Η συνάντηση είχε δοθεί κάπου στο Παγκράτι, με αφορμή τη συναυλία του με τους Baby Guru στη Ρεματιά του Χαλανδρίου (μεθαύριο Πέμπτη, 14/7). Η αποπνικτική ζέστη του μεσημεριού δεν επέτρεψε «πλατειακό» καφέ και η ευγενής καλοσύνη του συντευξιαζόμενου μου επέτρεψε να τον συναντήσω στο σπίτι του, υπό την αύρα του κλιματιστικού. Το κουδούνι έγραφε «Δεληβοργιάς». Παραξενεύτηκα –και ήταν η πρώτη ερώτηση που έκανα. «Τυπογραφικό λάθος του διαχειριστή, αλλά μου άρεσε και το άφησα», μου εξήγησε. «Πέρνα να τα πούμε»…
Ξεκινάς λοιπόν με δάσκαλο τον Ορφέα Περίδη…
Ο Ορφέας ήταν ένας 25χρονος Καλλιθεάτης που έμενε κοντά μας. Και, όταν ήταν να ξεκινήσω μουσική, επιλέξαμε αντί του ωδείου τον Ορφέα. Δεν ήταν γνωστός ακόμη και ούτε ήξερα ότι έγραφε τραγούδια. Στην πορεία ανακάλυψα ότι ήταν τραγουδοποιός. Μου ’χε πει μάλιστα να μου παίξει τότε κανα-δυο τραγούδια για να του πω τη γνώμη μου. Το “Φεύγω” και το “Μάτια Μου”, και έπαθα την πλάκα μου. Ήθελα πολύ να το μιμηθώ όλο αυτό. Να βρω τρόπο να «απαντήσω». Μου ’χε γράψει και μια καταπληκτική κασέτα με επιλογές (π.χ. από το White Album των Beatles) κι έτσι αποφάσισα ότι ήθελα να γίνω σαν τον Ορφέα, να γράφω τραγούδια, να παίζουμε μαζί.
Κι η επαφή με το Μάνο Χατζιδάκι, πώς ήρθε;
Σκέψου ότι εγώ από τα 12 και μετά άρχισα να γράφω τραγούδια…
Επιβίωσε κανένα;
Επιβίωσαν δυο-τρία που έκανα στην Παρέλαση με τον Χατζιδάκι, κι ένα που λέγεται “Να Κοιμηθώ”, το οποίο βρίσκεται στο Η Ζωή Μόνο Έτσι Είναι Ωραία.
Οπότε πας και χτυπάς την πόρτα του Χατζιδάκι;
Πήγα στο Ζουμ και τον βρήκα, αφού τον είχα δει πρώτα στην τηλεόραση και μου ’χε φανεί πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. Αποφάσισα έτσι να πάω να τον βρω, με άγνοια κινδύνου του μεγέθους του. Και, συναντώντας τον, του είπα το χειρότερο που θα μπορούσα να πω –και με το δίλημμα ενικός ή πληθυντικός στην πρώτη προσέγγιση: «Είμαι συνάδελφος και θα θελα να ακούσετε το έργο μου», ή κάπως έτσι… Εκείνος γέλασε, και μου απαντά: «Ωραία, εκτός από το έργο σου, έχεις και κανένα τηλέφωνο να επικοινωνήσουμε;». Δεν με πήρε, και μετά από έξι μήνες ξαναπήγα να τον βρω. Παρότι δεν με είχε πάρει με θυμόταν. Και μου είπε πως του άρεσαν δύο τραγούδια πολύ, και πως θα ’πρεπε να περάσω από το σπίτι του να τα πούμε.
Αν ερχόταν κάποιο νέο παιδί κι έκανε το ίδιο πράγμα με σένα, θα είχε αποτέλεσμα;
Μου ’χει τύχει να έρθουν παιδιά με τα οποία αισθάνθηκα μια συγγένεια με τον στίχο ή με τη μουσική τους –και μετά και συνεργαστήκαμε και κάναμε παρέα. Και το κάνω με πολύ χαρά. Αλλά θα πρέπει να νιώθω ότι υπάρχει μια συνάφεια ανάμεσά μας όσον αφορά στο μουσικό κομμάτι. Θα ’λεγα όμως ότι είναι σημαντικό, εκτός από το να πλησιάσεις τον καλλιτέχνη με τον οποίον νιώθεις μια πνευματική συγγένεια, να έχεις στο μυαλό σου και πώς θα επικοινωνήσεις το έργο σου στο κοινό, πώς δηλαδή θα κάνεις το επόμενο βήμα. Δεν θεωρώ ότι είναι η μόνη οδός αυτή για ένα νέο παιδί. Θα του έλεγα να πλησιάσει έναν καλλιτέχνη μόνο αν ταυτίζεται πραγματικά μαζί του, αλλά και να πλησιάσει ανθρώπους που ασχολούνται με το πρακτικό κομμάτι της δισκογραφίας.
Η τεχνολογία δεν είναι ένα σημαντικό εργαλείο για κάτι τέτοιο;
Σίγουρα, και θα έλεγα ότι έχει αποδυναμώσει και τον τρόπο λειτουργίας των πολυεθνικών, ο οποίος στα τελευταία χρόνια ήταν πολύ συγκεκριμένος και μηχανιστικός. Το διαδίκτυο καταργεί πολλές μεθόδους του παρελθόντος.
Εφηβικές μουσικές επιρροές έχεις;
Springsteen, Kate Bush, Beatles, Tom Waits… Γενικά μου αρέσουν οι «αφηγηματικοί» καλλιτέχνες, που μέσα από το έργο τους καταλαβαίνεις το περιβάλλον στο οποίο ζουν.
Λαïκή μουσική ακούς;
Ακούω πολλή λαϊκή μουσική, κυρίως όσα έβγαιναν μέχρι το 1987-1988, μέχρι δηλαδή και τους τελευταίους δίσκους του Στράτου Διονυσίου. Αισθάνομαι ότι είμαστε πάρα πολύ τυχεροί που βρισκόμαστε σε μια χώρα επηρεασμένη και από τον ανατολίτικο τρόπο ζωής και από τον Δυτικό κόσμο. Και να τα καταλαβαίνουμε και τα δύο. Εγώ κρατάω πάντα και τις δύο αυτές «πόρτες» ανοιχτές, και θα ’λεγα μάλιστα ότι στον στίχο είμαι περισσότερο επηρεασμένος από το λαϊκό κομμάτι, παρά από το ξενόφωνο.
Θα ’κανες έναν αμιγώς λαϊκό δίσκο;
Θα μου άρεσε και το σκέφτομαι κιόλας. Αισθάνομαι ότι μια μικρή αναπηρία της μουσικής σκηνής στην Ελλάδα είναι ότι δεν ενώνει επιτυχημένα αυτούς τους δύο κόσμους. Ενώ ακούω πάρα πολύ επιτυχημένους δίσκους τα τελευταία χρόνια, αισθάνομαι ότι παραέχουν δέος με την αγλλόφωνη σκηνή από το 2000 και μετά. Το οποίο είναι μεν δικαιολογημένο –γιατί έγιναν πολύ σπουδαία πράγματα– όμως αισθάνομαι ότι το δέος τους κρατάει όμηρους σε ένα είδος αντιγραφής. Δηλαδή, κρατάει κλειδωμένο έναν ολόκληρο εαυτό, που θα μπορούσε να μη λειτουργεί έτσι. Άρα θα ’θελα να το κάνω μελλοντικά –αν και δεν λειτουργώ καθόλου προγραμματικά. Πάντως την ανάγκη τη νιώθω.
Σε εμπνέει η καθημερινότητα για να γράφεις;
Και η καθημερινότητα, αλλά και ό,τι αναιρεί την καθημερινότητα. Πάντα πίστευα ότι υπάρχουν δύο είδη δημιουργών: αυτοί που ξεκινάνε από το πραγματικό ή το φαντασιακό και φτιάχνουν ένα φανταστικό έργο, το οποίο έχει τις αναλογίες του με την καθημερινή ζωή –όπως ο Λούις Κάρολ, ο Μπόρχες ή ένα σωρό ψυχεδελικά συγκροτήματα. Και υπάρχουν και «οι άλλοι», όσοι ξεκινάνε να γράφουν από κάτι εντελώς καθημερινό και το καθημερινό είναι η μεταφορά του πνευματικού, του φαντασιακού. Το λαϊκό τραγούδι αυτό κάνει, ας πούμε. Σου λέει μια ιστορία, που μπορεί όμως να έχει και δύο και τρεις αναγνώσεις. Εμένα αυτά τα τραγούδια μου άρεσαν πιο πολύ.
Κοιτώντας τη δισκογραφία σου, τι πιστεύεις ότι έχεις βελτιώσει από το ένα βήμα στο επόμενο;
Μέχρι πριν τον Αόρατο Άνθρωπο, αισθανόμουν ότι δείλιαζα λίγο να οδηγήσω τον ήχο μου σε κάτι πιο προσωπικό. Ενώ στον στίχο είχα βρει το προσωπικό μου στυλ, με τον ήχο ήμουν λίγο πιο ψαρωμένος. Ε, με αυτόν τον δίσκο κατάφερα να κάνω έναν ήχο που να προεκτείνει τον τρόπο με τον οποίο παίζω τα τραγούδια στην κιθάρα ή στο πιάνο. Που είναι λιτός, αλλά που έχει και προσωπικότητα.
Νιώθεις ότι έχεις μειονεκτήσει σε κάτι;
Αυτό που σου είπα… Νιώθω απλώς ότι έχω ξεκλειδωθεί. Αισθάνομαι δηλαδή ότι πλέον έχω βρει τον τρόπο να φέρνω στο φως και το μουσικό και το στιχουργικό κομμάτι. Πάντα αισθάνεσαι ότι κάτι δεν έγραψες, ότι κάτι δεν είπες ή ότι κάτι δεν λειτούργησε σωστά, αλλά για αυτό υπάρχουν και οι επόμενοι δίσκοι! Πάντως ο Αόρατος Άνθρωπος με βοήθησε πολύ στην αυτοπεποίθηση μου στο ενορχηστρωτικό κομμάτι. Ήταν κάτι στο οποίο υστερούσα.
Έχεις κάτι στα δισκογραφικά σκαριά σου;
Φέτος και πέρσι ήθελα να παίζω ζωντανά όσο μπορώ τα καινούργια τραγούδια. Τώρα είμαι στη φάση της εσωτερικότητας, άρχισα πάλι να ακούω πολλή μουσική.
Τι ακούς;
Με έχει πιάσει μια 1950s φάση. Ακούω τα πρώτα άλμπουμ που δημιουργήθηκαν και είχαν ιστορική αξία. Σινάτρα, Μάιλς Ντέιβις του 1956-57, δίσκους με μπλουζ της εποχής. Μου αρέσει να δω τι σκεφτόντουσαν εκείνοι οι καλλιτέχνες, πώς έφτιαχναν ένα άλμπουμ. Και μ’ αρέσει να ακούω και τους δίσκους αυτούς στο σύνολό τους, γιατί σε μας έρχονταν μεμονωμένα τραγούδια. Τώρα πώς θα με επηρεάσουν όλα αυτά…
Συναυλιακό πρόγραμμα έχουμε;
Δώδεκα συναυλίες, σε μια δύσκολη χρονιά, σε όλη την Ελλάδα. Από Έβρο μέχρι νησιά.
Μόνος ή συνεργασίες;
Να ας πούμε τώρα στο Χαλάνδρι, στη Ρεματιά, θα μοιραστούμε τη βραδιά με τους Baby Guru, οι οποίοι είναι καταπληκτικοί κι έχουν κάνει έναν δίσκο που με ενθουσίασε πάρα πολύ. Έχουν πολύ ιδιαίτερο ήχο. Αντίστοιχα, στο Ark Festival τον Σεπτέμβριο θα παίξω μαζί με τους Burger Project, οι οποίοι έχουν διασκευάσει κάποια τραγούδια μου ή κάποιες διασκευές που κάναμε στην Edith Piaff και στον Τσιτσάνη.
Από δικά σου ποια «πειράξατε»;
Τη “Μποσανόβα”, το “Μπολέρο”, και το “Αυτή Που Περνάει”. Προς το παρόν…
Έχουν ενδιαφέρον;
Ναι! Ας πούμε κάναμε τη “Μποσανόβα” ένα πολύ ενδιαφέρον ska, που έχει μέσα και αμανέδες και διάφορα άλλα… Και τα παιδιά είναι ασταμάτητα στην έμπνευσή τους. Ξεκινάνε από αυτό που δεν γίνεται, και το πραγματοποιούν.
Βρίσκεις ότι είναι διαφορετικό το κοινό στην επαρχία;
Ναι, είναι. Και μάλιστα διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Την εντύπωση που έχει κάποιος για μια πόλη, την ίδια εντύπωση βρίσκει και στο κοινό της. Δηλαδή, οι όμορφες πόλεις σαν τα Χανιά, τη Θεσσαλονίκη, τον Βόλο, έχουν και μια πιο όμορφη, πιο «αστική» άποψη για τη μουσική. Σε άλλες πόλεις βλέπεις μεγαλύτερη καχυποψία. Μας έχουν συμβεί και αστεία περιστατικά, να έρχεται κόσμος όταν τελειώναμε και να μας ρωτάει πότε αρχίζει το λαϊκό πρόγραμμα! Είναι όμως μεγάλη ιστορία η επαρχία… Πιστεύω πάρα πολύ στη διαφορετικότητα της γεωγραφίας. Και ελπίζω, τώρα με την κρίση, να ενισχυθεί αυτή η διαφορετικότητα, να γυρίσει ο κόσμος στις περιοχές από τις οποίες κατάγεται. Αντί να έχουμε έξι εκατομμύρια στην Αθήνα και να τη μισούν οι περισσότερο όσο παράλληλα μαραζώνουν τόποι στην επαρχία, να γίνει το αντίθετο. Είναι ένα είδος σχιζοφρένειας αυτό, καθαρά ελληνικό, και καλό θα ήταν να αλλάξει.
Μιλώντας για κρίση, πώς έχει επηρεαστεί ο χώρος της μουσικής; Γίνονται «εκπτώσεις»;
Ο χώρος νομίζω έχει χτυπηθεί πολύ καιρό πριν την κρίση… Από το 1998 και μετά π.χ. ο κόσμος έχει σταματήσει να αγοράζει δίσκους και κάνει downloading. Η ίδια κοινωνία δηλαδή άρχισε να μη θεωρεί σημαντικό το πνευματικό δικαίωμα του καλλιτέχνη. Υπήρχε ο προβληματισμός από τότε, το ζούσαμε από τότε το θέμα σε μια μικρογραφία του. Και μάθαμε να ζούμε με την ιδέα ότι το πνευματικό μας δικαίωμα δεν υφίσταται και δεν αποτιμάται. Αυτό ορισμένους τους απομάκρυνε οριστικά από τη δουλειά, σε εμένα όμως λειτούργησε ανάποδα.
Δηλαδή;
Αισθάνθηκα ότι με το μαράζωμα και την κρίση υπάρχει η ευκαιρία να εξυγιανθεί το τοπίο. Και όντως είχα δίκιο. Γιατί από το 2006 και ύστερα οι νεότεροι συνάδελφοί μου είναι καλύτεροι από τους προηγούμενους. Έχουν ένα καλλιτεχνικό κριτήριο στο να κάνουν μουσική. Κι αυτό με κάνει και αισθάνομαι καλύτερα. Κι αυτό το φαινόμενο νομίζω θα ενδυναμώνεται με τα χρόνια. Θα είναι περισσότερο καλό και λιγότερο κακό για τη μουσική.
Νιώθεις ότι θα κάνεις συνέχεια μουσική;
Νιώθω ότι θα γράφω συνέχεια μουσική. Το ’χω ανάγκη. Και μου αρέσουν και τα live, γιατί μεταφέρω τη μουσική μου στο κοινό. Έχω μια σχέση από τα 12 με τη μουσική, που δύσκολα θα χαθεί. Ακόμα και όταν δεν γράφω συχνά, δεν σταματά ποτέ αυτή η διαστροφή. Αλλά κι αυτό είναι μια ανάγκη, όπως οι όλες οι άλλες. Νιώθω την ανάγκη να δημιουργώ. Αν σταματήσει αυτό, θα ήμουν δυστυχής.
Αν δεν ήσουν μουσικός…
Σκηνοθέτης, ηθοποιός, συγγραφέας…
Από μικρός;
Μικρός ήθελα να γίνω τρία πράγματα: ιδιοκτήτης θερινού σινεμά –γιατί είχε ο θείος ενός φίλου μου και μας άφηνε και μπαίναμε τζάμπα μέσα– μυλωνάς γιατί άκουγα σε όλα τα παραμύθια για μυλωνάδες και σκεφτόμουν ότι πρέπει να ’ναι τέλειο επάγγελμα και σκηνοθέτης. Μόλις πήρα την κιθάρα όμως, ξεκίνησε η σχέση μου με τη μουσική.
Έχεις κάποιο μουσικό alter ego;
Alter ego όχι. Αλλά νιώθω ότι υπάρχουν πολλά πρόσωπα που ζηλεύω ή που αισθάνομαι ότι κι αυτοί τα ίδια πράγματα θα άκουγαν. Όπως π.χ. η Fiona Apple ή o Rufus Wainwright… Δεν αισθάνομαι απαραίτητα στο επίπεδό τους, νιώθω όμως ότι ζήσαμε μια παρόμοια ζωή.
Πώς περνάς συνήθως τη μέρα σου;
Δεν υπάρχει πρόγραμμα... Πολλές ταινίες και μουσική, πολύς χρόνος με τους φίλους μου και με την κοπέλα μου.
(Εκείνη την ώρα παρατηρώ τα χειριστήρια του Buzz για το playstation)…
Ναι! Παίζω πολύ Buzz και πολύ playstation! Αλλά ασχολούμαι πολύ και με το διαδίκτυο, διάβασμα ξένων εφημερίδων κτλ.
Πήγες στον Roger Waters;
Δεν πήγα. Όχι. Από έφηβος αντιδρούσα λίγο με όλα αυτά τα γκράντε συγκροτήματα και τις επικές μορφές της ροκ. Μου άρεσαν πιο μοναχικοί τύποι, σαν τον Ντύλαν. Είναι πολύ μεγάλοι καλλιτέχνες, αλλά δεν μιλάνε στον δικό μου ψυχισμό.
Με την πολιτική ασχολείσαι;
Διαβάζω, ενημερώνομαι καθημερινά και προσπαθώ να διαμορφώσω μια αντίληψη για τα πράγματα.
Και πού καταλήγεις;
Στο ότι η Δύση αυτή τη στιγμή καταρρέει, γιατί η ελεύθερη οικονομία είναι γεμάτη αντιφάσεις. Τα εργατικά δικαιώματα επίσης καταρρέουν. Εμείς από την άλλη, σαν χώρα, δείξαμε έλλειψη δημιουργικότητας και ελλιπή διαχείριση των οικονομικών μας –και γίναμε πειραματόζωα σε μια σκληρή κατάσταση. Υπάρχει νομίζω μια παρακμή ενός ολόκληρου πολιτισμού, αλλά κι ένα άγριο ξύπνημα του κόσμου εδώ από ένα όνειρο θερινής νυκτός, το οποίο ζούσε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Οπότε αυτό είτε εκφράζεται λαϊκίστικα, είτε απολύτως ανώριμα –δεν έχει δηλαδή πολιτική ωριμότητα ο τρόπος με τον οποίο το σκέφτεται ο περισσότερος κόσμος. Από την άλλη έχουμε όλες τις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις, που πραγματικά απαρτίστηκαν από ανθρώπους χυδαίους ή με ελάχιστες ικανότητες. Υπάρχει λοιπόν μια κατάσταση που θέλει τουλάχιστον δέκα χρόνια να ξεκαθαρίσει. Θέλει νέα πρόσωπα. Φοβάμαι πάντως ότι αυτή η υγιής αντίδραση του κόσμου στους δρόμους είναι λίγο περίεργη. Μπορεί να συναντήσεις δηλαδή εκεί και ανθρώπους που νοσταλγούν τον Χριστόδουλο, τον Ανδρέα Παπανδρέου ή συνθήματα τύπου «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» και δεν σκέφτονται με κριτήρια οικονομολογικά ή πολιτικά για το τι μπορεί να φταίει για αυτό που συμβαίνει. Φοβάμαι ότι μπορεί να είναι οι ίδιοι που πανηγύριζαν στο Euro ή διαδήλωναν για τις ταυτότητες. Και απλώς ξύπνησαν βιαίως και με έναν τραυλό τρόπο διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Όσοι πάντως είναι υγιείς μέσα σε αυτό και σκέφτονται δημιουργικά και λίγο παραπέρα, βοηθούν με τη στάση τους στο να βελτιωθεί η κατάσταση. Τα πράγματα νομίζω δεν μπορούν να πάνε χειρότερα. Και είμαι αισιόδοξος γενικά.
Αν αύριο ανακοινωνόταν επίσημα η χρεοκοπία του κράτους και η στάση πληρωμών, ποια θα ήταν η πρώτη αντίδρασή σου;
Αυτή που ήταν και όταν άκουσα αρχικά για την κρίση, αυτή που ήταν για την Ολυμπιάδα, και άλλα παρόμοια: όλα αυτά αποτελούν μια ευκαιρία. Δεν είναι ούτε θετικό, ούτε αρνητικό. Ακόμη και η πτώχευση. Θα ήταν π.χ. ευκαιρία να τονώσουμε τον τουρισμό μας ή τη γεωργία μας. Να αξιοποιήσουμε αυτά που έχουμε. Σε κάθε ιστορική ευκαιρία αυτό πρέπει να βλέπουμε. Βέβαια μέχρι τώρα τις έχουμε σπαταλήσει όλες, αλλά το καλό είναι ότι συνεχίζουν να έρχονται. Εντάξει, δεν είμαι και drama queen, να πιστεύω ότι υπάρχει τέλος στη ζωή… Μωρά γεννιούνται κάθε μέρα, άνθρωποι ερωτεύονται, γράφουν καινούργια πράγματα… Και οι ευκαιρίες αυτές αφορούν και τη ζωή μας την προσωπική. Είναι αυτά τα μικρά διλήμματα που έχουμε.
Έχεις ξαναπετύχει ποτέ τον Βαγγέλη στο Κολωνάκι;
Αυτό θα ’λειπε, να ζει ακόμη από το 1997 αυτός ο ιστορικός σκύλος! Κρίμα που δεν ζει πάντως, να μας έλεγε και την άποψή του…