«Από την πρώτη κιόλας σελίδα, ξέρουμε πώς θα τελειώσει μια βιογραφία: το υποκείμενο θα πεθάνει. Μια αυτοβιογραφία ή μια συνέντευξη, όμως, δεν είμαστε σίγουροι πώς θα εξελιχθεί. Τελειώνει εκεί όπου ο συγγραφέας ή ο μαλάκας που παίρνει τη συνέντευξη αποφασίσει να τελειώσει, όχι εκεί που πρέπει να τελειώσει».
Ο Russell Banks (1940 – 2023) καθιερώθηκε σαν ένας από τους πιο σημαντικούς μεταπολεμικούς συγγραφείς της εναλλακτικής Αμερικής, με μυθιστορήματα όπως το American Darling, Το ξύπνημα του Μπόουν και Το γλυκό πεπρωμένο. Η λογοτεχνία του, επηρεασμένη από τον Mark Twain, από τον William Faulkner, από τους beat και τον Jack Kerouac, συνιστά έναν ύμνο στην αέναη περιπλάνηση. Η οπτική του για τα πράγματα, παρόμοια μ’ αυτή του Philip Roth και επηρεασμένη από την Αντικουλτούρα, αποστρέφεται τον συντηρητισμό του Αμερικανικού Ονείρου και δεν διστάζει να θέσει υπό τον τύπον των ήλων τα κακώς κείμενα (και είναι τόσα πολλά) της αμερικανικής ιστορίας. Ένα από αυτά, βασικό θέμα στο παρόν μυθιστόρημα, είναι η διαφυγή 60.000 Αμερικανών στον Καναδά, στα τέλη του ’60 και στις αρχές του ’70, για να αποφύγουν την επιστράτευση κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Βιετνάμ.
To Oh, Canada ήταν το προτελευταίο μυθιστόρημα που εξέδωσε ο Russell Banks, σε ηλικία 81 ετών, λίγο πριν φύγει από τη ζωή τον Γενάρη του 2023. Σ’ αυτό το βιβλίο ξετυλίγει τους ανάμεικτους θριάμβους και τις ταπεινώσεις μιας μακράς, περίπλοκης ζωής. Ο κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, ο Λέοναρντ (Λίο) Φάιφ, είναι ένας διάσημος, πολιτικοποιημένος, αριστερός ντοκιμαντερίστας, γνωστός στους Καναδούς θαυμαστές του ως ο Κεν Μπερνς του Βορρά. Ο Φάιφ, στα εβδομήντα οχτώ του πια, πεθαίνει από καρκίνο στο Μόντρεαλ και συμφωνεί να δώσει μια τελευταία συνέντευξη, όπου είναι αποφασισμένος να φανερώσει όλα του τα μυστικά, για να απομυθοποιηθεί η μυθοποιημένη ζωή του. Τη συνέντευξη θα κινηματογραφήσει ο φιλόδοξος σκηνοθέτης Μάλκολμ Μακλίοντ, μαθητής και φανατικός οπαδός του. Στα γυρίσματα συμμετέχουν η παραγωγός, ο διευθυντής φωτογραφίας και η ηχολήπτρια του Μάλκολμ, ενώ παρευρίσκεται και η σύζυγος του Φάιφ, η Έμμα.
Ο Λίο έχει σταματήσει τις θεραπείες για τον καρκίνο και παραιτήθηκε στο αναπόφευκτο, το προκαθορισμένο (Forgone, όπως είναι ο τίτλος της αμερικανικής έκδοσης∙ τον επέβαλε ο εκδότης του Banks, ο αρχικός τίτλος του βιβλίου ήταν Oh, Canada). Η ζωή του, κάποτε τόσο λαμπρή, τώρα αιωρείται στην παράξενη συμβολή αντικρουόμενων χρονοδιαγραμμάτων - αναστέλλεται στον τελευταίο γκρεμό ενώ βιάζεται μανιωδώς στην απογραφή του παρελθόντος του. Ζει σε μια ζώνη λυκόφωτος.
Ο Λίο έκανε στα 60’ς παρέα με την Joan Baez και τον Bob Dylan. Η πρώτη του ερευνητική ταινία έγινε η έμπνευση για το Αποκάλυψη, Τώρα! του Francis Ford Coppola. Στο απόγειο της φήμης του, έφερε και ο ίδιος στο φως σημαντικές αποκαλύψεις για σκάνδαλα και εγκλήματα, όπως για τη χρήση του δηλητηριώδους φυτοκτόνου και αποφυλλωτικού Agent Orange, που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τον αμερικανικό στρατό για να σπείρει τον όλεθρο στα δάση και στις γεωργικές εκτάσεις του Βιετνάμ∙ όμως, όπως αποκάλυψε ένα ντοκιμαντέρ του Φάιφ, o Πορτοκαλί Παράγοντας είχε πρωτοχρησμοποιηθεί πειραματικά σε δασώσεις εκτάσεις του απέραντου Καναδά.
Ο Banks έχει στήσει το μυθιστόρημα κατά τρόπον ώστε τίποτα να μην είναι σταθερό μπροστά ή πίσω από την κάμερα. Η συνέντευξη του Λίο είναι εξαντλητική και, σε κάθε περίπτωση, το σώμα του ολοένα και καταρρέει, κάτι που κάνει την ολοκλήρωση του έργου απίθανη. Ο σκηνοθέτης Μάλκολμ, ο παλιός προστατευόμενος του Φάιφ, εμφανίζεται ως ένας άκαρδος εκμεταλλευτής, αλλά ο Λίο έχει τους δικούς του λόγους που τον ωθούν να εκτεθεί μπροστά στην κάμερα.
Με το ξεκινά κιόλας η αφήγησή του, ο Λίο καθιστά σαφές ότι δεν έχει πρόθεση να καθοδηγηθεί από καμία από τις ερωτήσεις του σκηνοθέτη. Αντίθετα, επιμένει να χρησιμοποιεί αυτό το στήσιμο για να αποκαλύψει τις κρυφές πλευρές της ζωής του, μιας ζωής γεμάτης με επεισόδια προδοσίας και εξαπάτησης. «Θέλω απλώς να ασχοληθώ με τα πράγματα για την καριέρα σου ως Καναδός σκηνοθέτης», γκρινιάζει ο σκηνοθέτης. Αλλά ο Λέων δεν θα το έχει. «Επί σαράντα πέντε χρόνια, όλα μου τα χρόνια στον Καναδά, από την ημέρα που βγήκα και αγόρασα την πρώτη μου κάμερα των δεκαέξι χιλιοστών, εξέθεσα τη διαφθορά, την απάτη και την υποκρισία στην κυβέρνηση και τις επιχειρήσεις», λέει ο Λίο στον σκηνοθέτη. «Τώρα, με την κάμερά σου, εκτίθεμαι. Η διαφθορά μου, η απάτη μου, η υποκρισία μου».
Το κινηματογραφικό συνεργείο μπορεί να είναι απογοητευμένο, τουλάχιστον αρχικά, από τα ανέκδοτα εκτός θέματος που ο Λίο επιμένει να αφηγείται. Όμως αυτές οι αφηγήσεις είναι τρομερά συναρπαστικές - ιστορίες ενός νεαρού άνδρα αποφασισμένου να επινοήσει την προσωπικότητά του – παρά να καλλιεργήσει την τέχνη του. Όμορφος και επίμονος, ο Λέων κάποτε δημιούργησε και εγκατέλειψε οικογένειες με τον τρόπο που ένας μυθιστοριογράφος συνθέτει και απορρίπτει ελαττωματικά χειρόγραφα.
Αντλώντας κατά καιρούς τα γενικά περιγράμματα της δικής του ζωής, ο Banks παρουσιάζει την ιστορία ενός ανθρώπου που εκμεταλλεύεται την αγάπη των άλλων προκειμένου να ικανοποιήσει το εγώ του. Είναι ένα θέμα που επανέρχεται στην αμερικανική λογοτεχνία: ο καπάτσος λευκός άνδρας που αποσκοπεί μόνο στην προσωπική του επιτυχία και αδιαφορεί για εκείνες τις ευθύνες που θεωρεί πολύ περιοριστικές – η Τριλογία του Λαγού του John Updike είναι επίσης ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Όμως ο Banks έχει ενσωματώσει αυτή την αυτοκαταθλιπτική τραγωδία στο ευρύτερο πλαίσιο μιας αγωνιώδους ομολογίας.
Κεφάλαιο προς κεφάλαιο, το μυθιστόρημα κινείται μεταξύ του δραματικού παρελθόντος του Λίο και του νεκρωτικού του παρόντος, ανάμεσα στις σειριακές εξωσυζυγικές στην Ανατολική Ακτή πριν από χρόνια και τον επικείμενο χαμό του, καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο.
Όμως η ασθένεια και τα συνοδευτικά παυσίπονα έχουν επηρεάσει το μυαλό του Λίο, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την αλήθεια των αποκαλύψεων του. Οι αναμνήσεις του αλλάζουν σαν διαφάνειες σε προβολέα. Καθώς το μυθιστόρημα προχωρά, περιπλέκει τις προσπάθειές μας να καθορίσουμε τη σειρά των γεγονότων, να διακρίνουμε την επινόηση του εαυτού από τον αυτοεξευτελισμό, ακόμη και να μάθουμε τι ακριβώς λέει ο Λίο φωναχτά στους έκπληκτους μάρτυρες του. Είναι μια εξαιρετικά ρευστή χρήση της πρόζας, μια καταγραφή ενός παραληρηματικού λόγου.
«Ο Φάιφ συνεχίζει να μιλάει, λες και δεν έχει ακούσει καθόλου τον Μάλκολμ. Δεν πέθανε ακόμη, αλλά ξέρει πως αυτό δεν θα αργήσει, είναι ζήτημα εβδομάδων, είπε ο γιατρός. Ημερών, το πιθανότερο. Το μέλλον του είναι ανύπαρκτο, το παρόν και το παρελθόν του έχουν συγχωνευτεί κι έχουν γίνει ένα. Ακούει τώρα την ίδια του τη φωνή και καμιά άλλη, και βλέπει μόνο ό,τι του φανερώνει η φωνή του, σαν παιδάκι που του διαβάζουν μεγαλόφωνα. Η ιστορία που του διαβάζουν είναι η ιστορία της νιότης του, κι αυτός είναι ο αναγνώστης και ο ακροατής συνάμα. Ποιος είναι ο συγγραφέας; αναρωτιέται. Υπάρχει συγγραφέας, ή μήπως ο Φάιφ είναι απλώς ένας δίαυλος ανάμεσα σε δύο κόσμους, το παρόν και το παρελθόν, ανάμεσα σε δύο ωκεανούς;»
Σε κάποιο σημείο του μυθιστορήματος, ο Λίο συναντιέται μετά από χρόνια στη γενέτειρά του, το Στράφορντ, με τον Νικ, τον κολλητό του όταν ήταν δεκαέξι-δεκσοκτώ χρονών. Αναπολούν την εποχή που το έσκασαν από τη βαρετή αυτή πόλη, που έκλεψαν το αυτοκίνητο του πατέρα του Νικ και βγήκαν Στο Δρόμο για την Καλιφόρνια:
«Μοιάζαμε κάπως με τον Χάκλμπερι Φιν, λέει ο Νοκ. Δεν τα πήγαμε κι άσχημα.
Ναι, ή με τον Τζακ Κέρουακ. Όπως και να’ χει, εξηγεί ο Φάιφ, το φευγιό τους με την Όλντσμομπιλ του πατέρα του Νικ υπήρξε και για τους δυο τους κάτι ανεπανάληπτο. Μια αληθινή μύηση. Το τέλος της αθωότητας και το ξεκίνημα της εμπειρίας. Εγκαινίασε κάτι χωρίς ταυτόχρονα να τερματίζει κάτι άλλο, επιλεγμένο σε προηγούμενη φάση της ζωής τους».
Ο Λίο δεν επιδιώκει να πείσει τους ακροατές του. Αδιαφορεί για τη γνώμη του Μάλκολμ και των ανθρώπων του συνεργείου του. Αν και δείχνει μια τρυφερότητα για την αποκλειστική του νοσοκόμα, την Αϊτινή Ρενέ, τον ενδιαφέρει προτίστως να απευθυνθεί σε ένα και μόνο άτομο: στην ταλαιπωρημένη σύζυγό του επί τέσσερις δεκαετίες, την Έμμα. Αυτή είναι, πιστεύει, η τελευταία του ευκαιρία να πει την αλήθεια στον εαυτό του και σε ένα άτομο που τον αγαπά ακόμα.
Τελικά, δεν κατορθώνουμε να ανακαλύψουμε την πραγματική ζωή του Λέοναρντ Φάιφ ή ακόμα και την αποτελεσματικότητα της ομολογίας του. Ακόμη και όταν οι αναμνήσεις του Λίο σβήνουν, παραμένει η αγωνία του για συγχώρεση.
Το Oh, Canada εγείρει ένα συναρπαστικό ζήτημα σχετικά με τη σχέση του έργου του Banks με τη ζωή του. Στη βιογραφία του Banks που συνέγραψε ο Robert Niemi (1997), παρατίθεται μια συνέντευξή του από το 1987, στην οποία ο συγγραφέας μιλάει για το πώς οι νεανικές εμπειρίες του συνέχισαν να διαμορφώνουν την κοσμοθεωρία που εκφραζόταν στα κείμενά του: «Εξακολουθώ να βλέπω τον εαυτό μου στον ευρύτερο κόσμο όπως έκανα όταν ήμουν έφηβος [. . .] Η αυταπάτη είναι ότι η επιτυχία θα σε αλλάξει – είναι το Αμερικανικό Όνειρο – μπορείς να σκοτώσεις τον παλιό και να γίνεις νέος».
- Ο τίτλος του κειμένου προέρχεται από φράση του Άγγλου συγγραφέα Christopher Isherwood, από το μυθιστόρημά του Goodbye to Berlin (1939), την οποία μνημονεύει στο Oh, Carolina ο κεντρικός χαρακτήρας του Russell Banks.
Russell Banks, Οh, Canada
Εκδόσεις Πόλις, 2024
μτφρ. Άννα Μαραγκάκη
σελ: 384
O Russell Banks (1940-2023) γεννήθηκε στη Μασαχουσέτη. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας. Τα βιβλία του (που έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες) χαρακτηρίζονται από πνεύμα αμφισβήτησης, συμπάθειας για τα θύματα, τους κοινωνικά και οικονομικά αδύναμους και την εργατική τάξη –από την οποία προέρχεται ο Banks–, και διακρίνονται για την ευαίσθητη και ακριβή ψυχολογική ανάλυση των χαρακτήρων τους. Ο Russell Banks δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Διετέλεσε πρόεδρος του Διεθνούς Κοινοβουλίου των Συγγραφέων και ήταν ιδρυτής και πρόεδρος του The North American Network of Cities of Asylum, που έχει σκοπό να προσφέρει άσυλο σε διωκόμενους ή εξόριστους συγγραφείς. Τιμήθηκε με το βραβείο μυθιστορήματος John Dos Passos και με το βραβείο λογοτεχνίας της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών, της οποίας και εξελέγη μέλος. Από τις εκδόσεις Πόλις έχει κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά του American Darling (2008) και ετοιμάζεται το The Magic Kingdom. Στα ελληνικά κυκλοφορούν ακόμα τα μυθιστορήματά του Το ξύπνημα του Μπόουν (Οξύ – Brainfood, 1997) και Το γλυκό πεπρωμένο (Floral Books – Brainfood, 2018). Το 2024 το Oh, Canada μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον περίφημο Αμερικανό σκηνοθέτη Paul Schrader, σεναριογράφο μεταξύ άλλων του Taxi Driver.