Αναγνωρίστηκαν με τα live τους ως μια πολλά υποσχόμενη μπάντα. Καθιερώθηκαν στη συνείδηση του κοινού με τη στάση τους στα «δύσκολα». Και τώρα μιλούν στο Avopolis, με αφορμή την κυκλοφορία του ντεμπούτο album τους...
Το Art Naïve κυκλοφορεί επιτέλους, μετά από ένα διάστημα αναμονής που σε πολλούς θαυμαστές σας φάνηκε μακρύ. Υπήρξαν δυσκολίες, ή απλώς εσείς τα θέλατε όλα όσο πιο τέλεια γινόταν;
«Σίγουρα δυσκολίες υπήρξαν αρκετές, από τη στιγμή που αποφασίσαμε να αναλάβουμε μόνοι μας την παραγωγή του δίσκου. Ούτως η άλλως, πάντα η πρώτη φορά είναι και η πιο δύσκολη. Όσο για το αποτέλεσμα, νομίζω ότι δεν θα μπαίναμε στη διαδικασία να κυκλοφορήσουμε κάτι που δεν θα είχε φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο όσον αφορά τις προσδοκίες μας».
Γιατί Art Naïve, τελικά; Υπάρχει κάποιο concept πίσω από την απόφασή σας να ονομάσετε έτσι το ντεμπούτο σας;
«Τα θεμέλια για αρκετά από τα κομμάτια του δίσκου μπήκανε από τα πρώτα χρόνια που παίζουμε μαζί ως Modrec. Εκείνη την περίοδο, ο τρόπος με τον οποίο δουλεύαμε ως προς τη σύνθεση βασιζόταν στην ελεύθερη έκφραση του καθενός μας και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυθόρμητος και κατά κάποιον τρόπο «αφελής». Το ομότιτλο κομμάτι, “Art Naive”, είναι αυτό που εκφράζει, περισσότερο από όλα, την κατάσταση και τα συναισθήματα εκείνης της πρώτης περιόδου. Η αλήθεια είναι ότι συνεχίζουμε να γράφουμε και να παίζουμε με το ίδιο σκεπτικό, μόνο που με την πάροδο των χρόνων, λόγω της τριβής και της απόκτησης μιας σχετικής εμπειρίας, η διαδικασία γίνεται πιο μεθοδική και άμεση.
Πέτυχε θεωρείτε η συνεργασία σας με τον Alex Newport; Βγήκε αυτό που είχατε κατά νου;
«Διαλέξαμε τον Newport προφανώς γιατί μας άρεσε η ηχητική προσέγγισή του στα περισσότερα albums όπου έχει αναμιχθεί είτε ως παραγωγός, είτε ως mixer. Αν και τα κομμάτια του Art Naive έχουν αρκετούς ήχους και κάπως περίεργες δομές, βρήκε γρήγορα τον τρόπο ώστε να «δαμάσει» το υλικό και να καταλήξει σε ένα ελκυστικό αποτέλεσμα για μας. Mας κόστισε βέβαια κάποια οnline ξενύχτια η όλη διαδικασία...».
Το album σας κυκλοφορεί με εννιά διαφορετικά εξώφυλλα - το ένα καλύτερο από το άλλο. Ποιος είναι ο καλλιτέχνης και γιατί πήρατε μια τέτοια απόφαση σχετικά με το artwork;
«Το artwork είναι ουσιαστικά ένας μεγάλος πίνακας χωρισμένος νοητά σε εννιά μέρη, τα οποία αντιστοιχούν στα εννιά βασικά τραγούδια του album. Κάθε τραγούδι το αντιλαμβανόμασταν ως μια ξεχωριστή ιστορία, μια διαφορετική εμπειρία που μπορεί να αποτυπωθεί σε μία αντίστοιχη εικόνα, αλλά και όλες οι εικόνες μαζί να συνθέτουν έναν ενιαίο πολυμορφικό πίνακα. Ο Ανδρέας Μητρόπουλος ανέλαβε να τον ζωγραφίσει ακούγοντας το υλικό και αποκωδικοποιώντας στίχους και κείμενα που αφορούσαν τα κομμάτια. Τον αφήσαμε να δουλέψει εντελώς μόνος του, διότι πιστεύαμε πολύ στην αισθητική του και δεν θέλαμε να αναμιχθούμε περαιτέρω. Μετά από έναν μήνα απλά μας έδειξε τα σπουδαία κατορθώματά του... Ο πίνακας εκτέθηκε στο Release Party στο Vinyl Microstore στις 27 Μαρτίου, και θα εμφανιστεί και σε άλλα events και venues στο μέλλον. Αξίζει να τον δείτε από κοντά!».
Πολλοί φίλοι σας περίμεναν να ακούσουν και τη διασκευή σας στο “Eleanor Rigby” των Beatles στο ντεμπούτο σας στη δισκογραφία - μιας και είναι από τα live highlights σας. Πώς και δεν το συμπεριλάβατε στο track list;
«Το “Eleanor Rigby” δεν το συμπεριλάβαμε στον δίσκο σε πρώτη φάση, αλλά επειδή η ανταπόκριση του κόσμου σε αυτό το κομμάτι είναι ιδιαίτερα θερμή και στα live αλλά και στην ηχογράφηση (ναι, υπάρχουν κάποιοι τυχεροί που το έχουν ακούσει!) δεν αποκλείεται να σκαρώσουμε μια ευχάριστη έκπληξη στο μέλλον!»
Μέσα σε τρία σχεδόν χρόνια, από το 2000 που ξεκινήσατε ως το 2003, αλλάξατε τρεις φορές όνομα. Τι είναι αυτό που σας έκανε τελικά να μείνετε στο Modrec;
«To Modrec προφανώς είναι πιο εύηχο και σύντομο από τα ονόματα που είχαμε πιο πριν. Προέρχεται από τις λέξεις modified recovery - έτσι λεγόμασταν στην αρχή - αλλά επειδή κανένας δεν το έγραφε σωστά, αποφασίσαμε να το κάνουμε Modrec. Όταν πρωτοξεκινήσαμε βέβαια να παίζουμε παρέα πριν οκτώ χρόνια λεγόμασταν No Pulse. Καθώς όμως περνούσε ο καιρός και το μουσικό ύφος της μπάντας διαμορφωνόταν, μπήκαμε και στη διαδικασία να πειράξουμε και το όνομα».
Πιστεύετε ότι έχει δημιουργηθεί μια αγγλόφωνη rock σκηνή στην Ελλάδα, ή ακόμα απέχουμε από κάτι τέτοιο;
«Η αγγλόφωνη σκηνή στην Ελλάδα υπάρχει από τη στιγμή που υπάρχουν μπάντες οι οποίες παίζουν αγγλόφωνες μουσικές είτε είναι rock, pop, jazz, metal κτλ.. Τώρα, αν με τον όρο σκηνή εννοούμε κάτι αντίστοιχο με αυτή του Seattle ή του Bristol, τότε τέτοια σκηνή δεν έχουμε στην Ελλάδα - όπως όμως πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει κάτι παρόμοιο παγκοσμίως! Διότι, πολύ απλά, για να υπάρξει μια σκηνή με τέτοια δυναμική πρέπει οι μπάντες να δημιουργήσουν έναν ενιαίο, ομοιογενή και συνάμα ανανεωτικό ήχο και κατ' επέκταση ένα κοινό πλαίσιο δράσης - είτε μουσικής είτε πολιτιστικής, είτε πολιτικής, είτε κοινωνικής με την έννοια της επικοινωνίας και της συναναστροφής. Ο όρος πλαίσιο, εκτός από τη θεωρητική του υπόσταση, περιλαμβάνει και μουσικά στέκια, studios, ψυχαγωγικούς χώρους και πάει λέγοντας...».
Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η κύρια αιτία που εμποδίζει τα ελληνικά rock σχήματα να κάνουν επιτυχία στο εξωτερικό, τη στιγμή που βλέπουμε να το καταφέρνουν μπάντες σαν τους Sigur Rós ή τους Rammstein - οι οποίες, σημειωτέον, δεν μπαίνουν καν στη λογική του αγγλικού στίχου;
«Οι Rammstein κάνανε μάλλον μεγάλη επιτυχία πρώτα στη Γερμανία, όπου τέτοιος ήχος (όπως και πολλοί άλλοι ήχοι) είναι αρκετά δημοφιλής. Και οι Sigur Rós έχουν ιδιαίτερα όμορφη μουσική. Όπως και να το κάνουμε, και οι δύο αυτές μπάντες, εκτός του ότι είναι εξαιρετικά καλές, ζούνε σε χώρες οι οποίες ενδιαφέρονται να εξάγουν τα μουσικά «προϊόντα» τους ακόμη κι αν δεν είναι «παραδοσιακά». Όσο εμείς δεν μπαίνουμε σε αυτή τη διαδικασία, τόσο θα οσμιζόμαστε και λιγότερο από παγκόσμια ή έστω «ξενόφερτη» μουσική. Όχι με την έννοια της ακρόασης, αλλά με την έννοια της σύνθεσης, παραγωγής, άρα κι εμπειρίας».
Είχατε μια δυσάρεστη περιπέτεια με τη διοργανώτρια εταιρεία της συναυλίας των Manic Street Preachers, όπου επρόκειτο να παίξετε support. Πολλοί θεωρούν πως αυτή απέδειξε αρκετά πράγματα για το ποιοι είστε, εσάς όμως τι γεύση σας άφησε; Βγήκε τελικά και κάτι καλό;
«Μας άφησε τελικά μια μετέωρη αλλά γλυκιά γεύση, αν αναλογιστούμε ότι η συναυλία στο Μικρό Μουσικό Θέατρο μια μέρα πριν ήταν άκρως επιτυχημένη - όχι μόνο από την προσέλευση του κόσμου, αλλά από τη διάθεση και την ενέργεια που υπήρχε στον κόσμο και σε εμάς. Ελπίζουμε να βγήκε κάτι καλό για τους Modrec, αλλά και για άλλες μπάντες, όσον αφορά τις επιλογές μας. Θα το δούμε στην πορεία μετρώντας πόσα «όχι» θα έχει πει ο καθένας μας απέναντι σε όποιους κατά καιρούς έχουν την πρόθεση να μας εκμεταλλευτούν».
Πιστεύετε πως ό,τι έτυχε σε σας με τους Manic Street Preachers αποτελεί γενικό κανόνα για τα νέα συγκροτήματα στην Ελλάδα; Ή νιώθετε ότι πέσατε στην περίπτωση;
«Ο γενικός κανόνας για το support παγκοσμίως είναι ότι συνήθως δεν παίρνει δεκάρα από τη διοργανώτρια εταιρία, πλην εξαιρέσεων, όπως για παράδειγμα αν «supportάρεις» μια μπάντα για μια ολόκληρη περιοδεία, όπου εκεί η συμφωνία αλλάζει. Το να βάλεις το backline από την τσέπη σου είναι μια πολύ ευχάριστη διαδικασία, αν οργανώνεις μόνος σου κάποιο live κι έχεις προσδοκίες για μια επιτυχημένη βραδιά από όλες τις απόψεις... Το να βάλεις όμως το backline από την τσέπη σου για να παίξεις σε διοργάνωση της εκάστοτε διοργανώτριας εταιρίας που τζιράρει τρελά λεφτά στα φεστιβάλ της, είναι μεγάλη κοροϊδία και δυστυχώς πολύ ανέντιμο να στο ζητάνε. Μάλλον πέσαμε στην περίπτωση...».
Πώς ονειρεύεστε να κυλήσει για εσάς το υπόλοιπο 2008;
«Αrt Naive-ικά!»