Με αφορμή την κυκλοφορία του Storyteller, το Avopolis βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει με έναν από τους πιο ταλαντούχους Έλληνες τζαζίστες της νεότερης γενιάς…
Διαβάζω στο δελτίο τύπου ότι με το Storyteller κλείνεις ένα σημαντικό κεφάλαιο της καριέρας σου, αυτό που σχετίζεται με το πιάνο. Δεν σκοπεύεις να εξερευνήσεις περαιτέρω το πιάνο ως δημιουργός;
Πάντα θα παίζω πιάνο, απλά με το όργανο έχω μια καινούργια σχέση και επαφή, η οποία είμαι πολύ περίεργος να δω που θα πάει. Ανεξάρτητα από μουσικά όργανα όμως , το Storyteller είναι πολύ σημαντικό για μένα, για τα πράγματα και την ιστορία που έχει μέσα του, και έτσι όπως προσπάθησα να την εκφράσω.
Πώς προέκυψε η αγάπη σου για το όργανο και τι σε έχει κάνει να αφοσιωθείς ολοκληρωτικά σε αυτό;
Πάντα το όργανο ήταν η κρυφή μου αγάπη, αλλά ερχόμενος στη Φινλανδία, σε ένα καινούργιο περιβάλλον και κάνοντας μια άλλη αρχή, αποφάσισα να αφιερώσω περισσότερο χρόνο σε αυτό. Πιστεύω ότι το όργανο με βοηθά πάρα πολύ στο να εκφράσω αυτό που θέλω με φυσικότερο τρόπο από ότι το πιάνο. Παρόλα αυτά για μένα το κάθε όργανο είναι το μέσο και όχι ο σκοπός και πάντα θα μελετώ και θα παίζω πιάνο.
Το Storyteller δεν είναι η μόνη σου κυκλοφορία μέσα στο 2007. Υπάρχει ελπίδα να δούμε την άλλη σου δουλειά, το Little Daddy’s Blues, στην Ελλάδα ή δεν υπάρχει διανομή;
Αυτό εξαρτάται από την εταιρία διανομής τη Summit Records. Δεν ξέρω αν κάποιος εισάγει στην Ελλάδα cd αυτής της εταιρείας. Παρόλα αυτά μπορεί κανείς να βρει το Little Daddy’s Blues σε όλα τα δικτυακά δισκοπωλεία - όπως Amazon, Cduniverse κ.α.
Τι βρήκες στο παραδοσιακό μαυροβουνιακό τραγούδι “Oj Djevojko Dje Si Ruze Brala” και αποφάσισες να το διασκευάσεις;
Αυτό το τραγούδι το γνώρισα από τη Lydia Philipović και το ηχογραφήσαμε μαζί με άλλα κομμάτια από τα Βαλκάνια. Μου άρεσε πάρα πολύ από την αρχή και πιστεύω ότι αποτελεί βασικό μέρος για τη συνέχεια της ατμόσφαιρας και της ιστορίας του Storyteller.
Αφιερώνεις το “Early Days” στους αγαπημένους σου πιανίστες από τη δεκαετία του 1950. Τι ρόλο έχουν παίξει οι τελευταίοι στη συγκρότησή σου ως καλλιτέχνη;
Από την πρώτη στιγμή που άκουσα jazz πιάνο - τον Bud Powell στο “Night In Tunisia” - με συγκλόνισε και με επηρέασε παρά πολύ ο συγκεκριμένος ήχος, που είναι χαρακτηριστικός σε όλους τους πιανίστες της δεκαετίας του 1950. Τουλάχιστον για μένα υπάρχει ένας πολύ πηγαίος αυθορμητισμός, που προσπαθώ να τον έχω και εγώ - όχι μόνο στο παίξιμο, αλλά γενικότερα, σαν στάση. Αργότερα είδα και βλέπω ότι αυθορμητισμός υπάρχει σε πολλές μορφές έκφρασης. Aλλά για μένα η πρώτη φορά που το συνειδητοποίησα ήταν μέσω αυτού του ήχου.
Πιστεύεις ότι η jazz διατηρεί και σήμερα τη διασύνδεσή της με την κοινωνία, όπως π.χ. συνέβαινε στις ΗΠΑ κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960; Ή παρατηρείς μια τάση προς τον ακαδημαϊσμό;
Σίγουρα η jazz έχει γίνει ακαδημαϊκή και έχει γίνει πάρα πολύ εμφανής η παγκοσμιότητα της. Αν αυτοί που παίζουν jazz εκφράζονται και επικοινωνούν με μέσο αυτήν, και αν αυτοί που την ακούν εκφράζονται με αυτά τα λεγόμενα ή ανακαλύπτουν και άλλα, τότε υπάρχει η σύνδεση με συγκεκριμένες μορφές της κοινωνίας. Άλλωστε και το 1950 και 1960 είχε σύνδεση με συγκεκριμένες τάσεις της τότε αμερικανικής κοινωνίας. Εξάλλου ο Elvis Presley ήταν τότε ο κύριος εκφραστής του αμερικανικού ονείρου και όχι ο Charles Mingus ή ο John Coltrane.
Ζεις, αν δεν κάνω λάθος, στη Φινλανδία. Πώς είναι η ζωή εκεί για έναν άνθρωπο μεγαλωμένο στην Αθήνα;
Η ζωή είναι πολύ διαφορετική εδώ, στο Ελσίνκι. Αυτό περικλείει και καλά και κακά, τουλάχιστον για μένα. Εξάλλου και η ζωή στην Αθήνα έχει καλά και κακά στοιχεία. Πάντως σίγουρα είναι μια σημαντική εμπειρία, η οποία θα δώσει πολλά στο μέλλον.
Τι άλλο περιλαμβάνει η καθημερινότητά σου εκτός μουσικής;
Γενικά περιλαμβάνει όλα τα πράγματα που υπάρχουν γύρω μου ή πράγματα με τα οποία θα ήθελα να ασχοληθώ. Τώρα τελευταία παίζω παιχνίδια στο PC, κάτι που δεν είχα κάνει πριν, και διαβάζω επίσης ιστορικά βιβλία.