Χάρης Συμβουλίδης

Δεν χρειάζεται συστάσεις, καθώς ως τώρα δεν του έλειψε ούτε η επιτυχία, ούτε και η κριτική αναγνώριση: στάθηκε ένας από τους πιο αγαπητούς τραγουδοποιούς της γενιάς του, όπως και μεταξύ των πιο ευρηματικών στιχουργών των τελευταίων χρόνων. Αλλά ο Φοίβος Δεληβοριάς δεν έχει καμία διάθεση να αναπαυτεί στις δάφνες του. Γι’ αυτόν η περιπέτεια συνεχίζεται με έναν τολμηρό νέο δίσκο (Ο Αόρατος Άνθρωπος παρουσιάζεται απόψε στο Fuzz), που τον βρίσκει να καταθέτει μια πρόταση με βαρύτητα όχι μόνο για το σήμερα μα και για το αύριο. Έχει κάθε λόγο λοιπόν να ατενίζει τα πράγματα με ικανοποίηση από τον καινούργιο Εξώστη της Inner Ear κι έχουμε κάθε λόγο να του θέσουμε κάποιες ερωτήσεις…

Έχουμε συνηθίσει να σε βρίσκουμε σε εταιρείες άλλου βεληνεκούς. Ποιος άνεμος σε έφερε στην Inner Ear και τον Εξώστη της; Τι έχει αλλάξει στο εγχώριο δισκογραφικό σκηνικό ως προς το πού διαλέγει να «στεγαστεί» ένας αναγνωρισμένος και αγαπητός στον κόσμο δημιουργός όπως εσύ;

To θέμα είναι πώς ορίζει κανείς το βεληνεκές. Αν είσαι, επί παραδείγματι, ένας δημιουργικός μάγειρας, η καλύτερη θέση για σένα μπορεί να είναι το παράρτημα των McDonald’s στην περιοχή σου; Η ζωή είναι πολύ μικρή και οι δημιουργικές στιγμές της ακόμα πιο σπάνιες. Γιατί αυτές να πρέπει να τις φυλακίσεις σε εταιρείες που παράγουν «μεσαίο γούστο», που βασίζονται σε συνταγές έτοιμες και δοκιμασμένες; Η δισκογραφική βιομηχανία είναι πολύ μικρότερη σε ιστορία από τη Μουσική συνολικά. Κι εμείς ακούμε Ραβέλ, ή Τσιτσάνη, ή Beatles, ή Tom Waits, ή punk. Δεν ακούμε ΕΜΙ, ούτε Sony, ούτε Warner. Αυτές οι εταιρείες –και ο τρόπος τους– βασίλευσαν γύρω στα 60 χρόνια. Τώρα βυθίζονται σε κενά που δημιουργεί ο ίδιος ο πολιτισμός στον οποίον ανήκουν. Ο μουσικός, όμως, θα συνεχίσει να μαθαίνει όργανα, να έχει τη ματαιοδοξία να θέλει να παρουσιάσει κάτι δικό του. Ε, στη δική μου ματαιοδοξία ήρθε ταμάμ η Inner Ear. Μια μικρή νευρωτική παρέα από την Πάτρα, η οποία διψάει για το δισκοπότηρο του τέλειου ηχογραφήματος, του τέλειου εξωφύλλου, της καλύτερης χειροποίητης «συλλογής», του καλύτερου μουσικού τσακωμού. Και αυτή τη στιγμή, όσο οι «μεγάλοι» κλαψουρίζουν επειδή η κολακεία του κακού γούστου δεν αποφέρει πια περιουσίες, εταιρείες σαν κι αυτήν μπορούν να κάνουν πιο ήσυχα και πιο δυναμικά τη δουλειά τους: να μας βοηθήσουν να κάνουμε τη μουσική που ονειρευόμασταν.

Ο τελευταίος σου στούντιο δισκογραφικός σταθμός, το Έξω, διακρινόταν από σημάδια εξέλιξης της γραφής σου, τα οποία αποκτούν σάρκα και οστά στον Αόρατο Άνθρωπο. Το θεωρείς ως το επόμενο στάδιο εκείνης της διαδρομής ή έχεις μια διαφορετική πραγματικότητα να μοιραστείς μαζί μας;

Γράφω τραγούδια από 12 χρονών. Σήμερα είμαι 37. Τα τραγούδια μου ξεκίνησαν ως καταχωρήσεις ημερολογίου. Φιλοδοξούσα, ψυχαναγκαστικά, να καταγράψω όλα τα χρόνια που θα ζούσαμε από το 1985 και μετά, μέσα από το φίλτρο του ίδιου ανθρώπου. Ο στίχος, λοιπόν –η ακρίβεια και η τεχνική του– ήταν το πρώτο πράγμα που κατέκτησα. Ήδη στα 19 μου αισθανόμουν ότι είχα βρει το ύφος μου. Με τη μουσική ήμουν πιο φοβικός. Δεν πήγαινα καλά στο Ωδείο, στα συγκροτήματα οι μουσικοί με καπέλωναν, το ίδιο αργότερα και οι παραγωγοί. Ξαφνικά, έγινα γνωστός. Άρχισε η επαφή με τη σκηνή, οπότε έβγαλα ακόμα πιο μπροστά τον στίχο και την αφήγηση για να αμύνομαι απέναντι στο κοινό. Το επίπεδο του ήχου άρχισε να με απασχολεί, πράγματι, απ’ το Έξω και μετά. Μόνο τώρα αισθάνομαι όμως στίχοι, μουσική και ήχος να έχουν γίνει ένα πράγμα. Στα 37 μου κατέκτησα κι έναν ήχο. Για να δούμε τώρα...

Έχεις πράγματι καταχωρηθεί ως τραγουδοποιός που αφουγκράστηκε το γίγνεσθαι της γενιάς του, τη γλώσσα της και τα αδιέξοδά της. Πώς πορεύεται λοιπόν ένας τέτοιος δημιουργός απέναντι στο δεδομένο του χρόνου που κυλά; Συνεχίζει να εκφράζει τη γενιά του ή οφείλει να επικοινωνεί και με τις επόμενες;

Αν εκφράζεις με ακρίβεια τον εαυτό σου, τότε θα βρεις και σε τι μοιάζεις με τους άλλους, κάθε γενιάς. Αυτούς που δεν σου μοιάζουν, δεν οφείλεις καθόλου να τους εκφράζεις. Δεν είδατε τι παθαίνουν οι καλλιτέχνες της μόδας, όσοι αρέσουν σε όλους; Μόλις περνάει η μόδα τους, γίνονται κακό ρετρό. Ο Leonard Cohen, όταν έβγαλε τον πρώτο δίσκο του, άρεσε μόνο σε ελάχιστους ομοίους του. Τώρα τον ακούνε κυρίως πιτσιρικάδες...

Ούτε το Έξω είναι δίσκος ο οποίος λειτουργεί στο πρώτο άκουσμα, ούτε και ο Αόρατος Άνθρωπος. Ανησυχείς ποτέ ότι ίσως χάσεις το κομμάτι του κοινού που δεν βασανίζει και πολύ τη μουσική την οποία ακούει;

Μακάρι να το χάσω! Δεν μου αρέσουν οι οπαδοί των καλλιτεχνών, ούτε το κοπάδι των charts. Μου αρέσουν αυτοί που φοράνε ακουστικά και ακούν ένα-ένα τα όργανα, που κρίνουν τις δισκογραφίες συγκριτικά, που δεν ξέρουν τι θα πει «αισιόδοξο» και «απαισιόδοξο».

Η “Αμφιβολία” είναι μάλλον η πιο ηλεκτρονική στιγμή του νέου σου άλμπουμ. Θα σε ενδιέφερε να δοκιμαστείς περισσότερο σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Ή έχεις πάντα ανάγκη να υπάρχουν γύρω σου φυσικά όργανα;

Ναι, πολύ θα μ’ενδιέφερε. Τα «είδη» της μουσικής δεν μου προκαλούν διλήμματα. Αρκεί όμως ένα τραγούδι μου να μπορεί να υπηρετήσει σωστά τον ηλεκτρονικό ήχο. Κάθε τραγούδι είναι αυθεντικό μόνο με έναν τρόπο. Εσύ πρέπει να τον βρεις. Η “Αμφιβολία” γράφτηκε ως ηλεκτρονικό κομμάτι, ακόμα και ως κείμενο. Θα ήθελα να γράψω κι άλλα τέτοια τραγούδια. Φτάνει όμως να το θέλουν κι αυτά!

Είναι ο έρωτας ένα παντοτινό θέμα για το οποίο θα μιλάνε τα τραγούδια; Και πόσο μετράει η επικαιρότητά του, το αν δηλαδή εκφράζεται με σχέσεις ή με one night stands και το αν μιλάει περισσότερο στο Facebook παρά από κοντά;

Ο έρωτας είναι το τέλειο όχημα για να καταλάβεις γιατί υπάρχεις. Σε ελκύει ένας άλλος και ξαφνικά θες να πεθάνεις απ’ το πόσο λίγος νιώθεις μπροστά στην ομορφιά του. Αυτό το λίγο, γεννάει τη μουσική. Το Facebook και τα one night stands είναι σικέ τρόποι για να εκτεθείς ερωτικά, γιατί κρατάς όλη την ασφάλειά σου, δεν κρίνεσαι. Ο δίσκος μου μιλάει για τη δειλία των ερώτων στην εποχή του Facebook, από τη σκοπιά όμως κάποιου που θέλει να εκθέσει εντελώς την καρδιά του.

Μια παλιά και αγαπητή φωνή, η Αρλέτα, σε συνοδεύει στο “Ωροσκόπιο”, μια νέα τραγουδίστρια, η Ρένα Μόρφη, σε ένα άλλο τραγούδι. Τι σημαίνει για σένα ο παράγοντας «συμμετοχή» σε έναν δίσκο σου;

Σημαίνει «ο σωστός άνθρωπος στη σωστή θέση». Στους στίχους του  “Ωροσκοπίου”  μιλάει ένας χρησμοδότης, ένας που διατείνεται πως ξέρει το μέλλον. Μια γριά Πυθία, η οποία όμως μπορεί να είναι κι ένα σοφό παιδί. Η Αρλέτα έχει αυτή την παιδική φωνή, που όμως μοιάζει να έρχεται απ’ τα βάθη της ηλικίας. Η Ρένα, πάλι, είναι ένα κορίτσι. Σεξουαλικό και ακκιζόμενο, με μια διεστραμμένη παιδικότητα. “Το Σκοτάδι Των Δύο” είναι ένα τέτοιο τραγούδι, ένα αθώο και εφιαλτικό παιχνίδι κάτω απ’ τα σεντόνια. Σαν τα τραγούδια που έγραφε ο Serge Gainsbourg για τη Jane Birkin ή τη Brigitte Bardot.

Με ποια κριτήρια διαλέγεις τις συνεργασίες σε επίπεδο ντουέτων; Θα ξαναέκανες ένα ντουέτο με την «αντίπερα όχθη», όπως είχες κάνει κάποτε με την Καίτη Γαρμπή; Πιστεύεις γενικά σε αυτόν τον διαδεδομένο (στον μουσικό τύπο) χωρισμό του ελληνικού τραγουδιού σε «όχθες»;

Ναι, θα το ξαναέκανα –αν το απαιτούσε ο «ρόλος». Το ελληνικό τραγούδι κατηγοριοποιεί με γελοίο τρόπο τον εαυτό του. Οι Αμερικάνοι, ας πούμε, ακούνε blues και rock ‘n’ roll και jazz και R’n’B και hip hop. Οι μουσικές τους ξεχωρίζουν δηλαδή με βάση τα αισθητικά τους χαρακτηριστικά. Εμείς δίνουμε ηθικές διαστάσεις στη μουσική μας. «Ρεμπέτικο», το τραγούδι των αλητών. «Ελαφρό», αυτό που δεν είναι σοβαρό. Τα φυτά που μισοδιαβάζουν ποίηση κι έχουν κολλήσει στη Μεταπολίτευση, αυτοαποκαλούνται «έντεχνοι» και «ποιοτικοί». Πολλοί επίσης μέτριοι και ανέξοδοι μιμητές ενός ξένου ήχου, δηλώνουν «εναλλακτικοί» και νομίζουν πως καθάρισαν. Δεν μ’ ενδιαφέρουν, λοιπόν, οι «όχθες». Είτε είσαι λαϊκός, είτε καλλιεργημένος μουσικά, μόνο δύο  πράγματα μπορεί να σε σώσουν: το ταλέντο και η ευαισθησία. Όλα τα άλλα είναι εκ του πονηρού και τα λένε άνθρωποι με νοοτροπία παπαδίστικη, κομματική...

Ποιο είναι το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι που σε ενδιαφέρει να ακούς; Πόση σημασία έχει, για σένα που γράφεις στίχους, αν είναι αγγλόφωνο ή ελληνόφωνο;

Η αλήθεια είναι πως οι αγγλόφωνοι γράφουν, τώρα που μιλάμε, πιο καλά τραγούδια. Πράγμα που με κάνει να πιστεύω πως τα φροντιστήρια έκαναν πιο καλή δουλειά από τα σχολεία! Όταν βλέπω όμως κάποιον –όπως οι Κορε.Υδρο.– να γράφει σε θαυμάσια, βίαια, βρώμικα ελληνικά, τον θαυμάζω  πολύ. Γιατί δεν ντρέπεται να σηκωθεί μέσα απ’ τον εαυτό του.  Οι αγγλόφωνοι, πάντως, σίγουρα αγαπούν τη μουσική περισσότερο απ’ τους άλλους. Θέλουν να μιμηθούν αριστουργήματα. Οι  περισσότεροι ελληνόφωνοι θέλουν απλά να γίνουν γνωστοί, συγκινώντας όσους εύκολα συγκινούνται.

Σε φοβίζει η κρίση; Θα φέρει κάτι καλύτερο στην κοινωνία και κατ’ επέκταση στη μουσική της; Ή θα οδηγήσει σε διάλυση του κοινωνικού ιστού και συντηρητικοποίηση της νεολαίας, άρα και σε κάποιας μορφής δικτατορία;

Μα πόσο συντηρητικότερη μπορεί πια να γίνει η νεολαία, απ’ ό,τι πριν την κρίση; Τα κορίτσια μιλούσαν για τα Manolo Βlahnik και τα κομμωτήριά τους, σαν προ-sixties νοικοκυρούλες και τα αγόρια για μπάλα, φόρμουλα 1 και προαγωγές. Τώρα όλοι είναι πιο αμήχανοι και πιο μπερδεμένοι, τουλάχιστον όμως πιο κοντά στη βίαιη αλήθεια της ζωής. Η οποία είναι η εξής: ή δημιουργείς με δουλειά και καλλιέργεια τις προϋποθέσεις να είσαι ελεύθερος, ή αρχηγός είναι πάντα ένας άλλος που σου δίνει πολύ ή λίγο χαρτζιλίκι, κοροϊδεύοντας την αμαθή βλαχιά σου και στοιχηματίζοντας στην πτώση σου.

Εσύ τι σχέδια έχεις για το 2011; Τι μπορείς να μας ανακοινώσεις;

Θα είμαι αόρατος. Θα σηκώνω φουστάνια και θα ανοίγω χρηματοκιβώτια. Ελπίζω να μάθω και να πετάω. Στο μεταξύ θα κάνω λίγες εμφανίσεις με σάρκα και οστά στο Μετρό –από τέλη Ιανουαρίου– καθώς και μια μικρή περιοδεία στις πόλεις της Ελλάδος που το θέλουν.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured