Η κυκλοφορία κάθε νέου δίσκου του Παύλου Παυλίδη αποτελεί από μόνη της γεγονός. Καθώς λοιπόν επέστρεψε πρόσφατα με τις Ιστορίες Που Ίσως Έχουν Συμβεί (παρέα και πάλι με τους B-Movies), δεν χρειάστηκαν περισσότερες αφορμές για να επιδιώξουμε μια κουβέντα με τον σταθερά ενδιαφέροντα και αγαπητό τραγουδοποιό. Όχι ότι μείναμε μόνο εκεί, βέβαια...
Στο δελτίο τύπου για το νέο σας άλμπουμ διαβάζουμε: «Κινηματογραφική ατμόσφαιρα, ακουστική διάθεση, μελωδίες που κολλάνε στο μυαλό και ταξιδιάρικοι στίχοι που φτιάχνουν χιλιάδες εικόνες...». Θα μπορούσε η ίδια αυτή περιγραφή να έχει γραφτεί και για κάποιον από τους προηγούμενους προσωπικούς δίσκους σας. Τι διαφοροποιεί τις Ιστορίες Που Ίσως Έχουν Συμβεί;
Κάθε φορά που ξεκινάω να κάνω καινούργιο δίσκο έχω κάποιον στοιχειώδη σχεδιασμό, αλλά πάντοτε το αποτέλεσμα κρίνεται στην πορεία. Εμφανίζονται π.χ. νέα κομμάτια που λειτουργούν απρόβλεπτα όσον αφορά στο ύφος και στον ήχο, οπότε, μέχρι να τελειώσει η παραγωγή, όλα είναι σε κάποιον βαθμό ρευστά –κι αυτό είναι άλλοτε ευχάριστο, άλλοτε αγχωτικό. Μου αρέσει όμως να μην ξέρω πού ακριβώς πηγαίνω. Το θεωρώ κομμάτι της δημιουργίας αυτό το φλερτ με το άγνωστο, είναι στοιχείο του χαρακτήρα μου.
Σίγουρα πάντως δεν θέτω ποτέ σαν στόχο το να διαφοροποιηθώ απ’ τις προηγούμενες παραγωγές. Δεν είναι ποτέ αυτοσκοπός. Πολλές φορές κάποια πράγματα μοιάζουν ίδια εκ πρώτης όψεως και χρειάζονται περισσότερες αναγνώσεις για να ανακαλύψουμε τις διαφορές. Ορισμένοι πάλι δίσκοι είναι συνέχεια του προηγούμενου. Δεν το θεωρώ μειονέκτημα: υπάρχουν αγαπημένοι μου δημιουργοί στους οποίους οδηγούμαι κάθε τόσο ακριβώς για ένα συγκεκριμένο ύφος και ατμόσφαιρα. Πάντως, με τις Ιστορίες Που Ίσως Έχουν Συμβεί νομίζω πως έκλεισε ένας κύκλος μέσα μου. Χόρτασα αυτό που θα μπορούσε κάποιος να το πει «κανονικότητα», όσον αφορά στη δομή των τραγουδιών –ξέρεις, κουπλέ/ρεφρέν. Σα να πήγα μερικά πράγματα στα όριά μου. Μου αρέσει που υπηρέτησα το συγκεκριμένο ύφος όλα αυτά τα χρόνια. Είμαι λάτρης του είδους, αλλά τώρα διψάω για πείραμα.
Στο καινούριο άλμπουμ συνυπογράφετε τη μουσική κάποιων τραγουδιών με τους B-Movies, πράγμα που συμβαίνει για πρώτη φορά. Είστε περισσότερο μπάντα αυτόν τον καιρό;
Αυτό είναι σίγουρο! Έρχεται με τον χρόνο κάτι τέτοιο, δεν σε ρωτάει• είναι παιχνίδι η μουσική οπότε, αν είσαι ανοιχτός και έτοιμος, σού κάνει και κάποια δώρα. Όταν ένα γκρουπ βρίσκεται διαρκώς σε περιοδεία , υπάρχει χρόνος να προβάρει και να αυτοσχεδιάσει επί σκηνής πριν τις συναυλίες, με μια χαλαρότητα αλλιώτικη. Αλλάζουν τα μέρη και οι παραστάσεις. Μοιάζει σαν κινητό προβάδικο το οποίο περιφέρεται το πάλκο, οπότε δεν ξέρεις ποτέ τι θα προκύψει, κυρίως όταν επάνω του βρίσκεται ο δαιμόνιος και ασταμάτητος κύριος Τζίνγκοβιτς. Αφήνεσαι λοιπόν κι αρπάζεις τη στιγμή. Είναι το πιο μαγικό κομμάτι της δουλειάς μας αυτό και το έχω ζήσει και παλιότερα, με τα Σπαθιά. Συνήθως προκύπτει κάποια πρώτη ύλη, καμιά φορά πιο ενδιαφέρουσα απ’ το τελικό αποτέλεσμα. Υπάρχουν βέβαια και τραγούδια όπως η "Μαίρη" ή η "Ελλάδα", που γράφτηκαν από μένα στο σπίτι με μια κιθάρα. Αλλά η συμμετοχή των παιδιών υπήρξε τόσο καθοριστική, ώστε μοιράζεται πια η σύνθεση.
Αποχωρήσατε από την Archangel και ενταχθήκατε στο δυναμικό της Inner Ear. Ποιο είναι το παρασκήνιο της μετακίνησης; Πώς βλέπετε γενικά το εγχώριο δισκογραφικό τοπίο;
Δεν υπάρχει κάποιο παρασκήνιο στη συγκεκριμένη αποχώρηση. Είναι επαγγελματική και όχι συναισθηματική η απόσταση με την Archangel. Οι αναμνήσεις μου απ’ τη συνεργασία μας είναι όμορφες, με αποκορύφωμα την παράσταση στη Σύρο, η οποία κατέληξε και στο γνωστό DVD. Ήταν και παραμένει για μένα κάτι παραπάνω από μια τυπική σχέση. Δονκιχωτικού τύπου συμπεριφορές είναι άλλωστε εκείνες που χαρακτηρίζουν και την προηγούμενη και την τωρινή εταιρεία: άνθρωποι με έρωτα για τη μουσική και πάθος για ό,τι κάνουν. Όλοι πια ξέρουμε ότι κατέρρευσε η φούσκα της μουσικής βιομηχανίας και μαζί της και όλα τα μπαλόνια που στόλιζαν τις άσκοπες γιορτούλες της. Συνέβη αρκετά χρόνια πριν απ’ την παρούσα οικονομική κρίση, και μάλιστα έγινε σιγά-σιγά.
Και βέβαια οι αρμόδιοι, αντί να επενδύσουν στην ουσία –δηλαδή να πιστέψουν πως αξίζει να βρουν επιτέλους ανθρώπους οι οποίοι δημιουργούν– άρχισαν να στήνουν τηλεοπτικά πανηγυράκια ταπεινώνοντας την κάθε κουτσή Μαρία που, κι αυτή πυροβολημένη τόσα χρόνια απ’ τη γκλαμουριά, πανέτοιμη σπεύδει να την «αναδείξουν». Άλλοι αποχώρησαν πανικόβλητοι και απορημένοι: τόσο βαθιά ήταν η αγάπη τους για τη μουσική, ώστε δεν τους ξαναείδαμε από τότε... Τα μέσα άλλαξαν, η πληροφορία ταξιδεύει με την ταχύτητα του φωτός κι ακόμη περιμένουμε την «άνθιση» του ελληνικού τραγουδιού, που μοιάζει να κινείται με βραδύτητα βαθέως σκότους. Η Inner Ear είναι ένα από τα φωτεινά παραδείγματα. Άνθρωποι που κινούνται στα όρια του οικονομικά επιβλαβούς, χαίρεσαι όμως να τους συναντάς και να κουβεντιάζεις για μουσική και για τα πάντα. Πιστεύω πως μάς επιφυλάσσει ευχάριστες εκπλήξεις το μέλλον και ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε γίνονται τόσο παράξενα και καινούργια πράγματα από νέους ανθρώπους, ώστε αξίζει τον κόπο να ψάξουμε να τα βρούμε.
Στη μετά τα Ξύλινα Σπαθιά πορεία σας μοιάζετε να έχετε «χαλαρώσει» και να κινείστε πιο αβίαστα. Νιώθετε ποτέ άγχος ή πίεση για να δημιουργήσετε, να δώσετε το δισκογραφικό ή συναυλιακό παρών;
Επειδή ζω από τη μουσική, καμιά φορά πιέζουν οι καταστάσεις και εμφανίζονται χρονικά περιθώρια που άλλοτε ευνοούν το αποτέλεσμα και άλλοτε όχι. Ο χρόνος ποτέ δεν φτάνει και μας πιάνει μανία να τελειοποιήσουμε κάποια πράγματα, οπότε καλό είναι που χτυπάει κι αυτό το ξυπνητήρι καμιά φορά... Άσε που μ’ αρέσει και να τεμπελιάζω για διαστήματα με τις παρέες μου, οπότε αν δεν υπήρχε μια τέτοια πίεση μπορεί να ξεχνιόμουνα τελείως.
Οι Ιστορίες Που Ίσως Έχουν Συμβεί, όπως και οι προηγούμενες δουλειές σας, λαμβάνουν ήδη πολύ θετικές κριτικές. Ασχολείστε με όσα γράφονται για εσάς, ψάχνετε στον τύπο και στο ίντερνετ; Ποια η γνώμη σας για το επίπεδο της δισκοκριτικής στην Ελλάδα;
Δεν παρακολουθώ ιδιαιτέρως... Βέβαια, κάθε φορά που κάνεις κάτι καινούργιο υπάρχει η περιέργεια για την εντύπωση την οποία δημιουργεί. Ξέρεις, επειδή εγώ εμπλέκομαι και στο κομμάτι το ηχητικό, είναι τόσες οι επαναλήψεις των ακροάσεων κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας, ώστε, μετά από ένα διάστημα, γίνεται δύσκολο να αποστασιοποιηθώ και να καταλάβω ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Οπότε το να διαβάσω μια κριτική κάποιου ανθρώπου που το ακούει για πρώτη φορά είναι και λίγο ευεργετικό. Το να κρίνω τη δισκοκριτική στην Ελλάδα μού φαίνεται άσκοπο και άχαρο, γιατί όντως δεν την παρακολουθώ όσο ίσως θα έπρεπε. Μπορώ πάντως να πω ότι εγώ –σαν ακροατής– έχω κάνει πολλές φορές λάθος εκτίμηση για σπουδαίους δίσκους που, ενώ στην αρχή μου φάνηκαν από κακοί έως μέτριοι, κατόπιν (μετά από τυχαίες τις περισσότερες φορές ακροάσεις), έγιναν οι αγαπημένοι μου. Είναι και το πού και πώς θα συναντηθείς με έναν δίσκο. Καμιά φορά δεν είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε κάτι, χρειάζεται λίγος παραπάνω χρόνος.
Αν βέβαια κάποιος θεωρεί τον εαυτό του αυθεντία αλλάζουν τα πράγματα... Δυστυχώς –και στην Ελλάδα όπως και παντού– υπάρχει πλήθος από τέτοιους ανθρώπους. Στην πλειονότητά τους είναι κάποιοι που δεν τα κατάφεραν και τόσο καλά με τη μουσική ή τη λογοτεχνία και πιστεύουν ότι απ’ τη στιγμή που ασχολούνται μαζί σου έχεις κάποιου είδους επαγγελματική υποχρέωση να σεβαστείς τη γνώμη τους. Αυτούς τους αναγνωρίζουμε βέβαια πολύ εύκολα. Γράφουν τόσο ακαταλαβίστικα, ώστε ακόμη και καλά λόγια να πουν για σένα στο τέλος ντρέπεσαι –μιας και συνήθως εκείνοι δεν ντρέπονται. Νομίζω ότι ελάχιστοι τιμούν αυτό το είδος του γραπτού λόγου. Ο Νίτσε λέει κάπου ότι οι ρηχοί άνθρωποι είναι όσοι θολώνουν τα νερά για να μη φαίνεται το αβαθές της ύπαρξής τους (ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων). Επίσης, υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν ότι, απ’ τη στιγμή που φτιάχνεις τραγούδια, είσαι και ο αγαπημένος ΣΟΥ καλλιτέχνης.
Νομίζω ότι μια κριτική με καλή πρόθεση –ό,τι και να λέει, θετικά ή αρνητικά πράγματα¬– μπορεί να βοηθήσει τους πάντες, όταν βέβαια δεν είναι βιαστική. Όταν όμως δεν μου αρέσει ο τρόπος που γράφει κάποιος, το πώς συντάσσει τον λόγο και τις σκέψεις του, δεν παίρνω στα σοβαρά ούτε τα καλά ούτε τα κακά του λόγια. Και δυστυχώς στην Ελλάδα αρκετές δισκοκριτικές κάποιος πρέπει να τις μεταφράζει από τα αλαμπουρνέζικα στα ελληνικά.
Έχετε πολλές φορές μιλήσει για τη σημαντικότητα του στίχου σε ένα τραγούδι και για την έλλειψη καλού ελληνικού στίχου σήμερα. Για ποιους λόγους πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό; Η μεγάλη άνοδος του αγγλόφωνου τραγουδιού είναι, κατά τη γνώμη σας, αίτιο ή αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης;
Δεν πιστεύω πως όποιος γράφει στα αγγλικά γράφει απαραίτητα λιγότερο καλά, και δεν έχω βέβαια ακούσει και τα πάντα σ’ αυτή τη χώρα ώστε να τα κρίνω. Έπειτα υπάρχει πια κι ένα κοινό στην Ελλάδα πολύ περισσότερο αγγλομαθές απ’ όσο ίσως φανταζόμαστε. Απλά λέω πως με τέτοια παράδοση και κληρονομιά θα περίμενε κανείς κάτι παραπάνω... Οι περισσότεροι γνωστοί τραγουδοποιοί που τιμούν τον όρο είναι αγαπητοί κυρίως για τα λόγια που λένε. Όπως και να το κάνουμε, τα λόγια στα τραγούδια είναι καθοριστικά. Λόγια τραγουδάμε.
Ένα καινούργιο θαύμα θα περίμενε κανείς απ’ τη hip hop σκηνή της χώρας, η οποία και τη φόρμα σπάει και τον ρυθμό της γλώσσας μπορεί να φωτίσει διαφορετικά. Φοβάμαι όμως πως έχουν πέσει τόσο βαθιά στο πηγάδι της ψευτομαγκιάς, του στυλ «βρίζω άρα αξίζω», ώστε στο τέλος χάνεται η ουσία, μπερδεύεται η αυθεντικότητα με την επιθετικότητα. Και το χειρότερο απ’ όλα: πάντα φταίει ο απέναντι κι εγώ βρίσκομαι εδώ για να τον ξεφτιλίσω μπροστά σας. Έτσι όμως χάνεται ο δρόμος προς οποιαδήποτε ενδοσκόπηση και αυτοκριτική. Αντί να δυναμώνουμε, σκορπάμε κι εμείς και τα λόγια μας και στο τέλος δεν πείθουμε πια ούτε τον εαυτό μας, ο οποίος κατά βάθος ξέρει ότι το να μιλάς σαν γκάνγκστερ δεν σε κάνει απαραίτητα μάγκα.
Από πότε άλλωστε είναι μαγκιά να «γαμάς» τον άλλο; Τη φτώχεια μας μόνο δείχνει και τίποτα άλλο. Όποιος έχει στα αλήθεια δύναμη προστατεύει, δεν ξεφτιλίζει. Η ζωή δεν είναι σκληρή. Δεν βλέπετε τα βρέφη; Έτσι είναι η ζωή, τρυφερή και εύθραυστη. Τώρα, στα αγγλικά ή στα ελληνικά, όπως γουστάρει ο καθένας... Δεν είναι απαραίτητο να λέμε ποιήματα στα τραγούδια, ποτέ δεν ήταν. Φτάνει να τραγουδάει η ψυχή μας και το μυαλό μας να κάνει φτερά. Όχι ντε και καλά για να πάμε μακριά, σ’ άλλη γη και σ’ άλλα μέρη, μα για να συναντήσουμε τον καλύτερο εαυτό μας, εδώ. Μόνο έτσι πιστεύω μπορούμε να είμαστε και χρήσιμοι –γιατί αυτό υποτίθεται ότι αξίζει να είμαστε, όχι μεγάλοι, σπουδαίοι και ακατανίκητοι, αλλά χρήσιμοι.
Από την άλλη, είστε από τους λίγους τραγουδοποιούς που φροντίζουν να έχουν και ορχηστρικά κομμάτια στα άλμπουμ τους. Ποια εκφραστική ανάγκη σας καλύπτουν και ποιους δημιουργούς αυτού του είδους μουσικής αγαπάτε; Έχετε σκεφτεί να κυκλοφορήσετε μια αμιγώς ορχηστρική δουλειά ή να ντύσετε μουσικά κάποια ταινία;
Σκέφτομαι κατ’ ευθείαν τον Ennio Morricone, τον οποίον αγαπώ πολύ. Υπάρχουν πολλοί βέβαια δημιουργοί που δεν αποστηθίζω τα ονόματά τους, κάθε φορά πάντως που θυμάμαι μια ταινία η μουσική ανάμνηση πάει μαζί με την εικόνα –και καμιά φορά προηγείται. Έχουν μαζευτεί αρκετά ορχηστρικά πια όλα αυτά τα χρόνια, και θα ήθελα να τα παίξω σε μια παράσταση, ας πούμε με ορχήστρα. Τώρα που τελείωσε κι αυτός ο δίσκος σκέφτομαι να το οργανώσω. Όσο για το σινεμά, αποτελεί κρυφό πόθο, αλλά μάλλον δεν έχω βρεθεί ακόμη την κατάλληλη στιγμή, στο κατάλληλο μέρος.
Στο τραγούδι "Ελλάδα" περιγράφετε το τοπίο της χώρας μας και σε ό,τι αφορά το ανθρώπινο στοιχείο αναφέρεστε σε έναν μεθυσμένο ο οποίος χαιρετάει χιτλερικά. Πιστεύετε ότι το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής είναι αποτέλεσμα μιας προσωρινής «μέθης» ενός κομματιού της κοινωνίας; Ποιον τρόπο αντιμετώπισής του θεωρείτε καταλληλότερο;
Μέθης σίγουρα... Μέθης για δύναμη και εξουσία. Η ψευτομαγκιά που λέγαμε. Τώρα αν θα είναι προσωρινή ή όχι, εξαρτάται από εμάς. Σίγουρα γαλουχείται χρόνια το συγκεκριμένο τέρας και μάλιστα συστηματικά, ακριβώς επειδή εξυπηρετεί το σύστημα. Έχουν ειπωθεί τα πάντα πλέον ΚΑΙ περί αυτού του θέματος. Το τραγικό είναι το πρόσωπο του πολιτικού συστήματος: αλλήθωρο και αποσβολωμένο, πάει να πατάξει με νομοσχέδια αυτό το δεινοσαυράκι, το οποίο τρέφεται με τέτοιους χαρτοπολτούς. Αν ο φασισμός ήταν απέναντι, θα ήταν εύκολο. Τώρα μάλλον πρέπει το κράτος να ανατινάξει το ίδιο του το κεφάλι για να τον πετύχει. Πέρασε και η Ανάσταση...
Κλείνοντας, ποια είναι τα σχέδιά σας (συναυλιακά και άλλα) ενόψει και του καλοκαιριού που έρχεται;
Ανυπομονώ να συναντήσω τα παιδιά, να ταξιδέψουμε μέσα σ’ αυτό που οι άλλοι λένε Ελλάδα και μη με ρωτάς πώς τη λέμε εμείς γιατί μπορεί να σου πω, όπως στο ανέκδοτο, εμείς είμαστε οι άλλοι. Καλό καλοκαίρι!
{youtube}7nmTUL2amEI{/youtube}