Το Avopolis δεν θα μπορούσε να αγνοήσει ένα απ’ τα πιο ενδιαφέροντα συγκροτήματα που ξεπήδησαν απ’ το Schoolwave. Τα είπε, λοιπόν, με τον Βασίλη και τον Αρθούρο, δύο εκ των πέντε Rosebleed, λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του Stories…
Απ’ το Schoolwave και τις Κυριακές του, σε μεγάλη δισκογραφική και συμβόλαιο μαζί της. Πώς βιώσατε αυτή τη γρήγορη μετάβαση;
«
Σίγουρα την απολαύσαμε. Αν ήταν στο χέρι μας θα θέλαμε να τα κάνουμε όλα αυτά ακόμα πιο γρήγορα. Πάντα αυτό θέλαμε να κάνουμε άλλωστε. Υπάρχουν, όμως, κάποιες διαδικαστικές λεπτομέρειες που είναι χρονοβόρες. Όχι, πως έχουμε κανένα παράπονο, πάντως».Πόσο και με ποιον τρόπο θεωρείτε ότι σας βοήθησε ο θεσμός του
Schoolwave;«
Προφανώς μας βοήθησε πάρα πολύ. Με το που παίξαμε στο πρώτο Schoolwave το 2006 άλλαξε εντελώς η φάση της μπάντας. Μας έμαθε απότομα πολύς κόσμος, αν κι έπειτα πήρε κάποιο καιρό να έρθουμε σε επικοινωνία με τη Sony-BMG. Πολύ σημαντική ήταν η κυκλοφορία του Schoolwave dvd, αλλά και οι συναυλίες που διοργανώθηκαν ανά την Ελλάδα».Δεν είχατε καμιά εμπειρία απ’ τη δισκογραφική βιομηχανία και βρεθήκατε να συνεργάζεστε με μια απ’ τις μεγάλες εταιρείες. Πώς σας φάνηκε το κλίμα;
«
Το κλίμα είναι πάρα πολύ καλό. Έχεις αποκτήσει μια γνώμη για τις εταιρείες σαν θεατής και καταλαβαίνεις πως τα πράγματα στην ουσία είναι αρκετά διαφορετικά. Μέχρι στιγμής δεν έχουμε κανένα παράπονο. Τα πράγματα κυλάνε ήρεμα, χωρίς ιδιαίτερη πίεση και με όλους τους ανθρώπους της εταιρείας έχουμε πολύ καλή σχέση. Είναι πολύ ευχαριστημένοι απ’ τη δουλειά μας μέχρι στιγμής και συνεχίζουμε. Ελπίζουμε να μην στραβώσει ποτέ, τίποτα».Έτσι για την ιστορία, το
Stories τελικά είναι EP ή maxi single;«
Το δεύτερο, αν και δεν πολυκαταλαβαίνουμε τη διαφορά. Φανταζόμαστε πως έχει σχέση με το πώς το πλασάρει η εταιρία».Την παραγωγή την ανέλαβε ο Άρης Χρήστου, ένας απ’ τους πιο αξιόλογους εγχώριους παραγωγούς. Πείτε μας λίγα πράγματα για τη συνεργασία.
«
Κατ’ αρχάς, συμφωνούμε απόλυτα στην κρίση σου για τον Άρη. Είναι πολύ καλός τόσο σε επαγγελματικό, όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Μας βοήθησε πολύ και θεωρούμε εαυτούς τυχερούς για τη συνεργασία. Ειδικά τώρα που έχουμε και μέτρο σύγκρισης δεν μπορούμε να φανταστούμε άλλον στη θέση του. Σίγουρα μάθαμε πολλά πράγματα και δέσαμε ακόμα περισσότερο σαν μπάντα. Ήταν άλλωστε η πρώτη μας ηχογράφηση επαγγελματικού επιπέδου. Πιο συγκεκριμένα το “Until Next Time” φτιάχτηκε εξ’ ολοκλήρου μέσα στο studio με τον Άρη δίπλα μας. Τα υπόλοιπα δύο ήταν σχεδόν έτοιμα και απλά μπήκαν κάποια συμπληρώματα-διορθώσεις, όπως η εισαγωγή του “A Story” για παράδειγμα».Η διασκευή στο “
Blue Velvet” πώς και σας προέκυψε;«
Το κομμάτι το ξέραμε χρόνια τώρα. Είναι, άλλωστε, πασίγνωστο και ιδιαίτερα αναγνωρίσιμο. Ψάχναμε κάτι κλασικό και γνώριμο στα αυτιά όλων, άσε που είμαστε fans των oldies. Βέβαια, του αλλάξαμε τα φώτα, μόνο η εισαγωγή το θυμίζει. Πριν το φτιάξουμε το ρίξαμε ως ιδέα και στην εταιρία, λέγοντας πως θέλουμε να συμπεριλάβουμε μια διασκευή και συμφώνησαν αμέσως».Σας απασχολεί καθόλου αυτή η μουσική ομογενοποίηση των ανά των κόσμο συγκροτημάτων; Θέλω να πω πως δεν υπάρχει μια διαφοροποίηση με βάση τον πολιτισμό και την κουλτούρα του καθενός λόγω της καταγωγής του.
«
Δεν μπορούμε να δεχτούμε αυτή την ελληνική νοοτροπία, που αγκαλιάζει το ξενόφερτο και δεν μπορεί να παραδεχτεί τον εαυτό της. Υπάρχουν πολύ καλές ελληνικές μπάντες οι οποίες άνετα μπορούν να σταθούν πλάι στις ξένες. Γιατί να φτάνουν οι Madrugada στ’ αυτιά μας και να μην γίνεται και το αντίστροφο; Όσο για τις μουσικές μπορεί να μοιάζουν αλλά είναι και πολύ διαφορετικές. Παίζει ρόλο ο χαρακτήρας, το γούστο, μέχρι και τι καιρό κάνει στη χώρα του καθενός. Εμάς σίγουρα μας ενδιαφέρει να εντάξουμε ελληνικά στοιχεία στη μουσική μας, το κάνουμε ήδη αν και μάλλον ευρύτερα μεσογειακά θα μπορούσες να τα χαρακτηρίσεις – το ίδιο βέβαια θα μπορούσαμε να κάνουμε και με την αμερικάνικη jazz παράδοση ή κάποια άλλη κουλτούρα».Υπάρχει και το θέμα των στίχων. Η Μόνικα για παράδειγμα δήλωσε ευθαρσώς πως γι’ αυτήν ο αγγλικός στίχος αποτελεί την εύκολη λύση. Τι λέτε;
«(
σ.σ: απαντά ο Βασίλης Αυγουστάκης ως τραγουδιστής και βασικός στιχουργός) Μάλλον είναι η μουσική μου παιδεία τέτοια. Εκφράζομαι καλύτερα στα Αγγλικά λόγω των ακουσμάτων μου. Δεν μεγάλωσα ακούγοντας ελληνική μουσική. Άσε που και ηχητικά δεν ταιριάζουν τα Ελληνικά στη μουσική που παίζουμε. Μας πρότεινε η εταιρεία να κάνουμε μια τέτοια προσπάθεια, για παράδειγμα το ένα κουπλέ στο “A Story” να γίνει στα ελληνικά, αλλά απορρίψαμε την πρόταση χωρίς δεύτερη σκέψη».Παλιότερα στους
Schooligans αυτοχαρακτηριζόσασταν ως goth rock με βασική σας επιρροή τους Him. Τη θέση των παραπάνω στο myspace σας έχει πάρει ο χαρακτηρισμός alternative experimental rock band.«
Όταν ξεκίνησε η μπάντα το 2004 ήμασταν δεκάξι χρονών. Τότε ήμασταν στη φάση του φινλανδικού rock και όλης αυτής της goth rock κατάστασης. Ένα απ’ τα στοιχεία που μας δέσανε είναι ότι και οι πέντε ακούγαμε πολύ Him την περίοδο κατά την οποία φτιάχτηκε το συγκρότημα. Ουσιαστικά ήμασταν tribute band. Αυτό, βέβαια, με τον καιρό άρχισε να αλλάζει. Ακούγαμε άλλες μουσικές, αποκτήσαμε νέα είδωλα, γενικά άνοιξε το μυαλό μας. Τους Him ακολούθησαν οι Muse και τους τελευταίους οι Radiohead. Τώρα ακούμε από ηλεκτρονική μουσική μέχρι Tom Waits. Όσο για την περιγραφή της μουσικής μας στο myspace, περισσότερο αφορά τη δική μας αίσθηση παρά βασίζεται σε κάποιες υπάρχουσες ταμπέλες. Ο μεγάλος στόχος είναι να φτιάξουμε κάτι τελείως δικό μας, όχι να μιμούμαστε, αλλά να μας μιμούνται».Έχετε, πλέον, και αρκετές εμπειρίες από ζωντανές εμφανίσεις. Για παράδειγμα, κάνατε το
support στους Hooverphonic.«
Ήταν πολύ ωραία εμπειρία. Αν εξαιρέσεις το Schoolwave αυτή ήταν μια συναυλία όπου πραγματικά είχε κόσμο. Ωραίο κόσμο και ετερόκλητο. Η ατμόσφαιρα ήταν ωραία και ο ήχος πολύ καλός (κάπου εδώ οι δυο τους διαφωνούν λίγο για τους Hooverphonic, περισσότερο λόγω διαφορετικών γούστων πάντως, γιατί και οι δυο τους θεωρούν σημαντική μπάντα)».Να αναμένουμε σύντομα και το
album;«
Θα σε γελάσουμε. Ακόμα γράφουμε και επιλέγουμε κομμάτια. Χοντρικά, πάντως, το υπολογίζουμε γύρω στην επόμενη άνοιξη. Έχουμε ένα θέμα με την ανομοιογένεια του υλικού, γιατί έχουμε κάθε τόσο διαφορετικές ιδέες ανάλογα με τη διάθεσή μας. Προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να δέσει το υλικό και πάνω σε αυτό το θέμα διαφωνούμε προς το παρόν – τόσο με τον Άρη, όσο και με την εταιρία. Αν παρατηρήσεις, στο Stories ναι μεν υπάρχει ένα κοινό ηχόχρωμα, αλλά τα τραγούδια είναι αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους. Το πρώτο είναι πιο ραδιοφωνικό, το δεύτερο μπαλαντοειδές και το τρίτο μια δυνατή διασκευή. Αυτό που έχουμε σκεφτεί, λοιπόν, είναι να χωρίσουμε το album σε τρεις διαφορετικές ενότητες με διαφορετικό τίτλο η καθεμία. Δεν ξέρουμε τους τίτλους των ενοτήτων, αλλά θέλουμε κάτι που να αντικατοπτρίζει την ουσία της κάθε ενότητας. Όλα αυτά, βέβαια, είναι σκέψεις και δεν ξέρουμε τι θα προκύψει στο τέλος».