Το Avopolis επισκέφθηκε το The Lab στα Εξάρχεια, θαύμασε τα t-shirts του και μίλησε με τον frontman της ιστορικής μπάντας Σταύρο Χ, ενόψει του live τους στο Gagarin…
Ξέρετε ότι η αφίσα που έχετε βγάλει για το επερχόμενο live σας έχει λάβει πολύ καλά σχόλια εδώ γύρω στα Εξάρχεια; Μόνο που μερικοί σας περνάνε για τίποτα μεταλλάδες, λόγω του δράκου!
«(Γέλια!) Μα αν ήμασταν μεταλλάδες δεν έπρεπε να ήταν και μαύρη; Αυτή έχει χρώματα, είναι χαρούμενη! Την έχει φτιάξει ένας φίλος μας, ο Ιάσονας, ο οποίος έχει φτιάξει και τις περισσότερες αφίσες των ελληνικών groups που παίζουν στο An και στο Gagarin. Είναι πολύ καλός γραφίστας. Και είναι επίσης και κιθαρίστας των Low Gravity».
Οι Deus X Machina είναι μια μπάντα που έχει περάσει πολλά - αυτοκινητιστικά ατυχήματα, αλλαγές στη σύνθεση κτλ. Θεωρείτε τελικά ότι σας έχουν βλάψει ή σας έχουν ωφελήσει οι περιπέτειες αυτές ως σχήμα;
«Νομίζω ότι οι δυσκολίες είναι πάντα για καλό, στο τέλος. Και σε κάποιον που έφυγε από το group, μπορεί αυτό να του έκανε, μακροχρόνια, καλό στην προσωπική του ζωή ή σε κάτι άλλο. Η σύνθεση την οποία έχουμε τώρα είναι η καλύτερη από ποτέ, ως παρέα. Πάντα όταν έμπαινε κάποιος στο group ήταν από τη γενικότερη παρέα, έτσι κι αλλιώς. Τώρα εντάξει, τα αυτοκινητιστικά βλάπτουν. Σαν τότε που είχαμε τρακάρει με ένα αυτοκίνητο όλοι μαζί, πηγαίνοντας στη Σαλονίκη και μείναμε εκτός σχεδόν οκτώ μήνες, με δύο να είναι και στο νοσοκομείο. Αλλά είμαστε συγκρότημα που στις δυσκολίες δεν το βάζουμε ποτέ κάτω, δεν μασάμε από τέτοια».
Έχετε χτίσει τη φήμη μιας μπάντας με μεγάλη ιδεολογική συνέπεια, με τη συμπαράστασή σας στους Ζαπατίστας π.χ. ή, παλιότερα, με τα live στη Βοσνία. Μερικούς όμως τους ενοχλεί αυτό, θεωρούν πως λειτουργείτε πολιτικοποιημένα.
«Βασικά όλα γύρω μας είναι πολιτικά, οποιαδήποτε στάση πολιτική είναι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Αυτό που είμαστε στην προσωπική μας ζωή, αυτό αντιπροσωπεύουμε και στα τραγούδια μας. Δεν θα πουλήσουμε ιδεολογία για το group, ούτε και θα πουλήσουμε το group για την ιδεολογία. Θέλουμε να έχουμε μια στάση ζωής, κάποιες αξίες που πρεσβεύουμε να μην τις καταπατούμε. Και κάπως έτσι ζούμε και όλοι, δεν θέλουμε να δουλεύουμε για άλλους και έχουμε δικές μας δουλειές. Ο κιθαρίστας μας είναι μελισσοκόμος, ο άλλος είναι οικοδόμος, εγώ έχω το μαγαζί που βλέπεις, το The Lab, το κάνουμε για εμάς».
Το Lab έχει εξελιχθεί σε κάτι παραπάνω από μαγαζί, αφότου κυκλοφορήσατε μέσω αυτού το τελευταίο EP σας.
«Ναι, βασικά στήσαμε και τη Lab Records με τον Πάνο από τους Earthbound, για να μπορούμε να βγάζουμε τη μουσική μας και όλο το πράγμα να είναι δικό μας. Και παλιά δικό μας ήταν δηλαδή, κανείς δεν μας είπε ποτέ βάλε εκείνο το εξώφυλλο ή μη βάλεις το τάδε τραγούδι. Αλλά είναι αλλιώς να έχεις κάποιον άλλον και αλλιώς να είσαι ολομόναχος. Βέβαια το πράγμα υστερεί λίγο στην προβολή και σε τέτοια, γιατί πρέπει να τα κάνουμε μόνοι μας και αυτά - και τελικά δεν τα κάνουμε, δεν ασχολούμαστε με το να προβάλλουμε τον εαυτό μας, εγώ προσωπικά ντρέπομαι να το κάνω. Και το έχουμε αφήσει να κυλάει, ο κόσμος π.χ. θα μάθει κάτι για μια συναυλία μας από το ίντερνετ, από τη σελίδα μας ή από το myspace».
Τις συναυλίες σας τις κανονίζετε με τον ίδιο αυτοδιαχειριζόμενο τρόπο;
«Ναι, βασικά λειτουργούμε τηλεφωνικά, δεν υπήρχε ποτέ κάποιος μάνατζερ ή τέτοιο. Μας παίρνουν τηλέφωνο και πάμε, ευτυχώς είμαστε πολλά χρόνια συγκρότημα, έχουμε ένα όνομα και το τηλέφωνο χτυπάει συχνά, εγώ βασικά τα κανονίζω όλα αυτά. Καμιά φορά δεν προλαβαίνουμε κιόλας».
Όντας ένα συγκρότημα με αρκετή πορεία, που έχετε ζήσει και τις εξελίξεις των 1990s, πώς βλέπετε αλήθεια το σημερινό μουσικό σκηνικό;
«Το ραδιόφωνο πλέον είναι σαν να μην υπάρχει, όλοι παίζουν με playlist που τους δίνουν οι δισκογραφικές, οπότε η μουσική μας δεν παίζεται ποτέ εκεί, είναι αστεία πράγματα αυτά. Ακούω μερικές φορές Rock FM και Red και αναρωτιέμαι, αυτό είναι το rock σήμερα; Στην εποχή μου υπήρχαν ανεξάρτητοι σταθμοί, σαν τη Κοκκινοσκουφίτσα, τώρα όλα είναι προκατασκευασμένα. Και τα περιοδικά εξαρτώνται από τις εταιρείες, θα πληρώσω διαφήμιση σου λέει, θα μου βάλεις αυτή τη συνέντευξη, θα σου πληρώσω εξώφυλλο, πόσο εύκολο είναι μετά να προβληθεί κάτι πιο ανεξάρτητο; Και όμως, είναι σε αυτό το ανεξάρτητο επίπεδο που κινούνται πράγματα. Και υπάρχει χώρος για όλους σε μια πόλη έξι εκατομμυρίων. Χθες ας πούμε παίζανε οι Last Drive, ήταν γεμάτοι, έπαιζαν οι Therapy?, ήταν κι αυτοί γεμάτοι, και έπαιζαν και οι Vietnam Veterans. Η μουσική αυτή μπορεί να απευθυνθεί και σε περισσότερους ανθρώπους, αλλά το ραδιόφωνο δεν βοηθάει σε κάτι τέτοιο. Χαίρομαι όμως που βλέπω περισσότερα παιδιά να παίζουν μουσική σήμερα και να υπάρχουν περισσότερες καλές μπάντες από ότι παλιότερα, οι οποίες έχουν πράγματα να πουν. Το κακό όμως είναι ότι, αν κινείσαι ανεξάρτητα, δεν έχεις και πολλές προσβάσεις στο να προωθήσεις π.χ. τη μουσική σου στο εξωτερικό. Από την άλλη όταν κάποιος πιάσει εδώ μια κιθάρα θα το κάνει πραγματικά για να εκφραστεί, ξέρει ότι ποτέ του δεν θα βγάλει λεφτά για να ζει από αυτό, έχει έναν ρομαντισμό. Ένας Σουηδός στην ίδια φάση, ας πούμε, θα έπαιρνε επιδότηση από το κράτος για τα όργανά του ή για τις ηχογραφήσεις του και θα έβρισκε πιο εύκολα εταιρεία να του βγάλει δίσκο. Είναι πιο popular η pop/rock μουσική εκεί, ενώ στην Ελλάδα όλοι ακούνε σκυλάδικα κτλ. Και το σκουπίδι αυτό αναπαράγεται από την τηλεόραση κυρίως, αλλά και το ράδιο».
Από τα νέα συγκροτήματα ποια ξεχωρίζεις;
«Πολλά από τη Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη έχει καλύτερη σκηνή από την Αθήνα, παίζουν περισσότερη μουσική, κάνουν πιο πολλές πρόβες, έχουν προβάδικα δικά τους - εμείς να καταλάβεις πάμε και πληρώνουμε ακόμα στούντιο, είμαστε 18 χρόνια group και δεν έχουμε στούντιο! Ξεχωρίζω τους 63 High, τους One Drop, τους Go Over Thousand και από Αθήνα τους Sugah Galore, τους Dive, τους Liquidust. Και άλλους, δεν τα θυμάμαι όλα αυτή τη στιγμή».
Βλέπω μου αναφέρεις αγγλόφωνα συγκροτήματα. Οπότε δεν συμφωνείς με την άποψη ότι αν το ελληνικό rock ήταν ελληνόφωνο θα είχε μεγαλύτερη απήχηση;
«Σίγουρα στη γλώσσα σου η έκφραση είναι πιο άμεση. Όταν ο άλλος θα ακούσει έναν στίχο στη γλώσσα του, τον αγγίζει πιο πολύ από ότι σε άλλη γλώσσα. Αλλά η δική μας γλώσσα δεν έχει τόση μουσικότητα, όση απαιτεί η rock μουσική, που βασίζεται σε κοφτές φράσεις και λέξεις, όπου μπορείς δηλαδή να πεις κάτι με λίγες λέξεις, όπως π.χ. συμβαίνει στα Αγγλικά. Και οι τονισμοί της γλώσσας δεν βοηθάνε. Σπάνια έχουν εμφανιστεί καλλιτέχνες οι οποίοι να συνδυάσαν τέλεια τη γλώσσα μας με τη rock μουσική. Τέτοιοι ήταν οι Τρύπες, που είχαν φοβερό στίχο, ο Σιδηρόπουλος παλιότερα, τα Διάφανα Κρίνα τώρα. Εμένα μου φαίνεται πολύ περίεργο το να τραγουδάω στα Ελληνικά. Πάντως είναι αλήθεια ότι παλιότερα, που υπήρχαν πολλές punk μπάντες - Γενιά Του Χάους, Ναυτία, τέτοια φάση - η ελληνική γλώσσα πήγαινε σε αυτή τη μουσική, πήγαινε με το να φωνάζεις, να βρίζεις, με την όλη καφρίλα. Σε άλλα όμως πράγματα δεν λειτουργεί. Για φαντάσου π.χ. να παίζει ψυχεδέλεια κάποιος και να ακούς Ελληνικά, δεν θα ήταν το ίδιο περίεργο με το να ακούς ρεμπέτικα τραγουδισμένα στα Γερμανικά;».