Οι συνθέσεις της ταλαντούχας Στέλλας Γαδέδη και η ερμηνευτική δεινότητα της Αντιγόνης Μπούνα μάς συστήνουν ένα διαφορετικό γυναικείο «τρίγωνο», μια άλλη Μόνα Λίζα. Η πρώτη προσωπική δουλειά της ανερχόμενης τραγουδίστριας αποκαλύπτει έναν ανήσυχο καλλιτέχνη, που αντιστέκεται στο δήθεν και στο απαιτούμενο εμπορικό. Αισιόδοξη φύση, τολμά να βουτάει σε νέα μουσικά ύδατα, δίνοντας μια γεύση της ιδιαίτερης σφραγίδας της. Η γνώση και η εμπειρία κατακτώνται με σταθερά βήματα, κάτι που η Μπούνα το γνωρίζει καλά. Τι καλύτερο για έναν νέο καλλιτέχνη που ακόμη ονειρεύεται...
Θα μπορούσατε να μας δώσετε μια πρώτη γεύση των μουσικών σας σταθμών, ένα μικρό «βιογραφικό» για όποιον δεν σας γνωρίζει;
Ξεκίνησα με φίλους, κυρίως, παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας σε μικρά μαγαζάκια ρεμπέτικα και λαϊκά. Σιγά-σιγά διευρυνόταν ο κύκλος των μουσικών τους οποίους γνώριζα. Έτσι προέκυψαν αβίαστα και σαν μια φυσική εξέλιξη κάποιες καλές συνεργασίες. Αρχικά με τον Γιώργο Ξηντάρη στο Ταξίμι, με τον Βαγγέλη Κορακάκη, με την Ελένη Βιτάλη στα πρώτα μου βήματα –που υπήρξε από τις ωραιότερες εμπειρίες μου– με τον Παντελή Θαλασσινό πρόσφατα μα και την Κατερίνα Κούκα.
Πράγματι, παρά το νεαρό της ηλικίας σας, μετράτε σημαντικές συμμετοχές και συνεργασίες. Ποια είναι η πιο δυνατή εμπειρία την οποία έχετε αποκομίσει μέχρι τώρα;
Κάθε συνεργασία υπήρξε μοναδική. Από αυτούς τους ανθρώπους, που ήδη έχουν μια πορεία στον «χώρο», πραγματικά μαθαίνεις. Κάθε ένας έχει να σου δώσει κάτι διαφορετικό, αρκεί να είσαι ανοιχτός να το δεις. Όλες οι συνεργασίες στάθηκαν για μένα εξίσου σημαντικές –δεν μπορώ να τις συγκρίνω, ώστε να ξεχωρίσω κάποια. Παρ’ όλα αυτά αισθάνομαι πολύ τυχερή που στα 21 μου βρέθηκα στο ίδιο πάλκο με τη Βιτάλη, την οποία θεωρώ μια από τις σπουδαιότερες ερμηνεύτριες. Πολύ μεγάλο σχολείο, γιατί ήταν υπέροχη και σαν άνθρωπος.
Και έρχεται η πρώτη σας προσωπική δουλειά Mona Lisa, στο πρόσωπο και τις συνθέσεις της Στέλλας Γαδέδη. Θα θέλατε να μας μιλήσετε λίγο για αυτή τη συνεργασία;
Ο Παντελής Θαλασσινός είχε στα χέρια του το demo του Mona Lisa, λέγοντάς μου ότι η Στέλλα Γαδέδη έψαχνε μια φωνή για αυτά τα τραγούδια. Τα άκουσα και μου άρεσαν πάρα πολύ. Έτσι μας έφερε σε επαφή, μέχρι τότε γνώριζα τη Στέλλα μόνο ως μια σπουδαία μουσικό. Αρχικά, δουλέψαμε πάνω σε ένα τραγούδι της από τη θεατρική παράσταση Πάντως Ήταν Νύχτα, το “Πλάθοντας Άνθη Ανώφελα”, σε ποίηση Ρίτσου. Της άρεσε πολύ η φωνή μου και έτσι αποφάσισε να δουλέψουμε όλα τα τραγούδια του cd μαζί. Πιστεύω ότι, εκτός από μια σπουδαία μουσικό, γνώρισα κι έναν αληθινό άνθρωπο. Δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί αυτό το cd αν δεν υπήρχαν κοινοί κώδικες επικοινωνίας –είτε είναι η κοινή νοοτροπία, είτε η αισθητική και, το πιο βασικό, η αγάπη για αυτή τη δουλειά.
Ακούγοντας κανείς τη φωνή σας νιώθει ότι αρέσκεστε να περπατάτε περισσότερο πάνω σε παραδοσιακά και λαϊκά μονοπάτια. Ποια είναι η δική σας αίσθηση; Είστε ανοιχτή ή και έτοιμη να «βουτήξετε» και σε διαφορετικά ηχοτοπία;
Παρόλο που έχω κινηθεί πιο πολύ σε λαϊκούς «δρόμους», πιστεύω ότι μια φωνή πρέπει να δοκιμάζεται σε διαφορετικά είδη μουσικής, να διευρύνεται ο ορίζοντας των μουσικών ιδιωμάτων της. Με τις μουσικές της Στέλλας Γαδέδη στον δίσκο Mona Lisa αυτό ακριβώς έκανα. Για μένα ήταν πρόκληση να τραγουδήσω bossa nova ή μια πιο ροκ μπαλάντα. Μία φωνή δεν πρέπει πιστεύω να περιορίζεται. Εξάλλου η μουσική από μόνη της έχει ελευθερία, είναι κρίμα να μην τη βιώνουμε, αφού εκφραζόμαστε μέσα από αυτή.
Ποια είναι αλήθεια τα δικά σας ακούσματα; Υπάρχουν αγαπημένοι καλλιτέχνες από την εγχώρια ή και διεθνή σκηνή; Θα μας αναφέρετε κάτι που ακούσατε τελευταία και τράβηξε την προσοχή σας;
Παρόλο που ασχολήθηκα πιο πολύ με τη λαϊκή μουσική, δεν ακούω μόνο αυτό το είδος. Από μικρή, λόγω του ότι είχα μεγαλύτερο αδερφό, άκουγα rock, jazz, funk και soul. Αργότερα, όταν πια είχα σχέση με τον χώρο της μουσικής, άρχισα να δέχομαι κι άλλα μουσικά ερεθίσματα. Η μουσική πιστεύω ότι δεν έχει σύνορα. Λατρεύω τη βραζιλιάνικη μουσική, καθώς και fados, flamenco, τούρκικη και αράβικη. Πολλοί είναι οι αγαπημένοι μου καλλιτέχνες όπως η Πόλυ Πάνου, η Σωτηρία Μπέλλου, η Ελένη Βιτάλη, η Λιζέτα Καλημέρη, ο Μανώλης Λιδάκης, ο Κώστας Παυλίδης, η Billy Holiday, η Janis Joplin, η Zara… και πολλοί άλλοι. Ένα πολύ ωραίο ξένο cd που άκουσα τελευταία, το οποίο κινείται μεταξύ jazz και flamenco, ήταν της Buika, το
Ποιοι πιστεύετε ότι είναι οι πιο ανασταλτικοί παράγοντες για έναν νέο καλλιτέχνη που διαγράφει πορεία «μοναχικά», μακριά από τα γνώριμα εμπορικά και διαφημιστικά-τηλεοπτικά παιχνίδια της μουσικής βιομηχανίας; Εσείς τι είδους παραχωρήσεις έχετε κάνει μέχρι σήμερα;
Αν κάποιος αποφασίσει σ’ αυτόν τον χώρο –και όχι μόνο, γενικότερα στον χώρο της τέχνης– ν’ ακολουθήσει μία πιο μοναχική πορεία, μια πορεία χαμηλών τόνων καλύτερα, δηλαδή χωρίς την προβολή μέσα από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τα περιοδικά, όλα αυτά που λέμε δημόσιες σχέσεις, είναι πολύ δύσκολο να γίνει γνωστός στο πλατύ κοινό. Πιστεύω ότι είναι μικρό το ποσοστό των ανθρώπων που ψάχνουν την καλή μουσική. Η καλή μουσική δεν προβάλλεται άλλωστε όσο θα έπρεπε. Είναι πολύ πιο εύκολο για κάποιον ν’ ακούσει τραγούδια για τα οποία δεν χρειάζεται να σκεφτεί και πολύ –απλά τα ακούει για να εκτονωθεί. Ζούμε πιο πολύ στην εποχή της εκτόνωσης παρά της Ψυχαγωγίας. Όλα αυτά, βέβαια, προϋποθέτουν ένα υπόβαθρο το οποίο λέγεται παιδεία. Αλλά είναι πολύ μεγάλη κουβέντα. Βέβαια, δεν αναθεματίζουμε όλα τα μέσα. Το σημαντικό είναι να χρησιμοποιείς τα μέσα κι όχι να σε χρησιμοποιούν. Σε όλα υπάρχει ένα μέτρο. Εγώ δεν νομίζω ότι έχω κάνει παραχωρήσεις. Ακολουθώ τη διαίσθησή μου, το ένστικτό μου, καθοδηγούμενη πάντα από την αγάπη για ό,τι κάνω. Ίσως για αυτόν τον λόγο άργησα να βγάλω την πρώτη μου δισκογραφική δουλειά, αφού δουλεύω ήδη 17 χρόνια στον χώρο.
Κατά πόσο θεωρείτε ελλιπή την παρουσία ικανών και εμπνευσμένων παραγωγών στη σημερινή ελληνική δισκογραφία;
Πιστεύω ότι το τι φτάνει πλέον στ’ αυτιά μας σε σχέση με τη μουσική, είναι πολύ κατευθυνόμενο. Σίγουρα ευθύνονται και οι μουσικοί παραγωγοί. Στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, υπάρχει ένας κοινός ήχος, που ακούγεται σε όλες τις χώρες. Χάνεται έτσι η ταυτότητα κάθε χώρας πάνω στη μουσική, που είναι ο πολιτισμός της. Υπάρχουν, βέβαια, και ικανοί παραγωγοί, αλλά πιστεύω ότι είναι ελάχιστοι. Έχει να κάνει και με το τι «παράγεται» από τους συνθέτες σήμερα. Ένας παραγωγός πρέπει να ακούσει κάτι ενδιαφέρον, κάτι ιδιαίτερο. Η εποχή μας πιστεύω ότι είναι λίγο επίπεδη, περνάμε ένα μεταβατικό στάδιο. Να δούμε…
Η κυριαρχία της δυτικής pop σκηνής από τη μια και η έντονη ύπαρξη του «σκυλάδικου», πώς ηχεί μέσα σας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο; Υπάρχει φως στο μουσικό μας τούνελ;
Δεν χρειάζεται να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Από τα παραπάνω καταλαβαίνετε ποια είναι η άποψή μου. Είμαι αισιόδοξη σαν άνθρωπος. Πιστεύω ότι γράφονται ωραίες μουσικές, μπορεί να μην προβάλλονται, αλλά υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν. Ο αγώνας νομίζω ότι βρίσκεται πια σε ατομικό επίπεδο, σε οτιδήποτε. Αν μπορούμε να πάρουμε και άλλους μαζί μας έχει καλώς. Μόνο τότε θα υπάρχει φωτεινό άνοιγμα στο μουσικό τούνελ. Πιστεύω ότι στις νέες γενιές υπάρχει η ανησυχία, γενικότερα.
Ποια είναι τα σχέδιά σας για το άμεσο μέλλον και σε τι καλλιτεχνική φάση σάς πετυχαίνουμε αυτή την περίοδο;
Ετοιμάζουμε κάποιες βραδιές με τη Στέλλα Γαδέδη σε μικρούς χώρους, ώστε να παρουσιάσουμε το νέο μας άλμπουμ. Κάποιες συναυλίες το καλοκαίρι, κάποιες βραδιές στη Τζιά. Προχωράμε…
Και κάτι τελευταίο. Τι εξιτάρει και τι απωθεί την
Με απωθεί η επανάληψη, η μετριότητα και το δήθεν –κι αυτά τα συναντάμε πολύ συχνά στον κόσμο της μουσικής. Έχει καταντήσει μάστιγα, ντυμένο βέβαια όλο αυτό με ένα κοστούμι σοβαροφάνειας «εξαιρετικό»! Αυτό που μ’ εξιτάρει είναι το πηγαίο, το αληθινό, το αυθόρμητο, χωρίς ίχνος στησίματος. Το ανθρώπινο!