Ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος έχει εδώ και καιρό μπει στην κατηγορία εκείνη των Ελλήνων συνθετών & μουσικών οι οποίοι αθόρυβα μα αποτελεσματικά σταδιοδρομούν στο εξωτερικό – συχνά αναγνωριζόμενοι από σημαντικά έντυπα – μα δεν τυχαίνουν ανάλογης προβολής στην ίδια τους τη χώρα. Με την ευκαιρία της νέας του δουλειάς, Melos, η οποία επέκτεινε την προγενέστερη συνεργασία του με την Anja Lechner πάνω στη βυζαντινή υμνωδία, να τι απάντησε στα ερωτήματα του Avopolis Greek

 

Φωτογραφίες: Roberto Maseti & Σύλβια Λέλλη

 

 

Mέλος ονομάσατε τον νέο σας δίσκο, μια συνεργασία με τη Anja Lechner στο βιολοντσέλο και τον U. T. Gandhi στα κρουστά. Με δεδομένη τη συνεργασία σας με τη Lechner και παλιότερα (2004), είδατε το Μέλος ως μια προέκταση της προηγούμενης συνεύρεσής σας, ή ως κάτι το εντελώς νέο;

 

«Το Μέλος είναι η ολοκλήρωση του τριπτύχου που ξεκίνησε με το Ακρόασις, το οποίο άντλησε τη θεματολογία του από την ελεύθερη διασκευή κάποιων ύμνων για πιάνο. Η επιτυχία  και οι διακρίσεις του δίσκου σε Ευρώπη και Αμερική οδήγησε την ECM και εμένα στη σκέψη να διευρύνουμε και να αναπτύξουμε θεματικά το ύφος αυτό, προσπαθώντας να κρατήσουμε τη μορφή όσο πιο αναλλοίωτη γίνεται, αλλά ταυτόχρονα να αναπτυχθεί πιο έντονα η αυτοσχεδιαστική πλευρά της μουσικής. Έτσι ήρθε η επόμενη ηχογράφηση, το Chant Hymnes And Dances, όπου η προσθήκη του τσέλο έδωσε νέα ηχοχρώματα και καινούργια προοπτική στο ύφος της ήδη αναπτυγμένης με την προηγούμενη κυκλοφορία μουσικής. Η συγκεκριμένη ηχογράφηση έμεινε αρκετές εβδομάδες στις πρώτες θέσεις των καταλόγων επιτυχιών στην Αμερική, αλλά και στις πρώτες θέσεις των πωλήσεων στο Amazon.  Το Μέλος, η ολοκλήρωση της τριλογίας, αποτελεί μια πιο σύγχρονη προσέγγιση με ethnic και jazz στοιχεία».

 

Τρεις από τις συνθέσεις του δίσκου φέρουν την υπογραφή του Georges Ivanovitch Gurdjieff, του οποίου φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από τον θάνατό του. Τι σας τραβάει τόσο στη δουλειά του Gurdjieff και πώς θα τον παρουσιάζατε με λίγα λόγια σε ένα νεότερο κοινό, για το οποίο το όνομά του είναι εντελώς άγνωστο;

 

«Τον Gurdjieff δεν τον γνώριζα σαν συνθέτη, γιατί στην ουσία δεν έχει συνθετικό έργο. Η εταιρεία πίστευε ότι θα ταίριαζε με τη μουσική μου το πάντρεμα αυτού του μουσικού ιδιώματος. Επίσης, ήθελε μια νεότερη προσέγγιση μετά από την παλαιότερη ηχογράφηση του Keith Jarrett.  Ο Gurjieff, σαν φιλόσοφος και δάσκαλος, χρησιμοποιούσε τις απλές μελωδίες του σαν ένα μέσο μύησης στην πνευματική καθοδήγηση των μαθητών του στην αναζήτηση της αλήθειας. Με το Μέλος ολοκληρώνεται η αναφορά μου σε αυτόν».

 

«Για να έχεις μουσική ταυτότητα σήμερα οφείλεις να ανακαλύψεις μια μουσική γωνία που είναι απάτητη», είχατε δηλώσει σε συνέντευξή σας παλιότερα και σε αυτή τη βάση είχατε αποδώσει τη συνεργασία σας με την ECM, όπου κυκλοφορείτε βέβαια και το Melos. Πώς όμως αναπτύχθηκε αρχικά αυτή η σχέση και τι είναι αυτό που την έχει κάνει να κρατήσει, κοντά δέκα χρόνια πια;

 

«Με την ΕCM έχω κάνει 6 εξαιρετικές κατά τη γνώμη μου ηχογραφήσεις σε σύνολο 8 διεθνών ηχογραφήσεων τα τελευταία χρόνια. Με τον Μάνφρεντ Άιχερ με συνδέει η ίδια αγάπη και το πάθος για τη μουσική που μεταφράζεται όμως σε μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας και σε έναν κοινό παρονομαστή μουσικού ύφους. Υπάρχει δηλαδή ένα ταίριασμα στη μουσική αίσθηση... Πρόσφατα, στην Αμερική, γράφτηκε σε μια κριτική ότι ίσως ενσαρκώνω με τον καλύτερο τρόπο τον ήχο της ECM στο πιάνο. Με τιμά ιδιαίτερα αυτή η σημαντική διάκριση, την οποία θεωρώ και δέσμευση για το μέλλον».

 

Πρόσφατα οι Times του Λονδίνου σας κατέταξαν στη σπάνια κατηγορία των μουσικών που μπορούν να ερμηνεύσουν με την ίδια άνεση κλασική μουσική και jazz. Νιώσατε ότι στο εξωτερικό υπάρχουν περισσότερα πρόθυμα αυτιά να ασχοληθούν και να κατανοήσουν τα όσα κάνετε, από ότι στον ίδιο σας τον τόπο;

 

«Νιώθω κατά κάποιον τρόπο πολίτης του κόσμου. Νιώθω το ίδιο άνετα ακόμα και αν παίζω στην πιο μακρινή χώρα... Αυτό που με κάνει ευτυχισμένο είναι να μοιράζομαι ό,τι αγαπώ με ανθρώπους οι οποίοι αγαπούν αυτό που κάνω και δημιουργώ. Δεν θα έπαιζα ποτέ κάπου, όσο και αν με πλήρωναν, αν δεν ένιωθα το αίσθημα της επικοινωνίας με το κοινό. Έχω εμφανιστεί στις πιο πολλές χώρες της Ευρώπης  και στην Αμερική. Επικοινωνώ και δέχομαι γράμματα φιλίας και υποστήριξης του έργου μου από χώρες σαν τη Χιλή, την Ιαπωνία, ακόμα και την Αυστραλία. Αυτό με κρατάει πάντα σε εγρήγορση. Τα τελευταία χρόνια έχω λοιπόν πεισθεί πως πρέπει να δέχομαι τις καταστάσεις όπως έρχονται.... Οι καιροί που πίστευα ότι με ένα χτύπημα θα γκρέμιζα τον τοίχο της αδιαφορίας κάποιων έχουν πια περάσει – αλλά δεν με ενδιαφέρει πλέον. Είμαι μια χαρά με τον εαυτό μου... Θα αποτελούσε πάντως παράλειψη να μην αναφέρω τις εξαιρετικές συνεργασίες με το Μέγαρο Μουσικής, το οποίο με έχει τιμήσει όλα αυτά τα χρόνια».

 

Μου προξένησε πάντως έκπληξη, όταν επισκέφτηκα την επίσημη ιστοσελίδα σας, την οποία βρήκα να μην έχει ανανεωθεί εδώ και πέντε χρόνια. Τι έχει συμβεί; 

 

«Έχετε απόλυτο δίκιο... Είναι κάτι που εγώ και οι συνεργάτες μου φροντίζουμε να βελτιωθεί άμεσα. Πάντως δέχομαι μεγάλο αριθμό μηνυμάτων μέσω της εταιρείας μου, αλλά και μέσω άλλων πηγών. Επίσης, στη διεθνή γραφή του ονόματός μου υπάρχουν πάνω από 200.000 αναφορές στο διαδίκτυο».

 

Υπήρξατε παιδί-φαινόμενο για το πιάνο, κερδίζοντας μάλιστα ένα βραβείο UNISEF σε ηλικία μόλις 10 ετών. Πώς βιώσατε όμως εσείς, ως ένα 10χρονο αγόρι, αυτή τη διάκριση;

 

«Ήταν δύσκολο να καταλάβω τι συνέβη τότε… Το ότι σε ηλικία μικρή έδινα μεγάλης διαρκείας ρεσιτάλ με έργα ρεπερτορίου είναι κάτι το οποίο μου προκαλεί δέος ακόμα και σήμερα. Στην Αμερική πήρα στερεές βάσεις, που με προστάτευσαν από κάθε είδους μουσικού παραστρατήματος. Για την παιδική μου ηλικία αυτό που νομίζω με έσωσε είναι ότι είχα σοβαρούς γονείς, οι οποίοι δεν μετέτρεψαν το ταλέντο μου σε θέαμα τσίρκου... Αυτό τους το χρωστώ. Η μουσική είναι τρόπος ζωής και όχι επίδειξη ικανοτήτων για να χειροκροτούν όσοι το μόνο που αντιλαμβάνονται  είναι ο εντυπωσιασμός. Μπορώ να κάνω τα πάντα στο πιάνο, όταν όμως χρειάζεται... Δεν παίζω πια για να δείχνω αν παίζω καλά ή όχι, δεν με ενδιαφέρει πια αυτό μετά από τόσα χρόνια σχέσης με το όργανο».

 

Από εκεί και έπειτα κερδίσατε ασφαλώς και πολλά άλλα βραβεία, ενώ στο βιογραφικό σας υπάρχει και πληθώρα συνεργασιών. Για εσάς ποιοι ήταν οι πιο σημαντικοί «σταθμοί» σε αυτή τη διαδρομή;

 

«Θα μπορούσα να αναφέρω δεκάδες συνεργασίες και εκπληκτικές στιγμές δημιουργίας με τη Φιλαρμονική του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης, με τον Οζάουα και τον Ασκενάζυ, με τον Ρόνυ Σκοτ και τον Πέτερ Έρσκιν, με τον Τσάρλυ Χάϋντεν, αλλά και από τη Μόσχα και το Κρεμλίνο σε ρεσιτάλ με Ραχμάνινοφ. Όπως βέβαια και με το τρίο μου με τον Άντερσεν και  τον Μάρσαλ ή τους πρώτους δίσκους μου στην ECM – και πολλά άλλα…».

 

Σας βρίσκει αλήθεια σύμφωνο η χρήση του όρου «κλασική μουσική», για κάθε ορχηστρική μουσική μετά την περίοδο 1750-1820;

 

«Δεν με βρίσκει σύμφωνο ετυμολογικά η χρήση του όρου, έτσι όπως γίνεται πρόχειρα και κατά κάποιο τρόπο  ισοπεδωτικά. Παρόλα αυτά δεν με ενοχλεί η πιο απλή χρήση όταν το μουσικό έργο που περιγράφεται μπορεί να ενταχθεί μουσικολογικά στον χώρο».

 

Αν και φαντάζομαι πως θα μπορούσατε να έχετε πάει και στο εξωτερικό να ζήσετε, έχετε εντούτοις επιλέξει ως τόπο κατοικίας σας την Αθήνα. Το τελευταίο διάστημα, όμως, η Αθήνα, όπως και άλλες πόλεις, έγινε θέατρο ανησυχητικών γεγονότων. Ποια η γνώμη σας για αυτά, ως κατοίκου αλλά και ως καλλιτέχνη;

 

«Έχω περάσει πολλά διαστήματα εκτός Ελλάδας αλλά, ναι, η οικογενειακή  μου βάση βρίσκεται εδώ. Όπως όλοι είμαι προβληματισμένος από το αίσθημα του κορεσμού  και της βαριεστιμάρας για την ίδια τη ζωή, το οποίο βιώνει κάθε προβληματισμένος πολίτης αυτής της χώρας. Πρέπει να μείνουμε ζωντανοί, να αγαπάμε, να ερωτευόμαστε, να νιώθουμε ότι ζούμε και όχι ότι απλά επιβιώνουμε… Να γινόμαστε καλύτεροι, να αναζητούμε την αλήθεια στη ζωή με κάθε κόστος, να διαβάζουμε, να ακούμε μουσική και τέλος να μην βλέπουμε τηλεόραση…».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured