Με αφορμή το νέο του album Η Ψυχή Του Πάρτυ, το Avopolis βρέθηκε στο σπίτι του Μανώλη Φάμελλου, όπου θαύμασε μια καταπληκτική συλλογή από στρατιωτάκια και μίλησε με έναν δημιουργό με πλατειά ενδιαφέροντα, ο οποίος φαίνεται να έχει σκεφτεί σε βάθος αρκετά πράγματα…

Εσύ υπήρξες ποτέ αυτό που λέμε η ψυχή του πάρτυ; Ή το συγκεκριμένο τραγούδι μεταφέρει κάποια προσωπικά βιώματα;
“Είναι σαφές ότι δεν πολυήμουνα και μέσα στο τραγούδι εξηγείται νομίζω αυτό με έναν τρόπο. Ή μάλλον δεν το εξηγώ, προσπαθώ να το στηρίξω. Τελικά προκρίθηκε και ως όνομα του δίσκου, επειδή ως τίτλος ξέφευγε από το συγκεκριμένο τραγούδι και αναγόταν σε ένα άλλο επίπεδο. Ακούσια δηλαδή αναδείχθηκε σε ένα κεντρικό τραγούδι που συγκέντρωσε γύρω του τα υπόλοιπα, χωρίς να είναι. Μάλιστα ήμουν βραχυκυκλωμένος με το θέμα του τίτλου, μέχρι που κάποιος φίλος μου το πρότεινε σαν ιδέα και αμέσως σταμάτησα να ψάχνω.”

“Το Γκομενάκι Μου” είναι ένα τραγούδι που ενώ στιχουργικά μιλάει μια πολύ σύγχρονη γλώσσα ως προς τις ερωτικές σχέσεις, μελωδικά έχει μια ρομαντική αύρα που μου έφερε στον νου τα ελαφρά τραγούδια του Μεσοπολέμου - μια πολύ χαριτωμένη αντίφαση.
“Κοίταξε, πάνω σε αυτό είναι στηριγμένο, το εύρημα ας πούμε του τραγουδιού είναι ακριβώς αυτό, αν υποθέσουμε πως υπάρχει κάποιο εύρημα. Μέσα σε αυτό το μουσικό περιβάλλον οι λέξεις «χτυπάνε» πιο αδυσώπητα, αναδεικνύεται αυτή η σκληρότητα του λόγου. Είναι ένα τραγούδι που κάθισα και το έγραψα κάποια ξημερώματα που γυρνούσα από μια συναυλία. Μου αρέσουν πολύ τα τραγούδια του Μεσοπολέμου - και τα ευρωπαϊκά και αμερικάνικα, αλλά και το πρώιμο ελληνικό ελαφρό τραγούδι. Είναι μια περίοδος αδίκως καταποντισμένη ιστορικά. Σπανίως ανατρέχουμε σε αυτήν και την απαξιώνουμε, μας ακούγονται αυτά τα τραγούδια υπερ-ρομαντικά, αφελή, μη πολιτικοποιημένα αρκετά. Αλλά εγώ τα αγαπώ πολύ, με συγκινούν. Στο “Γκομενάκι Μου” είναι κάπως σαν να κρατάς το σκηνικό αυτού του κόσμου και σε αυτό να εισάγεις δύο πρωταγωνιστές από τη νύχτα του 2006.”

Τι είναι για σένα η Φολέγανδρος; Την έχεις αναφέρει αρκετά σε συνεντεύξεις σου, την αναφέρεις και σε ένα νέο τραγούδι, το “Σε Περίμενα”.
“Είναι πρώτα-πρώτα τόπος καταγωγής, έχω ζήσει πολλά καλοκαίρια, έχω επιστρέψει πολλές φορές. Είναι ένας μυθικός προορισμός των παιδικών χρόνων που κρατάει μέχρι σήμερα κάποια στοιχεία του μύθου. Και είναι και μια ζωντανή καθημερινότητα τα καλοκαίρια. Για μένα είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου. Το ωραίο με αυτό το νησί είναι ότι ακόμα και στις μέρες της αιχμής, το καλοκαίρι, επιτρέπει να συμβαίνουν τα πράγματα σε μία κλίμακα, έχει κάποια φυσικά ας πούμε όρια, σου δίνει την εντύπωση πως πέρα από αυτά τίποτα δεν μπορεί να συμβεί και να λειτουργήσει πραγματικά. Έτσι εξακολουθεί να αντέχει και στις μέρες της επέλασης της βαριάς ταξιαρχίας του τουρισμού.”

Πώς πιστεύεις ότι θα εισπράξει το κλαρίνο του Μάνου Αχαλινωτόπουλου στο «Μεγάλο Χωριό» η πιο δυτικοθρεμμένη ας πούμε μερίδα του κοινού σου;
“Δεν θα έπρεπε να τους εκπλήξει, έχω άλλωστε χρησιμοποιήσει ξανά το κλαρίνο και έχω κάνει πράγματα που ερωτοτροπούσαν με αυτό που λέμε δημώδη παράδοση. Στο συγκεκριμένο τραγούδι το κλαρίνο είναι ένα θεατρικό στοιχείο, δεν έχει σχέση με τον υπόλοιπο κορμό της καθαρά δυτικότροπης μελωδίας. Επιφυλάσσομαι να χρησιμοποιήσω κάθε υλικό το οποίο ερεθίζει τη φαντασία μου και αν κάποιος εισπράττει π.χ. το συγκεκριμένο κλαρίνο αρνητικά θα ήθελα να είναι σε θέση να μου εξηγήσει γιατί πιστεύει ότι έχω κάνει λάθος. Και τότε θα το δεχτώ, είμαι ανοιχτός σε επιχειρήματα.”

Σε παλιότερη συνέντευξή σου είχες πει πως «κουράζομαι πολύ εύκολα και κυρίως με κουράζει ο εαυτός μου». Έχουν περάσει κάποια χρόνια από τότε, συνεχίζεις να νιώθεις έτσι;
“Ναι, συνεχίζω να νιώθω έτσι, με τη διαφορά ότι τώρα δεν κουράζομαι απλώς πολύ εύκολα, μα πανεύκολα (γέλια). Μάλλον είναι μια σταθερή κατάσταση! Εκτός από τις στιγμές που βρίσκομαι μέσα σε αυτό που κάνω, όταν δηλαδή είμαι με μια κιθάρα και παλεύω με κάποια στιχάκια τα οποία γυρίζουν μέσα στο μυαλό μου σαν τρενάκι, εκτός από αυτές τις στιγμές δεν έχω τι να με κάνω. Γι’ αυτό και μου αρέσει να χάνω τον εαυτό μου - να συζητάω με κάποιον και να περιμένω να ακούσω κάτι, να ανοίξω ένα βιβλίο και να περιμένω να διαβάσω κάτι ή να αγγίζω κάποιον και να περιμένω κάτι να συμβεί.”

Αισθάνεσαι ακόμα αποκαρδιωμένος από τη φωνητική υπεράσπιση των τραγουδιών σου;
“Εισπράττω κάποια ευχαρίστηση αραιά και που, αλλά δεν κρατάει πολύ. Σπάνια όταν ακούω κάτι, μετά από χρόνια ας πούμε, δεν μου ξενίζει. Ίσως να μην αισθάνομαι πια τόσο φριχτά όσο αισθανόμουν στις πρώτες μου προσπάθειες, αυτά δεν μπορώ να τα ακούσω καθόλου πια. Αν και τους τελευταίους μήνες έχω αρχίσει να με συγχωρώ κάπως, είμαι πολύ κοντά στο να μου δώσω μια ευκαιρία.”

Τι είναι αυτό που σε ενοχλεί ακριβώς ακούγοντας τη φωνή σου; Θα ήθελες να έχεις μια φωνή με πιο μεγάλες δυνατότητες;
“Όχι, όχι, καθόλου. Υπάρχουν άλλωστε λαμπερές φωνές που με αφήνουν παγερά αδιάφορο, με ενδιαφέρει να έχει κανείς ένα χρώμα το οποίο να μου μιλάει, να μου μεταδίδει μια συγκίνηση. Με ενοχλεί η χροιά μου και το ότι κάποιες φορές αισθάνομαι να έχω τραγουδήσει σαν να μην ήμουν εκεί. Σαν να φρόντισα δηλαδή να είμαι σωστός, αλλά να ξέχασα να είμαι αληθινός. Άλλες φορές βρίσκω έναν ναρκισσισμό, γενικά όλα τα ελαττώματα που μπορείς να βρεις στον τομέα της ερμηνευτικής μου τα έχω προσάψει κατά καιρούς. Ξέρεις, οι περισσότεροι τραγουδιστές έχουν μια επιφύλαξη με τον εαυτό τους. Ο κάθε άνθρωπος όταν ακούσει τη φωνή του ηχογραφημένη κάτι παθαίνει, κανείς δεν εντυπωσιάζεται θετικά. Όσο επαγγελματικά και αν το τραβήξεις αυτή η γεύση μένει. Και νομίζω ότι όσοι το χάνουν αυτό είναι και κακοί τραγουδιστές τελικά, χωρίς να θέλω να ακουστώ κάπως.”

Υπάρχουν φωνές που, αν σου δινόταν η ευκαιρία, θα σε ενδιέφερε να κάνεις έναν ολοκληρωμένο κύκλο τραγουδιών για αυτές;
“Ναι, θα με ενδιέφερε. Αλλά είναι τόσο δύσκολο να το κάνεις πια αυτό με τους όρους σου, να έχεις δηλαδή μια φωνή στον καμβά σου και να τη χρησιμοποιήσεις εκεί που θέλεις. Πολύ συχνά παρεμβάλλονται και μεταβλητές που δεν επηρεάζεις. Αυτό βέβαια μπορεί να είναι και γόνιμο, είναι μία πρόκληση που νιώθω πως με έχει πάει αρκετά. Είδα ας πούμε τον εαυτό μου να άγεται κάπου, αλλά μέσα στο μονοπάτι αυτό να πηγαίνει παραπέρα. Οπότε επιφυλάσσομαι και για αυτό, βρίσκω επικίνδυνη την καθαρολογική αντίληψη του «αυτό όπως έχω και τίποτα άλλο».”

Ως μέλος μιας φουρνιάς τραγουδοποιών οι οποίοι ξεπήδησαν από γκρουπάκια που είχαν περισσότερη σχέση με τον κόσμο του rock, πώς κρίνεις αναδρομικά τα όσα συνέβησαν κατά τη δεκαετία του 1990;
“Νομίζω, ιστορικά κρίνοντας, ότι τελικά δυσκόλεψε τα πράγματα σε αρκετά επίπεδα. Ένα αρκετά κρίσιμο μα δύσκολο να το εντοπίσει κανείς σημείο είναι το ότι κατά τη δεκαετία του 1990 δημιουργήθηκε ένα ενδιαφέρον για ό,τι έμοιαζε με ελληνόφωνο rock. Αυτό όμως είχε ως συνέπεια το να συρθούν στη δημοσιότητα κάποια παιδιά τα οποία είχαν μεν αρκετό ταλέντο και ενέργεια, αλλά χρειάζονταν χρόνο, χρειαζόταν να μείνουν περισσότερο στη σκιά και στη διαδικασία της ωρίμανσης. Οπότε σύραμε στη δισκογραφία πράγματα τα οποία θέλανε τον χρόνο τους και μείναμε τελικά με το τίποτα. Εγώ πιστεύω ότι όσα έκαναν τη διαφορά τη δεκαετία του 1990 θα έφταναν εκεί ούτως ή άλλως. Ίσως να μην αποκτούσαν την εμβέλεια που απόκτησαν, αλλά δημιουργικά θα έκαναν έτσι κι αλλιώς τον κύκλο τους. Ένα άλλο σημαντικό σημείο είναι ότι με τον τρόπο που λειτούργησαν τα πράγματα δεν δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις ώστε να διαιωνιστεί το φαινόμενο. Κανένας ας πούμε δεν πήρε τη σκυτάλη από τα Ξύλινα Σπαθιά ή από τους Στέρεο Νόβα, οι ίδιοι άνθρωποι που υπήρξαν και τότε συνεχίζουν ό,τι έκαναν, άλλοτε με περισσότερο ενδιαφέροντα τρόπο κι άλλοτε με λιγότερο. Τα πρόσωπα δεν έχουν ανανεωθεί.”

Συνεχίζεται στο Β' Μέρος.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured