπάντα. Φυσικά και το οικονομικό κομμάτι αποτελεί βασικό και ζωτικό σημείο, το οποίο πονάει. Αλλά, πραγματικά, αν βάλει κανείς κάτω τα έξοδα μιας περιοδείας, στη χειρότερη περίπτωση να κοστίσουν όσο οι καλοκαιρινές διακοπές του κάθε μέλους της μπάντας.

Πού βρίσκεται –και γιατί– για εσάς η πεμπτουσία αυτού που κάνετε ως Afformance; Στη σύνθεση, στην ηχογράφηση στο στούντιο ή πάνω στο σανίδι, την ώρα του live;

Γιάννης: Πρόκειται για διαδικασίες με εντελώς διαφορετική ενέργεια η κάθε μία, οπότε θα ήταν άδικο να θεωρήσουμε πως γέρνει κάπου η ζυγαριά. Απολαμβάνουμε εξίσου κάθε στιγμή της δημιουργίας ή έκφρασης/εξωτερίκευσης της μουσικής μας.

Διονύσης: Όντως απολαμβάνουμε κάθε διαδικασία, καθώς η κάθε μια έχει τη δική της ομορφιά. Αλλά για εμένα προσωπικά η σκηνή είναι το απόλυτο σημείο όπου η μπάντα –και κάθε μπάντα, αν θες τη... ρετρό άποψη μου– δείχνει τι πραγματικά αξίζει. Όχι με την έννοια του βιρτουόζου, αλλά με βάση το πόσο έχει δουλέψει ό,τι κι αν είναι αυτό που παίζει, ώστε να κερδίσει τον ακροατή. Είναι ο χώρος όπου τα πράγματα γίνονται εντελώς άμεσα μεταξύ κοινού και μουσικών.

Μπορούμε να θεωρήσουμε το The Place ως ενδεικτικό των κατευθύνσεων της επόμενης δισκογραφικής κατάθεσής σας, που βρίσκεται ήδη στα σκαριά; Τι άλλο σχεδιάζετε για τη συνέχεια;

Γιάννης: Μάλλον όχι, μιας και οι συνθέσεις του The Place δημιουργήθηκαν με σκοπό να εξυπηρετούν μία συγκεκριμένη μορφή έκφρασης, που δεν είμαστε σίγουροι εάν θα θέλαμε να προσεγγίσουμε και στην επόμενη, πρώτη ουσιαστική full-length κυκλοφορία μας. Ίσως πάλι να βγω ψεύτης... Το σίγουρο είναι πως μαζεύουμε υλικό εδώ και αρκετά χρόνια και θα χρειαστεί αρκετό ξεσκαρτάρισμα για το τι θα καταλήξει πού, πριν αρχίσουμε να ηχογραφούμε. Πιθανότατα λοιπόν θα υπάρξουν και άλλες κυκλοφορίες πριν ή και μετά από το full-length, σε φυσική ή ψηφιακή μορφή.

{youtube}feucVQq6kIE{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured