Η επιστροφή στη δισκογραφία της Αναστασίας Μουτσάτσου, με έναν δίσκο βασισμένο σε παλιά τραγούδια του Νότη Μαυρουδή σε νέες εκτελέσεις, έδωσε στο Avopolis Greek την ευκαιρία να μιλήσει με έναν από τους πιο σημαντικούς συνθέτες του «έντεχνου» ήχου σήμερα, έναν ανήσυχο δημιουργό, που δεν έχει σταματήσει να ακούει μουσική και να προβληματίζεται για τα όσα συμβαίνουν…
Κυκλοφορήσατε πρόσφατα ένα νέο album, με βασική ερμηνεύτρια την Αναστασία Μουτσάτσου, με την οποία και συνεργάζεστε τελευταία. Τι σας έκανε να της εμπιστευτείτε έναν ολόκληρο δίσκο με επανεκτελέσεις;
«Κατ’ αρχάς, η Αναστασία επέλεξε το περιεχόμενο του δίσκου. Αποφάσισε δηλαδή ο επόμενός της προσωπικός δίσκος να είναι με δικά μου τραγούδια, τηλεφωνηθήκαμε, μου έκανε τη συγκεκριμένη πρόταση και μου άρεσε. Το πρόβλημα βέβαια που προέκυψε ευθύς αμέσως, ήταν ότι όλο το ρεπερτόριο που θα συμπεριλαμβανόταν στο Μια Νύχτα Στους Αιώνες θα ήταν επανεκτελέσεις. Μπήκαμε έτσι στον προβληματισμό του κατά πόσο θα μπορούσε να λειτουργήσει μια επανεκτέλεση, εφόσον ο κόσμος είναι δεμένος με την πρώτη εκτέλεση ενός τραγουδιού, άρα και ταυτισμένος με κάποιες συγκεκριμένες φωνές - π.χ. του Γιώργου Ζωγράφου, η οποία σηματοδότησε εποχή, κλίμα, αλλά και τραγουδιστικό είδος. Ασφαλώς το πρόβλημα αυτό δεν αφορά μόνο τον συγκεκριμένο δίσκο, προκύπτει κάθε φορά που ένα δοκιμασμένο τραγούδι παρουσιάζεται σε νέο ας πούμε σκηνικό, είτε για επανεκτέλεση μιλάμε, είτε για διασκευή. Εγώ, βέβαια, λόγω κυρίως του οργάνου το οποίο παίζω, είμαι εξοικειωμένος με τις διασκευές, γιατί το μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου της κιθάρας είναι οι διασκευές. Τα τραγούδια, λοιπόν, έπρεπε να «πειραχτούν», να τροποποιηθούν δηλαδή ενορχηστρωτικά, αλλά όχι ριζικά, για να μη χαθεί και το αυθεντικό τους ύφος. Παράλληλα, κάναμε πάρα πολλές συζητήσεις και με την Αναστασία ως προς το πώς έπρεπε να ειπωθούν αυτά τα τραγούδια - η ίδια δούλεψε πολύ πάνω σε αυτό».
Υπάρχει πάντως μια διάχυτη εντύπωση πως η Αναστασία κέρδισε το στοίχημα που έβαλε με το Μια Νύχτα Στους Αιώνες και έβγαλε, ως σύνολο, ό,τι καλύτερο έχει κάνει στη μέχρι τώρα καριέρα της…
«Η Αναστασία διαθέτει μια ιδιαίτερη φωνή, η οποία είναι πολιτογραφημένη για ένα άλλο είδος τραγουδιού, δεν θα το έλεγα rock, αν και δεν ξέρω ποια ακριβώς ετικέτα θα του πήγαινε. Ως τώρα είχε ασχοληθεί με τραγούδια που θα έλεγα πως ανήκουν στη νέα ελληνική σκηνή, έχοντας λαϊκές αποχρώσεις. Το Μια Νύχτα Στους Αιώνες της έδωσε ένα νέο πεδίο δράσης, το οποίο η ίδια επεδίωξε. Νομίζω ότι είπε πολύ ωραία τα παλιά μου τραγούδια, από εκεί και πέρα το πώς θα λειτουργήσει στον κόσμο και στην αγορά, αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που δεν προβλέπεται. Κι αυτή είναι, άλλωστε, η μαγεία των δίσκων και των τεχνών γενικότερα: αλλιώς θα ήταν σαν να γεννάς ένα παιδί και να ξέρεις τι θα γίνει στη ζωή του. Και όσοι προσπάθησαν να «προγραμματίσουν» ένα παιδί, απέτυχαν».
Έχετε σκεφτεί να κάνετε με την Αναστασία Μουτσάτσου έναν δίσκο με δικό σας μεν υλικό, αλλά πρωτότυπο;
«Βέβαια, και υπάρχει στο μυαλό μου μια τέτοια σκέψη, να μαζέψω δηλαδή νέα τραγούδια μου και να τα πει η Αναστασία. Αλλά είμαστε ακόμα πολύ κοντά στην κυκλοφορία του Μια Νύχτα Στους Αιώνες και για μένα είναι σημαντικό να μεσολαβήσει ένα διάστημα, ώστε να «αποτοξινωθώ» από το ένα υλικό και να περάσω στο άλλο, με καινούργιες σκέψεις και καινούργια δεδομένα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν γράφω τραγούδια - υπάρχουν στο συρτάρι μου νέα τραγούδια, τα οποία νιώθω πως θα πήγαιναν στη φωνή της Αναστασίας».
Πρέπει να είστε από τους λίγους, πλέον, που σας ενδιαφέρει να κυλάει αρμονικά ένα χρονικό διάστημα από δίσκο σε δίσκο, αντί να σας πιάνει το άγχος της παραμονής σε μια γοργά εξελισσόμενη επικαιρότητα…
«Θέλω οι δίσκοι μου να έχουν ένα θέμα, μια σκέψη που να πηγαίνει το έργο μου παραπέρα, όχι παραπίσω. Δεν θέλω να κάνω άλλον έναν δίσκο, αλλά δίσκους με λόγο ύπαρξης. Εύκολα πράγματα είναι αυτά; Είναι πάρα πολύ δύσκολα. Δεν θα ήθελα να πω ονόματα, αλλά υπάρχουν συνάδελφοί μου συνθέτες, πολύ ταλαντούχοι, οι οποίοι μπορεί να κάνουν 2 και 3 δίσκους κάθε χρόνο, με διάφορους τραγουδιστές, με ορχήστρες κτλ. Επειδή δηλαδή σου ζητάνε οι δισκογραφικές εταιρείες; Είναι λόγος αυτός; Και σε ποια μάλιστα αγορά; Και βλέπεις έτσι ένα υλικό στερεμένο, δίχως φαντασία, που δεν αναδιπλώνει τίποτα ώστε να το πάει παραπέρα. Και γεμίζει ο τόπος με δίσκους η κατάληξη των οποίων είναι, τελικά, η χωματερή».
Συχνά ακούμε από διάφορους «ιθύνοντες», είτε της δισκογραφίας, είτε της διασκέδασης γενικότερα, πως ο κόσμος δεν αγαπά και δεν θέλει τα όσα ξεφεύγουν από την πεπατημένη. Εσείς όμως είστε ένας συνθέτης που, μαζί με τον συνεργάτη σας Παναγιώτη Μάργαρη, αποδείξατε με τα Café De L’ Art albums - τα πιο επιτυχημένα εμπορικά στον χώρο της κιθάρας - ότι ο κόσμος είναι τελικά ανοιχτός και σε άλλα πράγματα.
«Είναι νομοτέλεια ότι ο κόσμος είναι ανοιχτός και σε άλλα πράγματα και δεν θέλει μόνο ένα πράγμα - και γι’ αυτό ήμουν σίγουρος τόσο εγώ, όσο και ο Παναγιώτης ο Μάργαρης. Όταν φτιάχτηκε το πρώτο Café De L’ Art με ρώταγαν διάφοροι αν είμαι τρελός και τι με έπιασε να κάνω έναν δίσκο με δυο κιθάρες, που θα τον αγόραζαν μόνο 100 άνθρωποι. Αυτά τα λένε συνήθως όσοι είναι στενά συνδεδεμένοι με τις δισκογραφικές εταιρείες και επιθυμούν να πάνε την υπόθεση τραγούδι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Και αυτές ακριβώς οι επιλογές έχουν φέρει τη δισκογραφία στο σημερινό της κατάντημα. Δεν πρέπει επίσης να κάνουμε το λάθος να βλέπουμε μόνο το τι πουλιέται, γιατί αυτή είναι η εικονική πραγματικότητα. Γιατί και όταν λέμε ο «κόσμος», πάλι γενικεύουμε, αποτελεί πολύ μεγάλο θέμα συζήτησης το δείγμα κόσμου στο οποίο κάθε φορά αναφερόμαστε. Εμένα λοιπόν, επειδή με ενδιαφέρει και το βάθος σε μια τέτοια συζήτηση, δεν με αφορά ο κόσμος που εκτονώνεται ψυχαγωγικά στις πίστες της νύχτας. Δεν λέω ότι δεν είναι κόσμος και αυτός, εμένα όμως με ενδιαφέρει ο κόσμος ο οποίος αρπάζεται από τα ραδιόφωνα, που εμφανίζεται σε νυχτερινές σκηνές ή στις νέες τάσεις οι οποίες έρχονται από το εξωτερικό κοκ. Μπορεί να μη φαίνεται αυτός ο κόσμος τόσο πολύ, όμως υπάρχει. Ακόμα και μόνο στις πωλήσεις να σταθούμε, πώς αλλιώς θα εξηγούσαμε ότι σταθερά πουλάει το Χαμόγελο Της Τζοκόντας, ένας δίσκος του 1972 τόσο «ειδικός» και τόσο καλλιτεχνικός; Με ενδιαφέρει, λοιπόν, ο κόσμος εκείνος ο οποίος, με τη δυναμική του, μπορεί και διατηρεί τέτοια πνευματικά προϊόντα στον χρόνο».
Συμφωνείτε ότι το λεγόμενο «έντεχνο» τραγούδι δεν μπόρεσε να ανανεωθεί επαρκώς από ένα σημείο και έπειτα, και το πλήρωσε;
«Φυσικό ήταν. Γιατί υπήρξαν πολύ μεγάλα πνεύματα του τραγουδιού στο ξεκίνημά του - ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Λοΐζος, ο Κουγιουμτζής, ο Μαρκόπουλος. Η εποχή μας βέβαια δεν στερείται ταλαντούχων ανθρώπων - έχουμε ας πούμε τον Σταμάτη τον Κραουνάκη, νέα groups με πολύ ενδιαφέροντα τραγούδια τα οποία ίσως δεν φαίνονται τόσο, αλλά όποιος νοιάζεται τα ανακαλύπτει. Αλλά σαφώς, οι δεκαετίες του 1960 και 1970 σάρωσαν, θέτοντας ζητήματα που έκτοτε δεν ξανασυναντήσαμε στο ίδιο βεληνεκές. Αλλά μέσα σε αυτό εντάσσεται και μια άλλη συζήτηση: η κρίση που δημιουργήθηκε από το ίδιο το δισκογραφικό σύστημα. Το ελληνικό δισκογραφικό σύστημα, έχοντας κατακτήσει το αγοραστικό κοινό και αναπαυόμενο σε βελούδινη πολυθρόνα, θεώρησε πως είναι ο μοναδικός άρχοντας στο παιχνίδι της αγοράς. Και έτσι κατέληξε να απαξιώσει και το υλικό και την έννοια της δισκογραφίας, ρίχνοντας από ένα σημείο και έπειτα το βάρος στην παραγωγή τραγουδιών της νυχτερινής πίστας. Τα οποία και πέρασε στις δισκοθήκες του κοινού, μεταβάλλοντας παράλληλα το πνεύμα της τραγουδιστικής τέχνης σε πνεύμα αρπαχτής. Έγιναν, βέβαια, και λάθη τακτικής: τα bonus στα περιοδικά και τις εφημερίδες π.χ. έκαναν τον κόσμο να σταματήσει να ψάχνει τη δισκογραφία, οι εταιρείες έκαναν το προϊόν πάρα πολύ ακριβό με διάφορες δικαιολογίες - ακόμα και τις επανεκδόσεις - στρέφοντας έτσι τον κόσμο στην αντιγραφή και στο κατέβασμα μέσω Διαδικτύου. Αν δεν απαξιωνόταν έτσι το δισκογραφικό προϊόν από τις εταιρείες, ο κόσμος δεν θα κατέβαζε με την ίδια ευκολία».
Τι έχετε να πείτε για το μεγάλο, πλέον, θέμα, του ελεύθερου χρόνου τον οποίον μπορεί να διαθέσει κανείς σήμερα ώστε να ακούσει μουσική;
«Α, αυτό είναι όντως μεγάλο θέμα. Έχω καταφέρει και το διατηρώ ακόμα αυτό, πολλές φορές κάθομαι στο σπίτι για να ακούσω μουσική. Σχεδόν κάθε μέρα κλέβω λίγο χρόνο για να ακούω μουσική, είτε στο σπίτι, είτε στο αυτοκίνητο. Κατ’ αρχάς, είμαι κάπου αναγκασμένος να το κάνω, λόγω της εκπομπής μου στο Γ΄ Πρόγραμμα. Και όταν δουλεύεις για το Γ΄ Πρόγραμμα, δεν μπορείς να πας να κάνεις εκπομπή παίρνοντας απλά μερικά δισκάκια. Πρέπει να ξέρεις τι βάζεις, να είσαι ενήμερος, καταρτισμένος, να κάνεις κάτι το σοβαρό. Γενικά δεν με ενδιαφέρει να ακούω διεκπεραιωτικά, λίγο π.χ. την εισαγωγή, μετά το ρεφρέν, τα επίμαχα δηλαδή σημεία. Το έκανα παλιότερα, λόγω φόρτου εργασίας, και τότε όμως γνώριζα μέσα μου ότι είναι ξεφτίλα. Δεν γίνεται να ακούσεις σοβαρά έτσι, ώστε να έχεις άποψη για το τραγούδι».
Πόσο καλός κριτικός πιστεύετε ότι μπορεί να είναι ένας μουσικός - θέμα ακανθώδες μεταξύ κριτικών και μουσικών;
«Ο κίνδυνος ενός μουσικού είναι να ακούει με λάθος τρόπο. Εγώ για παράδειγμα, για πολλά χρόνια, όταν πήγαινα σε μια συναυλία, ενδιαφερόμουνα για το πού βάζει ο κιθαρίστας το δεξί του χέρι, τι ηχητικούς συνδυασμούς κάνει, με ποια γωνία των δαχτύλων παίζει, τι δυναμικές χρησιμοποιεί και τέτοια ζητήματα. Τελείωνε ας πούμε η συναυλία και είχα χάσει όλη την απόλαυση. Έμενα σε τεχνικές και τεχνοκρατικές διαδικασίες και δεν ήξερα τι άκουσα. Και όταν άκουγα απλά ένα τραγούδι, πρόσεχα τη δομή του, τον συνδυασμό της μουσικής με τις λέξεις, κατά πόσο τα εύηχα σημεία του στίχου αποδίδονται μουσικά, το γιατί έβαλε εκεί και όχι εκεί την τρομπέτα. Αλλά με όλα αυτά τα ερωτήματα, χάνεις το τραγούδι. Αυτές είναι κακές ακροάσεις. Για να απολαύσεις ένα τραγούδι πρέπει να τα αφήσεις αυτά στην άκρη και να γίνεις καλός ακροατής. Και συνήθως οι μουσικοί αυτό κάνουν, τους είναι δύσκολο να γίνουν ακροατές. Δεν μπορεί το καλό να καθορίζεται από το αν π.χ. οι βιόλες σε ένα σημείο έπαιξαν το φορτίσιμο ή όχι. Έτσι χτίζεται ένας τεχνοκρατικός τοίχος, ο οποίος λέει στην ψυχή «όχι δεν θα σου επιτρέπω να συγκινηθείς γιατί το βιολί π.χ. έπαιξε έτσι και όχι αλλιώς».
Τι σας άφησε η θητεία σας ως καλλιτεχνικού διευθυντή σε φεστιβάλ;
«Μνήμες άλλοτε τραυματικές, άλλοτε θετικές. Είμαι χορτασμένος από τέτοια πράγματα, γιατί ο θεσμός του καλλιτεχνικού διευθυντή, στην Ελλάδα τουλάχιστον, δεν είναι κάτι το σπουδαίο έτσι όπως γίνεται. Ήμουν κάποτε ας πούμε καλλιτεχνικός διευθυντής στους πέντε Δήμους της Δυτικής Αττικής. Και έπιασα κάποια στιγμή τον εαυτό μου να συνδιαλέγεται και να συναναστρέφεται με δημάρχους και δημοτικούς συμβούλους. Εμπειρία τραυματική, σηκώθηκα και έφυγα, δεν άντεξα. Πρέπει να βρίσκει κανείς τρόπους να ισορροπεί ανάμεσα σε λόμπι, συντεχνίες και πολιτικές αντιπαραθέσεις. Πώς να παραχθεί μετά καλλιτεχνικό έργο; Είναι κατάντια. Ακόμα πιο τραυματική ήταν η εντεκάμηνη παραμονή μου ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Πάτρας, όπου είχα να κάνω με ανταγωνισμούς μέσα στο δημοτικό συμβούλιο, τέτοιους, ώστε ένιωσα να τελικά ότι σαρωνόμουν, δίχως να τους αγγίζω ούτε στο μικρό τους δαχτυλάκι. Χώρια την πολεμική που δέχτηκα από τον τοπικό τύπο, λες και ήμουν πολιτικό πρόσωπο, ότι εξυπηρετούσα τάχα τα πολιτικά συμφέροντα του τότε Υπουργού Πολιτισμού Θάνου Μικρούτσικου. Να φανταστείτε πως δεν ζήτησα καν τα οφειλόμενα χρήματα, ακριβώς γιατί δεν μπορούσα να τους ξαναδώ στα μάτια μου ούτε καν για το αυτονόητο, το να με πληρώσουν. Κανείς στην Ελλάδα δεν σου δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να δράσεις καλλιτεχνικά, τον σκοπό δηλαδή για τον οποίον, υποτίθεται, πας».