Με αφορμή τη νέα του δουλειά Θησέας Που Επιστρέφει, το
Έχετε μια πορεία στο ελληνικό τραγούδι σαράντα σχεδόν χρόνων σαν συνθέτης και σαν τραγουδιστής, επιλέγοντας ωστόσο μια πορεία αρκετά διακριτική. Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για σας;
«
Ξεκίνησα από τη Θεσσαλονίκη, όπου το 1968 αποφάσισα ν' ασχοληθώ οριστικά με το τραγούδι. Το 1969 έκανα τον πρώτο μου δίσκο (45 στροφών) με την κιθάρα του Δημήτρη Φαμπά και τη φυσαρμόνικα του Πάνου Γαβαλά. Το 1971 έφυγα στη Σουηδία, όπου συνέχισα το τραγούδι και τη δισκογραφία. Αρχικά ασχολήθηκα με το πολιτικό τραγούδι. Η περίοδος εκείνη έδωσε πέντε δίσκους.Από το 1982 άρχισα να εκφράζομαι διαφορετικά, με έναν πιο λυρικό τρόπον πάντα με κυρίαρχο είδος τη μπαλάντα. Μέχρι τώρα έχω κάνει άλλους 7 δίσκους και 3 συμμετοχές. Για 10 χρόνια τραγουδούσα στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, τη Ρόδο, υποστηρίζοντας την ανεξάρτητη παραγωγή στην περιφέρεια, ενώ παράλληλα έδινα συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Από το 1993 συνεργάζομαι με τον σημαντικό κιθαριστή Γιάννη Γιακουμάκη, συνεργασία που έδωσε δύο δίσκους και πολλές εμφανίσεις εντός και εκτός Ελλάδας. Όσο για την πορεία μου, το να μην παίζεις το παιχνίδι της υπακοής απομακρύνει από εσένα τους μηχανισμούς προώθησης και έτσι μένεις σε πιο περιθωριακή θέση. Αν αντέξεις, τότε γίνεσαι μια διακριτική παρουσία!».
Ο τελευταίος σας δίσκος έχει τίτλο Θησέας Που Επιστρέφει και τον χαρακτηρίζετε ως «το αποτέλεσμα μιας καλλιτεχνικής συλλογικής προσπάθειας
». Αυτή η συλλογική προσπάθεια αποτελεί βασική προϋπόθεση για σας για να μπείτε στη διαδικασία δημιουργίας ενός album;«
Όντως, αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία. Η συλλογικότητά μου ήταν πάντα απαραίτητη. Το τραγούδι είναι συνάντηση μουσικής, στίχου, ενορχήστρωσης, εκτελεστών και ήχου. Σημασία ιδιαίτερη έχει η προσπάθεια να είναι καλλιτεχνική. Δηλαδή σε καμία στιγμή δεν πρέπει να επικρατήσουν λόγοι εμπορικοί - π.χ. για τη συμμετοχή των τραγουδιστών ή για τον χρόνο στο στούντιο. Τα κριτήρια προσπαθώ να είναι μόνο καλλιτεχνικά. Αυτό έχει πάντα το δικό του τίμημα».Τους στίχους στα τραγούδια υπογράφουν η Μάρω Βαμβουνάκη, ο Βασίλης Αναγνώστου και ο Στέργος Παπαποστόλου. Πώς συνεργαστήκατε μαζί τους; Είναι τα λόγια τους που σας έδωσαν το έναυσμα για τις μουσικές ή είχατε έτοιμες μελωδίες πάνω στις οποίες γράφτηκαν οι στίχοι;
«
Ισχύουν και τα δύο. Η Μάρω Βαμβουνάκη γράφει στίχους πάνω στις μελωδίες μου, ο Βασίλης Αναγνώστου και ο Στεργος Παπαποστόλου μου δίνουν τους στίχους τους».Ερμηνευτικά συμμετέχουν στο
album σπουδαίοι τραγουδιστές: ο Δημήτρης Ζερβουδάκης, ο Γιάννης Κούτρας, ο Μανώλης Μητσιάς, και η Emillia Ottaviano. Τα τραγούδια που ερμηνεύουν είναι πολύ ταιριαστά στις φωνές και στο ύφος τους. Συμβαίνει, όταν γράφετε ένα τραγούδι, να έχετε στο μυαλό κάποιον συγκεκριμένο τραγουδιστή;«
Όχι όταν το γράφω. Θέλω να νοιώθω ελεύθερος. Αφού ολοκληρωθεί το τραγούδι, αναζητώ τη φωνή, τον ερμηνευτή ανάμεσα στους καλλιτέχνες που εκτιμώ και θαυμάζω. Νοιώθω πολύ τυχερός που τόσο σπουδαίοι καλλιτέχνες μου το ανταπέδωσαν, όπως έκαναν και στην προηγούμενη δουλειά, στον Έρωτα Στην Πόλη, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Σωκράτης Μάλαμας και ο Βασίλης Καζούλης».Τα δύο τραγούδια που ερμηνεύει η
Emilia Ottaviano πώς προέκυψαν; Ήταν γραμμένα εξαρχής στα Ιταλικά ή προσαρμόστηκαν για τη συγκεκριμένη συνεργασία;«
Τα τραγούδια αυτά προϋπήρχαν σε στίχους Μάρως Βαμβουνάκη και Βασίλη Αναγνώστου. Μεταφράστηκαν από τον πατέρα μου και αποδόθηκαν ελεύθερα από την ίδια την Emilia. Όσο για τη συνεργασία μας, ήταν ιδέα του παραγωγού και ηχολήπτη Γιώργου Κορρέ, αλλά και δική μου επιθυμία, διότι τη γνωρίζω και την εκτιμώ. Με την Εmilia και τον Γιάννη Γιακουμάκη έχουμε δημιουργήσει ένα σχήμα με το οποίο δίνουμε συναυλίες από το 2006».Αναφέρετε ότι χρειάστηκαν τρία χρόνια για την κυκλοφορία του δίσκου, συναντώντας αρκετές δυσκολίες. Θέλετε να μας εξηγήσετε τη φύση αυτών των δυσκολιών;
«
Η φύση των δυσκολιών αυτών, όπως καταλαβαίνετε, δεν είναι καλλιτεχνική. Οι δυσκολίες ξεκινούν όταν οι εταιρείες καλούνται να αναλάβουν το κόστος αυτής της παραγωγής. Δηλαδή όταν μια δουλειά καθαρά καλλιτεχνική μετριέται στην Προκρούστειο κλίνη της εμπορικότητας. Ο Θησέας Που Επιστρέφει περιπλανήθηκε σε τρεις εταιρείες, που τον έκριναν αντιεμπορικό, αντιραδιοφωνικό και πάντα όμως εξαιρετική δουλειά!! Με αλλαγές, προσθήκες κλπ. κάτι θα μπορούσε να γίνει, αλλά κυρίως αν σε βάρος της ποιότητας μειώναμε το κόστος της παραγωγής. Έτσι χρειάστηκαν τρία χρόνια για να συγκεντρωθεί το απαραίτητο κεφάλαιο».Έχετε τόσα χρόνια παρουσίας στον χώρο. Ποια είναι η εκτίμησή σας για το ελληνικό τραγούδι σήμερα; Ακούτε ενδιαφέροντα πράγματα;
«
Ακούγονται ενδιαφέροντα πράγματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το ελληνικό τραγούδι περνά την άνοιξή του. Από τις καλές δουλειές η βιομηχανία του τραγουδιού αφήνει να περάσουν μόνο εκείνες που θεωρούνται και εμπορικές. Αυτό λειτουργεί και σαν άλλοθι. Γενικά έχει επικρατήσει η άποψη ότι οι εταιρείες, επειδή δεν είναι παιδαγωγικά ιδρύματα, νομιμοποιούνται να στοχεύουν στο κέρδος, με τον νόμο της αγοράς «το λιγότερο κόστος για το μεγαλύτερο κέρδος». Έτσι το ελληνικό τραγούδι στερείται τον πλουραλισμό του, γιατί αναπαράγουμε το ίδιο πρότυπο που υποτίθεται ότι ζητά το κοινό. Όμως το κοινό εκπαιδεύεται σε αυτά τα κριτήρια. Πρέπει ειλικρινά να παραδεχθούμε όμως ότι π.χ. έχουμε ανάγκη και τις Ανάσες Των Λύκων του Γιάννη Αγγελάκα, καθώς και το Από ’Δω Και Πάνω του ίδιου - με τη σαφώς μεγαλύτερη αποδοχή. Η δημιουργία δεν μπορεί να κάνει οικονομία!».Τι μηνύματα έχετε πάρει για την αποδοχή του
album απ' τον κόσμο μέχρι τώρα; Γενικότερα πιστεύετε ότι, έτσι όπως είναι διαμορφωμένα τα πράγματα, είναι εύκολο για μια, όχι κραυγαλέα, δουλειά να φτάσει στα αυτιά των ακροατών (ακόμα κι αυτών που, εν δυνάμει, τους ενδιαφέρει);«
Τα μηνύματα είναι πολύ θετικά και πολλές φορές συγκινητικά. Ο κόσμος είναι ευχαριστημένος από αυτό που ακούει, αν και δεν το ακούει πολύ συχνά. Όπως είναι διαμορφωμένα τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολο για μια δουλειά που έχει χαρακτηρισθεί ανεξάρτητη, δύσκολη, χαμηλών τόνων να μπει στα playlists των σταθμών με μεγάλη ακροαματικότητα. Δεν αρκεί να ακούσεις μια φορά ένα καλό τραγούδι για να το αναζητήσεις. Η ποιότητα χρειάζεται και ποσότητα, για να χρησιμοποιήσω το λόγια του Μάνου Χατζιδακι. Είμαι όμως τελικά αισιόδοξος και αυτή την αισιοδοξία την αντλώ από τους ανεξάρτητους παραγωγούς που ευτυχώς ακόμη υπάρχουν, αλλά και το διαδίκτυο, το οποίο αναδεικνύεται ως ένας πλουραλιστικός χώρος ελεύθερης έκφρασης. Η πρώτη και κύρια προβολή του δίσκου μας έγινε μέσα από τα blogs».