Ο Κυριάκος Μουστάκας μας συστήθηκε προ τριετίας, ως «χαλί» μεγάλης διαφημιστικής καμπάνιας, με τον φετινό του όμως δίσκο δείχνει πως έχει πολλά παραπάνω να δώσει από απλές μουσικές ατμόσφαιρες-πλαίσια ενός χώρου. Με αφορμή λοιπόν την πρόσφατη κυκλοφορία του Retronome από τη Restless Wind, τον ρωτάμε για την αγάπη που τρέφει προς την ambient, για τα καλλιτεχνικά του ψευδώνυμα ανά τα χρόνια και για τη δημιουργία τέχνης εν μέσω κρίσης στη χώρα μας...
Στη σελίδα σου στο Facebook είχες ποστάρει πριν καιρό ένα τραγούδι από τους συντοπίτες μας Gravitysays_i (μέλη κι εκείνοι στη Restless Wind). Παρακολουθείς το κιθαριστικό ιδίωμα, δεδομένου ότι η περιγραφή που έχεις για τον εαυτό σου στην ίδια σελίδα είναι «καλλιτέχνης με φυσική ροπή στην ηλεκτρονική μουσική»;
Το γεγονός ότι με γοητεύει περισσότερο, κατά κάποιον τρόπο, ο ηλεκτρονικός ήχος δεν σημαίνει ότι αδιαφορώ για τα άλλα ήδη μουσικής. Ειδικά δε όταν μιλάμε για καλή μουσική. Αυτό ένιωσα και με τους Gravitysays¬_i, όπως και με το άλμπουμ των Moa Bones, στο οποίο είχα ενεργή συμμετοχή στη διαδικασία της παραγωγής, παρότι ο ήχος είχε καθαρά ακουστικό folk χαρακτήρα. Άρα είμαι ανοιχτός σε οτιδήποτε καλό, αρκεί να με κεντρίζει και να ταιριάζει με την αισθητική μου.
Η αλλαγή label –από την Kraak Records στη Restless Wind– με βάση ποια κριτήρια έγινε;
Ο ουσιαστικός λόγος ήταν ότι η Kraak ενδιαφερόταν μόνο για digital διανομή, ενώ στη Restless Wind μιλάγαμε και για φυσικό προϊόν (CD), παρότι στις μέρες μας αυτό ακούγεται σαν πολυτέλεια. Επίσης μου άρεσε το γεγονός ότι στη Restless θα ήμουν η πρώτη τους απόπειρα ως προς τον ηλεκτρονικό ήχο, γεγονός που είχε ενδιαφέρον από μόνο του!
Πες μας όμως λίγα λόγια και για το δικό σου label, την Inhousemusic Records. Τι σε ώθησε στη δημιουργία του και ποια είναι τα σχέδια για το μέλλον του;
Δημιούργησα την Inhousemusic για να νιώθω την ελευθερία να συμμετέχω σε εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους projects –όπως οι Yellow Slots, οι Bats Rats & Barbecues, οι memBrains και οι Tournoi– χωρίς να έχω δεσμεύσεις και περιορισμούς στις δημιουργικές μου ανησυχίες. Επίσης μπορώ να μοιράζομαι με τον κόσμο πιο άμεσα τους μουσικούς μου πειραματισμούς, άλλες φορές ως συνθέτης και άλλες φορές ως παραγωγός. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, η μουσική μου στέγη την οποία και μοιράζομαι με τους φίλους μου, δεν λειτουργεί ως ένα εμπορικό label.
Η επιτυχία του “Now That I Found You” (από τον προηγούμενο δίσκο) πόσο σε έχει βοηθήσει στη συνολική πορεία σου; Αλήθεια, πώς είχε προκύψει η συμμετοχή του στη διαφήμιση του Cutty Shark;
Το “Now That I Found You” δεν είχε γραφτεί για το συγκεκριμένο διαφημιστικό. Απλά κάποια στιγμή μου ζητήθηκε από τη διαφημιστική εταιρεία να προτείνω δικά μου tracks για την καμπάνια του πελάτη τους: ένα από αυτά ήταν και το “Now That I Found You” σε instrumental version. Αργότερα –κι αφού είχε βγει το τηλεοπτικό spot στον αέρα– συνειδητοποιήσαμε ότι το κομμάτι άρχισε να το αναζητά ο κόσμος, κυρίως στο διαδίκτυο. Στη συνέχεια έγινε λοιπόν ένα νέο στούντιο session, ώστε να ηχογραφηθούν τα φωνητικά της Νατάσσας Τσίρου σε στίχους του Κάρολου Μαυρογένη. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα σκεφτεί ποτέ να του βάλω φωνητικά. Αν δεν ήταν στη μέση το διαφημιστικό, ίσως το τραγούδι αυτό να είχε πάει άπατο. Η επιτυχία του με βοήθησε στο να αρχίσει μια μερίδα ανθρώπων να ενδιαφέρεται για τη μουσική μου. Αυτό σαν γεγονός το θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό.
Σε τι διαφέρει το Retronome από το Outerland σύμφωνα με τη δική σου οπτική; Υπήρξε κάποια ηχητική τροποποίηση που εσκεμμένα επεδίωξες σε αυτόν τον δεύτερο δίσκο;
Δεν έχουν απολύτως καμία σχέση μεταξύ τους. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά άλμπουμ, σχεδόν σαν να μην τα έχει γράψει ο ίδιος άνθρωπος! Το Outerland είναι ένα προσωπικό compilation με κομμάτια που είχα συνθέσει διάσπαρτα, μέσα σε μια δεκαετία (1999-2009), με εντελώς chill-out ατμόσφαιρα και διάθεση και με σαφώς πιο ψηφιακό ήχο. Δεν έχω μετανιώσει για την επιλογή μου να το κυκλοφορήσω, γιατί στάθηκε αφορμή να ασχοληθώ λίγο πιο σοβαρά με τη δισκογραφία και με τη μουσική παραγωγή.
Το Retronome, τώρα, έχει εντελώς άλλη φιλοσοφία. Έχει άλλον ήχο, εντελώς αναλογικό και πιο εσωτερικό, έχει να κάνει με τα μουσικά μου βιώματα ως προς τον ηλεκτρονικό ήχο, έχει νομίζω αρκετά πιο ώριμη αντίληψη ως προς την ενορχήστρωση και τη δομή της μουσικής, ενώ λειτουργεί και πιο αρμονικά το ηχητικό περιβάλλον με τους πάντα ενδιαφέροντες στίχους του Γιώργου Μανωλούδη. Το Retronome ήταν κάτι σαν μουσικό απωθημένο!
Από το 2009 έχουν ανατραπεί πολλά πράγματα τα οποία θεωρούσαμε δεδομένα στη χώρα μας. Εσύ πώς έχεις βιώσει την κρίση; Έχει επηρεάσει, με οποιονδήποτε τρόπο, την τέχνη σου;
Πώς να νιώθω; Μέσα μου έχω έναν μόνιμο –σχεδόν ριζωμένο– θυμό για όσους κατά καιρούς έχουν διοικήσει ή ασκήσει εξουσία με το πέπλο των δημοκρατικών διαδικασιών στον τόπο μου. Τους σιχαίνομαι γιατί κατόρθωσαν επιτηδευμένα να εκμαυλίσουν έναν ολόκληρο λαό, δημιουργώντας άπειρα λαμόγια, κλέφτες και νεόπλουτους ψευτοκουλτουριάρηδες Νεοέλληνες, χωρίς ίχνος παιδείας και αισθητικής. Με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να σκεφτώ πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να φύγω από τη χώρα μου! Όχι μόνο για ένα καλύτερο μέλλον, αλλά για να μην τους βλέπω στα μάτια μου, στα media και στους δρόμους γύρω μου. Όχι ότι οι Ευρωπαίοι ή οι Αμερικάνοι είναι τίποτα καλόπαιδα, ας πούμε όμως ότι οι εκεί διοικούντες τηρούν έστω τα προσχήματα απέναντι στους λαούς τους. Η μόνη μου άμυνα απέναντι στην κρίση –όχι μόνο την οικονομική, αλλά και την πνευματική, πολιτιστική και κοινωνική– είναι να κωφεύω απέναντι στα ψέματα των πολιτικών μας, να μην τους δίνω καν σημασία και να συνεχίζω να δουλεύω σκληρά, να μιλάω όσο το δυνατόν λιγότερο και να παράγω όσο περισσότερο μπορώ πολιτισμό μέσα από την προσπάθειά μου να γράφω μουσική. Ακόμα και όταν αυτή πολλές φορές είναι ανέμπνευστη, αρκεί να είναι τουλάχιστον αξιοπρεπής.
Θεωρείς ότι η μουσική σου παιδεία είναι κάτι που βγαίνει στο έργο σου; Ή ο ήχος σου έχει διαμορφωθεί με βάση μετέπειτα ακούσματα;
Νομίζω πως και τα δύο έχουν παίξει τον ρόλο τους. Η μουσική καλλιέργεια σίγουρα σου ανοίγει τους ορίζοντες, ακόμα και μέσα από τη διαδικασία των παραδοσιακών μουσικών σπουδών ή μέσα από το προσωπικό σου ψάξιμο. Όσο περισσότερα ακούσματα έχεις και όσο το δυνατόν πιο ανοιχτό μυαλό διαθέτεις στις μουσικές σου επιλογές, τόσο αυτό καθορίζει τον ήχο σου μα και την προσωπικότητα της μουσικής σου. Επίσης, πιστεύω ότι μεγάλο ρόλο παίζει και ο πειραματισμός γύρω από το πώς κάθε φορά θέλεις να διαμορφώσεις τον ήχο σου. Εμένα μου αρέσει να δοκιμάζω συνέχεια καινούργια πράγματα, γιατί βαριέμαι εύκολα τα ίδια και τα ίδια. Γι’ αυτό το Retronome διαφέρει από το Outerland και ο Sundayman από τους Tournoi ή τους Yellow Slots.
Ποιοί είναι οι αγαπημένοι σου καλλιτέχνες από τον χώρο της ambient, που, όπως αναφέρεις στη σελίδα της Inhousemusic Records, αποτελεί και το αγαπημένο σου είδος;
Γενικότερα, τα πρότυπά μου βρίσκονται σε ό,τι ονομάζουμε «ηλεκτρονικό ήχο», όχι μόνο στην ambient μουσική. Θα ανέφερα ενδεικτικά τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και τον Brian Eno.
Πες μας και τρεις δίσκους που θεωρείς ότι σου έχουν σημαδέψει τη ζωή (και τους λόγους γι’ αυτό)...
Το Oxygen του Jean-Michel Jarre για τον απίστευτο ήχο του, το Albido 0.39 του Παπαθανασίου για το απαράμιλλο ηλεκτροδοτημένο συναίσθημα του και το Autobahn των Kraftwerk για την ποπ ψευδαίσθησή του.
Τα άλλα σου καλλιτεχνικά alter ego (Dom Dolphin, Kyroy) με ποια αφορμή προκύψανε; Τα διατηρείς ακόμα ενεργά ή έχουν «βγει στη σύνταξη» πλέον;
Και τα δυο είναι στη σύνταξη! Δημιουργήθηκαν για τις ανάγκες των δισκογραφικών συλλογών Iodium 1 και Iodium 2, οι οποίες βγήκαν το 1999 από το πρώτο μου record label, την m-beat στο Λος Άντζελες. Τώρα, πέραν του Sundayman, υπάρχουν οι Yellow Slots (μαζί με τον Δημήτρη Αρώνη) και σε λίγο καιρό και οι Bats Rats & Barbecues (μαζί με τον Γιώργο Μανωλούδη).
{youtube}wnCmDL8IORs{/youtube}