Εξάρχων βιολονίστας της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, με ακαδημαϊκές σπουδές υψηλού επιπέδου, ο Αντώνης Σουσάμογλου παρουσίασε πρόσφατα το δεύτερο προσωπικό του άλμπουμ, One Night Stand –μια δουλειά βασισμένη σε τραγούδια, με σημαντικές συνεργασίες (Δήμητρα Γαλάνη, Αλκίνοος Ιωαννίδης κ.α.) και με φροντισμένες ενορχηστρώσεις. Με αφορμή λοιπόν τη ζωντανή παρουσίαση του άλμπουμ την ερχόμενη Τρίτη 28 Φεβρουαρίου στον Ιανό, του ζητήσαμε να μας πει την ιστορία αυτών των τραγουδιών. Πράγμα που έκανε συγκροτημένα και με σαφήνεια, με μια λογική που συγκινεί...
Θα ξεκινούσα κάπως ανάποδα: ποιο βλέπεις να είναι το μέλλον της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης εν καιρώ κρίσης; Θα μπορούσε η κρίση να αποτελέσει ευκαιρία –να σας κάνει δηλαδή πιο επινοητικούς και δημιουργικούς;
Το τελευταίο διάστημα όλοι επαναπροσδιορίζουμε τις προτεραιότητές μας. Η εποχή της ευτέλειας των τελευταίων ετών, που μας είχε κάνει να πιστέψουμε πως ζούσαμε σε επαναλήψεις επεισοδίων trash TV, έχει τελειώσει. Το σύγχρονο στοίχημα για μας είναι να συνδέσουμε τη μουσική με την υπαρκτή καθημερινότητα, γιατί πλέον ο κόσμος σκανάρει πολύ πιο αυστηρά τις επιλογές του. Το κύριό μας μέλημα θα πρέπει λοιπόν να είναι το να διαλύσουμε την παρεξήγηση στο μυαλό του κόσμου πως η κλασική μουσική είναι αντιλαϊκή και ξενόφερτη. Στη συνείδηση ας πούμε αρκετών ανθρώπων, το Μέγαρο Μουσικής έχει αποτελέσει σύμβολο της «άρχουσας» τάξης και των κοσμικών –και επαναλαμβάνω ότι πρόκειται για τεράστια παρεξήγηση. Οφείλουμε να το κάνουμε να συμβολίσει και πάλι έναν χώρο κατεξοχήν δημιουργίας. Να επιστρέψουμε όσο μπορούμε στην ουσία, σε μια εποχή που οι άνθρωποι νιώθουν να χάνεται το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια τους.
Η κρίση μάλλον έχει ακονίσει το αίσθημα υπευθυνότητάς μας, το οποίο βέβαια στην Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης ήταν ήδη υψηλό –αφ’ ενός επειδή διαχειριζόμαστε δημόσιο χρήμα, αφ’ ετέρου γιατί το να σε επιλέξει κάποιος για την ψυχαγωγία του είναι πολύ σημαντικό, ειδικά όταν δεν του περισσεύουν. Βέβαια, ταυτόχρονα ακονίζουμε και την επινοητικότητά μας, προσπαθώντας να λειτουργήσουμε με πολύ λιγότερα χρήματα, χωρίς να κάνουμε εκπτώσεις στον προγραμματισμό μας.
Θα ήθελα να λύσω όμως και μία ακόμα παρεξήγηση: μια τέτοια κρίση σαφώς μπορεί να οδηγήσει σε νέους τρόπους δημιουργικότητας και να αποτελέσει πηγή έμπνευσης. Όμως είναι άλλο πράγμα ο δημιουργικός πολιτισμός, δηλαδή η έμπνευση, που δεν έχει άλλα όρια παρά αυτά του μυαλού μας, και άλλο ο εκτελεστικός πολιτισμός. Όταν φτάνουμε στην υλοποίηση των ιδεών και κάποιοι άνθρωποι πρέπει να ζήσουν από αυτό, κακά τα ψέματα, ο περιορισμός του μπάτζετ αποδεικνύεται κρίσιμος, όπως παντού άλλωστε.
Το πρόσφατο άλμπουμ σου, One Night Stand, δεν εξαντλείται στην τραγουδοποιία αλλά ξανοίγεται και στον αυτοσχεδιασμό. Πώς σε έχουν επηρεάσει ως άνθρωπο και καλλιτέχνη οι παραπάνω δύο ασχολίες; Αποτελούν αντίβαρο στην κλασική σου παιδεία ή επέκτασή της;
Θα εστίαζα κατ’ αρχήν στην τραγουδοποιία, γιατί αυτή αποτελεί και την κινητήριο δύναμη πίσω από τον δίσκο. Οι αυτοσχεδιασμοί λειτουργούν υπηρετώντας το τραγούδι και τον στίχο, όχι ανεξάρτητα. Τα δύο μου αυτά κομμάτια, το κλασικό και η τραγουδοποιία, λειτουργούν συμπληρωματικά. Ενεργοποιούν διαφορετικές πλευρές του εαυτού μου και τα κάνω επειδή έχω ανάγκη να κάνω διαφορετικά πράγματα. Στο τραγούδι βρίσκω τον χώρο να είμαι πιο εσωστρεφής, πιο ανασφαλής ή πιο θυμωμένος, σε αντίθεση με τον χώρο της κλασικής μουσικής, που ενεργοποιεί πιο εξωστρεφείς ή πιο διανοητικές πτυχές μου. Φαντάζομαι όμως πως ο τρόπος με τον οποίον γράφω τραγούδια εξαρτάται πολύ από το ποιος είμαι και από τα βιώματά μου.
Η διαδικασία αυτή είναι περισσότερο πηγαία και «ανοργάνωτη» ή όχι; Πόσο, τελικά, χρησιμοποιείς οργανωμένη παρτιτούρα για να παγιώσεις έναν αυτοσχεδιασμό;
Όσο καλά προετοιμασμένος και να πας στο στούντιο, υπάρχει πάντα ένα κομμάτι το οποίο δεν μπορείς να ελέγξεις, και αυτό είναι η φρέσκια ματιά που σου δίνουν οι άλλοι μουσικοί και τραγουδιστές. Και ευτυχώς, γιατί είμαι ευγνώμων για όσα έχουν προσθέσει οι μουσικοί στα τραγούδια μου. Σε κάποιες περιπτώσεις στηριχτήκαμε στο αυτοσχεδιαστικό παίξιμο της βασικής μπάντας για να «κουμπώσουν» μετά πάνω τα έγχορδα και η υπόλοιπη ενορχήστρωση. Κάποια άλλα είναι γραμμένα με ακρίβεια∙ το κάθε κομμάτι είχε διαφορετικές ανάγκες. Νομίζω όμως πως τελικά θέτω πιο αυστηρά όρια γι’ αυτά που δεν μου αρέσουν, παρά γι’ αυτά που μου αρέσουν.
Από πού προήλθε αλήθεια ο τίτλος του άλμπουμ;
Η έκφραση «One night stand» σήμαινε αρχικά, στη γλώσσα των ανθρώπων του θεάτρου και της μουσικής, την παράσταση για μία μόνο νύχτα. Ήταν οι παραστάσεις που παίζανε σε μια πόλη και αμέσως μετά φεύγανε για την επόμενη. Υπάρχει κάτι που με γοητεύει σ’ αυτή την έκφραση: η έννοια της παράστασης, του ταξιδιού, μιας καινούργιας πόλης, ενώ ταυτόχρονα μου βγάζει κάτι πολύ νοσταλγικό και μοναχικό. Από την άλλη, δίνει κι ένα υπόγειο συνδετικό νήμα στις ιστορίες των τραγουδιών, υπονοώντας πως δεν διαδραματίζονται απαραίτητα στην Ελλάδα.
Τα τραγούδια σου είναι σαν να αναζητούν έναν νόστο. Υπάρχει ένας γλυκός θρήνος για αυτό που έφυγε... Κάνω λάθος;
Νοσταλγία ναι, θρήνος όχι. Είμαι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος! Επειδή συνήθως ο στίχος μου είναι σε παρελθόντα χρόνο, αυτό δίνει από μόνο του έναν χαρακτήρα ανάμνησης. Όμως η ματιά μου είναι πολύ θετική. Το γράψιμο λειτουργεί πολύ θεραπευτικά.
Σε κάποια κομμάτια υπάρχει τόσο το ηλεκτρονικό στοιχείο, όσο και το άκουσμα των φυσικών οργάνων. Σε συνδυασμό με τους στίχους, συνυπάρχει τόσο το ρομποτικό στοιχείο όσο και το ευαίσθητο, τόσο το μηχανιστικό όσο και το εφηβικό και το ανθρώπινο. Νιώθεις ότι κινείσαι ανάμεσα στα δύο στοιχεία;
Κοίταξε, λόγω αντικειμένου δεν μπορώ να απομακρυνθώ πολύ από τον ήχο των φυσικών οργάνων. Μου αρέσει όμως που και που να φλερτάρω με άλλα ηχοχρώματα. Ωστόσο η ηλεκτρονική μουσική ανήκει εδώ και δεκαετίες απενοχοποιημένα στην ηχητική παλέτα των συνθετών. Ακόμα κι αυτό που περιγράφεις ως «ρομποτικό», έχει από μόνο του μια δική του συναισθηματική δυναμική.
Στο τραγούδι “Κοντά Παντελόνια” γράφεις για την πρώτη παιδική αγάπη. Πώς εμπνεύστηκες το θέμα; Είναι περιγραφή κάποιου βιώματός σου;
Αν και η ιδέα προϋπήρχε από παλιά, τα “Κοντά Παντελόνια” γράφτηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος την εποχή που ήμουν στο στρατό, σε μια εποχή που αισθανόμουν πως είχα χάσει τον έλεγχο της ζωής μου. Ένιωθα ανήμπορος, αποκλεισμένος και θυμωμένος και χρησιμοποίησα μια προσωπική μου ιστορία για να πω κάτι πιο συνολικό και πιο επίκαιρο σε σχέση με το πού βρισκόμουν εκείνη τη στιγμή. Η εφηβική ιστορία φτάνει περίπου μέχρι τη μέση του τραγουδιού και μετά μεταφέρεται στο παρόν. Το προσωπικό μου βίωμα δεν έχει τόση σημασία, παρά μόνο ενδεχομένως για όσους με ξέρουν.
Στο ίδιο τραγούδι περιγράφεις τον εαυτό σου ως αδέξιο φλώρο με γυαλιά. Ο αυτοσαρκασμός είναι δημιουργικός τρόπος για σένα;
Νομίζω πως όποιος δεν μπορεί να αυτοσαρκαστεί, κινδυνεύει να χάσει κάπως το μέτρο και να αρχίσει να παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά. Αλλά ο στίχος είναι κυρίως μια μεταφορά για τα πράγματα που μας πληγώνουν ως ενήλικες.
Το τραγούδι “Χαμογελώντας Τα Πρωινά Της Δευτέρας” μου δίνει την εντύπωση ότι γράφτηκε από έναν άνθρωπο-αφηγητή, ο οποίος αφήνεται στα υπόγεια και υπέργεια ρεύματα της πόλης. Παρ' όλα αυτά αποπνέει τόσο αισιοδοξία όσο και απαισιοδοξία, χωρίς να ξέρεις τι υπερισχύει. Θα ήθελες να μας μιλήσεις για αυτό;
Και πάλι έχει να κάνει με την αυτοσαρκαστική διάθεση. Θα ’λεγα πως αποπνέει αισιοδοξία, περιγράφοντας απαισιόδοξα πράγματα. Είμαι εντελώς παιδί της πόλης και συχνά αφήνομαι μέσα στους δρόμους παρατηρώντας. Σπανίως θα γράψω για ηλιοβασιλέματα ή για πράγματα που παραδοσιακά θεωρούμε όμορφα και ποιητικά. Προτιμώ να αναζητώ την ομορφιά σε πιο αστικές εικόνες, ενδεχομένως πιο παρακμιακές και κατεστραμμένες.
Τα περισσότερα τραγούδια σου δεν έχουν ρεφρέν, θα τα αποκαλούσα εξελικτικώς κυκλικά. Πώς προκύπτει αυτή η μορφή;
Έχει να κάνει κυρίως με τον στίχο, με τη ροή της αφήγησης. Βλέπω τα τραγούδια σαν ταινίες μικρού μήκους, με σενάριο, εξέλιξη, τόπο και πρωταγωνιστές. Γράφω τραγούδια επειδή θέλω να πω μια ιστορία και η ιστορία είναι αυτή που καθορίζει τη φόρμα, όπου κι αν με βγάλει κάθε φορά.
Είσαι εξάρχων βιολονίστας της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης με σημαντική θητεία στο χώρο της κλασικής μουσικής. Από την άλλη πλευρά, ασχολείσαι με το τραγούδι. Πώς εφάπτονται αυτοί οι δύο χώροι; Νιώθεις ότι βρίσκεσαι στο μεταίχμιο δύο διαφορετικών πραγμάτων;
Μεταίχμιο όχι, από την άποψη πως δεν κάνω crossover. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα που κάνω παράλληλα με τον ίδιο ζήλο: full time κλασική και ταυτόχρονα full time τραγουδοποιία. Μπορεί να φαίνεται οξύμωρο, αλλά δεν είμαι από εκείνους που πιστεύουν πως «η μουσική είναι μία». Για μένα οι μουσικές είναι χιλιάδες, ευτυχώς. Έχω ανάγκη να κάνω διαφορετικά πράγματα με τον ίδιο τρόπο που όλοι μας έχουμε ανάγκη από διαφορετικές τροφές για να είμαστε ισορροπημένοι. Το κάθε είδος μου ενεργοποιεί διαφορετικά αντανακλαστικά, αλλά σίγουρα η εμπειρία του ενός εμπλουτίζει το άλλο, δεν είναι στεγανοποιημένα.
Πώς ήταν η συνεργασία σου με τους τραγουδιστές που συμμετείχαν στο άλμπουμ;
Η ιδέα του μεγάλου καστ με προβλημάτισε πολύ μέχρι το τέλος, επειδή απέχει από ό,τι έχουμε συνηθίσει σαν «προσωπικό δίσκο». Τελικά όμως αποφάσισα, όπως σχολίασε και η Δήμητρα Γαλάνη, πως δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, γιατί τα ίδια τα τραγούδια ζητούσαν διαφορετικούς χαρακτήρες. Εκείνο που έμαθα σ’ αυτή τη διαδικασία είναι ότι δεν έχει σημασία το πόσο εκτιμάς κάποιον, ή πόσο σου αρέσει η φωνή του: αυτό που έχει σημασία είναι το να εννοεί τις λέξεις που τραγουδάει, να του ταιριάζει ο ρόλος. Αλλιώς το αποτέλεσμα φαίνεται ψεύτικο. Αυτό το έκαναν όλοι με φοβερά γενναιόδωρο τρόπο και έκαναν τους ρόλους δικούς τους. Και αυτή η διαδικασία είναι πάντα μαγική για μένα.
Αυτή τη δουλειά θα την έκανες μόνο με τον Φαίδωνα Καλοτεράκη; Τελικά οι μουσικές συναντήσεις μας με ανθρώπους μας κατευθύνουν και ευρύτερα στη ζωή μας;
Και οι δύο μου δίσκοι έγιναν ακριβώς όπως θα το ονειρευόμουν. Στην πρώτη περίπτωση μοιράστηκα την εμπειρία με έναν φίλο. Στη δεύτερη κάλεσα κοντά μου ανθρώπους οι οποίοι μου είναι πολύ σημαντικοί και ως καλλιτέχνες και ως προσωπικότητες. Άλλωστε ο Φαίδωνας ήταν παρών σε όλη την εξέλιξη του υλικού. Κάποια κομμάτια προϋπήρχαν του πρώτου μας δίσκου, του Don’t Mind The Gap, αλλά εκτιμήσαμε τότε ότι θα ταίριαζαν περισσότερο σε ένα άλλο σύνολο τραγουδιών.
Με τι κριτήριο/α επιλέχθηκε η ενορχήστρωση σε κάθε κομμάτι;
Δεν μπορώ να το εξηγήσω ακριβώς με λέξεις, αλλά νιώθω πως τα τραγούδια δείχνουν από μόνα τους την ενορχήστρωσή τους. Δεν είναι μια εξωτερική διαδικασία, συνήθως συνδέεται με την ίδια τη σύνθεση. Σε κάποιες περιπτώσεις χρειάστηκε να αφαιρέσω ολόκληρη ενορχήστρωση επειδή μου ακουγόταν πολύ δήθεν, εξωγενής. Ο στόχος δεν είναι ποτέ να κάνω επίδειξη του πόσο καλά μπορώ να γράψω αντιστίξεις.
Θα φανταζόσουν στο μέλλον να κάνεις μια παράλληλη καριέρα τζαζ βιολιστή;
Όχι. Η μουσική μου έχει κάποια στοιχεία τζαζ, αλλά δεν είναι τζαζ. Άλλωστε δεν είμαι τόσο καλός αυτοσχεδιαστής. Μου αρέσει να κάνω μη κλασικές συναυλίες είτε με τη δουλειά μου, είτε με τη δουλειά φίλων, αλλά η τζαζ είναι ένα εντελώς διαφορετικό κεφάλαιο.
Αλήθεια, έχεις και διδακτορικό τίτλο. Ποιο είναι το θέμα του;
Ήταν μια εργασία πάνω στο βιολιστικό έργο του Νίκου Σκαλκώτα, η οποία εκπονήθηκε στο πανεπιστήμιο City του Λονδίνου και συγκεκριμένα πάνω στο Κοντσέρτο για Βιολί.
Δεν ξέρω αν είσαι πατέρας, παρ’ όλα αυτά, τι θα απαντούσες στα παιδιά σου, με απλό και κατανοητό τρόπο, αν σε ρωτούσαν τι είναι η μουσική για σένα;
Όσο κι αν μοιάζει πεζό, θα τους έλεγα κατ’ αρχήν πως η μουσική είναι η δουλειά μου. Επειδή χρησιμοποιούμε την έκφραση «παίζω» μουσική, είναι εύκολο για ένα παιδί να θεωρήσει πως ο γονιός του φεύγει από το σπίτι όχι γιατί πρέπει, αλλά επειδή προτιμάει να «παίζει». Αυτό δεν το λέω θεωρητικά, το λέω επειδή μεγάλωσα σε μουσική οικογένεια. Ήταν πολύ σημαντικό ως παιδί το να αναγνωρίζω τα όρια της δουλειάς του πατέρα μου.
Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια; Θα αφορούσαν και σε έκδοση έργων λόγιας μουσικής;
Αν είχα άμεσα την ευκαιρία, θα ήθελα να εκδώσω κάποια πράγματα που έχω κάνει για χορό και κινηματογράφο. Μου αρέσει να γράφω για ορχήστρα εγχόρδων, αλλά δεν έχω κάτι προγραμματισμένο.