Η Σύναξις, μια έκπληξη από τα Κύθηρα, αποτελεί ένα ντεμπούτο album-πρόταση για το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, το οποίο αψηφά τις ταμπέλες και τις συμβάσεις, διεκδικώντας το δικαίωμα να εκφράζει το σήμερα εμπνεόμενο από το μακρινό παρελθόν. Το Avopolis ένιωσε να ιντριγκάρεται αρκετά ώστε να συναντήσει τον δημιουργό της, Παναγιώτη «Κατελούζο» Λευθέρη και ένα μέλος των Lyrae Cantus, τη Σόνια Χαραλαμπίδου (γνωστή από τη θητεία της στους Ονειροπαγίδα), για μια κουβέντα εφ’ όλης της ύλης...
Η Σύναξις είναι η πρώτη δουλειά σου ως Κατελούζου; Γιατί στο site σου διάβασα και για το Τραγούδι Των Σειρήνων.
Παναγιώτης: «Το Τραγούδι Των Σειρήνων είναι ουσιαστικά μια συλλογή από τραγούδια τα οποία είχα μαζέψει από τα εφηβικά μου χρόνια. Ήταν και πάλι ένα προσωπικό παραμύθι, με κύριο άξονα αναφοράς τα Κύθηρα. Η Σύναξις αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τη συνέχεια του, όμως Το Τραγούδι Των Σειρήνων δεν έχει εκδοθεί - υπάρχουν κάποιες σκέψεις να κυκλοφορήσει στο μέλλον. Τη Σύναξη, αφού την ηχογραφήσαμε, χρειάστηκε μια περίοδος ανακατασκευών μέχρι να καταλήξουμε στη μορφή που θέλαμε. Το ψειρίσαμε δηλαδή το θέμα, να φανταστείς ότι απορρίψαμε ολόκληρο mastering, γιατί δεν μας άρεσε. Και πρέπει να ευχαριστήσουμε και τους ηχολήπτες μας, τον Δημήτρη Ξενικάκη και τον Ζαφείρη Κοντογεώργη, γιατί χωρίς τη δική τους βοήθεια δύσκολα θα γίνονταν όλα αυτά».
Πόσο εύκολο είναι να λειτουργήσει ένα δεκαμελές σχήμα με μέλη από όλη την Ελλάδα, όπως οι Lyrae Cantus; Γνωριζόσαστε όλοι μεταξύ σας;
Σόνια: «Τα ιδρυτικά μέλη είμαστε χρόνια μαζί, συμμαθητές από το μουσικό σχολείο. Έξι δηλαδή μέλη από τα δέκα έχουμε πολλά χρόνια τριβής μαζί και σε επαγγελματικό, μα και σε φιλικό επίπεδο. Από εκεί και πέρα υπήρξαν άνθρωποι τους οποίους προσεγγίσαμε εμείς, λόγω αναγκών, που μας ακολουθούν εδώ και κοντά δέκα χρόνια - όπως είναι π.χ. οι δυο μας τραγουδιστές, ο Βαγγέλης Μανιάτης και ο Valeri Oreshkin».
Ξέρω ότι ο Παναγιώτης είχε φύγει στο εξωτερικό, για σπουδές στην Ολλανδία. Οι μουσικές σπουδές στο εξωτερικό είναι κάτι ακόμα το οποίο σας ενώνει;
Σόνια: «Όχι ακριβώς, δεν φύγαμε όλοι για το εξωτερικό. Το δυστύχημα με τη μουσική την οποία παίζουμε εμείς, τη μεσαιωνική και την αναγεννησιακή, είναι ότι ο ορίζοντας είναι πολύ περιορισμένος. Ειδικά σε ελληνικό επίπεδο, τα πράγματα είναι από ανύπαρκτα έως μηδαμινά. Δύο μέλη μας, ας πούμε, διδάσκουνε στο πανεπιστήμιο, είναι καθηγητές στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Κέρκυρας - ο Γιάννης Τουλής και ο Βασίλης Πριόβολος».
Παναγιώτης: «Και το θέμα είναι ότι όλα αυτά τα πράγματα, που τα κάνεις στην Ελλάδα με ό,τι περίσσιο χρόνο, μεράκι και ενέργεια διαθέτεις, δεν έχουν να πατήσουν κάπου. Η Σύναξις ας πούμε, έχει ως τώρα απασχολήσει περισσότερο εσάς τους δημοσιογράφους - για οτιδήποτε άλλο, π.χ. μια live παρουσίαση, θα πρέπει να το κυνηγήσουμε μόνοι μας. Προφανώς χρειάζεται να αναπτυχθεί και ένα δίκτυο δημοσίων σχέσεων, ίσως να είναι και γενικά δύσκολο λόγω του γεγονότος ότι όλοι οι συντελεστές είμαστε σκορπισμένοι σε διάφορα μέρη».
Είναι νομίζω και ζήτημα κατάταξης, σε μια εποχή η οποία λατρεύει να σκέφτεται σε «κουτάκια». Εσείς δηλαδή, αν σας προσέγγιζε κάποιος που δεν σας γνώριζε και σας ρώταγε τι είδους μουσική παίζετε, πόσο εύκολη θα ήταν η απάντηση;
Παναγιώτης: «Ναι, δυσκολεύτηκα και ακόμα δυσκολεύομαι να εντοπίσω το λεγόμενο target group αυτής της δουλειάς. Ακόμα και σε εκείνες τις λίστες που σου βγάζουν τόσα διαφορετικά μουσικά είδη για να διαλέξεις, π.χ. στο myspace, μόνο στο «other» θα μπορούσε να καταχωρηθεί η Σύναξις. Σίγουρα θα τραβήξει ανθρώπους οι οποίοι έχουν μια εξοικείωση με την κλασική και την παλιά μουσική - γιατί, πρέπει να τονιστεί, δεν είναι το ίδιο πράγμα. Ξένοι πάλι γνωστοί μου που το άκουσαν το θεώρησαν ως παραδοσιακή μουσική. Η δική μου πάντως πρόθεση ήταν να φτιάξω κάτι το οποίο να εντάσσεται στο ελληνικό τραγούδι, αλλά να το κάνει με μέσα διαφορετικά από τα τετριμμένα. Παλιότερα αυτό συνέβαινε συχνά, π.χ. ο Σαββόπουλος έφτιαξε καταπληκτική ελληνική μουσική χρησιμοποιώντας άλλες πηγές έμπνευσης. Πράγμα νομίζω που πλέον λείπει. Ήθελα κάτι λοιπόν που να είναι επικοινωνιακό, αλλά δίχως εκπτώσεις».
Για πες μου και για το Κατελούζος. Πώς προέκυψε αυτό;
Παναγιώτης: «(Γέλια!) Όλοι με ρωτάνε γι’ αυτό! Δεν είναι όμως κάτι που το έβγαλα από το μυαλό μου, την οικογένειά μου στο χωριό την ξέρουν ως «Κατελούζους». Επειδή στα Κύθηρα χρησιμοποιούνται 10-20 επίθετα, τα φέρουν και οικογένειες άσχετες μεταξύ τους, δίχως καμία συγγένεια. Έτσι, με τα παρατσούκλια, βγαίνει κάποια άκρη, ξέρεις π.χ. ότι ο τάδε Λευθέρης είναι Κατελούζος, ενώ υπάρχει κι άλλος Λευθέρης, άσχετος. Αποφάσισα να το χρησιμοποιήσω στα πλαίσια της συνεργασίας μου με τους Lyrae Cantus, γιατί το Λευθέρης & Lyrae Cantus δεν μου άρεσε! (Γέλια!). Νομίζω ότι θα το χρησιμοποιώ σαν ψευδώνυμο με το οποίο θα παρουσιάζω τις «κυθηραϊκές» δουλειές ».
Οι υπόλοιποι Lyrae Cantus σχετίζεστε καθόλου με τα Κύθηρα;
Σόνια: «Όχι. Κάποτε είχαμε κανονίσει να έρθουμε για μια συναυλία, όταν ο Παναγιώτης ήταν υπεύθυνος κάποιων πολιτιστικών εκδηλώσεων στο νησί, για να παίξουμε ουσιαστικά το ρεπερτόριό μας. Πλέον έχουμε χρόνια που πηγαίνουμε στα Κύθηρα. Και πιστεύω θα μας λείψει αν πάψουμε να το κάνουμε, έχουν γίνει τόπος αναφοράς για μας».
Για σένα Παναγιώτη, που μεγάλωσες στα Κύθηρα, πόσο εύκολο ήταν να ασχοληθείς με ό,τι ασχολήθηκες;
«Εκείνη την εποχή ήταν πολύ δύσκολο ακόμη και να βρεις ένα δάσκαλο να σου κάνει ιδιαίτερο μουσικής, τώρα ας πούμε υπάρχει και Ωδείο. Όμως στα Κύθηρα, όπου δεν είχαμε τίποτα, ήταν πιο ξεκάθαρα τα πράγματα. Ήξερα ας πούμε ότι θέλω να ασχοληθώ με τη σύνθεση. Όταν όμως ήρθα στην Αθήνα, έχοντας κάνει μόνο έναν χρόνο πιάνο, και πήγα στα ωδεία και είπα «γεια σας, θέλω να σπουδάσω σύνθεση», με ρωτάγανε αν έχω κάνει θεωρητικά. Και μου είπανε, με λίγα λόγια, ότι μόνο αν έχω ολοκληρώσει κάποιους πολυετείς κύκλους σπουδών, θα μπορούσα τότε να τολμήσω να γράψω κάτι χορωδιακό. Με αυτή τη διαδικασία έχασα τον προσανατολισμό μου σε επίπεδο σπουδών, και μου πήρε αρκετά χρόνια να τον ξαναβρώ. Αλλά όταν πήγα στην Ολλανδία, το είδα να συμβαίνει, είδα να δέχονται στη μουσική ακαδημία ένα ταλαντούχο παιδί που πήγε να σπουδάσει σύνθεση χωρίς να έχει κάνει προηγούμενες μουσικές σπουδές. Τον είχαν βέβαια δύο χρόνια υπό κατάταξη, όμως το σύστημα εκεί ήταν ελαστικό, σου έδινε τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο».
Τί είναι αυτό που κάνει την Ολλανδία προορισμό για κάμποσους πια νέους Έλληνες μουσικούς; Τί έχει πετύχει να φτιάξει αυτή η χώρα που να είναι τόσο ελκυστικό;
Παναγιώτης: «Όταν πήγα στην Ολλανδία δεν ήταν ακόμα ακουστή για σπουδές μουσικής, πήγα αναζητώντας έναν συγκεκριμένο καθηγητή. Στην Ολλανδία βρήκα μια πολύ καλοστημένη μουσική εκπαίδευση και φαντάζομαι πως σιγά-σιγά το ανακάλυψαν κι άλλοι - εγώ ο ίδιος έχω παρακινήσει αρκετούς να πάνε προς τα εκεί».
Σόνια: «Πιστεύω ότι είναι θέμα διαφορετικής πολιτικής. Για κάποιον λόγο στην Ολλανδία άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονται στις κατάλληλες θέσεις, αποφασίζουν να επενδύσουν στη μουσική ακαδημαϊκή εκπαίδευση και δημιουργία. Είναι τόσο απλό. Βέβαια, για να στήσεις ένα τέτοιο εγχείρημα, είναι απαραίτητο να προϋπάρχει η οργάνωση και να την έχεις δοκιμάσει και σε άλλους εκπαιδευτικούς τομείς. Οι Ολλανδοί όμως έχουν την ανοχή και τη φαντασία να εμπιστεύονται κάποιους ανθρώπους οι οποίοι είναι οι πλέον κατάλληλοι για κάτι τέτοιο, χωρίς να είναι φίλοι τους ή κάτι τέτοιο. Η σκέψη τους είναι τολμηρή και μακροπρόθεσμη. Στην Ελλάδα, στον πολιτισμικό σχεδιασμό όσον αφορά τη μουσική, λειτουργεί πολύ το τι θέλουν να ακούσουν οι άλλοι παρά το τι θα έπρεπε να ακούσουν».
Παρόλα αυτά, Παναγιώτη, εσύ δεν έμεινες στην Ολλανδία. Γύρισες στην Ελλάδα και μάλιστα στα Κύθηρα...
Παναγιώτης: «Ήταν δίλημμα. Δεν ήμουν πια πιτσιρικάς όταν έφυγα από την Ολλανδία, οπότε το έκανα πολύ συνειδητά. Ζύγισα τι είχα από τη μια πλευρά και τι υπήρχε στην άλλη. Από τη μια, είχα μια πολύ οργανωμένη κοινωνία, η οποία δίνει σημασία και χρήματα στον πολιτισμό, όπου θα μπορούσα να ζήσω ως συνθέτης, χωρίς να κάνω εμπορικά πράγματα. Από την άλλη, ήταν ο ήλιος και η φύση της Ελλάδας. Και το τοπίο των Κυθήρων έπαιξε μεγάλο ρόλο. Όσο ιδεαλιστικό και αν ακούγεται αυτό, ίσως δεν είχα γυρίσει αν ήταν να ζούσα στην Αθήνα. Και δεν το μετάνιωσα, αν και όταν ξαναπήγα μια επίσκεψη στην Ολλανδία μου βγήκε μια νοσταλγία που δεν την περίμενα. Θα ήταν όμως ψέματα αν έλεγα ότι γύρισα μόνο για τον ήλιο, είναι και η ελληνική ψυχοσύνθεση. Μου έλειπαν κι οι άνθρωποι, ο τρόπος επικοινωνίας. Δεν νοιώθουν όμως όλοι έτσι».
Σόνια: «Ναι, αλλά τελικά ήταν πιο σημαντικά αυτά από τη δουλειά σου; Όταν δηλαδή όλη σου η τρέλα, απ’ όταν ήσουν μικρός, ήταν να σπουδάσεις και να γράφεις μουσική και εφόσον βρήκες τελικά έναν γεωγραφικό τόπο-Γη της Επαγγελίας - ο οποίος δεν στα προσφέρει αυτά μονάχα απλόχερα, αλλά σου δίνει τη δυνατότητα να ζεις και από αυτό το πράγμα - φτάνεις, ζυγίζοντας τα πράγματα, να σου βγαίνει ο ήλιος και η απανεμιά και το μπλα-μπλα με τους Έλληνες; Για μένα φταίει και το ότι εδώ δεν μας μαθαίνουν από μικρούς να υπερασπιζόμαστε αυτό που θέλουμε μέχρι τέλους».
Παναγιώτης: «Ακριβώς όμως επειδή στην Ολλανδία το πλαίσιο ήταν πολύ επαγγελματικό, από κάποια πλευρά δεν μου ταίριαζε απόλυτα. Κακά τα ψέματα, η σύνθεση δεν είναι επάγγελμα. Δεν υπάρχει επάγγελμα ποιητής».
Εσένα Σόνια πώς και σε τράβηξε το αναγεννησιακό λαούτο;
Σόνια: «Εμένα αρχικά με τράβαγαν τα έγχορδα. Αλλά σε κάποια φάση, όταν λόγω ενός τραυματισμού, λόγω κακής εκπαίδευσης, στην κιθάρα δεν μπορούσα πια να εκτονώσω την ενέργειά μου εκεί, βρέθηκα σε μια τάξη παλαιάς μουσικής, με τσίγκλησε αυτή η ιστορία και έτσι ξεκίνησα αναγεννησιακό λαούτο, ένιωσα ταγμένη σε αυτό. Οι σπουδές βέβαια δεν είναι αναγνωρισμένες στην Ελλάδα, κάνεις δηλαδή όσα χρόνια θέλεις, όσο σκαμπάζει το κεφάλι σου και όλα τα ψάχνεις μόνος σου».
Παναγιώτης: «Έτσι γνώρισα κι εγώ τη Σόνια, ως μια πιτσιρίκα, με ένα λαούτο στο χέρι!».
Με τον Σείριο πώς έγινε και βρέθηκε η άκρη, ώστε να βγει η Σύναξις;
Παναγιώτης: «Ταχυδρόμησα πέντε CD, όταν η δουλειά ήταν πια ολοκληρωμένη, σε πέντε εταιρείες. Οι τέσσερις δεν πήραν καν τηλέφωνο, εγώ πήρα στις δύο από αυτές, αλλά δεν μπορούσα καν να βρω έναν υπεύθυνο να μου πει αν το άκουσε. Μόνο ο Γιώργος ο Χατζιδάκις με πήρε τηλέφωνο, ενθουσιασμένος, και ήθελε να το βγάλει. Πέντε ακόμα άνθρωποι σαν κι αυτόν αν υπήρχαν στην Ελλάδα, πιστεύω θα ήταν καλύτερα τα πράγματα».
Το album βγάζει προς τα έξω, σε κάποιον ο οποίος δεν έχει πάει ποτέ στα Κύθηρα, μια πολύ παραμυθένια εικόνα για το νησί, ως ένα ειδυλλιακό θέρετρο όπου ο χρόνος έχει σταματήσει...
Παναγιώτης: «Το concept δεν είναι τεχνητό, είναι κάτι το υπαρκτό για μένα, ακόμα και αν, μένοντας εκεί, απομυθοποιούνται κάποια πράγματα. Υπάρχει όμως ένας συνδυασμός φύσης και ανθρώπινων ιχνών, που σου ασκεί μια γοητεία και σε στέλνει πίσω στον χρόνο».
Τί αλήθεια σας αρέσει και τί σας απωθεί στο ελληνικό τραγούδι;
Σόνια: «Τρελαίνομαι με τον Μαμαγκάκη όταν γράφει ελληνικά τραγούδια και τον μισώ όταν καταπιάνεται με τη λόγια μουσική. Όταν βρέθηκα επίσης στους Ονειροπαγίδα, ήμουν τρελαμένη με την ιδέα της ελληνόφωνης pop, το έβρισκα υπέροχο. Μου αρέσει επίσης το πώς γράφει ο Στάμος Σέμσης, έχει κάτι το μαγικό. Με κουράζει οτιδήποτε ακολουθεί μια προδιαγεγραμμένη πορεία, δίχως να σε βγάζει κάπου αλλού. Π.χ. το να ακούσω τον 18ο ξέρω γω δίσκο της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, όπου της έχει γράψει μουσική ο 14ος διαφορετικός συνθέτης με μόνο γνώμονα το τι ταιριάζει στα πλαίσια και τα όριά της, το βρίσκω εξαιρετικά κουραστικό».
Παναγιώτης: «Εγώ πάλι δεν ακούω και πάρα πολύ ελληνικό τραγούδι, γιατί πιστεύω ότι κάποιος ο οποίος γράφει μουσική πρέπει να ακούει πολλά διαφορετικά πράγματα. Δηλώνω όμως πολύ ενθουσιασμένος με το τι έχει κάνει πρόσφατα ο Αγγελάκας, τόσο με τον Βελιώτη όσο και με τους Επισκέπτες. Γιατί έχεις έναν άνθρωπο με μια επιτυχημένη πορεία, που αντί να πατήσει σε αυτήν και να συνεχίσει να καρπώνεται τη λάμψη της λιβανίζοντας την εικόνα του, δοκιμάζει κάτι άλλο, έχοντας μάλιστα τα μάτια της δημοσιότητας πάνω του. Ενώ βλέπεις κάποιους άλλους μουσικούς, που, ενώ ήταν σε πετυχημένες μπάντες πριν, βγήκαν μετά σόλο, αναμασώντας τα ίδια πράγματα».