Οι Film έχουν άποψη, έχουν αισθητική και ανήκουν στις μπάντες που έχουν δουλέψει σωστά και επαγγελματικά στο εγχώριο σκηνικό – και μη νομίζετε ότι κάτι τέτοιο αποτελεί κανόνα... Όλοι λοιπόν χαρήκαμε πιστεύω για το ότι το group μπόρεσε να ξεπεράσει την αποχώρηση της Ελένης Τζαβάρα, ειδικά εφόσον επέστρεψαν με τον ωριμότερο μέχρι σήμερα δίσκο τους. Τι καλύτερες αφορμές να έχεις λοιπόν για μια κουβέντα από κοντά, στην οποία έδωσαν το παρών ο Κώστας με τον Δημήτρη Μπόρση και τον Μανόλη Ζαβιτσάνο;
«We’re coming back to life», είναι η υποβλητική επωδός στο εναρκτήριο track του νέου σας άλμπουμ, “Airbus”. Έχει αλήθεια η Persona και ένα τέτοιο νόημα, την επιστροφή δηλαδή των αναγεννημένων Film;
Κώστας: Και αυτό... Είναι πολλά μαζί. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι το “Airbus” μπήκε στο ξεκίνημα του δίσκου. Έχει να κάνει και με το ότι ήταν ένα από τα πρώτα τραγούδια που γράψαμε για το Persona, αλλά και με το ότι επιδιώξαμε έναν διαφορετικό ήχο.
Μανόλης: Πάντως είναι αλήθεια ότι ο ακροατής με το που θα το ακούσει κάτι τέτοιο θα σκεφτεί: την επιστροφή του συγκροτήματος στα πράγματα.
Διαλέξατε και εσείς την Inner Ear ως δισκογραφικό «σπίτι». Στη δική σας περίπτωση τι ήταν αυτό που σας οδήγησε προς Πάτρα;
Κώστας: Πράγματι, και εμείς! Αλλά βασικά η δική μας ιστορία με την Inner Ear και τον Περικλή Πιλαβά πάει αρκετά πιο πίσω από όσο ίσως μπορεί να υποθέσει κανείς. Ο Περικλής μας έκανε το πρώτο-πρώτο μας live στην Πάτρα – η γνωριμία έγινε μέσω του Μανόλη, με τον οποίον ήταν ήδη φίλοι. Ο Μανόλης λοιπόν του προμόταρε συνέχεια τους Film, αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, αρχικά ο Περικλής δεν είχε πειστεί για τη δυναμική μας. Αφού όμως είδε το live και βγήκε και ο πρώτος μας δίσκος, το No Luggage, μεταπείστηκε εντελώς. Με τα χρόνια γνωριστήκαμε καλύτερα, μιλάγαμε περισσότερο, κάναμε κι άλλα πράγματα – και όταν φτάσαμε πια στο Persona μας είπε ότι, αν το κάνουμε και αν δεν το βγάλουμε στην εταιρεία όπου ήμασταν ως τότε, το ήθελε οπωσδήποτε για την Inner Ear. Έτσι κι έγινε, γιατί θέλαμε κι εμείς να βγει από έναν άνθρωπο που αγαπάει τη μουσική και το έχει δείξει με έργα, όχι με λόγια. Και με κόστος...
Μανόλης: Είναι ξεκάθαρος άνθρωπος ο Περικλής, ευθύς και απλός. Κάνει μια ουσιαστική και υγιή πρόταση, με επίκεντρο πάντα τη μουσική.
Δημήτρης: Ο Περικλής βλέπει την εταιρεία σαν ένα μεγάλο συγκρότημα, όπου οι μπάντες αποτελούν τα μέλη. Και το κάνει από αγάπη, με γνώμονα την ποιότητα και την αξιοπρέπεια. Ήταν επομένως λογικό να προσελκύσει το ενδιαφέρον, υπάρχει μια γενική παραδοχή όσων παρακολουθούν για ό,τι κάνει.
Και μετά την έκδοση του 2L8, χρεώνεται ένα ακόμα εντυπωσιακό artwork! Πολλοί ήδη ψοφάνε να μάθουν ποια είναι η γυμνή κοπέλα στο εξώφυλλο του Persona. Αλλά προτιμώ να σας ρωτήσω για το σκεπτικό με το οποίο το επιλέξατε...
Δημήτρης: Το concept ξεκίνησε με τη θέλησή μας να γίνει ακόμα πιο σαφής η κινηματογραφική μας αισθητική, μιας και μια τέτοια αίσθηση προέκυπτε έντονα και από το υλικό του άλμπουμ, καθώς προχωρούσε. Θέλαμε λοιπόν κάτι vintage και ταυτόχρονα συναισθηματικό, μυστήριο και με μια σχέση με διαστημικές ταινίες – προς Κιούμπρικ ή Λιντς σε πιο σκοτεινά πράγματα. Από εκεί ξεκίνησε η ιδέα και έκατσε στη συνέχεια να γίνει ακόμα πιο τολμηρή.
Κώστας: Πάντα το γυμνό – και ειδικά το γυμνό γυναικείο σώμα – έχει μια ξεχωριστή αμεσότητα. Ο κοινός γνώμονας, πίσω από τον ενδεχόμενο θαυμασμό ή κάποια ερωτική έξαψη, είναι πως κοιτάς κάτι πολύ οικείο, εντύπωση οφειλόμενη ίσως και σε λόγους τους οποίους δεν καταλαβαίνεις. Στο Persona εκτεθήκαμε προς το κοινό αλλά και τους εαυτούς μας περισσότερο από ποτέ, γιατί σε μεγάλο ποσοστό υπάρχει η παραδοχή οποιωνδήποτε λαθών, αλλαγών, σκέψεων και επιρροών έχουν υπάρξει στην ως τώρα πορεία μας. Είναι ίσως και ο πιο απενεχοποιημένος μας δίσκος και όλα αυτά τα συμβολίζει το εξώφυλλο.
Τι ακούγατε αλήθεια, ενώ φτιάχνατε το Persona;
Κώστας: Πολλά πράγματα... Κυρίως πιο εσωτερικές μουσικές, με αρκετή ποικιλία. Από Tom Waits και Johnny Cash μέχρι Βαγγέλη Παπαθανασίου. Υπάρχει ένα βάθος στη μουσική του, που είναι πέρα από το μάξιμαλ, το οποίο έτσι κι αλλιώς μας χαρακτηρίζει ως group: μεγάλες παραγωγές, ογκώδη πράγματα γενικώς, ακόμα και στα live.
Μανόλης: Ναι, ο Παπαθανασίου υπήρξε νομίζω ένας κοινός γνώμονας.
Δημήτρης: Μας αρέσει που είναι αυτοδίδακτος ο Παπαθανασίου, όπως μας αρέσει και ο τρόπος με τον οποίον εντάσσει το ελληνικό στοιχείο σε μια διεθνή λογική. Φτιάχνει ένα σχήμα πιο ανοιχτό.
Όσον αφορά στις ισορροπίες των Film, πόσο εύκολο στάθηκε για σας να αντικαταστήσετε την Ελένη Τζαβάρα; Με δεδομένο ειδικά ότι ήταν μαζί σας από την αρχή και ότι αρκετοί από όσους σας έχουν παρακολουθήσει σας είχαν συνδυάσει με τη φωνή της...
Κώστας: Το ποιος τραγουδάει σε μια μπάντα είναι ένα ερώτημα, αλλά δεν είναι το πιο σημαντικό. Ο πυρήνας μιας μπάντας – και της συγκεκριμένης, αλλά και γενικότερα – δεν γίνεται να αλλάξει. Είτε προσαρτεί σε εκείνον πράγματα, είτε φεύγουν από αυτόν πράγματα. Υπάρχει ένας στόχος. Αν είναι αυτό που θέλεις να κάνεις, τον ακολουθείς ανεξαρτήτως κόστους. Με την Ελένη δεν υπήρξε διαφοροποίηση στον στόχο. Αλλά υπήρξε σε πιο προσωπικά πράγματα, που δεν έχουν τόσο να κάνουν με τη μουσική. Θέλοντας και μη, η σχέση την οποία αναπτύσσουν όσοι κάνουν μαζί μουσική γίνεται και πιο προσωπική. Έτσι, από ένα σημείο και μετά, αν η σχέση δεν τσουλήσει, μοιραία συμπαρασύρει και τη συνεργασία. Στα δύο λοιπόν χρόνια αφού έφυγε η Ελένη πιο σημαντικό για μας στάθηκε να δούμε πώς προχωράμε, αν αλλοιώνεται ο αρχικός στόχος κτλ. Ήταν μια διαδικασία ωριμότητας και νομίζω ότι βγήκε και στο Persona. Ο τρίτος δίσκος – και ειδικά στην Ελλάδα είναι κατόρθωμα να φτάσεις στον τρίτο δίσκο από το 2000 κι έπειτα – δεν παύει να αποτελεί ασφαλώς έναν ακόμα δίσκο, νομίζω όμως ότι καθορίζει για μια μπάντα τι ήταν, τι είναι και τι μπορεί να κάνει.
Δημήτρης: Βέβαια να πούμε και το ότι, ήδη πριν την αποχώρηση της Ελένης, είχαμε σκεφτεί να διαταράξουμε τις ισορροπίες στο concept του συγκροτήματος. Θέλαμε να κάνουμε το τρίτο άλμπουμ σε μια διαφορετική βάση, σαν να επρόκειτο για μια ντεμπούτο ηχογράφηση – πιστεύω μια τέτοια διαδικασία είναι χρήσιμη σε κάθε άλμπουμ. Και για να ανανεώσουμε τον ενθουσιασμό μας, αλλά και για να δοκιμάσουμε ορισμένες ηχητικές αλλαγές. Δεν ξέρω βέβαια κατά πόσο είχαμε διαμορφώσει ένα συγκεκριμένο στιλ με μόλις δύο άλμπουμ, πάντως υπήρχε η ανάγκη για μια ανατροπή. Πλέον, αφού έγινε το Persona, νομίζω ότι είμαστε σε θέση να γράψουμε και μουσική για ταινία ή για κάτι άλλο που να μας εμπνέει.
Μανόλης: Πάντως, όταν πρωτομπήκαμε στο στούντιο χωρίς πια την Ελένη, η αίσθηση ήταν πράγματι περίεργη. Παίζοντας οι τρεις μας μόνο, είχα την εντύπωση ότι κάτι ξεκινούσε από την αρχή. Σαν να ήμασταν μια καινούργια μπάντα.
Γιατί επιλέξατε κάποια από τα τραγούδια του Persona να ερμηνευτούν από την Εβίρα των Abbie Gale; Νομίζω ότι κλέβει λίγο την παράσταση από την Ιφιγένεια...
(Γέλια!)
Κώστας: Πρόκειται για χαρισματική ερμηνεύτρια, δεν το συζητάω! Και εμείς το θέλαμε, αλλά ήταν και δική της επιθυμία, όταν άκουσε το υλικό, να συμμετάσχει στο Persona. Είναι άλλωστε φίλη.
Δημήτρης: Άσε που δεν γίνεται να αρνηθείς κάτι στην Εβίρα... Χρειάστηκε ξέρεις μόλις μία πρόβα για το ένα τραγούδι και μία για το άλλο! Αυτό ήταν...
Η μουσική σας κατατάσσεται συνήθως στο alternative. Σας εκφράζει ο όρος; Πιστεύετε ότι διατηρεί κάποιο νόημα, καθώς τελειώνει πια και η πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα;
Κώστας: Δεν πιστεύω ακριβώς ότι η μουσική είναι μία και δεν έχει όρια και άρα όλα λίγο-πολύ ισχύουν. Νομίζω όμως ότι η μουσική που συνήθως λέγεται alternative έχει τύχει – για την Ελλάδα μιλάω – λιγότερου promotion σε σύγκριση με ένα άλλο είδος μουσικής. Σε σχέση λοιπόν με το τι ξέρει ο κόσμος, εδώ εντοπίζεται η ειδοποιός διαφορά. Και καθορίζει το αν μπορούμε να μιλάμε με ίσους όρους για το τι επιπτώσεις έχει η μία μουσική και τι η άλλη.
Δημήτρης: Πάντως δεν έχει πια τόση σημασία. Βρίσκεις πολλά ανόμοια πράγματα κάτω από την ταμπέλα «alternative», π.χ. στο itunes. Εντωμεταξύ έχουν μπει και πολλοί κανόνες.
Μανόλης: Στην Ελλάδα πάντως η λέξη εναλλακτικός διατηρεί μια σημασία. Εδώ τα πράγματα δεν είναι όπως στο εξωτερικό, όπου το alternative έχει πια γίνει mainstream.
Κώστας: Ναι, όμως υπάρχει και το άλλο. Νομίζω ότι προσπαθούμε, ως φτωχοί συγγενείς – γιατί έχουμε μια τέτοια μανία, ιδίως απέναντι στους Ευρωπαίους – να ορίσουμε τη μουσική μας πραγματικότητα εντός συνόρων, με κατηγορίες και τίτλους, τους οποίους ποτέ δεν κατορθώσαμε να κατανοήσουμε. Καταλήγουμε έτσι, στα βραβεία του MAD π.χ., με καλλιτέχνες υποψήφιους σε πέντε διαφορετικές κατηγορίες, που η κάθε μία αναιρεί την άλλη!
Δημήτρης: Στην Ελλάδα κάτι κατατασσόταν είτε στην πίστα, είτε στη νύστα – και ξαφνικά προέκυψε και το alternative.
Κώστας: Όπως προέκυψε και το hip hop, που ως επιρροή σε παγκόσμια κλίμακα άρχισε να επηρεάζει και την εγχώρια μουσική πραγματικότητα. Άρα έπρεπε να ενταχθεί κι αυτό. Και το alternative χρησιμοποιείται στα πλαίσια αυτής της βιομηχανίας για να εντάξει τους περίεργους, τους «της γωνίας». Αυτούς που μην τους κοιτάς και πολύ, γιατί είναι ελιτιστές και πίνουνε πολύ κι είναι λίγο έτσι... Η νοοτροπία των εταιρειών, ό,τι τους έχει οδηγήσει εκεί όπου έχουν οδηγηθεί, δεν εμπεριέχει πια το μεράκι και το ενδιαφέρον για τη μουσική – όπως γινόταν από τους ανθρώπους οι οποίοι ξεκίνησαν κάποτε τις δισκογραφικές πριν 50-60 χρόνια, έχοντας αγάπη και ευθύνη για το προϊόν τους. Κάποτε κόβονταν και καλλιτέχνες, επειδή δεν ήταν αρκετά καλοί. Τώρα όλη η συζήτηση εξαντλείται στο πώς θα πιέσω μέσω γνωριμιών, συμφερόντων και διαπλοκών ώστε το προϊόν να πουλήσει, άσχετα αν αξίζει ή όχι.
Δημήτρης: Γενικά στην Ελλάδα υπάρχει εδώ και χρόνια η ανάγκη –κατανοητή βέβαια – να οριοθετηθούν πράγματα με βάση πρότυπα του εξωτερικού. Αυτό παρήγαγε μεν κάποιες δημιουργικές εστίες με κοινές αξίες, αντιλήψεις και μουσικές κατευθύνσεις, συχνά όμως το όλο πράγμα εξαντλήθηκε σε έναν πιθηκισμό. Η ανάγκη δηλαδή να το κάνεις όπως ο Άγγλος ή ο Αμερικάνος που θαύμαζες, να το κατακτήσεις και να μην ξεφύγεις από αυτό, οδήγησε την Ελλάδα να δέχεται προτάσεις από το εξωτερικό, μα να μη μπορεί να κάνει η ίδια σε αυτό. Κάτι αλλάζει βέβαια τα τελευταία χρόνια, αρχίζουν να εμφανίζονται και πράγματα τα οποία, αν υπήρχε επικοινωνία Ελλάδας-εξωτερικού, θα μπορούσαν να ειδωθούν και εκεί ως προτάσεις.
Πάντως υπήρξε στην περίπτωσή σας, εκεί γύρω στον δεύτερο δίσκο, και μια τάση – κι εδώ αναφέρομαι πια κυρίως στο δικό μου σινάφι, των ανθρώπων του μουσικού τύπου – να σας πλασάρουν προς τα έξω ως τους διαδόχους των Raining Pleasure...
Δημήτρης: Αν και υπάρχει διαφορά από έντυπο σε έντυπο (ή free press πια) και από site σε site, γενικά έχει επικρατήσει ανάμεσα στους δημοσιογράφους μια τάση αναζήτησης του next big thing. Νομίζω ότι στην Ελλάδα έγινε εμφανές στην προηγούμενη δεκαετία, όταν οι εταιρείες άρχισαν να ρίχνουν στην αγορά συγκροτήματα-κόπιες των Τρυπών και βρέθηκαν δημοσιογράφοι οι οποίοι μπήκαν σε αυτή τη νοοτροπία να βρουν τις «νέες Τρύπες». Η τάση καλά κρατεί και θα αρχίσουν σε λίγο να ψάχνουν και για τη νέα Μόνικα... Και δεν το λέω με καμία υποτιμητική διάθεση ή με κάποια ποιοτική αξιολόγηση για την τελευταία, αλλά όταν αντιμετωπίζεις τη Μόνικα ως «φαινόμενο» στο 2010, είσαι πίσω, δεν παρακολουθείς τι γίνεται συνολικά.
Πώς είναι η καθημερινότητα των Film εκτός μουσικής; Από τι ζείτε;
Κώστας: Εξ αριστερών του τραπεζιού ξεκινώντας, ο Δημήτρης κάνει graffity design – σε εξώφυλλα δίσκων, αφίσες κτλ. – εγώ ασχολούμαι με το real estate και τα μεσιτικά – άκυρο! – και ο Μανόλης με μια εταιρεία που φέρνει από την Ελβετία εναλλακτικά φάρμακα, βότανα κτλ.
Τι σχεδιάζετε ως άμεσες επόμενες κινήσεις – συναυλιακά μιλώντας;
Κώστας: Μετά τις εκλογές ξεκινάει η περιοδεία. Περιλαμβάνεται η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα και η Πάτρα, όπως βέβαια και σταθμοί στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην Αθήνα ειδικότερα σχεδιάζονται 3-4 live, τα οποία θα είναι έκπληξη ως προς το πώς θα στηθούν – άλλωστε το ψώνιο των Film είναι το live! Σε ένα δε δεύτερο σκέλος προετοιμάζεται κι ένα ακόμα πιο φιλόδοξο άνοιγμα, με κάποιες εμφανίσεις στην Ευρώπη. Το στήνουμε τώρα – μαζί με την εταιρεία και με το νέο μας management στη Link4You – και έχουμε βάσιμες ελπίδες ότι μπορεί να βγάλει τη μουσική μας και εκτός Ελλάδος. Πιστεύουμε ότι, όπως κι εμάς μας αφορούν πράγματα από εκεί, έτσι και τον Ευρωπαίο ακροατή τον αφορά η μουσική μας. Θα ακολουθήσει επίσης ένα βίντεο-κλιπ, καθώς κι ένα remix πολύ σύντομα, από τον David – ένα πολύ ταλαντούχο παιδί.