«Μόνο τρεις ή τέσσερις φορές στα νιάτα μου είδα φευγαλέα τις νήσους της ευδαιμονίας, πριν τις καταπιούν η ομίχλη, τα χαμηλά βαρομετρικά, τα ψυχρά μέτωπα, οι κακοί άνεμοι και τα ενάντια ρεύματα…Τις πέρασα για την ενήλικη ζωή. Εικάζοντας ότι ήταν μια σταθερά για το ταξίδι του βίου μου, αμέλησα να καταγράψω τις συντεταγμένες τους και την προσέγγισή τους. Και τι δεν θα έδινα τώρα για έναν απαράλλακτο χάρτη του αμετάβλητα απερίγραπτου. Για να είχα, τρόπος του λέγειν, έναν άτλαντα νεφών».

Όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά το “Cloud Atlas”, πριν από είκοσι χρόνια, χαρακτηρίστηκε από μερίδα της κριτικής σαν ένας «αλησμόνητος άθλος», ως το επιστέγασμα μιας απαράμιλλης φαντασίας που, σε συνδυασμό με την «τερατώδη διακειμενικότητα» που εμποτίζει τις σελίδες του, ώθησε τη μεταμοντέρνα μυθοπλασία στα όριά της. Ένα πολυδαίδαλο έργο που συνδυάζει αριστοτεχνικά τη φιλοσοφία με τη γνωστή και «άγνωστη ιστορία», τη μουσική και την επιστήμη, μαζί με τη δυστοπία και το νουάρ, το μυστήριο και τα λαϊκά αναγνώσματα του 19ου αιώνα, την επιστολογραφία και την ημερολογιακή γραφή, ακόμα και το ρομάντζο. Όπως σημειώνει ένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου, «το εικονικό μέλλον ίσως επηρεάσει το πραγματικό μέλλον, όπως συμβαίνει με τις αυτοεκπληρούμνες προφητείες […] Υπάρχει μια κάποια ουσιαστική διαφοροποίηση μεταξύ μιας απεικόνισης όλο παραπλανήσεις + ίσκιους -του πραγματικού παρελθόντος- από μια άλλη τέτοια απεικόνιση – του πραγματικού μέλλοντος». Σύντομα το μυθιστόρημα προσέλαβε τις διαστάσεις ενός παγκόσμιου καλτ φαινομένου.

Στην πραγματικότητα, οι κριτικές αναγνώσεις του “Cloud Atlas” είναι χωρισμένες σε δύο στρατόπεδα: η πρώτη χαρακτηρίζει το έργο ιδιοφυές, η δεύτερη το θεωρεί «υπερβολικά έξυπνο για να είναι αληθινό». Ένας κριτικός στους New York Times έγραψε ότι «το μυθιστόρημα ανατέμνει όλες τις πτυχές της σύγχρονης μυθοπλασίας και συνιστά ένα προχώρημα σε πρωτόγνωρους δρόμους». Ένας άλλος κριτικός έγραψε στην Telegraph ότι «είναι ένα από εκείνα τα φανταχτερά, μάλλον άδεια μυθιστορήματα, όπου ο συγγραφέας πηδάει από σκηνικό σε σκηνικό, αφηγητή σε αφηγητή, ενδιαφέρεται περισσότερο να επιδείξει τις γνώσεις του ικανότητες παρά να αφηγηθεί μια συνεκτική ιστορία».

Έξι αλληλένδετες ιστορίες

Τι ακριβώς είναι λοιπόν το “Cloud Atlas”; Το μυθιστόρημα αποτελείται από έξι αλληλένδετες ιστορίες, που η καθεμιά είναι γραμμένη με διαφορετικό ύφος/τεχνοτροπία και από διαφορετική αφηγηματική σκοπιά: ένας απρόθυμος ταξιδιώτης που διασχίζει τον Ειρηνικό το 1850∙ ένας αποκληρωμένος απατεωνίσκος νεαρός συνθέτης που αναζητά καταφύγιο στην έπαυλη ενός καθιερωμένου, μεγαλοφυούς συνθέτη στο μεσοπολεμικό Βέλγιο∙ μια ιδεαλίστρια δημοσιογράφος που αναζητά την αλήθεια στην ματαιόδοξη Καλιφόρνια των ‘70ς, επί διακυβέρνησης Ρέιγκαν∙ ένας φιλόδοξος εκδότης που τρέπεται σε φυγή από τους πιστωτές του∙ μια γενετικά τροποποιημένη σερβιτόρα που καταδικάζεται σε θάνατο∙ ένας νεαρός νησιώτης μιας αγροτικής κοινωνίας του Ειρηνικού, που γίνεται μάρτυρας «της νύχτας της επιστήμης και του πολιτισμού». Καθένας από τους χαρακτήρες του David Mitchell φέρει ένα σημάδι σε σχήμα κομήτη, ενώ τα ονόματά τους και οι κομβικές για τη ζωή τους ημερομηνίες επαναλαμβάνονται, υπονοώντας μια μεγαλύτερη σχέση μεταξύ των έξι πρωταγωνιστών.∙

Ξεκινώντας το 1850 και τελειώνοντας σε ένα δυστοπικό μέλλον, οι ιστορίες του “Cloud Atlas” απηχούν και επηρεάζουν η μία την άλλη, δείχνοντας πώς οι μοίρες μπορούν να διαπλέκονται. Μαζί, συνθέτουν ένα τρομακτικό όραμα για το πού μπορεί να οδηγήσει η τεχνολογική πρόοδος, όταν προσδίδεται στο άρμα της ανεξέλεγκτης ανθρώπινης φιλοδοξίας και επιθυμίας για επέκταση. Το “Cloud Atlas” υφαίνει έναν λαβύρινθο πολυφωνικών αφηγήσεων που εμβαθύνουν στην ανθρώπινη εμπειρία.

Ο Νότιος Ειρηνικός της αποικιοκρατίας

Μέσα του δέκατου ένατου αιώνα. Ο συμβολαιογράφος Άνταμ Γιούινγκ διασχίζει με ιστιοφόρο τον Ειρηνικό για να επιστρέψει στο σπίτι του στο Σαν Φρανσίσκο. Στο ταξίδι συνδέεται φιλικά με τον γιατρό Χένρι Γκους. Ο Άνταμ κρατά ημερολόγιο, το οποίο γίνεται ένα ολοένα και πιο τρομακτικό, αναφορικά με τις εμπειρίες του από το ταξίδι του στα απομακρυσμένα νησιά Τσάταμ στον Νότιο Ειρηνικό (ανατολικά της Νέας Ζηλανδίας), την επιβολή της αποικιακής εξουσίας και την καταχρηστική φύση της ιεραρχίας στο πλοίο. Οι πρακτικές υποδούλωσης και βασανισμού των αυτόχθονων πληθυσμών· η υποκρισία των ιεραποστόλων· η αναλγησία των μεθυσμένων ναυτών∙ ο σαδισμός των πολιτισμένων αξιωματικών. Το ταξίδι του Άνταμ περιπλέκεται όταν βρίσκει έναν ντόπιο λαθρεπιβάτη στην καμπίνα του να εκλιπαρεί για την προστασία του. Συγχρόνως, ο γιατρός τού κάνει μια ανησυχητική διάγνωση. Θεματικά και υφολογικά, το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου επικαλείται ανοιχτά τον Herman Melville του “Μόμπι Ντικ”, του “Μπίλυ Μπαντ” και του “Μπενίτο Σερένο”.

Μεσοπολεμικό Βέλγιο

Στη συνέχεια, στο Λονδίνο του 1931, μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, ο νεαρός μουσικοσυνθέτης Ρόμπερτ Φρόμπισερ έχει πιάσει πάτο από τα χρέη του στα χαρτιά. Κυνηγημένος και χωρίς κανένα ασφαλές μέρος για να κρυφτεί, δραπετεύει στην ηπειρωτική Ευρώπη. Στο Βέλγιο ελπίζει να βρει τον Βίβιαν Άιρς, έναν άλλοτε σπουδαίο, πρωτοπόρο συνθέτη που είναι τώρα γερασμένος και σχεδόν τυφλός. Ο Φρόμπισερ ελπίζει να δουλέψει ως γραμματέας για τον Άιρς, με αντάλλαγμα τη διαμονή και τη διατροφή του, προκειμένου να βοηθήσει τον συνθέτη να δημιουργήσει ένα ακόμη μεγαλειώδες έργο. Ο Φρόμπισερ όμως δεν μπορεί να δραπετεύσει από το παρελθόν του. Μια ζωή χωρίς μυστικά και σκάνδαλα δεν προορίζεται για αυτόν. Είναι ένας αφερέγγυος αφηγητής, παρόμοια με τον “Τρίστραμ Σάντι” του Λώρενς Στερν (1759). Στις σελίδες αυτές το μυθιστόρημα του Mitchell διαθέτει τη γοητεία του picaresco (o όρος «πικαρέσκο» ​​μυθιστόρημα προέρχεται από την ισπανική λέξη pícaro, που σημαίνει «απατεώνας». Απεικονίζει τις περιπέτειες ενός αδίστακτου αλλά ελκυστικού ήρωα, συνήθως χαμηλής κοινωνικής τάξης, που επιβιώνει χάρη στο μυαλό του σε μια διεφθαρμένη κοινωνία. Τα πικαρέσκα μυθιστορήματα υιοθετούν συνήθως τη μορφή «μιας επεισοδιακής πεζογραφίας» με ρεαλιστικό ύφος. Απαντούν συχνά κάποια στοιχεία κωμωδίας και σάτιρας).

Καλιφόρνια ‘70

Η αφήγηση στο επόμενο κεφάλαιο μεταφέρεται στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ της δεκαετίας του '70, που συνεχίζει προσώρας να επηρεάζεται από τις δονήσεις και τους απόηχους του κινήματος της Αντικουλτούρας του ’60. Η Λουίζα Ρέι (το όνομά της προέχεται από τη “Γέφυρα του Σαν Λουίς Ρέι” του Θόρντον Γουάιλντερ) είναι μια νεαρή ρεπόρτερ που εργάζεται για ένα περιοδικό που δεν δημοσιεύει σχεδόν τίποτα σημαντικό. Δεν είναι το είδος της δημοσιογραφίας που φιλοδοξούσε ποτέ η Ρέι. Η ίδια είναι φεμινίστρια, ριζοσπάστρια χίπισσα, ανήκει στην αμερικανική Νέα Αριστερά. Μια τυχαία συνάντηση, όμως, με τον -μελλοθάνατο- ιδεαλιστή επιστήμονα Ρούφους Σέξσμιθ, θα της αποκαλύψει την ύπαρξη ενός επικίνδυνου πυρηνικού προγράμματος, που διεξάγεται στην επαρχία Σουανέκε, κοντά στον Ειρηνικό και απειλεί να βάλει σε κίνδυνο ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η συνάντησή τους λαμβάνει χώρα στη γενέτειρα της Ρέι, την Μπουένα Γιέρμπας της Καλιφόρνιας. Η πόλη στο βιβλίο είναι επινοημένη, όμως Bueno Yerbo (Καλό Ματζούνι), ήταν η ιστορική ονομασία του -αρχικά μεξικανικού- οικισμού, γύρω από τον οποίο αναπτύχθηκε το Σαν Φρανσίσκο, το αδιαφιλονίκητο επίκεντρο της Αντικουλτούρας, της ροκ μουσικής και της drug culture στην Αμερική της δεκαετίας του ’60. Απαντούν, εξάλλου, σ’ αυτή την ιστορία στο “Everybody’s Talking” του Fred Neil, που τραγούδησε ο Harry Nilsson στον “Καουμπόη του Μεσονυχτίου” και στο “Cowgirl In The Sand” από το “Everybody Knows This Is Nowhere” του Neil Young και των Crazy Horse (1969).  

Η έρευνα της δημοσιογράφου θα τη φέρει σε αντιπαράθεση με πολύ υψηλά κρατικά και επιχειρηματικά συμφέροντα και μοιραία θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της.  

Βόρεια Αγγλία, στη Φωλιά του Κούκου

Το τέταρτο κεφάλαιο εκτυλίσσεται στη σύγχρονη Αγγλία. Ο μικρομεσαίος εκδότης Τίμοθι Κάβεντις βρίσκεται απροσδόκητα στα χέρια του με ένα κραυγαλέο λογοτεχνικό μπεστ-σέλερ. Ο συγγραφέας του βιβλίου έχει διαπράξει φόνο και γίνεται διάσημος σε μια νύχτα. Ακριβώς τη στιγμή που ο 65χρονος Κάβεντις αρχίζει να απολαμβάνει αυτή την ξαφνική ανατροπή στη ζωή του, τον επισκέπτονται οι τραμπούκοι αδερφοί του φυλακισμένου συγγραφέα που θέλουν το «μερίδιο» της οικογένειάς τους. Φοβούμενος για τη ζωή του, ο Κάβεντις καταφεύγει στην ύπαιθρο. Ξυπνά ένα πρωί έκπληκτος βρίσκοντας ότι δεν έκανε check in σε ξενοδοχείο το προηγούμενο βράδυ, αλλά άθελά του συνηγόρησε στον εκούσιο εγκλεισμό του σε κάποιο ίδρυμα (το Ορόρα Χάους). Εδώ το στόρι παραπέμπει κάπως στη “Φωλιά του Κούκου” ή στο “Κουρδιστό Πορτοκάλι”, στο πιο χιουμοριστικό. Ένα τρομερό λάθος που τον αφήνει παγιδευμένο, χωρίς καμία προφανή ελπίδα διαφυγής.

Ο Κάβεντις συνδέεται φιλικά με άλλους δύο έγκλειστους, την Βερόνικα (με την οποία είναι κρυφά τσιμπημένος) και με τον γιγαντόσωμο Σκωτσέζο Έρνι -ο οποίος παίζει τον ρόλο που είχε ο Ινδιάνος στη “Φωλιά του Κούκου”- και σχεδιάζουν την απόδρασή τους. Ενώ συμβαίνουν αυτά, ο εκδότης διαβάζει ένα χαμένο χειρόγραφο μιας άγνωστης συγγραφέα και τον συγκλονίζει: έχει τον τίτλο “Ημιζωές: Το πρώτο μυστήριο της Λουίζα Ρέι” και ως συγγραφέας του φέρεται κάποια Χίλαρι Β. Χας. Σε παραλήρημα εξαιτίας του παρατεταμένου εγκλεισμού, ο Κάβεντις φαντασιώνεται ερωτικά τη συγγραφέα του χειρογράφου «αθώα σαν την Κάιλι Μινόγκ αλλά και λύκαινα σαν την κυρία Ρόμπινσον” (του “Πρωτάρη” και των Simon & Garfunkel). Στην απόπειρα απόδρασής τους, ακούγεται το “Let’s Get Lost” με τη φωνή και την τρομπέτα του Chet Baker.   

Κορέα, εταιρειοκρατία

Προχωράμε στο εγγύς μέλλον, στη Νότια Κορέα – στη λογοτεχνική της προσομοίωση, έστω. Υπό το καθεστώς της κατ’ ευφημισμό «Νέας Συνευημερίας», όπου «η εταιρειοκρατία είναι θεμελιωμένη στη σκλαβιά, είτε η λέξη είναι εγκεκριμένη είτε όχι» - σχήμα που κλείνει το μάτι στη «Νέα Γλώσσα» στο 1984 του Orwell. Η Σόνμι~451 είναι ένας κλώνος που φτιαγμένη για εξυπηρέτηση σε ένα εστιατόριο γρήγορου φαγητού. Δεν διαθέτει αυτοσυνειδησία για να αμφισβητήσει οτιδήποτε σχετικά με τον εαυτό της, την ύπαρξή της ή τη θέση της στον κόσμο. Όλα αυτά αλλάζουν όταν η Σόνμι παρατηρεί ότι μία από τις συναδέλφους της διακομιστές έχει επιτύχει «ανάληψη» – δηλαδή έχει αποκτήσει συνείδηση, γεγονός όμως που την οδηγεί στον θάνατο. Όταν η Σόνμι αρχίζει και ίδια να αποκτά συνείδηση, αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να το κρατήσει μυστικό και να προσπαθήσει να διατηρήσει ομοιόμορφη τη συμπεριφορά της.

Αυτή η ενότητα εμφανίζεται ως διάλογος, ό,τι διαβάζουμε είναι η ηχογραφημένη τελική ανάκριση του φυλακισμένου κλώνου από έναν κυβερνητικό αρχειοφύλακα. Ο νεαρός αρχειοφύλακας αντιμετωπίζει με ενσυναίσθηση τη Σόνμι, όμως θέτει την καριέρα και το μέλλον του σε ρίσκο με αυτή τη συνέντευξη. Η Συνευημερία έχει χαρακτηρίσει τη Σόνμι ως αιρετική, επομένως η αρχειοθέτηση της ιστορίας της θεωρείται ότι δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα στις μελλοντικές γενιές. Οι γονιδιωματιστές, όμως, όπως ο νεαρός αρχειοφύλακας, βλέπουν τη Σόνμι ως «ιερό δισκοπότηρο» για την κατανόηση του καθεστώτος, τα όσα έχει να πει για την καταπίεση που επιφέρει ο νέος, αυταρχικός κορπορατισμός. Όμως μπορεί να οδηγήσουν τη Σόνμι στη φυλάκιση ή και στην εκτέλεση. 

Χαβάη, πολιτισμικός συγκρητισμός

Την έκτη ιστορία αφηγείται σε σπαστά αγγλικά ένας άντρας που ονομάζεται Ζάκρι. Κατά περίσταση, Ζάκρι ο Γενναίος ή Ζάκρι ο Δειλός. Βρισκόμαστε σε μια μετα-αποκαλυπτική Χαβάη, σε έναν κόσμο που ακολουθεί ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα. Οι πόλεις που καταστράφηκαν, οι άνθρωποι ζουν τώρα σε μικρές φυλές. Sτην οποία διαβιούν οι Κοιλαδίτες, αγροτικός λαός που λατρεύει ως θεότητα κάποια Σόνμι. Ο κακός ομόλογός της ονομάζεται "Γερο-Τζόρτζι", η εκδοχή του διαβόλου για τους Κοιλαδίτες. Οι τελευταίοι ζουν υπό την απειλή των επιδρομών των Κόνα, ενός πολεμικού λαού που λεηλατεί τη γη τους και σκλαβώνει τους ανθρώπους τους. Η αφήγηση ξεκινά με τον Ζάκρι να γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας του πατέρα του και της απαγωγής του αδελφού του από τους Κόνας. Ήταν μόλις εννέα ετών τότε, αλλά εξακολουθεί να τον στοιχειώνει η αδυναμία του να τους σώσει.

Περιστασιακά τους επισκέπτονται οι αποκαλούμενοι Προγνωστικοί. Διαθέτουν τεχνολογία πολύ ανώτερη από τους Κοιλαδίτες, όμως πιστεύουν ότι δεν πρέπει να παρεμβαίνουν στις ζωές τους. Είναι μια ηθική που δοκιμάζεται όταν ένας από αυτούς έρχεται να ζήσει με τον Ζάκρι και την οικογένειά του.

Αφηγηματικές συνδέσεις

Οι έξι ιστορίες που περιγράφονται παραπάνω χωρίζονται σε έντεκα αφηγήσεις, οι οποίες διαπλέκονται, σε αντίστροφη-χρονολογική σειρά. Υπάρχουν σαφείς δεσμοί μεταξύ των κεντρικών χαρακτήρων ανά περιόδους. Για παράδειγμα, η Σόνμι του τετάρτου κεφαλαίου εμφανίζεται ως θεότητα του Ζάκρι, βασικού χαρακτήρα στο επόμενο. Ο Ρόμπερτ Φρόμπισερ γίνεται εμμονικός με το αντίγραφο της αφήγησης του Άνταμ Γιούινγκ για τις περιπέτειές του στον Νότιο Ειρηνικό κατά τον 19ο αιώνα. Αλληλογράφος και μεγάλος έρωτας του Φρόμπισερ είναι ο μελλοντικός επιστήμονας Ρούφους Σέξσμιθ, που θέλει να ξεσκεπάσει την απειλή του πυρηνικού προγράμματος. Ο τελευταίος μεταφέρει την απόκρυφη γνώση του στην Λουίζα Ρέι, η οποία, αντίστοιχα, βρίσκει παράξενα συναρπαστική τη μουσική που έχει γράψει ο Φρόμπισερ πριν από τέσσερις δεκαετίες. Ο εκδότης Κάβεντις λαμβάνει την ιστορία της Λουίζα Ρέι ως μυθιστόρημα που στάλθηκε ως υποψήφιο προς έκδοση (χειρόγραφο) στον οίκο του. Η Σόνμι παρακολουθεί μια ταινία με τη δοκιμασία του Κάβεντις. Οι συμπατριώτες του Ζάκρι προσλαμβάνουν τη Σόνμι ως θεότητα, και οι ηχογραφήσεις της ιστορίας της αποτελούν ένα από τα λίγα διατηρημένα τεχνουργήματα από τον χαμένο πολιτισμό τους. Η Λουίζα Ρέι αναζητά τη μουσική του Φρόμπισερ στην σπάνια εγγραφή της σε δίσκο υπό τον τίτλο Cloud Atlas Sextet.

Τα πρώτα κεφάλαια μένουν σκόπιμα ανολοκλήρωτα (cliffhangers). Ο Mitchell διακόπτει κάθε μία από τις ιστορίες για να ξεκινήσει την επόμενη. Μόνο η έκτη καταλήγει σε συμπέρασμα, ενώ λειτουργεί και ως ένα είδος καθρέφτη, αφού, στη συνέχεια, οι άλλες αφηγήσεις ολοκληρώνονται με αντίστροφη χρονολογική σειρά. 

Ένα μετα-αποκαλυπτικό όραμα

Σε αντίθεση με το μυθιστόρημα, που κατορθώνει να οργανώσει το χάος, να εντάξει δηλαδή αυτές τις κατακερματισμένες συνδέσεις σε έναν συνεκτικό αφηγηματικό ιστό, σε αυτό το σημείο υστερεί, παρά τις όποιες καλές προθέσεις, η κινηματογραφική του μεταφορά από τους Larry & Lilly Wachowski και τον Tom Tykwer (2012). Ήταν ούτως ή άλλως ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, λαμβάνοντας υπόψη την ελλειπτική τροχιά της αφήγησης. Θεωρώ, ωστόσο, ότι η ταινία ανέδειξε κάπως μονοδιάστατα και δυσανάλογα το θέμα της μετενσάρκωσης, έστω και από την πλευρά της φιλοσοφίας, σε σχέση με τα άλλα μεγαθέματα του βιβλίου: τις πολύτροπες διαστάσεις του χώρου και του χρόνου, την αρχή της αβεβαιότητας που διέπει τους νόμους κίνησης της Ιστορίας, τη σημασία που προσλαμβάνει ανάλογα με την περίοδο η έννοια «πολιτισμός», τα ηθικά διλήμματα που τίθενται αναφορικά με την Τεχνολογική Επανάσταση  

Σε κάθε αφηγηματική στροφή του “Coud Atlas υποδηλώνεται η ατελείωτη επανάληψη των ανθρώπινων δυνατοτήτων και ελαττωμάτων και οι επιπτώσεις τους στην Ιστορία. Ο πολιτισμός -όπως τον ξέρουμε- καταρρέει στη μέση του μυθιστορήματος και ο συγγραφέας συλλαμβάνει ένα μετα-αποκαλυπτικό όραμα για το μέλλον. Το μυθιστόρημα αψηφά τις λογοτεχνικές συμβάσεις και υπερβαίνει τα όρια της γλώσσας και του χρόνου, για να προσφέρει έναν διαλογισμό σχετικά με την επικίνδυνη θέληση της ανθρωπότητας για εξουσία και πού μπορεί να μας οδηγήσει.

«Οι ψυχές διασχίζουν τους αιώνες όπως τα σύννεφα διασχίζουν τους ουρανούς […] Όλες οι επαναστάσεις είναι η πιο καθαρή φαντασία μέχρι να συμβούν. Τότε γίνονται ιστορικά αναπόφευκτα».

David Mitchell, ένας μουσικόφιλος συγγραφέας

Ο David Mitchell γεννήθηκε το 1969 στο Southport του Worcestershire, στην Αγγλία. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κεντ αγγλική και αμερικανική λογοτεχνία και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακό στη συγκριτική λογοτεχνία. Πέρασε ένα χρόνο στη Σικελία, πριν ταξιδέψει στην Ιαπωνία και συγκεκριμένα στη Χιροσίμα, όπου έζησε οκτώ χρόνια διδάσκοντας Αγγλικά. Σήμερα ζει στο Κορκ της Ιρλανδίας, με τη Γιαπωνέζα σύζυγό του και τα δυο τους παιδιά. Έχει γράψει εννέα μυθιστορήματα: "Ghostwritten" (1999, “Το δέντρο της τύχης. Μυθιστόρημα σε εννέα μέρη”, Ελληνικά Γράμματα, 2003, μτφρ. Βάκυ Τόμπρου), "Number9dream" (2001), "Cloud Atlas" (2004), "Black Swan Green" (2006, “Μαύρος κύκνος”, Ελληνικά Γράμματα, 2008, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου), "The Thousand Autumns of Jacob de Zoet" (2010, “Τα χίλια φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ”, Εκδόσεις Τόπος, 2014, μτφρ. Μαρία Ξυλούρη), “The Bone Clocks” (2014, “Τα κοκάλινα ρολόγια”, Μεταίχμιο, 2017, μτφρ. Μαρία Ξυλούρη), “Slade House” (2015) και “Utopia Avenue” (2020, Μεταίχμιο, 2021, μτφρ. Μαρία Ξυλούρη). Τα "Number9dream" και "Cloud Atlas") βρέθηκαν στο βραχύ κατάλογο υποψηφιοτήτων του Βραβείου Booker.

Εκτός από συγγραφέας μυθοπλασίας, ο David Mitchell είναι ακαταπόνητος ακροατής και μελετητής της μουσικής. Οι ευρύτατες μουσικολογικές γνώσεις του εκτείνονται από το rock έως την jazz και από εκεί στη μοντέρνα κλασική. Το μυθιστόρημά του ”Utopia Avenue”, εξάλλου, αποτελεί μια αναδρομή στην εποχή του βρετανικού underground rock των ‘60ς, στην εποχή του Swinging London, με όχημα μια μπάντα-συνδυασμό των ψυχεδελικών Pink Floyd και την αρχικών blues-rock Fleetwood Mac του Peter Green. Έχει επίσης γράψει λιμπρέτι όπερας: το Wake, σε μουσική του Klaas de Vries, που παρουσιάστηκε το 2010 από την ολλανδική Nationale Reisopera το 2010 και το Sunken Garden, σε μουσική του Michel van der Aa, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2013 από την Εθνική Λυρική Σκηνή της Αγγλίας.

David Mitchell, Cloud Atlas (Άτλας νεφών)

Μεταίχμιο, 2024
Μετάφραση: Μαρία Ξυλούρη
σελ. 640

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured