Είναι… Φυσικό και Επόμενο, όπως και το όνομα του μαγαζιού του Δημήτρη και του Πάνου που φιλοξένησε την κουβέντα μας: αν πετύχεις τους Μέντα όλους μαζί –πράγμα σπάνιο– θα ξεπεράσεις κατά πολύ τον προσχεδιασμένο χρόνο συνομιλίας. Κομίζοντες εδώ και 12 χρόνια DIY φιλοσοφία και απενοχοποιημένη ποπ, με καινούριο, ολόφρεσκο βιντεοκλίπ, οι Μέντα… «Γύρισαν Κοντά μας»! Προσφορά του καταστήματος: δυνατό κοκτέιλ, με κύρια χαρακτηριστικά τις δυνατές κιθάρες, την αυτοδιαχειριζόμενη δημιουργικότητα, το –πολιτικό–δικαίωμα στην αισιοδοξία, μα και τον Χιώτη, τον Άκη Πάνου, τη Νέα Ορλεάνη και τόσα άλλα…
Τι έχει να πει ένα συγκρότημα που εκφράζεται με κεντρικό άξονα την ποπ, και δη την ελληνόφωνη, 12 χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση; Υπάρχει στην τελευταία σας δουλειά κάτι από την ανάγκη που γέννησε τον Πλανήτη του Εδμούνδου;
Νίκος Παπαδημητρίου (Ν.Π.): Υπάρχουν δύο άξονες: ο ένας είναι ότι οι Μέντα θέλουν να συνεχίσουν να υπάρχουν, γιατί πιστεύουν πως έχουν να συνεισφέρουν πράγματα. Επίσης θεωρούμε ότι η μουσική είναι ζήτημα ανταλλαγής ιδεών και εμπνεύσεων, αλληλεπίδραση και ανακύκλωση. Κι επειδή είμαστε σύγχρονη μπάντα και δεν ακούμε μόνο Beatles, Beach Boys και Kinks μα και μέταλ και ένα κάρο άλλα πράγματα, αισθανόμαστε την ανάγκη να βγάλουμε προς τα έξω όσα έχουν κατακάτσει μέσα μας. Αν και είμαστε πολύ ευχαριστημένοι με τους πέντε μέχρι τώρα δίσκους μας, πιστεύουμε πως δέκα δίσκοι θα 'ναι ακόμα καλύτεροι! (γέλια)
Στο άθροισμα των ακουσμάτων σας συμπεριλαμβάνονται τόσο οι Blur, όσο και το μέταλ• διασκευάζετε Γιώργο Ρωμανό, ταυτόχρονα όμως σας είδαμε και στην τόσο συζητημένη συναυλία των Swans στην Αθήνα. Έχουμε πλέον φτάσει στην εποχή του ακομπλεξάριστου μουσικού πλουραλισμού;
Ν. Π.: Δεν ξέρω να σου πω πώς γίνεται… Στους Swans για παράδειγμα εγώ λίγο ζορίστηκα, παρ' όλο που η συναυλία ήταν τρομερή, κάτι σαν εξωσωματική εμπειρία! Διαπιστώνω όμως πως κάποια πράγματα τα αυτιά μου δεν τα αντέχουν πια… Αντίθετα ο Κώστας (σ.σ.: Βλάχας, ο κιθαρίστας της μπάντας), επίσης παρών, ξετρελάθηκε, επηρεάστηκε απ’ όλο αυτό που συντελέστηκε στο Fuzz εκείνο το βράδυ. Υπάρχουν λοιπόν οι επιρροές και δεν έχουμε κανένα κόμπλεξ να τις αναφέρουμε. Και ναι, το έχουμε πει και το ξαναλέμε: αγαπάμε Blur, τους θεωρούμε το μεγαλύτερο συγκρότημα της δεκαετίας του 1990. Αλλά, αντίστοιχα, θυμάμαι με τρυφερότητα και κρατώ και τα χρόνια μου ως χεβιμεταλλάς, όταν ήμουν πιτσιρικάς. Νομίζω μάλιστα πως ακόμα μου βγαίνει στα λάιβ και στις πρόβες αυτός ο… χεβιμεταλλισμός και το γουστάρω. Επίσης, ένα από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα παραμένουν οι Queens Of The Stone Age, λατρεύω τις δυνατές τους κιθάρες.
Πόσο όμως μπορείτε να υποστηρίξετε κάτι τέτοιο και ταυτόχρονα να το μετουσιώσετε σε Μέντα ήχο;
Ν. Π.: Ναι, τα παραπάνω δεν φτάνουν βέβαια αυτούσια στον δικό μας ήχο, δεν θ' ακούσεις κάτι τέτοιο στους Μέντα –αν και, μιλώντας για τις κιθάρες, θα τις ακούσεις στον τελευταίο δίσκο και μάλιστα δυνατά! Μιλώντας με κόσμο μετά τα λάιβ, όλοι μας έκαναν την εξής ερώτηση: πού πηγαίνει αυτό το καταιγιστικό των ζωντανών μας εμφανίσεων (συγκεκριμένα μας χαρακτήρισαν άγρια θηρία!) και γιατί δεν παρατηρείται στις ηχογραφήσεις μας; Και η αλήθεια είναι πως στον τρίτο και στον τέταρτο δίσκο δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν ήταν έντονες οι κιθάρες, βγήκαν τα πλήκτρα πιο μπροστά... Αλλά στο Μέντα αποφασίσαμε να βγάλουμε προς τα έξω το πιο δυνατό, το λάιβ παίξιμό μας. Μας επηρέασε λοιπόν πολύ η γνώμη του κόσμου και συμφωνήσαμε όλοι πως θέλαμε τη μπάντα ν' ακούγεται σχεδόν όπως και ζωντανά.
Γίνεται και το αντίστροφο; Να μεταφέρετε δηλαδή στο λάιβ κάτι από τις «ευκολίες» του στούντιο;
Ν. Π.: Γίνεται, μέσω samples, προηχογραφημένων δειγμάτων ήχων που υπάρχουν στους δίσκους. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ακούς κάτι που έχει ήδη ηχογραφηθεί και το αφήνουμε και τρέχει έτσι ξερό… Ό,τι γίνεται, γίνεται με ζωντανό παίξιμο, ειδικά από τον Δημήτρη Λαϊνά (τον πληκτρά μας), ο οποίος χρησιμοποιεί πολλά όργανα ταυτόχρονα σε αληθινό χρόνο, μέσω του υπολογιστή.
Σας λέει αλήθεια κάτι η διαφορά ηλικιών που διακρίνετε στο κοινό των λάιβ;
Ν. Π.: Είναι ευχάριστο να βλέπεις και νεότερους μέσα στο κοινό, πάει να πει ότι υπάρχει μια σύνδεση ανάμεσα στη δική μας τη γενιά και στην επόμενη. Γιατί εμείς πια, οι γεννημένοι στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αρχίζουμε να νιώθουμε μια μοναξιά όσον αφορά στους νεότερους, ότι δηλαδή θα απευθυνόμαστε μόνο σε 35αρηδες ή 40ρηδες… Ευτυχώς δεν είναι έτσι, όπως αποδεικνύεται. Κι αν με ρωτήσεις τι προτιμάω, προτιμώ τα 20χρονα που χοροπηδούν απ' τους 40χρονους που κάθονται σαν αγγούρια με ένα ποτό στο χέρι.
Σας έχουν κατατάξει μέχρι και στο εγχώριο αντεργκράουντ. Πιστεύετε πως μπορεί και να έχετε επηρεάσει την εξέλιξη αυτού που λέμε indie pop/rock στην Ελλάδα; Όταν για παράδειγμα πρωτάκουσα Άγγελο Κυρίου, μου 'ρθε στο μυαλό η παλιά –και αγαπημένη– "Γλυκιά Αυτοπεποίθηση". Αναγνώρισα μια συνάφεια, μια συνέχεια, αναλογιζόμενη βέβαια και τη χρονική απόσταση...
Ν. Π.: Αυτό που κάνει ο Άγγελος Κυρίου είναι πιο ιδιαίτερο και πιο πειραματικό... Δεν το γνωρίζουμε το συγκεκριμένο παιδί, ίσως και να έχει ακούσει κάποιον δίσκο των Μέντα, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να έχει επηρεάσει έναν μουσικό. Έχει τύχει να έρθει μουσικός –γνωστός, με δισκογραφία και με βιντεοκλίπ και απ' όλα– και να μας πει ότι έχει τον πρώτο μας δίσκο και είναι τρελαμένος μ' αυτόν. Δεν έχεις λοιπόν ιδέα ποιον μπορεί να έχεις επηρεάσει μέσα στο όλο ελληνικό κουρμπέτι. Για τον Άγγελο Κυρίου δεν το 'χαμε πάντως σκεφτεί και η αλήθεια τώρα που το λες είναι πως διακρίνεται μια συγγένεια … Ίσως κι εμείς, στην αρχή –με τη "Γλυκιά Αυτοπεποίθηση" ειδικά– να εισάγαμε έναν κυνισμό, μια κόντρα στον μέχρι τότε συνηθισμένο στίχο, μια «πρόκληση» που τώρα έγινε τάση. Θα μας άρεσε να συμβαίνει έτσι...
Υπάρχει λοιπόν κάποιος «δημιουργικός κύκλος» ή «κύκλοι»; Με κοινά ίσως χαρακτηριστικά;
Ν. Π: Ο Άγγελος Κυρίου (κι άλλα παιδιά και σχήματα τον τελευταίο καιρό) έχουν μια συνάφεια αισθητική, μέσω του πειραματισμού, μα και μέσω της συμμετοχής σε συγκεκριμένα events, με συγκεκριμένους ανθρώπους. Ωστόσο οι Μέντα δεν συμμετέχουν σε αυτή τη συνάφεια. Δεν θα μπορούσαμε ας πούμε να πάμε σ' ένα φεστιβάλ όπου μας δίνουν μισή ώρα για να παίξουμε και πέντε λεπτά για να στήσουμε τον εξοπλισμό μας, ενώ παράλληλα θα ξεστήνει ο προηγούμενος.
Κώστας Βλάχας (Κ.Β.): Δεν το επιδιώκουμε, όχι επειδή το παίζουμε ντίβες, αλλά επειδή ο εξοπλισμός μας είναι αδύνατο να στηθεί σε πέντε λεπτά. Τα φεστιβάλ είναι υπέροχα, όμως δεν μπορούμε να αποδώσουμε ό,τι δίνουν οι Μέντα μέσα σε 3-4 τραγούδια. Το 'χουμε δοκιμάσει στο παρελθόν και δεν μας ικανοποίησε. Ο κόσμος βέβαια μας διαβεβαίωνε πως ακουγόταν ωραία, εμείς ωστόσο δεν ακούγαμε τίποτα κι αποδείχθηκε έτσι πολύ ψυχοφθόρα διαδικασία. Άσε που δεν μας κάλεσαν κιόλας σε κάποιο απ' τα πρόσφατα φεστιβάλ! (γέλια)
Υπάρχει όμως κι από εσάς μια αισθητική πρόταση Μέντα, την οποία υποστηρίζουν συγκεκριμένοι άνθρωποι και σταθεροί συνεργάτες σας (εξώφυλλα, βιντεοκλίπ, ηχοληψία, συνεργασία με τους Voyage Limpid Sound). Δημιουργούνται λοιπόν στο εγχώριο κουρμπέτι παρέες θετικά εννοούμενες, μικροί πυρήνες αλληλοστήριξης και δημιουργικότητας; Αισθάνεστε ασφάλεια μέσα σε αυτό;
Ν. Π.: Υπάρχουν και πρέπει να υπάρχουν τέτοιοι πυρήνες. Ωστόσο άλλο οι συνεργάτες μας, κι άλλο οι συνάδελφοι. Δεν έχει φτιαχτεί κάποιος πυρήνας 5-6 ας πούμε συγκροτημάτων, που να βοηθάει το ένα το άλλο στην αυτοδιαχείριση, στην προώθηση, στα εξώφυλλα κλπ. Μας βοηθάει λ.χ. ο Δημήτρης ο Μπόρσης από τους Film κι εμείς τον προτείνουμε και σε άλλους, δεν έχει όμως φτιαχτεί κάτι μεγαλύτερο. Φοβάμαι πως, παρά τις τόσες συνεργασίες τις οποίες ανέφερες, οι Μέντα έχουμε διαγράψει μια μοναχική πορεία. Οι τελευταίοι μας τρεις δίσκοι έχουν βγει από μας, η Inner Ear έχει αναλάβει τη διακίνησή τους: τις αποφάσεις τις παίρνουν οι Μέντα και οι Μέντα πληρώνουν και τα αντίστοιχα χρήματα. Έτσι ήταν μάλιστα και όταν βρισκόμασταν στη Studio II –ο Βλάσης ο Ερημάκης λάμβανε έτοιμο το υλικό, όλες τις αποφάσεις τις παίρναμε μόνοι μας (και τον ευχαριστούμε γι' αυτήν την ελευθερία).
Μια τέτοια λοιπόν μοναχική και ελεύθερη δημιουργικά πορεία έχει και τις συνέπειές της: όταν βρίσκεσαι κάτω από την ομπρέλα μιας εταιρείας, εκείνη σε φέρνει σε επαφή με άλλα συγκροτήματα, εμφανίζεσαι σε φεστιβάλ, συμμετέχεις γενικά σε έναν κύκλο στον οποίον κινούνται πράγματα. Αυτό δεν το απολαύσαμε όσο θα θέλαμε. Δεν έχουμε πολλές γνωριμίες, απ' αυτές που θα μας έβαζαν να παίξουμε σ' ένα φεστιβάλ. Δεν έχουμε ούτε καν μάνατζερ, δεν είχαμε ποτέ. Μείναμε σε μια λογική DIY, οπότε μας δημιουργήθηκε ένα μικρό έλλειμμα στα... τηλέφωνα κάποιων ανθρώπων! (γέλια)
Αν πάντως κάποιος αναφερόταν στα μέσα προώθησης της δουλειάς σας, θα παρατηρούσε κάτι παράξενο: βγάζετε με μεγάλη συχνότητα βιντεοκλίπ. Βρίσκεστε ήδη στο τέταρτο για τον νέο δίσκο, ο οποίος μετράει μόλις 6 μήνες ζωής...
Ν. Π.: Δουλεύουμε πολύ την προώθηση του γκρουπ στα social media και πιστεύουμε ότι το κάνουμε καλά, γιατί το προσέχουμε πολύ. Προσπαθούμε έτσι να έχουμε πάντα ενδιαφέρον οπτικό και ακουστικό υλικό ανεβασμένο, να υπάρχει συχνά κάτι καινούριο από μας στο Facebook και στο YouTube, όπου έχουμε και δικό μας κανάλι.
Τους σκηνοθέτες των βιντεοκλίπ, πώς τους επιλέγετε;
Κ. Β.: Γενικά στους συνεργάτες μας δίνουμε την πλήρη εμπιστοσύνη μας, επειδή τους σεβόμαστε κι επειδή σαφώς κάτι κάνουν καλά που εμείς δεν ξέρουμε να κάνουμε. Με τον Γρηγόρη ας πούμε τον Ρέντη, είδαμε μια δουλειά του, μας άρεσε, και του προτείναμε το πρώτο βίντεο που θέλαμε να φτιαχτεί, για το "Χαρές". Μαζευτήκαμε κάπου, ρίξαμε εμείς ιδέες (ο ντράμερ μας π.χ., ο Πάνος ο Γαλάνης, είχε την ιδέα με τη σούπερ ηρωίδα) και τον αφήσαμε μόνο του να δουλέψει ό,τι είχε στο μυαλό του. Έτσι κι έγινε και σε ό,τι άλλο συνεργαστήκαμε στη συνέχεια. Το τελευταίο μάλιστα κλιπ στο οποίο δουλέψαμε μαζί ("Με Μισό Εαυτό"), το έκανε με πλήρη ελευθερία: για να καταλάβεις, στην αρχή υπήρχε ένα εντελώς διαφορετικό κόνσεπτ απ' αυτό που τελικά είδατε. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τα εξώφυλλά μας και τον Δημήτρη τον Μπόρση. Το μόνο που του λέμε είναι: «κάνε μας ένα εξώφυλλο». Αντίστοιχα και με τον Χρήστο τον Λαϊνά –έχει πλήρη ελευθερία κινήσεων σε ό,τι του εμπιστευόμαστε από ήχο.
Πάντα είχα την αίσθηση πως οι Μέντα μου έκλειναν το μάτι, λέγοντας (με άξονα την ποπ) πολύ σοβαρά πράγματα με χαλαρό, αν και όχι ελαφρύ τρόπο, με διάθεση ενός πατ-πατ στην πλάτη… Πράγματα για τη μοναξιά, για την απώλεια, για την αβάσταχτη καθημερινότητα, για τη διατήρηση ενός κάποιου φωτός, για την αντοχή. Αυτό υποστηρίζεται πολύ και οπτικά, στα βιντεοκλίπ που αναφέρθηκαν πριν, κυρίως όμως υποστηρίζεται μέσω των στίχων. Είναι ας πούμε το "Με Μισό Εαυτό" ένα τραγούδι για την κατάθλιψη;
N. Π.: Κοίτα, σίγουρα δεν πρωτοτυπώ στoυς στίχους. Μιλάω πράγματι συχνά για δυσάρεστες καταστάσεις, στις οποίες όμως κολλάει και μια νότα αισιοδοξίας στο φινάλε: για θλίψη, αρρώστια, μοναξιά («βαριά αρρώστια διάλεξα, τη φόρεσα κοστούμι»), αλλά και για τον θάνατο και γενικότερα για την απώλεια. Λίγο έως πολύ δηλαδή για πράγματα για τα οποία μιλάνε κι άλλοι, απλά εκείνοι τα ντύνουνε συνήθως με μινόρε μελωδίες. Γίνονται βέβαια έτσι πολύ πιο διεισδυτικά και ίσως πολύ πιο ταιριαστά και ο κόσμος τα αναγνωρίζει πιο εύκολα και τα αγκαλιάζει και πιο εύκολα. Ίσως γι' αυτό στην Ελλάδα ν' αγαπάμε τόσο πολύ το λαϊκό τραγούδι, που σε μεγάλο ποσοστό του είναι μινόρε. Εμένα ας πούμε, του ποπ τραγουδιστή, ένας πολύ αγαπημένος μου στίχος –και μην γελάσεις– είναι το «η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω» του Άκη Πάνου, τον οποίο και θεωρώ τεράστιο δημιουργό.
Παρ' όλα αυτά, επειδή είμαι περισσότερο Δυτικός στις συνήθειες και στα ακούσματά μου, μοιάζω τελικά με εκείνους τους μαύρους στη Νέα Ορλεάνη, που στις κηδείες παίζουν χαρούμενη μουσική! Δεν είμαι «ας πιάσουμε όλοι μαζί μια κιθάρα να κλαίμε πάνω της σε ντο μινόρε», δεν με ξαλαφρώνει η μιζέρια. Ξέρω πως μπορεί και να αποδημήσω κάθε στιγμή, όμως αυτό ακριβώς με κάνει και να επιμένω. Κι αυτό ακριβώς βγαίνει λοιπόν και στους Μέντα: μπορεί να μιλάμε για θάνατο και για στενοχώριες, τέτοιοι όμως στίχοι φτιάχνουν ένα παράξενο κοκτέιλ με τη μουσική και το τελικό αποτέλεσμα βγαίνει θετικό σε διάθεση. Άλλωστε και μέσα απ' την ποπ μπορείς να μιλήσεις για πόνο, αποτελεί λάθος να τη θεωρούμε ελαφριά λόγω του ήχου. Είναι στιγματισμένη από αυτό, είναι το βάρος που κουβαλάει στην καμπούρα της εδώ και πολλές δεκαετίες.
Πάνος Γαλάνης: Όπως και από την άλλη, πολλοί «καταραμένοι» καλλιτέχνες (όπως τους αποκαλούν) έχουν εκφράσει πολύ όμορφα πράγματα μέσω της τέχνης τους. Θα το 'λεγες τρελό, ίσως όμως έχουν βρει έτσι την ισορροπία με ό,τι τους λείπει.
Ελληνικός στίχος/ηλεκτρισμένος ήχος… Σας δυσκόλεψε ποτέ αυτό το δίπτυχο μέσα στα χρόνια ή βγαίνει αβίαστα;
Δημήτρης Λαϊνάς (Δ.Λ.): Ξενίζει τους περισσότερους μάλλον ότι παίζουμε δυτικότροπη μουσική με ελληνικό στίχο. Και μας έχουν ρωτήσει πολλές φορές και μας έχουν ζητήσει να το γυρίσουμε στον αγγλικό. Εμάς όμως δεν μας βγήκαν ούτε σαν επιλογή, ούτε σαν ανάγκη τα ελληνικά. Μας βγήκαν αυτόματα και φυσικά, απ' την πρώτη στιγμή. Διανύουμε επίσης μια περίοδο που πάνε πάρα πολύ καλά τα αγγλόφωνα σχήματα στη χώρα. Το βρίσκουμε ενδιαφέρον, αλλά εμείς πάντα εκφραζόμασταν στα ελληνικά.
Τη δεκαετία του 1990 ήταν τα ελληνόφωνα στη μόδα, είκοσι σχεδόν χρόνια μετά είναι τα αγγλόφωνα. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα, έχουμε μάλιστα μεγαλώσει με κάποια αγγλόφωνα σχήματα τα οποία αγαπάμε πολύ –τους Last Drive για παράδειγμα. Έχουμε όμως κάνει την επιλογή μας. Άλλωστε ο Coti K, ο οποίος υπήρξε και μέντοράς μας και ακόμη συνεργαζόμαστε σε πολλά επίπεδα, έχει πει το εξής απλό και σοβαρό: είσαι στην Ελλάδα, ποιο το ζήτημα; Τραγουδάς ελληνικά! Δεν διαγράφουμε έτσι όλους όσους τραγουδούν στ' αγγλικά, αλλά δεν υπάρχει και κάποια ανάγκη να δικαιολογήσουμε τον ελληνικό μας στίχο. Φαντάζεσαι τους Στέρεο Νόβα να είχαν όλους αυτούς τους δυνατούς στίχους στ' αγγλικά; Έχει πάντως ενδιαφέρον η ελληνική σκηνή, και σήμερα…
Ενδιαφέρον ναι, στίγμα έχει;
Δ. Λ.: Αυτό θα το μάθουμε σε μερικά χρόνια, βλέπεις τι μένει καθώς ο χρόνος περνά και αφήνει πίσω του μια ουρά...
Ν. Π.: Το καλό όμως είναι ότι μπορούμε στην ίδια κουβέντα που κάνουμε τόση ώρα για την ελληνική σκηνή να μιλήσουμε για τον Αλέξανδρο Βούλγαρη, για τη Μόνικα, για τον Μιχάλη με το low bap στο Πέραμα, για τους Keep Shelly In Athens. Όλοι αυτοί και υπάρχουν και δρουν ταυτόχρονα, δίνοντας στην τελική υλικό είτε για να το αγαπήσεις, είτε για να το θάψεις. Καλό δεν είναι αυτό;
Επίσης, δεν υπάρχει πλέον μια τάση που να διαμορφώνεται από τις εταιρείες, όπως παλιά. Ο κόσμος είναι πια ελεύθερος να διαλέξει τι θ’ ακούσει και ίσως αυτό να είναι και το στίγμα της εποχής. Υπάρχει βέβαια και ο αχταρμάς του ίντερνετ, είναι όμως την ίδια στιγμή κι ένα μέσο το οποίο σου προσφέρει την ευκολία να ψάξεις τσάμπα όσο βαθιά θες για μουσική. Ή απλά να ψάξεις για κάτι που άκουσες σε μια διαφήμιση… Είναι στο δικό σου χέρι πώς θα το διαχειριστείς, το σημαντικό είναι πως υπάρχει.
Έξι μήνες μετά, αν κάποιος σας ρωτούσε τι θα αφαιρούσατε από το Μέντα, τι θα απαντούσατε; Βρίσκετε ότι κάτι ήταν τελικά περιττό ή και λάθος ακόμα;
Ωραία ερώτηση! Δεν θα αφαιρούσαμε τίποτα, είναι δύσκολο προς το παρόν τουλάχιστον, γιατί το 'χουμε ακόμη νωπό. Θα μπορούσαμε ίσως να το απαντήσουμε αυτό σε κανάν χρόνο ή όταν βγει το επόμενο άλμπουμ. Ούτε αντίστοιχα θα το ενισχύαμε με κάτι.
Σας έχει συμβεί δηλαδή αυτό με κάποιον προηγούμενο δίσκο;
Ν. Π.: Ναι, μου έχει συμβεί και μπορώ πιστεύω να το πω γιατί σαν δημιουργοί πρέπει να 'μαστε και λίγο σκληροί με τους εαυτούς μας… Στο Ποπ μερικά πράγματα θα τα είχα αλλάξει αν το ξανακάναμε τώρα. Ενορχηστρωτικά ή σαν ηχογράφηση, ίσως και σαν συνθέσεις. Ίσως λοιπόν ο κάθε νέος δίσκος προσθέτει κάτι στον μουσικό άξονα Μέντα, κάτι που κι εμείς θα το θέλαμε. Προσπαθείς δηλαδή με κάθε δίσκο να πας λίγο παρακάτω και να διορθώσεις τα στραβά του προηγούμενου. Γιατί όσο κι αν απογοητεύεσαι ίσως με το ότι ακόμη κάνεις λάθη μετά από 3-4 δίσκους, είναι ωραίο, είναι καθήκον σου να συνεχίζεις να μαθαίνεις και να διορθώνεσαι. Τι να πούνε δηλαδή άλλωστε και μουσικοί 60 και 70 χρόνων;
Είναι όμως η ποπ πεδίο που να δικαιολογεί τόσων χρόνων παρουσία; Είναι δυνατή μια σε βάθος εξέλιξη όταν χρησιμοποιείς το ποπ ιδίωμα;
Ν. Π.: Άλλη μία πολύ καλή ερώτηση, που μας πετυχαίνει και σε παράξενη φάση σαν συγκρότημα. Πριν μερικές μέρες, συγκεκριμένα, αποφασίσαμε πως ο επόμενος δίσκος δεν θέλουμε να είναι ποπ!
Δ. Λ.: Εγώ δεν θέλω καν να έχει στίχους! (γέλια)
Ν. Π.: Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι ήδη έχει μπει το μικρόβιο της ετοιμασίας της επόμενης δουλειάς! Ξεκινώντας κάθε νέο δίσκο θες να έχει κάτι διαφορετικό, μια καινούρια πνοή. Δεν θες να είναι απλά η συνέχεια των προηγούμενων 10 κομματιών… Στην ποπ, όπως είπες, αυτό το περιθώριο εξέλιξης είναι ίσως λίγο πιο μικρό. Δεν γίνεται έτσι να μην σε προβληματίζει. Εμένα θα μου άρεσε ακόμη κι ένας ινστρουμένταλ δίσκος, αναζητώ κάτι πιο πειραματικό… Δεν ξέρω, είναι η ανησυχία που κάθε καλλιτέχνης μάλλον έχει για το επόμενό του βήμα. Όλοι μας εντωμεταξύ ακούμε συνέχεια καινούρια πράγματα κι όλα φιλτράρονται. Το αποτέλεσμα θα φανεί λοιπόν στο επόμενο, διαφορετικό άλμπουμ!
{youtube}lDwDH5H06KA{/youtube}