Με την ευκαιρία του ανεβάσματος στο Bios του μιούζικαλ του Νίκου Κυπουργού (μουσική, κείμενο) και του Θωμά Μοσχόπουλου (κείμενο) Σιωπή, Ο Βασιλιάς Ακούει από τις Όπερες Των Ζητιάνων, το Avopolis Greek συνάντησε τους τρεις επί σκηνής πρωταγωνιστές: την Ιωάννα Φόρτη, που παίζει το ρόλο της Μούσας, τον Δημήτρη Δημόπουλο, που παίζει τον ρόλο του Μουσικού και τον Ζαφείρη Κουτελιέρη, ο οποίος παίζει τον Βασιλιά. Ακολούθησε μια συζήτηση που έλυσε πολλά ερωτηματικά και επιβεβαίωσε πολλές βεβαιότητές μου. Η παράσταση θα παίζεται στο Bios μέχρι τον Μάιο...
Αλήθεια, και αυτή είναι η πρώτη μου μόλις απορία, το Σιωπή Ο Βασιλιάς Ακούει σε τι είδος θα το κατατάσσατε; Είναι μια όπερα για παιδιά; Ένα μιούζικαλ για όλες τις ηλικίες; Ή μια παιδική παράσταση, μια μουσική παράσταση;
Ι.Φ.: Γιατί πρέπει να βάλουμε ταμπέλα;
Δ.Δ.: Ένα μικρό μιούζικαλ…
Ι.Φ.: Δεν μπορούμε να το ξεδιαλύνουμε αυτό…
Δ.Δ.: Το έργο του Νίκου Κυπουργού δεν είναι γραμμένο ειδικά για παιδιά. Ήταν επιλογή των Οπερών Των Ζητιάνων να γίνει παιδική παράσταση. Όχι, όμως, μια παράσταση που να μπεμπεκίζει και να παιδιαρίζει. Είναι μια κανονική παράσταση, μια παράσταση για όλους.
Ζ.Κ.: Αυτό ένιωσα και εγώ. Το γεγονός ότι απευθύνεται και σε παιδιά, κάνει την παράσταση πιο μεστή και πιο ουσιώδη. Το να απευθύνεις όμως μια παράσταση σε συγκεκριμένο κοινό είναι σαν να το υποτιμάς. Στο χωριό, όπου όλα είναι αγνά, άραγε άλλο φαγητό τρώνε τα παιδιά και άλλο οι μεγάλοι; Το τραπέζι στρώνεται για όλους εξίσου… Αυτοί οι διαχωρισμοί γίνονται στην πόλη, όπου κυριαρχεί το μέτριο τυποποιημένο προϊόν. Μια παράσταση λοιπόν που την απευθύνεις επί τούτου στο παιδικό κοινό, ουσιαστικά είναι σαν να υποτιμά τα ίδια τα παιδιά, σαν να τα ταΐζει με πλαστική τροφή.
Δ.Δ.: Άσε που τα παιδιά καταλαβαίνουν την ιστορία καλύτερα από τους γονείς τους. Οι ενήλικες καταλαβαίνουν κυρίως τα σχόλια πάνω στη μουσική και τους ανθρώπους που σχετίζονται με αυτήν, ενώ, από την άλλη, τα παιδιά επικεντρώνονται στην ίδια την υπόθεση. Πράγμα ίσως χρησιμότερο για εμάς.
Τα παιδιά, ως κοινό, συμμετέχουν, με τον τρόπο τους, στο όλο δρώμενο;
Ι.Φ.: Μου έκανε εντύπωση μια μέρα ότι ένα παιδάκι γελούσε με τα μουσικά αστεία της παράστασης στα σωστά σημεία. Δεν γελούσε, ας πούμε, με τις ατάκες, αλλά με το πώς έπαιζαν τα όργανα. Ανταποκρινόταν στο χιούμορ της παρτιτούρας, πράγμα πολύ δύσκολο, ακόμη και για έναν ενήλικα.
Δ.Δ.: Είναι επίσης τρομερό πώς αντιλαμβάνονται τη φάρσα του κειμένου. Ένα κοριτσάκι ήρθε και μου είπε: «έχω το ίδιο σε βιβλίο, αλλά με ρούχα»! Κατάλαβε, δηλαδή, ότι ο Κυπουργός και ο Μοσχόπουλος έχουν ως βάση του κειμένου τους το παραμύθι Τα Καινούργια Ρούχα Του Αυτοκράτορα. Απίστευτο, έτσι;!
Αυτά που λέγονται δηλαδή για το αλάνθαστο ένστικτο των παιδιών είναι αλήθεια;
Δ.Δ.: Όταν τελειώνει η παράσταση, τα παιδιά μπαίνουν στη σκηνή και κατευθύνονται όχι στα πλαστικά οργανάκια-παιχνίδια, αλλά στο πραγματικό όργανο, το μεταλλόφωνο, με το οποίο και παίζουν.
Ζ.Κ.: Σε μια άλλη παράσταση, όταν άρχισα να λέω τη νότα ντο, τα παιδιά είπαν τη νότα ρε, εγώ τη μι, αυτά τη φα κ.ο.κ. Είναι απίστευτος ο τρόπος με τον οποίον συμμετέχουν.
Οπότε τα παιδιά κατανοούν μια χαρά την παράσταση...
Ι.Φ.: Δυστυχώς τις περισσότερες φορές τις παρατηρήσεις για το τι υποτίθεται πως καταλαβαίνουν τα παιδιά μάς τις κάνουν οι μεγάλοι! Είναι σίγουρο ότι τα παιδιά προσέχουν πολλά περισσότερα σε μια παράσταση απ' ό,τι νομίζουμε.
Δ.Δ.: Είναι ένα ζήτημα αυτό: γιατί, ας πούμε, ο κινηματογράφος δεν χρειάζεται να εξηγείται, ενώ το θέατρο οφείλει να δίνει εξηγήσεις; Όταν, δηλαδή, οι γονείς βάζουν ένα DVD στα παιδιά τους εξηγούν από πριν τι πρόκειται να δουν, όπως συμβαίνει σε μεγάλη μερίδα του παιδικού θεάτρου;
Το εκπληκτικό αυτής της παράστασης, πράγμα που με συγκίνησε εξόχως, είναι ότι καταγγέλλει τα κακώς κείμενα στον χώρο της μουσικής, τους εξυπνάκηδες ειδικούς, τους ξενομανείς μορφωμένους και τους αμόρφωτους πλούσιους…
Ζ.Κ.: Αυτό συμβαίνει στην κοινωνία, επειδή πολύς κόσμος είναι εθισμένος στον ψεύτικο ήχο. Ο Βασιλιάς, ως ρόλος, ξέρει μόνο τη μουσική που έχει ακούσει από τα CD. Έτσι συμβαίνει και με το κοινό, πολλές φορές. Όταν αυτό που ακούει από μια ζωντανή ορχήστρα δεν ανταποκρίνεται στον ήχο του CD, το απορρίπτει. Ο ψεύτικος ήχος μοιάζει με το χάμπουργκερ, με την πλαστική τροφή στην οποία έχεις εθιστεί, ενώ ο ζωντανός ήχος με τη χορτόπιτα της γιαγιάς, που σε ξενίζει γευστικά.
Δ.Δ.: Στις μέρες μας έχει χαθεί ο αληθινός ήχος. Τη θέση του έχει πάρει ο διαμεσολαβημένος ήχος.
Ι.Φ.: Και ας σημειώσουμε ότι στην παράστασή μας η ορχήστρα παίζει ζωντανά και εμείς τραγουδάμε χωρίς μικρόφωνο. Ο ήχος είναι απόλυτα ζωντανός.
Τελικά στο Σιωπή Ο Βασιλιάς Ακούει η πρόζα υπερτερεί της μουσικής ή το αντίθετο;
Δ.Δ.: Η μουσική διαρκεί 35 λεπτά από τα 50, συνολικά, της παράστασης.
Ι.Φ.: Ίσως και περισσότερο.
Δ.Δ.: Δεν έχουμε, δηλαδή, ένα τραγούδι που τελειώνει για να ακολουθήσει ένα άλλο. Έχουμε να κάνουμε με μια μεγαλύτερη μουσική φόρμα. Το τραγούδι, εδώ, δεν είναι διακόσμηση, «να πούμε και ένα τραγουδάκι για τα παιδάκια». Και παίζουμε, και τραγουδάμε.
Ζ.Κ.: Όταν κάναμε τις πρόβες, μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι το μεγαλύτερο κομμάτι του έργου ήταν πρόζα, αλλά είχα κάνει λάθος. Πάνω από όλα, το έργο είναι μουσική, την οποία πρέπει όμως να τη δει κανείς ως θέατρο.
Δ.Δ.: Από την άλλη, τα τραγούδια που τραγουδάμε περιέχουν λεκτικές πληροφορίες, προωθούν τη δράση.
Ι.Φ.: Η μουσική αποτελεί μέρος της ίδιας της παράστασης. Οι μουσικοί και η μουσική προωθούν τη δράση.
Κάτι ακόμα που με εντυπωσίασε: έχασα τον μπούσουλα με τις φωνές σας! Πέρα από το γεγονός ότι άκουγα μια γυναίκα και δύο άντρες, δεν κατάλαβα ποιος ήταν τενόρος, ποιος βαρύτονος, ποιος έχει ως βασικές σπουδές την υποκριτική και ποιος το τραγούδι. Το έχασα. Ίσως από προσωπική αναξιότητα...
Δ.Δ.: Αυτό σημαίνει ότι είδες ένα επιτυχημένο ανέβασμα μιούζικαλ! Σημαίνει ότι το σύνολο δεν κλωτσούσε.
Ι.Φ.: Δεν μπορείς να είσαι καλός τραγουδιστής, αν δεν είσαι και καλός ηθοποιός, πάντως.
Δ.Δ.: Να τονίσουμε, όμως, ότι το μουσικοστιχουργικό υλικό της παράστασης είναι πολύ συγκεκριμένο και σαφές. Ένα πολύ καλό υλικό να δουλεύουμε. Πρόκειται για ένα από τα πιο ολοκληρωμένα μιούζικαλ τα οποία έχω ακούσει. Ένα αυτοτελές έργο.
Ζ.Κ.: Και με σωστή διάρκεια.
Ι.Φ.: Στα παιδιά και στους γονείς φαίνεται περίεργο που η παράσταση δεν έχει διάλειμμα. Χαίρομαι για το ότι σπάσαμε αυτή την παράδοση με τα πατατάκια και τα ποπκόρν που αποσπούν τα παιδιά από τη συνέχεια του έργου. Χαίρομαι που ξεφύγαμε από αυτό.
Δ.Δ.: Πάντως, όσον αφορά στη φωνή, παίζουμε και τραγουδάμε χρησιμοποιώντας τις εκφραστικές της δυνατότητες με μια ελευθερία που δύσκολα θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε στην όπερα.
Ι.Φ.: Μιλάμε και τραγουδάμε έτσι όπως θα το κάναμε στην πραγματική μας ζωή. Δεν χρειάζεται να βγάλουμε τη «φωνάρα», αλλά μια πειστική ερμηνεία.
Ζ.Κ.: Ακριβώς αυτό. Η μουσική έχει να κάνει με την ερμηνεία και δεν μπορεί να αποκοπεί από αυτήν.
Δ.Δ.: Είναι η πρώτη φορά στην ως τώρα πορεία μου που είχα μια τόσο ενδελεχή διδασκαλία του μουσικού κειμένου από τη θεατρική του σκοπιά κατά τις μουσικές πρόβες. Αργότερα, στις σκηνικές πρόβες, η συνεργασία μεταξύ της σκηνοθέτριας (Μαριάννα Κάλμπαρη) και του μουσικού διευθυντή (Χαράλαμπος Γωγιός) ήταν συνδυαστικά δημιουργική. Και επίσης να πω πόσο καλή είναι η διασκευασμένη παρτιτούρα, καθώς ο Γωγιός ενορχήστρωσε από την αρχή μόλις για τέσσερα όργανα (κλαρινέτο, τρομπέτα, πιάνο, τσέλο) όλο το πρωτότυπο έργο του Κυπουργού, που ήταν γραμμένο για συμφωνικό σύνολο. Ο συνθέτης, μάλιστα, δήλωσε ότι μέσα στην παρτιτούρα μας βρίσκονται όλες οι νότες τις οποίες ο ίδιος είχε γράψει για πολλαπλάσια, στον αριθμό, όργανα. Είναι μια παράσταση, εν τέλει, που βασίζεται στην ουσία και όχι στο μέγεθος.
Ι.Φ.: Άλλωστε, έχουμε αποδείξει και με το ανέβασμα του Τροβατόρε ότι είναι δυνατόν να ανεβάσεις ένα έργο χωρίς χλαμύδες και θώρακες. Αυτή η ιδέα των Οπερών Των Ζητιάνων για όπερα χαμηλών λιπαρών, με ποπ διάθεση, πιο οικεία στο σύγχρονο θεατή, είναι κάτι που ήδη έχουμε αποδείξει ότι μπορεί να γίνει.
Εγώ θα το ονόμαζα όπερα δωματίου...
Ι.Φ.: Μπορεί. Πάντως, και μετά από πολλές δυσκολίες, είμαι ικανοποιημένη που ανεβαίνει με αυτό τον τρόπο ένα έργο βαθιά πολιτικό και επαναστατικό.
Επαναστατικό έργο, ε; Αλήθεια, το γεγονός ότι το έργο κρίνει τα μουσικά τεκταινόμενα της χώρας μας πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει στους θεατές;
I.Φ.: Η σάτιρα, από την αρχαιότητα, έχει έναν πάρα πολύ σοβαρό ρόλο να παίξει. Κακώς ή καλώς, τσιγκλάει την κοιμισμένη συνείδηση.
Το ίδιο το έργο προτείνει, όμως, κάποια «λύση» στο όλο μουσικό πρόβλημα της χώρας;
Ζ.Κ.: Θεωρώ ότι λύση είναι ο κακός ηγέτης να γυρίζει στο σχολείο, στον καλό δάσκαλο. Όταν ο ηγέτης, τελικά, δείχνει σεβασμό στη γνώση, η Μούσα και ο Μουσικός γίνονται ένα με αυτόν. Ο κακός ηγέτης δεν άφηνε τη δύναμη του Μουσικού να τον βοηθήσει.
Δ.Δ.: Εγώ θεωρώ ότι ο Μουσικός, που είναι ο δικός μου ρόλος, εφόσον βρίσκεται στην αυλή του βασιλιά, ξέρει να γράφει κάποια μουσική, αλλά, επειδή στοχεύει στο βιοπορισμό, έχει ξεχάσει ότι η μουσική είναι ένα μέσο έκφρασης. Για να μην πεθάνει, επιστρέφει στην πρωταρχική αίσθηση της δημιουργίας, την οποία ενσαρκώνει η Μούσα.
Ι.Φ.: Ίσως στη φαντασία...