φωτογραφία 1: Πάρις Ταβιτιάν για τη Lifo
Πότε έρχεται η στιγμή που ένας μουσικός παρατά τις παρτιτούρες κι αρχίζει να γράφει δικές του; Γιατί ένας μουσικός αρχίζει να «συνθέτει»;
Το να γράφεις μελωδίες, είναι ταλέντο. Το να μάθεις μουσική είναι προσιτό σε όλο τον κόσμο –όποιος πάει σε ένα ωδείο θα μάθει μουσική, το σολφέζ, τις αρμονίες. Όλα αυτά είναι απαραίτητα, ακόμη και οι τραγουδιστές θα έπρεπε να τα ξέρουν. Αλλά το να βγαίνει η μελωδία από μέσα σου, δεν μαθαίνεται σε κανέναν. Πρόκειται για έμφυτο ταλέντο. Μπορεί και να μην έχεις πάει σε ωδείο, αλλά να είσαι συνθέτης τραγουδιών και να μην ξέρεις να τα παίξεις. Έχουν υπάρξει σπουδαίοι τέτοιοι δημιουργοί.
Εσείς, λοιπόν, πότε ξεκινήσατε να γράφετε τη δική σας μουσική;
Στο ωδείο βαριόμουν την πρακτική του πιάνου και τις ασκήσεις. Πήγαινα πιο γρήγορα απ’ ότι θα έπρεπε –αυτό είναι κακό βέβαια, γιατί χρειάζεται μεγάλη πειθαρχία για να φτάσεις στο τέρμα της γνώσης της μουσικής. Από τη στιγμή όμως που μέσα σου βράζει η μελωδία, δεν μπορείς να περιμένεις να τελειώσουν όλα αυτά. Έτσι κι εγώ προχώρησα μόνος μου.
Είστε ο πρώτος συνθέτης που μελοποίησε Νίκο Καββαδία και γενικότερα ασχοληθήκατε αρκετά με τη μελοποίηση. Τι ωθεί έναν μουσικό να βάλει ένα ποίημα σε νότες;
Έψαχνα τότε να βρω έναν στίχο που να έχει κάποιο νόημα. Υπάρχουν πάρα πολλοί στιχουργοί των οποίων οι στίχοι μοιάζουν με ποιήματα. Υπάρχουν και μερικοί ποιητές των οποίων τα έργα μπορεί να γίνουν τραγούδι –από εμένα τουλάχιστον. Αλλά δεν μπορούν να μελοποιηθούν όλοι οι ποιητές. Ό,τι διάλεγα εγώ από την ποίηση, θα έπρεπε λοιπόν να μπορώ να το προσαρμόσω ώστε να ακουστεί σαν τραγούδι, χωρίς να προδώσω τον ποιητή. Είναι μια δύσκολη διεργασία αυτή, γιατί πρέπει να σεβαστείς πρώτα την ποίηση και μετά τη μελοποίηση. Όταν μελοποιείς ένα ποίημα πρέπει στο τέλος να ακουστεί ένα ολοκληρωμένο τραγούδι, όχι απλώς να οχυρωθείς πίσω από το όνομα ενός σπουδαίου ποιητή. Έτσι η ποίηση κατεβαίνει στο απλό κοινό, αλλιώς είναι μόνο για τους ειδικούς –κάτι το οποίο δεν με ενδιέφερε ποτέ.
Σε τι διαφέρει η δική σας προσέγγιση στην ποίηση από όσα σπουδαία κυκλοφόρησαν στις δεκαετίες του 1960-1970;
Ο καθένας έχει τη σφραγίδα του. Ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίκης Θεοδωράκης, έχουν μελοποιήσει θαυμάσια. Η δική μου περίπτωση είναι διαφορετική: εγώ είμαι ελεύθερος σκοπευτής. Η προσέγγισή μου στους ποιητές δεν είναι «έργο κουλτούρας». Δεν ανήκω σε μια κατηγορία σπουδαίων συνθετών, που κάνουν μεγάλα έργα. Εγώ κάνω τραγούδια. Κι αν κάθε μου τραγούδι είναι ένα μικρό μονόπρακτο, αυτό μου αρκεί...
Μερικά από όσα μελοποίησα έχουν μείνει στον κόσμο ως τραγούδια και όχι ως ποιήματα: το “Χριστινάκι”, για παράδειγμα, είναι ποίημα του Ρώτα. Το “Άσπρα Καράβια” και το “Ήρθες Εψές” του Σωτήρη Σκίπη. Είναι λοιπόν ποιητές. Όταν ο κόσμος ακούει το “Ήρθες Εψές”, ακούει ένα χασάπικο, νιώθει τον στίχο, μπορεί όμως να μην ξέρει ότι είναι ποίημα του Σκίπη. Προσπάθησα να βγει τραγούδι από το ποίημα, αλλιώς δεν πρέπει να το αγγίζεις καθόλου.
Έχετε συνεργαστεί με μερικούς από τους πιο διακεκριμένους ερμηνευτές του ελληνικού τραγουδιού. Ξεχωρίζετε κάποιον/α για τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο προσέγγισε τις συνθέσεις σας;
Δεν με ενδιαφέρει μια ωραία φωνή, αλλά ό,τι κρύβεται πίσω της. Γι’ αυτό και όσοι συνεργάστηκαν μαζί μου, άφησαν σημάδια ερμηνείας: η Βίκυ Μοσχολιού, ο Σταμάτης Κόκκοτας, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Βέβαια υπάρχουν και μερικοί τραγουδιστές που είναι σε όλα δυνατοί: ό,τι τραγουδούν, το τραγουδούν τέλεια και δεν θα κάνουν μια ιδιαίτερη ερμηνεία για μένα –η Μαρινέλλα, ο Γιώργος Νταλάρας. Έβγαζα πάντως ερμηνείες από τους τραγουδιστές: στην Έξοδο Κινδύνου, η Άλκηστις Πρωτοψάλτη ερμήνευσε, δεν τραγούδησε. Και το ζητούμενο τελικά είναι ακριβώς αυτό, να βγει η κρυμμένη ψυχή του κάθε τραγουδιστή. Αλλά όταν οι τελευταίοι παρασύρονται σε εμπορικές επιτυχίες, αυτό το θαύμα της ερμηνείας κρύβεται. Εγώ το ψάχνω και το βρίσκω.
Μα κι εσείς κάνατε μεγάλες εμπορικές επιτυχίες...
Διαχρονικές, όχι εμπορικές. Εμπορικό είναι ένα τραγούδι το οποίο γίνεται σουξέ για πέντε μήνες και μετά ξεχνιέται.
Ποια φωνή θα θέλατε να έχει πει τραγούδια σας και δεν συνέβη;
Ο Στέλιος Καζαντζίδης. Όταν ήμουν μόνος μου στο εξωτερικό άκουγα Καζαντζίδη κι αισθανόμουν ότι είμαι Έλληνας.
Στη συναυλία που δώσατε το περασμένο καλοκαίρι στο Βεάκειο παρατήρησα ότι οι τραγουδιστές στέκονταν δίπλα σας ελεύθερα, χωρίς τον φόβο της παρουσίας του αυστηρού συνθέτη...
Γιατί με εμπιστεύονται. Εγώ στο πιάνο κι εκείνοι δίπλα, συντροφικά. Πιστεύω ότι οι συνεργασίες μου ήταν τέλειες γιατί δεν το παίζω μαέστρος ή μεγάλος συνθέτης. Δουλεύουμε φιλικά, το συζητάμε, το ψάχνουμε, έρχεται μια μαγική στιγμή και βγαίνει το τραγούδι. Κανείς δεν χάνει από το μεγαλείο του, όταν είναι συντροφιά με τους ανθρώπους.
Παίρνοντας ως παράδειγμα τον δίσκο Η Βίκυ Μοσχολιού Τραγουδά Σπανό (1977): τι πιστεύετε ότι έκανε το “Σ' Ένα Εξπρές” και τη “Κάτω Απ' Τη Μαρκίζα” να μείνουν τόσο έντονα στη συνείδηση του κόσμου, ενώ άλλα εξαιρετικά τραγούδια του δίσκου δεν αγαπήθηκαν έτσι;
Το γούστο του κόσμου, ποικίλλει. Η μουσική παίζει ρόλο παράξενο στην ψυχοσύνθεση του ανθρώπου. Κάποιος στίχος, μέσω της μουσικής, ξυπνάει αισθήματα κρυμμένα ή ξεχασμένα. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει καλή και κακή μουσική. Ένα σκυλάδικο μπορεί να ξυπνήσει θαυμάσια αισθήματα σ’ ένα ζευγάρι, επειδή βρεθήκανε κάποτε μαζί –κι ας μείνει σκυλάδικο για τους άλλους. Γι’ αυτό δεν πρέπει να κατηγορούμε τίποτα. Οτιδήποτε τραγουδά ο κόσμος μετά από χρόνια, αξίζει να το τραγουδά.
Το ραδιόφωνο «εκπαιδεύει» ακροατές;
Τους παιδεύει, μάλλον. Κι από παλιά ήταν παίδεμα, γιατί όλοι οι σταθμοί εκτελούσαν εντολές των διαφόρων γραφείων, έπαιζαν playlists και ελεύθερη παρέμενε μόνο η Ελληνική Ραδιοφωνία και μερικά ακόμη ραδιόφωνα. Δεν γίνεται να ακούγονται για μια εβδομάδα μόνο 10 τραγούδια, είναι φασιστικό κάτι τέτοιο.
Σε συνέντευξή σας το 1965 λέγατε ότι «σας αρέσει το ελληνικό κοινό γιατί δέχεται ν’ ακούσει πολλά πράγματα, σε αντίθεση με τους Γάλλους, που δεν έχουν προσωπικότητα, μιας και πηγαίνουν με το ρεύμα της εποχής». Σήμερα θα απαντούσατε το ίδιο;
Ναι. Το γαλλικό κοινό δεν έχει το ταλέντο του Έλληνα να τραγουδήσει, να αυτοσχεδιάσει, να γελάσει και να κάνει παρέες. Οι Γάλλοι είναι μεμονωμένα άτομα. Έχουν όμως μιαν άλλη κουλτούρα: δέχονται και αξιολογούν αξιοκρατικά τα ταλέντα. Ένα ταλέντο δεν θα περάσει απαρατήρητο στη Γαλλία. Δεν το έχουν μέσα τους, άρα το θαυμάζουν. Ενώ στην Ελλάδα έχουμε αναξιοκρατία, δυστυχώς, σε όλες μας τις εκφάνσεις.
Με τις σκληρές πολιτικές που ακολουθούνται τον τελευταίο καιρό, βιώνουμε όλο και περισσότερες αλλαγές στην καθημερινότητά μας. Η δική σας ζωή έχει αλλάξει;
Η ζωή μου δεν έχει αλλάξει εδώ και πολύ καιρό. Καλλιεργώ τα φυτά μου, όπως και πριν. Για εμένα ήταν μοιραίο να καταλάβει ο κόσμος ότι η πραγματική ζωή βγαίνει από το χώμα. Η ζωή ξεκινάει από το να φυτέψεις ένα δέντρο και όχι από τα κέντρα διασκέδασης –έχω πάει κι εγώ σ’ αυτά, αλλά δεν έχω μείνει μόνο εκεί. Η οικονομική κρίση θα δημιουργήσει καινούργια εποχή. Μετά την πτώση υπάρχει πάντα η ανάταση, είναι φυσικός νόμος αυτό. Τόσα παιδιά γυρνούν στις επαρχίες και στα χωριά τους, αντί να πάνε στο εξωτερικό για διακοπές...
Αυτό όμως συνεπάγεται αλλαγή συνείδησης;
Όχι, αποτελεί ωστόσο μια επιρροή. Η ανάγκη σε κάνει να καταλάβεις ποιες είναι οι ρίζες σου. Οι ξένοι πηγαίνουν να θαυμάσουν τα χωριά μας στην Ήπειρο κι εμείς τα σνομπάρουμε. Ήρθε η κρίση και θα καταλάβουμε τι σημαίνει η γιαγιά και ο παππούς εκεί πάνω. Δεν υπάρχουν τα λεφτά κι έτσι θα καταλάβουμε την αξία της απλής ζωής. Η Ελλάδα απλά ξεκίνησε, όχι κοσμοπολίτικα.
Ετοιμάζετε νέο δίσκο με μελοποιημένη ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη και ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά. Πείτε μας δυο λόγια για τη δουλειά αυτή...
Διάλεξα τον Μανώλη για τον συγκεκριμένο δίσκο γιατί τον θεωρώ τον μόνο κατάλληλο για να φέρει στο απλό αυτί την ποίηση του Καβάφη με τη δική μου μουσική. Ο Καβάφης έχει ένα δικό του, δύσκολο ποιητικό λόγο, με πολύ βαθύ νόημα. Η μελοποίησή του είναι πάρα πολύ δύσκολη. Ήθελα λοιπόν όλο αυτό να βγει αδρά, με μια απέριττη λαϊκή φωνή, όπως αυτή του Μητσιά. Είναι ένας σπουδαίος τραγουδιστής, ο οποίος έχει ερμηνεύσει πολλούς ποιητές και παραμένει αναλλοίωτος τόσα χρόνια.
{youtube}S9jgxp6mO2U{/youtube}