Για πρώτη φορά, μια ελληνική ορχήστρα συμμετέχει σε διεθνή παραγωγή: πιο συγκεκριμένα, η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης (ΚΟΘ), με Έλληνα διευθυντή ορχήστρας (Βασίλη Χριστόπουλο), αλλά και Έλληνες σολίστες (Γιώργος Δεμερτζής, Σίμος Παπάνας, Μαρία Αστεριάδου, Νικόλαος Σαμαλτάνος, Δημήτρης Δεσύλλας) παίρνει μέρος στη νέα έκδοση της σουηδικής εταιρείας Bis με έργα του Νίκου Σκαλκώτα. Το Avopolis συνάντησε λοιπόν, με αυτή την ευκαιρία, τον νεαρό σολίστα του βιολιού Σίμο Παπάνα, ο οποίος στα 29 του δεν είναι μονάχα το πρώτο βιολί της ΚΟΘ, αλλά έχει σπουδάσει παράλληλα μαθηματικά (έχοντας πάρει το μεταπτυχιακό του δίπλωμα στο Yale), καθώς και σύνθεση και γράφει επίσης τη δική του μουσική, ενώ, τέλος, έχει ηχογραφήσει και παίξει ως σολίστας με ορχήστρες της Ελλάδας και του εξωτερικού…
Φωτογραφία: Χρύσα Νικολέρη
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι είσαι γνωστός ως βιολονίστας θέλω να σε ρωτήσω αν νιώθεις ότι είσαι περισσότερο μαθηματικός, συνθέτης ή σολίστ του βιολιού. Παρατήρησα στο βιογραφικό σου ότι έχεις σπουδάσει επαρκέστατα και τα τρία πεδία.
«Με τα μαθηματικά δεν έχω ασχοληθεί επαγγελματικά, αλλά μπορώ να παραδεχτώ ότι είναι μια επιστήμη που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεσαι, αντιλαμβάνεσαι και δομείς τα πράγματα που έχουν σχέση με την τέχνη. Τα μαθηματικά αποτελούν για μένα μια ασυνείδητη λειτουργία, που προκύπτει. Από αυτή την άποψη δεν είμαι μαθηματικός. Η σύνθεση και η εκτέλεση δεν είναι κάτι που πρέπει να το διαχωρίζουμε απαραίτητα. Το να παράγεις μουσική δεν είναι κάτι το οποίο το κάνεις για να γίνεις διάσημος ή για να βγάλεις λεφτά, αλλά είναι μια βαθύτερη εσωτερική ανάγκη. Γράφεις μουσική ή παίζεις μουσική, γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Γιατί το έχεις ανάγκη».
Έχω παρατηρήσει πάλι ότι παίζεις όλα τα στυλ «λόγιας» μουσικής, μπαρόκ, κλασικό, ρομαντικό και σύγχρονο. Ζούμε όμως στην εποχή της εξειδίκευσης. Υπάρχει κάποιο από τα στυλ αυτά που να σε εκφράζει περισσότερο;
«Έχω ασχοληθεί πολύ με τη μπαρόκ μουσική, και μάλιστα παίζω και μπαρόκ βιολί, πράγμα που με κάνει να νιώθω ότι παίζω δύο μουσικά όργανα αντί για ένα. Η περίοδος αυτή μάλιστα με ενδιαφέρει πολύ, και ιστορικά και επιστημονικά. Εγώ όμως βλέπω το ρόλο μου ως βιολονίστα να μοιάζει με αυτόν του ηθοποιού. Όπως ένας ηθοποιός επί σκηνής έτσι και εγώ παρουσιάζω ένα μουσικό κείμενο με αόριστα συναισθήματα και προσπαθώ να πω στο κοινό μια ιστορία ψυχικών χρωμάτων και συναισθημάτων. Στόχος μου είναι η κλιμάκωση αυτών των συναισθημάτων και η συγκινησιακή φόρτιση του ακροατή. Για να το καταφέρεις αυτό, πρέπει να ενδύεσαι την ίδια τη μουσική, το ίδιο το μουσικό κείμενο. Η μουσική τότε πρέπει να σε εκφράζει και να την εκφράζεις. Κάνω λόγο πάντα για την απόλυτη ορχηστρική μουσική. Πέρα από το χάσμα της εποχής, σημασία έχει η μουσική να συγκινεί. Με απασχολεί πολύ η μουσική ως φαινόμενο. Από την απαρχή τους οι περισσότερες τέχνες ξεκινούν ως αναπαράσταση των συναισθημάτων και των θελήσεων του ανθρώπου, του φόβου και της επιθυμίας. Γιατί υπάρχει λοιπόν η μουσική, γιατί συγκινεί; Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Μέσα από το μυστήριο της ασαφούς της προσέγγισης πηγάζει και ένα μεγάλο μέρος της δύναμής της. Φεύγεις από μια συναυλία ορχηστρικής μουσικής και, ενώ δεν έχεις ακούσει μια ιστορία ούτε έχεις δει κάποια εικόνα, παρόλα αυτά διακατέχεσαι από ένα ισχυρό συναίσθημα».
Είσαι και ο ίδιος συνθέτης, αλλά και πολύ καλός ερμηνευτής. Μπαίνεις στον πειρασμό να γράψεις μουσική για τον εαυτό σου ή γράφεις και για άλλους ερμηνευτές;
«Γράφω μουσική και για να παίζω και εγώ. Μου αρέσει πολύ το γεγονός που συνέβαινε τους περασμένους αιώνες, όταν ο σολίστας έγραφε μουσική για να παίζει ο ίδιος. Όσο καλύτερα ξέρεις ένα όργανο, τόσο μπορείς να γράψεις στα όρια των δυνατοτήτων του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γράφω μουσική και για κάποιους άλλους ερμηνευτές. Ο εκτελεστής ενός οργάνου μπορεί να αποτελέσει από μόνος του πηγή έμπνευσης για το συνθέτη».
Για να μιλήσουμε και λίγο για το CD με έργα Σκαλκώτα της BIS, παρατηρούμε ότι ο ίδιος ο συνθέτης που έχει γράψει «δύσκολα» δωδεκαφθογγικά και ατονικά έργα, την ίδια στιγμή γράφει διασκεδαστικά, όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος έργα, όπως είναι το “Χαρακτηριστικό Κομμάτι Για Ξυλόφωνο Και Ορχήστρα (Νυκτερινή Διασκέδασις)” του 1949 ή οι 36 ελληνικοί χοροί ή θα τολμούσα να πω η “Θάλασσα” - μουσική για λαϊκό χορό. Στο 2ο μέρος του “Διπλού Κοντσέρτου” χρησιμοποιεί σχεδόν σε όλο τα κομμάτι τη μελωδία του τραγουδιού του Βασίλη Τσιτσάνη “Θα Πάω Κει Στην Αραπιά”. Αυτό το ερώτημα το οποίο υποκρύπτεται, κατά τη γνώμη μου, πίσω από τόσο διαφορετικές επιλογές είναι το δίλημμα μουσική για τη μάζα ή μουσική για την ελίτ. Εσένα σε έχει απασχολήσει αυτό το δίλημμα;
«Εγώ δεν γράφω αποκλειστικά ατονική μουσική, αλλά τη χρησιμοποιώ ως δυνατότητα στα συνθετικά μου έργα. Το «Κοντσέρτο Για Δύο Βιολιά» (1944) του Νίκου Σκαλκώτα το έβαλα να το ακούσουν άνθρωποι που δεν ξέρουν καθόλου μουσική, άνθρωποι οι οποίοι ξέρουν λίγη μουσική και άνθρωποι που είναι βαθιοί γνώστες της μουσικής. Αυτή είναι μια δοκιμή που συνηθίζω να κάνω. Όσοι δεν ξέρουν από μουσική αντέδρασαν θετικά απέναντι στο έργο, αυτοί που γνωρίζουν λίγη μουσική αντέδρασαν αρνητικά και αυτοί οι οποίοι είναι γνώστες του αντικειμένου αντέδρασαν πάλι θετικά».
Πώς το εξηγείς αυτό;
«Το εξηγώ ως εξής: κάποιος ο οποίος δεν ξέρει καθόλου μουσική, παίρνει αυτό που ακούει, χωρίς να περιμένει κάτι. Αυτός που ξέρει λίγη μουσική είναι παγιδευμένος να ακούσει αυτό που περιμένει. Αυτά τα λέω για να υποστηρίξω ότι στόχος του Σκαλκώτα ήταν η προσιτή ατονική μουσική. Σε όλα τα έργα του Σκαλκώτα υπάρχουν μηχανισμοί και τρόποι που λένε κάτι στην ψυχή του ακροατή. Το γεγονός ότι χρησιμοποιεί μια μελωδία από το «καταφρονεμένο» ρεμπέτικο τραγούδι αποδεικνύει ότι δεν ήταν δογματικός. Τον απασχολεί το θέμα της εθνικής μουσικής, άρα και το ρεμπέτικο τραγούδι. Σε τελευταία ανάλυση, το γερμανικό παραδοσιακό τραγουδάκι δεν είναι υποδεέστερο από την ελληνική παραδοσιακή και βυζαντινή μουσική; Για αυτό τον λόγο, πέρα από τις γνωστές ιστορικές συγκυρίες, οι Γερμανοί, μην έχοντας μια πολύπλοκη και πλούσια μουσική παράδοση, έπρεπε συστηματικά να προσπαθήσουν να φτιάξουν αξιόλογη μουσική. Ενώ εμείς επαναπαυτήκαμε στην υψηλή αξία της παραδοσιακής μας μουσικής και δεν προσπαθήσαμε συστηματικά να φτιάξουμε μια αντίστοιχη λόγια παράδοση».
Μένεις και εργάζεσαι στην Θεσσαλονίκη.
«Η ΚΟΘ είναι μια ορχήστρα υψηλού επιπέδου και με καλύπτει και από άποψη καλλιτεχνική. Υπάρχουν άνθρωποι αξιόλογοι να συνεργαστώ και η ΚΟΘ αποτελεί ένα περιβάλλον που λειτουργεί με ειλικρίνεια, αλλά και με διάθεση να παίξει καλή μουσική. Η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης γενικότερα απαρτίζεται από νέους μουσικούς, μια ορχήστρα με μεγάλες δυνατότητες και η οποία πλάθεται συν τω χρόνω. Θέλω να υπογραμμίσω και κάτι ακόμα. Η γεωγραφική θέση της Θεσσαλονίκης είναι κάτι το οποίο θα βοηθήσει τις καλλιτεχνικές συνεργασίες στο μέλλον. Το γεγονός ότι από τη Θεσσαλονίκη απέχει, αν κάποιος καλύψει την απόσταση με αυτοκίνητο, η Αθήνα 5 ώρες, η Κωνσταντινούπολη 7 ώρες, το Βελιγράδι 7 ώρες, τα Τίρανα 6 ώρες και η Σόφια 4 ώρες, είναι κάτι που καθιστά την πόλη σταυροδρόμι των Βαλκανίων. Πράγμα το οποίο δίνει από μόνο του τη δυνατότητα συνεργασίας με πολλούς μουσικούς από πολλές χώρες. Εγώ, για παράδειγμα, έπαιξα στο αντίστοιχο μέγαρο μουσικής της Βουλγαρίας πριν παίξω στο Μέγαρο Αθηνών. Ο πρώτος μου δάσκαλος βιολιού, στον οποίο οφείλω και το γεγονός ότι είμαι μουσικός, ήταν Βούλγαρος. Μπορεί να υποφέρει τώρα η Βαλκανική, αλλά η ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών αυτών δίνει προοπτικές ανάπτυξης τόσο στις ίδιες όσο και στη Θεσσαλονίκη, που ήταν ανέκαθεν πολυπολιτισμική. Αυτή η ανάπτυξη θα λάβει χώρα και στον χώρο της μουσικής».