Το Avopolis Greek συνάντησε τη Μαρίνα Κολυβά, σοπράνο, η οποία ξεχώρισε στο ρόλο της Λεονόρας στην όπερα του Βέρντι Τροβατόρε, έτσι όμως όπως αυτή παραστάθηκε υπό τη μουσική διεύθυνση του Χαράλαμπου Γωγιού και υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Έκτορα Λυγίζου…
Κατά πρώτον, συγχαρητήρια για την απόδοσή σου σε αυτό που τουλάχιστον εγώ είδα…
«Δεν νιώθω ότι είμαι το κατάλληλο άτομο για συνέντευξη. Πάνω από όλα είμαι ένα από τα πολλά παιδιά που σπουδάζουν τραγούδι».
Παρατήρησα, όντως, ότι είσαι πραγματικά χαμηλών τόνων και σεμνή, πριν και μετά την παράσταση του Τροβατόρε.
«Για να σου πω την αλήθεια, δεν ένιωθα ότι έπρεπε να πάρω συγχαρητήρια για έναν ρόλο που χρειάζεται πραγματικά την καλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου. Έπειτα οι σπουδές πάνω στην όπερα απαιτούν πολλά χρόνια αφοσίωσης και μελέτης. Όλα τα παραπάνω μου δημιουργούσαν τόσο άγχος όσο και αγωνία».
Τι συγκεκριμένα είναι αυτό που απαιτούν τέτοιοι ρόλοι;
«Ο λυρικός τραγουδιστής οφείλει να αποκτά ολοένα και καλύτερη τεχνική. Για να αποκτήσει κάποιος τα κατάλληλα εφόδια, πρέπει να ξενιτεύεται. Κάνω 13 χρόνια τραγούδι και δεν θυμάμαι ποτέ κανείς να βοήθησε εμένα ή τους οικείους μου εκ μέρους της πολιτείας. Πολλοί από εμάς κάνουμε επίπονες σπουδές, πηγαίνουμε κάθε τόσο στο εξωτερικό, μαθαίνουμε γλώσσες για να μπορούμε να αποδώσουμε σε ρόλους που έχουν γραφτεί σε πολλές και διαφορετικές γλώσσες, ασκούμαστε, καλύπτουμε τα έξοδα των δασκάλων μας αλλά και όλων των υποχρεωτικών μαθημάτων και το κράτος δεν μας έχει εξασφαλίσει ούτε ένα φοιτητικό πάσο για τα μέσα μαζικής μεταφοράς… Και φοβάμαι ότι υπηρετούμε ένα είδος το οποίο χάνει την παλιά του αίγλη».
Τι εννοείς; Τουλάχιστον η όπερα έχει ένα πιστό κοινό.
«Εγώ θα έλεγα ότι η όπερα ανήκει σε ένα μικρό κοινό παρότι που το εισιτήριο, σε χώρες της Ευρώπης, μπορεί να κάνει 10€. Εδώ φαντάζομαι ότι, αν και ακριβότερο, είναι σίγουρα πιο φτηνό από τα μπουζούκια. Αλλά όταν το αυτί του ακροατή δεν έχει συνηθίσει στο λυρικό άκουσμα, τότε είναι δύσκολο να τον προσεγγίσεις, παρόλο που έχω δει φίλους μου να κλαίνε στο εκ του σύνεγγυς άκουσμα μιας λυρικής φωνής».
Πέρα από αυτές τις δυσκολίες, η όπερα εξακολουθεί να είναι το πιο δημοφιλές είδος της λεγόμενης κλασικής μουσικής. Πώς το εξηγείς αυτό;
«Ίσως γιατί παντρεύει το τραγούδι, την ορχήστρα, το χορό και το θέατρο. Όλα αυτά συντελούν, ώστε να είναι ένα υπερθέαμα».
Αλήθεια πώς ξεκίνησε η όπερα;
«Ξεκίνησε από μια ομάδα ευγενών στην αναγεννησιακή Ιταλία, στο τέλος του 16ου αιώνα, οι οποίοι ήθελαν να αναβιώσουν την αρχαία ελληνική τραγωδία. Τόσο η τραγωδία όσο και η όπερα, φαίνονται ότι είναι διαχρονικές καλλιτεχνικές αξίες».
Πολλοί δεν ξέρουν ότι υπάρχουν τονικές αλλά και αισθητικές διαβαθμίσεις στις λυρικές φωνές. Φωνητικά πώς θα μπορούσες να ορίσεις τον εαυτό σου;
«Είμαι λυρική σοπράνο. Η λυρική σοπράνο, γενικά, πρέπει να διαθέτει μια φωνή με βελούδινο ηχόχρωμα, αισθαντικότητα και ζεστασιά, στοιχεία που τη βοηθούν να ερμηνεύει και αντίστοιχους ρόλους».
Στο Bios παίξατε σε ένα κοινό όλων των ηλικιών; Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
«Ο Κος Γωγιός μας βοήθησε πάρα πολύ δίνοντάς μας την ευκαιρία να τραγουδήσουμε μια όπερα. Και έδωσε ευκαιρία σε νέα παιδιά που ζουν εδώ. Ενώ υπάρχει εδώ ένα εξαιρετικό δυναμικό τραγουδιστών, όπως είναι ο Χριστόπουλος, ο Κατσούλης κ.ά., συνηθίζεται στην Εθνική Λυρική Σκηνή να καλούν σε πρωταγωνιστικούς ρόλους τραγουδιστές από το εξωτερικό. Το γεγονός ότι μας εμπιστεύτηκε ήταν πολύ σημαντικό. Επίσης πρέπει να σημειώσω την ανιδιοτελή προσπάθεια της χορωδίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (τμήμα Μουσικών Σπουδών) αλλά και τους Έκτορα Λυγίζο και Γαβριέλλα Τριανταφύλλη, οι οποίοι βοηθούν νέους καλλιτέχνες αλλά και την όπερα να έρθει κοντά στα νέα παιδιά. Στη συγκεκριμένη παράσταση άλλωστε είδα ανθρώπους που δεν θα πίστευα ότι μπορεί να πηγαίνουν στην όπερα. Και αυτό είναι ένα τεράστιο κέρδος».
Ο Τροβατόρε στο Bios ανέβηκε με πολύ μοντέρνο τρόπο. Σε ξένισε αυτό κάποιες στιγμές;
«Κάποιες στιγμές, ναι. Αλλά πιστεύω ότι όλα τα πράγματα έχουν κάτι να πουν. Ακόμα και με περίεργους, στην πρώτη ανάγνωση, παραλληλισμούς μπορεί να αποδοθεί η μουσική».
Σου λείπει αυτή η παράσταση;
«Είναι μια παρέα που μας λείπει. Μας λείπει ακόμα και η γενναιοδωρία όλων των συντελεστών απέναντί μας».
Ποιοι είναι αλήθεια οι δάσκαλοί σου;
«Η Δέσποινα Καλαφάτη, η Ελιζαμπέτ Βιντάλ, η Μιρέλλα Φρένι. Να πω εδώ και για τον Τάσο Συμεωνίδη, ο οποίος αν και δεν είναι με την τυπική έννοια δάσκαλός μου, εντούτοις έχω μάθει πάρα πολλά πράγματα από αυτόν. Ο Τάσος Συμεωνίδης προσπαθεί να φτιάξει ένα εργαστήριο όπερας και έχει ανάγκη από βοήθεια τόσο από το κράτος όσο και από ιδιώτες. Παλιά στην Εθνική Λυρική Σκηνή είχαν ένα στούντιο όπερας. Γιατί δεν λειτουργεί πια; Δεν πρέπει να μας κάνουν να νιώθουμε άσχημα, επειδή σπουδάσαμε μουσική».
Ποια τα σχέδια και οι φιλοδοξίες σου από εδώ και πέρα;
«Να μελετάω όσο πιο πολύ μπορώ και όσο πιο πολύ μπορώ να βελτιώνομαι».