Σε «στροφή» πιάσαμε τον Νίκο Πορτοκάλογλου, ο οποίος επέστρεψε στη δισκογραφία με διάθεση ανανέωσης και έχει μπροστά του ένα «θερμό» συναυλιακό καλοκαίρι – με την εμφάνισή του στη Γιορτή της Μουσικής (23/6, Πλατεία Κλαυθμώνος) να δεσπόζει στο μέχρι στιγμής πρόγραμμά του. Το Avopolis Greek είχε αρκετά να τον ρωτήσει και έλαβε λίαν ενδιαφέροντες απαντήσεις…
Μου άρεσε ο νέος σου δίσκος. Τον διακρίνει νομίζω μια ανάταση βγαλμένη μέσα από ένταση…
«Είναι από τους δίσκους οι οποίοι βγαίνουν μετά από μια σκοτεινή περίοδο. Κι ο προηγούμενος, το Ένα Βήμα Πιο Κοντά, βγήκε σε αυτή την περίοδο – είχε λίγους fans, αλλά φανατικούς, ίσως λόγω της εσωστρέφειάς του. Η Στροφή βρίσκεται στο τέλος της διαδρομής, στο σημείο δηλαδή όπου νιώθεις σαν να βγαίνεις από τη σπηλιά ξανά προς το φως. Όπως μου είπε ένας φίλος, η Στροφή έχει δραματικούς, σκοτεινούς στίχους, μα φωτεινή μουσική. Ειδικά το ομότιτλο τραγούδι διαθέτει την υπερένταση μιας αληθινής στροφής, όπου οι αισθήσεις βρίσκονται σε επιφυλακή καθώς χάνονται παλιά πράγματα δίχως ακόμα να έχουν φανεί τα καινούργια. Γι’ αυτό και οι στίχοι έχουν πόνο και θυμό πολλές φορές – για τα χρόνια που έχουν πια χαθεί, όπως λέει. Η μουσική όμως περιλαμβάνει την ελπίδα για κάτι καλύτερο».
Ο τίτλος λοιπόν δεν είναι τυχαίος…
«Δεν είναι. Αλλά όχι με την έννοια ότι κάνω μια στροφή και θα ακούσετε από μένα κάτι που δεν έχετε ξανακούσει. Έχει την έννοια που περιέγραψα πριν – τα μετά τη στροφή θα φανούν στην επόμενη δουλειά».
Ο στίχος «δώσε ρεύμα, δώσε γκάζι» είναι νομίζω πολύ περιγραφικός του τι έκανες στη νέα σου δουλειά, συγκριτικά με τις αμέσως προηγούμενες. Έχει μπόλικο ηλεκτρισμό η Στροφή…
«Διόλου τυχαία για τη δουλειά αυτή ξαναχώθηκα στους ενισχυτές, στις ηλεκτρικές κιθάρες και στα πεντάλια μου. Είχα πάλι όρεξη να παίξω με γκάζια, πράγμα που σίγουρα δεν συνέβαινε στον προηγούμενο δίσκο, ούτε όμως και στη Δίψα – κι αυτή ήταν ένας πιο ήπιος δίσκος. Σκεφτόμουν ξέρεις αυτές τις μέρες ότι τα τραγούδια μου συχνά περιείχαν μια λύση: μπορεί να περιγράφανε μια δυσάρεστη κατάσταση, αλλά κατέληγαν κάπου – όχι αναγκαστικά σε happy end. Ό,τι δεν σε σκοτώνει, ας πούμε, σε κάνει πιο δυνατό. Στη Στροφή δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχει λύση στον στίχο, εξισορροπεί την κατάσταση η μουσική».
Πώς καταλήγεις συνήθως στα τραγούδια που τελικά βάζεις σε έναν δίσκο;
«Με οδηγάει ένα ένστικτο, κάτι μου λέει αν κάτι που κάνω είναι ειλικρινές ή κατασκευασμένο – και ανάλογα το κρατάω ή το πετάω. Μερικές βέβαια φορές παίζει ρόλο και η γνώμη ενός φίλου, ή της οικογένειας. Υπάρχουν φορές που η γυναίκα μου, η Μαρίνα, λέει ότι δεν της αρέσει ένα τραγούδι. Το λαμβάνω υπόψη μου. Αν και στο τέλος μάλλον κάνω του κεφαλιού μου!».
Ήθελα να σε ρωτήσω ειδικά για το “Παιδί”. Με καθήλωσε η ερμηνεία, το τραγουδάς με έναν τρόπο σπαραχτικό, αγωνιώδη…
«Η αγωνία είναι ξέρεις ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά μου, πίσω από τη «μάσκα» του ήρεμου, cool τύπου. Μου είναι γνώριμη η μελαγχολία, ακόμα και οι καταθλιπτικές τάσεις, γι’ αυτό και στα τραγούδια μου συνήθως προσπαθούσα να φτάσω σε κάποιο «φως», να βρω λίγο-πολύ την έξοδο. Αφορμή για το “Παιδί” ήταν ένας εφιάλτης, όπου είδα όσα περιγράφω στο τραγούδι: το σπίτι να πλημμυρίζει και στο πίσω δωμάτιο να ακούω το παιδί μου να πνίγεται και να προσπαθώ να φτάσω εκεί και να το σώσω. Αυτό το όνειρο παρέμεινε μέσα μου ζωντανό για αρκετό καιρό και έπρεπε κάτι να κάνω γι’ αυτό. Πρώτη φορά έγραψα ένα ολόκληρο όνειρο σε τραγούδι, αλλά με μια απόσταση ασφαλείας από αυτό: άφησα να περάσει ένας περίπου χρόνος».
Είχα πάντως να ακούσω τέτοια αγωνία και ένταση σε τραγούδι σου μετά τους Φατμέ από την εποχή του Παιχνίδια Με Τον Διάβολο…
«Ναι, ειδικά στο ομότιτλο τραγούδι του δίσκου αυτού. Κι αυτό ξέρεις είχε κάτι από εφιάλτη. Σαν αίσθηση, δεν βασιζόταν σε κάποιο όνειρο. Στα παιδικά μου όνειρα με βασανίζανε εφιάλτες, έχω πολύ ζωντανή την αγωνία τους. Ήταν σύμφυτη με την αγωνία για τη μητέρα μου, η οποία κινδύνεψε σοβαρά να πεθάνει, μα τελικά το ξεπέρασε».
Στην Ελλάδα έχουμε ιδιαίτερη έφεση στα καταθλιπτικά τραγούδια, έτσι δεν είναι;
«Για κάποιον λόγο έχει καταγραφεί ότι η κατάθλιψη είναι συνώνυμο της ποιότητας. Ίσως έχει να κάνει με την εκπαίδευσή μας, δεν ξέρω. Με το σύστημα εννοώ, το οποίο μας ωθεί σε έναν δυϊσμό: δεν μας επιτρέπει να συνδέσουμε τη γνώση, αναμφίβολα μια σοβαρή υπόθεση, με τη χαρά ή με το παιχνίδι. Γι’ αυτό ίσως να διασκεδάζουμε στα σκυλάδικα, αλλά μία φορά τον μήνα να θέλουμε κι ένα θέατρο ή ένα Μέγαρο. Από ένα ξεσάλωμα με τίποτα συνήθως το βαθύτερο σε κάτι το βαρύγδουπο, μα όχι ψυχαγωγικό – κάτι λίγο σαν τιμωρία. Στο εξωτερικό, σε μια αίθουσα συναυλιών όπου παραβρέθηκα για να ακούσω ένα κλασικό κονσέρτο, οι άνθρωποι μου έδωσαν την εντύπωση – από τον τρόπο που ήταν ντυμένοι, που κάθονταν και που παρακολουθούσαν – ότι διασκέδαζαν. Στο Ηρώδειο όμως δεν εισπράττω μια τέτοια αίσθηση. Σαν να υποφέρουν για να κερδίσουν το χρίσμα του ποιοτικού».
Πότε καταλαβαίνει ένας καλλιτέχνης ότι προχωρά, ότι δεν βρίσκεται στο ίδιο σημείο;
«Πρόκειται για λεπτή ισορροπία. Υπάρχουν καλλιτέχνες όπως π.χ. ο Van Morrison, του οποίου έχω σταματήσει να παίρνω τα άλμπουμ. Μου φαίνεται ότι κάθε χρόνο κάνει τον ίδιο δίσκο. Κάποιος θα μπορούσε ενδεχομένως να πει το ίδιο για τον Bob Dylan και τον Neil Young, αλλά δεν αισθάνομαι έτσι. Δεν προσπαθούν να πρωτοτυπήσουν, κάνοντας κάτι που δεν το έχουμε ξανακούσει απ’ αυτούς, αισθάνεσαι όμως ότι πάντα προσθέτουν καινούργια πράγματα. Μου έκανε ας πούμε εντύπωση ο τελευταίος δίσκος του Young: τα ξέρεις όλα, τη φωνή, τα θέματά του, τις κιθάρες του. Υπάρχει όμως ένα καινούργιο άγγιγμα. Έχει μεγάλη αξία να ακούς τους Arctic Monkeys π.χ., που βλέπουν τα πράγματα σαν εικοσάρηδες, αλλά και ανθρώπους οι οποίοι θα σου πουν πώς είναι να είσαι 50, 60 ή ακόμα και 75 χρονών».
Είχες πάει αλήθεια στον Leonard Cohen, στο Terra Vibe;
«Ήταν από τις πιο συγκινητικές συναυλίες που έχω δει στη ζωή μου. Κατ’ αρχάς έβλεπες έναν τζέντλεμαν στη σκηνή, έναν άνθρωπο ο οποίος μετά από μια τόσο δαιδαλώδη ζωή διαθέτει αυτή την ευγένεια και την αρχοντιά – θυμάσαι πώς παρουσίασε τους μουσικούς του; Άλλο δε θαύμα ότι τραγούδησε επί 3 ώρες, παρουσιάζοντας μια πορεία χρόνων με ατελείωτα αριστουργήματα».
Εσύ αν ήσουν ξανά εικοσάρης, θα είχες κάνει κάτι σαν κι αυτό π.χ. που κάνουν οι Arctic Monkeys; Ή πιστεύεις θα διάλεγες το hip hop ή την ηλεκτρονική μουσική, ως όχημα έκφρασης των ανησυχιών της γενιάς σου;
«Θα είχα προφανώς άλλα μυαλά. Δεν νομίζω πάντως ότι θα μου έφτανε το hip hop. Ως επιρροή ναι, μα όχι αυτούσιο, γιατί θα μου έλειπε η μουσική. Μου αρέσει ας πούμε ο τρόπος με τον οποίον έχουν επηρεαστεί από το hip hop οι Red Hot Chili Peppers. Πιστεύω ότι θα προσπαθούσα και πάλι να κάνω ένα παζλ, όπως έκανα και τότε με τους Φατμέ. Άκουγα όλη την τότε φουρνιά του new wave μετά το punk, μαζί όμως με Άκη Πάνου και Στράτο Διονυσίου».
Η αγγλόφωνη γενιά των νέων καλλιτεχνών έχει πάντως μια απαξίωση για την ελληνική μουσική – ειδικά για την αμιγώς λαϊκή ή παραδοσιακή…
«Δεν είναι καινούργιο αυτό, συνέβαινε και τότε. Υπήρχαν αρκετά αγγλόφωνα groups και μάλιστα επιτυχημένα, π.χ. οι Sharp Ties. Νομίζω όμως ότι δεν πάει πουθενά αυτό, είναι σαν να προσπαθείς να κρύψεις ότι είσαι από χωριό. Πιστεύω ότι πρόκειται κυρίως για ευκολία, συχνά δηλαδή μοιάζει με ό,τι κάνουν στα περιοδικά μόδας: ξεσηκώνουν μια φωτογράφηση από ένα γαλλικό ή ένα αμερικάνικο περιοδικό και κάνουν κάτι παρόμοιο, σε πιο φτηνή εκδοχή. Είναι πιο εύκολο από το να βρουν μια δική τους ιδέα, με ταυτότητα ελληνική».
Τι γνώμη έχεις για το λεγόμενο λαϊκο-pop τραγούδι;
«Σε περιπτώσεις όπως ο Nitin Sawhney ή ο Rachid Taha μπορείς να βρεις την ακριβή εκδοχή αυτού του πράγματος, η οποία αξίζει πολλά. Στο δικό μας pop-λαϊκό μπορείς επίσης να ακούσεις τη λαχτάρα διατήρησης της πολιτισμικής μας ταυτότητας, όντας ταυτόχρονα μοντέρνοι. Δεν βλέπεις κάποιο αποτέλεσμα της προκοπής, δεν θα πω το αντίθετο. Αλλά το βρίσκω ξέρεις πιο φυσικό από ένα group που παίζει σαν να έχει γεννηθεί και ζήσει στο Σιάτλ. Βλέπεις τουλάχιστον την τάση – και αν μπορούσαν να ξεφύγουν από τη λογική της επιτυχίας με οποιοδήποτε κόστος, ίσως να έβγαινε και κάτι καλό».
Έχουμε κακή σχέση ως λαός με την παράδοσή μας;
«Και βέβαια. Σαν λαός δυσκολευόμαστε να κρατάμε το παρελθόν και ταυτόχρονα να είμαστε και μοντέρνοι. Γι’ αυτό βλέπεις και φαινόμενα τύπου Eurovision να ενθουσιάζουν τον κόσμο. Ενώ οι Τούρκοι, έστω και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, έχω παρατηρήσει ότι επιδιώκουν μια ταυτότητα. Μετά, κατά τα άλλα, είμαστε βαθιά αντι-Αμερικανοί. Δεν τα πάμε όμως καλά με τον εαυτό μας, εκεί είναι η ουσία. Στην Αμερική βλέπεις τους Kings Of Leon, μια μπάντα πολύ κοντά στη δική της παράδοση, να θεωρείται και από τα πιο hot πράγματα σήμερα. Βέβαια εκεί έχουν και το συν ότι αποτελούν υπερδύναμη, πάντως την παράδοσή τους την ανανεώνουν και την ξανανανεώνουν και την ξαναπουλάνε. Εμείς αντίθετα διακρινόμαστε από το σύνδρομο του επαρχιώτη ο οποίος θέλει να μοιάσει στον πρωτευουσιάνο, οπότε προσανατολιζόμαστε στο πώς να κρύψουμε την καταγωγή μας. Η πλάκα εντωμεταξύ είναι ότι αν υπάρχει περίπτωση να ενδιαφερθεί κάπως ο πρωτευουσιάνος για τον επαρχιώτη, θα είναι αν ο τελευταίος εμφανιστεί π.χ. με τη φουστανέλα…».
Δεν αποδέχεσαι αυτή τη διάκριση του ελληνικού τραγουδιού σε «όχθες ποιότητας», έτσι δεν είναι;
«Όταν κοιτάμε πίσω τα βλέπουμε πιο καθαρά τα πράγματα. Υπήρχε λοιπόν μια εποχή όταν οι «κουλτουριάρηδες» έλεγαν ότι ποιοτικό τραγούδι ήταν μόνο ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος ή ο Μαρκόπουλος. Την ίδια εποχή ο Στράτος Διονυσίου ηχογράφησε κάποια σπουδαία τραγούδια, τα οποία οι άνθρωποι εκείνοι θεώρησαν για πέταμα, ως σκυλάδικα. Ο χρόνος όμως άλλα έδειξε. Σήμερα πάντως δεν βρίσκω στο λεγόμενο λαϊκό κάτι που να αξίζει τον κόπο και να το έχουμε παρεξηγήσει – μόνο κάποιες καλές φωνές».
Πού βρίσκεις εσύ ενδιαφέρον στην τωρινή δισκογραφία;
«Εδώ και χρόνια νομίζω ότι τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα θα τα βρεις σε όσα δεν μπορείς να τα κατατάξεις εύκολα. Σε όσα κινούνται δηλαδή πιο ελεύθερα. Εκεί βρίσκονται ας πούμε τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα από όσα έχουν κάνει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Αγγελάκας, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Περίδης, ο Μάλαμας κ.α. Δεν είναι στρατευμένοι σε ένα «είδος» αυτοί οι δημιουργοί, ούτε κι έχει σημασία πιστεύω να τους ονομάσουμε κάπως».