Ακόρεστος αναγνώστης, χαλκέντερος μεταφραστής κυρίως Αμερικανών μεταμοντέρνων συγγραφέων που χαρακτηρίζονται «απαιτητικοί» ή και «δύσκολοι» (David Foster Wallace, Jonathan Lethem), ο Κώστας Καλτσάς, παράλληλα με την πολυαναμενόμενη μετάφραση του πολυδαίδαλου “Infinite Jest” του Wallace, δούλευε επί αρκετά χρόνια το δικό του, πρώτο μυθιστόρημα: “Η νικήτρια σκόνη” (Εκδόσεις Ψυχογιός, άνοιξη 2024).
Το μυθιστόρημα ακολουθεί τρεις γενιές μιας ελληνικής οικογένειας από το τέλος της Κατοχής και το ξέσπασμα του ελληνικού Εμφυλίου μέχρι τις παραμονές του διχαστικού δημοψηφίσματος του 2015 για τη διάσωση της χώρας. Στην προσπάθειά του να μιλήσει για τη ζωή και τον θάνατο του πατέρα του, ο Μιχάλης Ξενίδης ανασυστήνει την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας και εποχής, περιλαμβάνοντας στην αφήγησή του Βρετανούς στρατιωτικούς και Έλληνες συνεργάτες του εχθρού, βασιλόφρονες και κομμουνιστές, πλούσιους και φτωχούς, τους ζωντανούς και τους νεκρούς, ίσως κι ένα ή και δύο φαντάσματα. Δεκαετίες μετά, ο γιος του ο Αντρέας, που κάποτε τόλμησε να θεωρήσει εαυτόν απαλλαγμένο από το βάρος όλης αυτής της ιστορίας, πρόκειται σύντομα ν’ ανακαλύψει πως τα φαντάσματα εκείνα δε θα σταματήσουν να σε στοιχειώνουν μόνο και μόνο επειδή αρνείσαι να πιστέψεις στην ύπαρξή τους.
Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο. Πώς κατέληξες στο “Η νικήτρια σκόνη”;
Το μυθιστόρημα γράφτηκε ως μέρος διδακτορικής διατριβής στο Πανεπιστήμιο του Southampton και, ως και δύο μήνες πριν την διορία κατάθεσής της, δεν είχε ακόμα τίτλο. Δοκίμαζα διάφορους, δεν με έπειθε κανείς, ώσπου έπιασα να ξαναδιαβάσω το “Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!” του Φώκνερ, και στην πρώτη σελίδα βρήκα τη φράση «victorious dust». Σκέφτηκα: «Ορίστε, τουλάχιστον μέχρι να βρω κάτι καλύτερο». Κατά τη διάρκεια των τελικών διορθώσεων όμως συνειδητοποίησα πως δύσκολα θα έβρισκα ιδανικότερο τίτλο.
Γιατί επέλεξες να ασχοληθείς με τις περιόδους των Δεκεμβριανών του 1944 και του Δημοψηφίσματος του 2015; Ποια ήταν τα ερεθίσματά σου;
Υπήρξε μια πρώιμη μορφή του μυθιστορήματος που επιχειρούσα να γράψω μεταξύ 2010 και 2014, η οποία είχε την ίδια αφετηρία αλλά θα τελείωνε την πρώτη περίοδο της κρίσης, λίγο πριν την υπογραφή του πρώτου μνημονίου. Το κυρίως έναυσμα, πέραν του προσωπικού ενδιαφέροντος για την ιστορία της χώρας, ήταν πόσο γρήγορα υιοθετήθηκε εκατέρωθεν, την περίοδο της κρίσης, μια βίαιη εμφυλιακή ρητορική που ακουγόταν με μεγαλύτερη σκληρότητα και συχνότητα, ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε, από κόσμο που προφανώς δεν είχε ζήσει ούτε τον εμφύλιο, ούτε καν την άμεση μετεμφυλιακή περίοδο. Με αφορμή αυτό άρχισα να σκέφτομαι το κλισέ της άγνοιας της ιστορίας που μας καταδικάζει στην επανάληψή της, και βρέθηκα να αναρωτιέμαι, «Και αν τελικά συμβαίνει το αντίθετο;»
Σε αυτή τη μορφή το μυθιστόρημα δεν προχώρησε ποτέ ιδιαίτερα, καθαρά λόγω έλλειψης χρόνου (σχεδόν όλη εκείνη την περίοδο δούλευα σε βιβλιοπωλείο και ταυτόχρονα ως μεταφραστής, οπότε χρόνος δεν βρισκόταν εύκολα). Μέχρι να προκύψει η υποτροφία για το διδακτορικό, το δημοψήφισμα είχε ήδη γίνει, και ήξερα πλέον πως το μυθιστόρημα δεν μπορούσε παρά να κλείσει με αυτό.
Το βιβλίο γράφτηκε πρωτογενώς στα αγγλικά και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γιώργο Μαραγκό. Έχεις ζήσει και εργαστεί εξάλλου επί χρόνια στο Σαουθάμπτον. Θα εκδοθεί στην Μεγάλη Βρετανία;
Δεν θα το μετέφραζα σε καμία περίπτωση ο ίδιος, τόσο λόγω έλλειψης χρόνου, όσο και για να προστατεύσω την ψυχική μου υγεία. Δεν θα άντεχα να επιχειρήσω να το μεταφράσω. Θα ήταν πολύ μεγάλος ο πειρασμός να καταλήξω να ξαναγράφω ολόκληρα κομμάτια του.
Το πρωτότυπο δεν έχει εκδοθεί ακόμα, έχει υπάρξει ενδιαφέρον από Μεγάλη Βρετανία και Η.Π.Α. και η ατζέντισσά μου συζητάει με διάφορους εκδότες. Ίδωμεν. Είναι περίεργη η αίσθηση να έχει εκδοθεί σε μετάφραση αλλά όχι στο πρωτότυπο. Τον Οκτώβριο θα εκδοθεί και στη Σερβία από τις εκδόσεις Vulkan – σε εκείνο το σημείο η αίσθηση θα γίνει μάλλον διπλά περίεργη.
Τι είδους έρευνα διεξήγαγες για να αντλήσεις το υλικό σου; Σε ποιες πηγές ανέτρεξες;
Μην τα ρωτάς. Η βιβλιογραφία της διατριβής μου ήταν γύρω στις 25 σελίδες, από τις οποίες περίπου οι 15 αφορούσαν το θεωρητικό-ιστορικό κομμάτι. Διάβασα ό,τι μπορούσα να πιάσω στα χέρια μου: Σύγχρονες ιστορίες του εμφυλίου, αλλά και γραμμένες στις ενδιάμεσες δεκαετίες, μαρτυρίες, απομνημονεύματα, και αλληλογραφία Ελλήνων και από τις δύο πλευρές, ξένων στρατιωτικών, πολιτικών και ρεπόρτερ που συμμετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στα γεγονότα. Εφημερίδες της εποχής, ελληνικές και αγγλικές. Αρχεία του Foreign Office στα βρετανικά National Archives στο Richmond. Μυθιστορήματα για την (αλλά και από την) περίοδο, στα ελληνικά και τα αγγλικά. Ακαδημαϊκές μελέτες για το ιστορικό τραύμα, την μνήμη και την λήθη, και ιδίως την μνήμη του πολέμου και την πολιτική και πολιτισμική της διαχείριση. Μελέτες για τον δωσιλογισμό, την τιμωρία του ή όχι ανά την Ευρώπη. Τσελεμεντέδες του ‘40, προφανώς – ίσως κάπου και να το παράκανα.
Όλα αυτά συνοδεύτηκαν από φωτογραφικά αρχεία, ντοκιμαντέρ, κλπ. Υπήρξε μια περίοδος περίπου ενός-ενάμιση χρόνου που ξυπνούσα και κοιμόμουν με την σκέψη του Εμφυλίου και τι μπορεί να μην ήξερα γι’ αυτόν μα έπρεπε να το μάθω. Δεν ήταν απαραίτητα ό,τι πιο υγιές.
Το μυθιστόρημα διαρθρώνεται σε δύο διακριτά μέρη, το πρώτο στην εποχή της Κατοχής, της Αντίστασης και των Δεκεμβριανών, και το δεύτερο ανατρέχει στις αιτίες της πολιτικής και οικονομικής κρίσης που οδήγησαν στα γεγονότα του 2015. Ποιες είναι οι ιστορικές συνδέσεις και συνάφειες και πώς επιδίωξες να τις εντοπίσεις μέσω της λογοτεχνικής διαπραγμάτευσης;
Να πω πρώτα από όλα ότι μεσολαβεί και ένα τρίτο μέρος που διαδραματίζεται το 1995, οι πιθανές συνδέσεις του οποίου με τα άλλα δύο μέρη είναι θα έλεγα κάπως πιο υπόγειες μα παρ’ όλα αυτά καίριες. Τώρα, σε ότι αφορά την ίδια την ερώτηση, είναι νομίζω σημαντικό να απαντήσω κάπως προσεκτικά: Κατά έναν τρόπο, η ύπαρξη ή όχι αυτών των ιστορικών συνδέσεων μεταξύ του 1944 και του 2015 ήταν ακριβώς το ερώτημα που ήθελα να διαπραγματευτεί το μυθιστόρημα χωρίς να το απαντήσει με τρόπο κατηγορηματικό, που θα ήταν άλλωστε θεωρώ και προσωπικός και ενδεχομένως λανθασμένος. Τι θέλω να πω με αυτό: Μια από τις κύριες θεωρητικές επιρροές μου ήταν ο Αμερικανός ιστορικός Χέιντεν Γουάιτ, που είναι κυρίως γνωστός για το βιβλίο του Metahistory: The Historical Imagination in Nineteenth-Century Europe (Μεταϊστορία: Η ιστορική φαντασία στην Ευρώπη του δέκατου ένατου αιώνα) (1973) – σημαντικό σταθμό στη γλωσσική στροφή στον τομέα της ιστοριογραφίας.
Για να μην ζαλίζω τους αναγνώστες σου με πολλή θεωρία: Ο Γουάιτ διακρίνει μεταξύ ιστορικού συμβάντος και ιστορικού γεγονότος και παρατηρεί πως το δεύτερο δεν αντιστοιχεί μόνο στο συμβάν αλλά και στο πλέγμα κρίσεων, ιδεών, αναφορών κλπ. που το συνοδεύουν όταν αυτό τοποθετηθεί στα πλαίσια μιας αφήγησης. Ένα ιδιαίτερα προφανές παράδειγμα για τα ελληνικά δεδομένα θα ήταν η διάκριση ας πούμε μεταξύ του «1922» και της «Μικρασιατικής Καταστροφής». Η δεύτερη φράση εμπεριέχει ήδη ένα τεράστιο πλέγμα ιδεών και συγκινησιακής φόρτισης. Δεν είναι απλώς ένα συμβάν, αλλά ένα γεγονός, δηλαδή ένα συμβάν που βρίσκεται ήδη υπό περιγραφή. Αυτό φυσικά έχει ανυπολόγιστες συνέπειες, όχι για το κατά πόσο μπορούμε να δούμε όσο το δυνατόν καθαρά και χωρίς στρεβλώσεις το παρελθόν μας, μα για το κατά πόσο μπορούμε να δούμε με τέτοιο τρόπο το παρόν μας –που τείνουμε πάντα να νοηματοδοτούμε με βάση όλα όσα πιστεύουμε πως έχουν προηγηθεί.
Όλα αυτά είναι ένας κάπως φλύαρος τρόπος να απαντήσω πως έγραψα το μυθιστόρημα – και επιχείρησα να το γράψω πρωτίστως με σεβασμό στις ιστορικές συνθήκες που πραγματεύεται – ακριβώς για να προσπαθήσω να εντοπίσω για τον εαυτό μου πιθανές συνδέσεις και συνάφειες ή να αποφασίσω πως οι συνδέσεις αυτές δεν είναι παρά η στρέβλωση που κάνει αυτή τη σύγκριση δυνατή. Αλλά και με σκοπό να δώσω στους αναγνώστες το χώρο να απαντήσουν στο ίδιο ερώτημα όπως θεωρούν εκείνοι σωστότερο.
(Ας θυμηθούμε εδώ τον Μπένγιαμιν, βεβαίως, και την έκτη θέση του για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας: «Ανασύνθεση του παρελθόντος δεν σημαίνει αναγνώρισή του ‘με τον τρόπο που υπήρξε πραγματικά’. Σηµαίνει το άρπαγµα µιας µνήµης καθώς αστράφτει σε µια στιγµή κινδύνου». Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ, η πρόθεση μετράει.)
Λογοτεχνικά, αυτό σήμαινε μια προσπάθεια τόσο να τοποθετήσω τους χαρακτήρες σε ένα συγκεκριμένο πολιτικο-ιστορικό γίγνεσθαι και να τους φέρω σε αντιπαράθεση με βάση την αναπόφευκτα περιορισμένη οπτική γωνία του καθενός τους, αλλά και να φέρνω διαρκώς στο προσκήνιο ως υλικό για αναστοχασμό την ίδια την απόπειρα του αφηγητή μου να συνθέσει τις ιστορίες τους σε μια ενιαία αφήγηση, τους λόγους για αυτή την απόπειρα, τις στρεβλώσεις που μοιραία θα τη συνοδεύσουν, και τα πιθανά προβλήματα που ενδέχεται να δημιουργήσει ακόμα και η ας πούμε «επιτυχία» της.
Ας δούμε λίγο την τοπογραφία της πλοκής. Εστιάζεις στην ανθρωπογεωγραφία τριών κόκκινων συνοικιών: της Καισαριανής, της Κοκκινιάς και του Ασύρματου – όπου σε σημεία νομίζω ότι ξαναβλέπω τη «Συνοικία το Όνειρο» του Αλεξανδράκη. Συνδέεσαι βιωματικά; Οι περιγραφές σου είναι προφανώς βασισμένες σε γραπτές πηγές, ωστόσο, αντλείς από προφορικές, οικογενειακές ή φιλικές αφηγήσεις;
Γεννήθηκα στο Παγκράτι και μεγάλωσα στο Βύρωνα, οπότε η σχέση μου με την Καισαριανή είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό βιωματική. Σε κάθε περίπτωση πάντως άντλησα πάρα πολύ υλικό από προφορικές αφηγήσεις, τόσο συγγενών, όσο και φίλων και γνωστών. Η προφορική ιστορία ήταν γενικότερα πολύ σημαντική πηγή όχι μόνο ιστορικού υλικού και περιστατικών αλλά και ετερόκλητων αφηγηματικών τρόπων.
Συγγενείς και φίλους βέβαια τους έχω κατακλέψει. Το βιβλίο πάντως δεν είναι αυτοβιογραφικό, ούτε κάποιου είδους roman-à-clef οικογενειακή ιστορία. Απλώς, όπως οι περισσότεροι συγγραφείς, έκλεψα οτιδήποτε στο περιβάλλον μου ήταν διαθέσιμο και χρήσιμο.
Κομβικές ημερομηνίες: 3ης Δεκεμβρίου 1944, από τη Μεγάλη Βρετάνια η Αστυνομία και οι παραστρατιωτικοί ανοίγουν πυρ στη μαζική διαδήλωση του ΕΑΜ με δεκάδες θύματα∙ 5 Ιουλίου 2015, το Δημοψήφισμα. Και πάλι νομίζω ότι αναζητάς παραλληλισμούς και αναπτύσσεις προβληματισμούς: τόσο για τις βαθύτερες αιτίες όσο και, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, στην ατολμία (ή έστω στην ελλιπή προετοιμασία) για το επόμενο βήμα της σύγκρουσης…
Όπως καταλαβαίνεις με βάση την προηγούμενη απάντηση, δεν θέλω να δώσω μια προσωπική ερμηνεία των γεγονότων, θα πω όμως τα εξής: Μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει μια σειρά παραλληλισμών, τόσο στον ίδιο τον διχασμό των δύο περιόδων όσο και στον τρόπο που αντιμετωπίστηκε, προβλημάτισε, αλλά και σε μεγάλο βαθμό εργαλειοποιήθηκε η ανάμειξη «ξένων δυνάμεων» (είτε αυτοί λέγονται Γερμανοί είτε όχι) σε συνάρτηση με διάφορες εθνικιστικές και μη κορώνες που δεν προέρχονταν μόνο από τους συνήθεις υπόπτους, ως πολιτικό χώρο. (Ιδίως για ένα κομμάτι της Αριστεράς, που είναι και αυτή που με αφορά προσωπικά, νομίζω το πρόβλημα είναι σε αυτό το σημείο ιδιαίτερα εμφανές.)
Το ερώτημα από την άλλη παραμένει: Είναι δόκιμοι αυτοί οι παραλληλισμοί, ή αποτέλεσμα της ίδιας της ιδέας μιας ιστορικής επανάληψης που έχει πολύ περισσότερο να κάνει με τις αγκυλώσεις μας γύρω από το εθνικό παρελθόν, παρά με κάποια διαυγή ανάγνωση των ίδιων των γεγονότων;
Δεδομένου ότι την περίοδο της κρίσης μεγάλο μέρος του δημόσιου λόγου για την κατάσταση της χώρας γινόταν με όρους όπως «δωσίλογοι», «γερμανοτσολιάδες», «άπλυτα κομμούνια», «αναρχοσυμμορίτες», «Βίτσι-Γράμμος», «Μελιγαλάς» κλπ., είναι κρίσιμο να αναρωτηθεί κανείς ποια πραγματικότητα ήταν τελικά που περιγραφόταν, και υπό ποιο πρίσμα. Όσο χρήσιμο εργαλείο και να είναι οι ιστορικές αναλογίες για να στοχαστούμε τη δική μας ιστορική στιγμή – δεν έχουμε απαραίτητα και πληθώρα άλλων επιλογών αντίστοιχης αναλυτικής ισχύος – καλό είναι να έχουμε στο μυαλό και τον παλιό αστεϊσμό για το κατά πόσο η ιστορία όντως επαναλαμβάνεται ή οι ιστορικοί αντιγράφουν ο ένας τον άλλο.
Έστω κι έτσι, ας μου επιτραπεί υπό το πρίσμα όλων αυτών μια προσπάθεια ανάλυσης που δεν νομίζω πάντως ότι διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας:
Η κρίση και η διαχείρισή της ως αποτυχία της Αριστεράς ήταν πρώτα και πριν από όλα αποτυχία σωστής περιγραφής της κρίσης, η οποία έγινε σε μεγάλο βαθμό με όρους που οδήγησαν σε μια συγκεκριμένη διάγνωση των αιτιών της, και άρα και τελικά επέβαλλαν μια συγκεκριμένη προσέγγιση στη διαχείρισή της, προσέγγιση που, ας μην ξεχνάμε, ακόμα και πολλοί από τους αρχιτέκτονές της παραδέχονται ανοιχτά πως ήταν λανθασμένη.
Στο μυθιστόρημα αναφέρω κάπου την ρήση που συνήθως αποδίδεται στον Φρέντρικ Τζέιμσον για το πώς είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού. Αυτός ο περιορισμός σε έναν ορίζοντα δυνατοτήτων πέρα από τον οποίο ο κόσμος παύει να υφίσταται διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαχείριση της κρίσης με όρους θατσερικού there is no alternative.
Βέβαια, αυτό δεν είναι καινούργιο πρόβλημα για την Αριστερά, που σε μεγάλο βαθμό έχει παγιδευτεί σε απόπειρες να εξηγήσει τα (απολύτως) υπαρκτά προβλήματα ενός παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου μοντέλου με ερμηνευτικά σχήματα παλιότερων εποχών. Δεν είναι πως τα σχήματα δεν περιγράφουν την καθημερινότητα των πολιτών στους οποίους απευθύνονται – πολύ συχνά όμως δεν αρθρώνονται με τρόπο πειστικό, που να ξεπερνά τις όποιες επικλήσεις σε ένα παρελθόν επιτυχημένων και μη αγώνων και να καθιστά εμφανές ότι αφορούν το σήμερα και αποτελούν ρεαλιστικές εναλλακτικές.
Το πρόβλημα του «ρεαλισμού» είναι βέβαια διπλό: Μια Αριστερά που δεν μπορεί να αρθρώσει διεθνιστικές λύσεις για ένα διεθνές πρόβλημα δύσκολα θα γίνει πειστική, ιδίως τη στιγμή που όπου κυβέρνησε πρόσφατα (όχι μόνο στην Ελλάδα) κατάφερε σε έναν βαθμό μόνο να αποδείξει την ανεπάρκεια των τοπικών λύσεων ως αντίβαρο σε παγκόσμιες πιέσεις. Από την άλλη, όταν προτείνει λύσεις παγκόσμιας κλίμακας, είτε βρίσκεται αναγκασμένη να αμύνεται ενάντια σε κατηγορίες ουτοπικής σκέψης, είτε – όταν ενδεχομένως «κινδυνεύει» να ακουστεί πειστική –καταλήγει να φοβίζει ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων που όσο και να είναι απογοητευμένοι/εξοργισμένοι με το status quo θα δειλιάσουν μπροστά στο ενδεχόμενο μιας ριζικής ρήξης με αυτό, ακριβώς λόγω της «αδιανόητης» (βλ. Τζέιμσον) κλίμακας των απαιτούμενων αλλαγών. Ειρήσθω εν παρόδω, αυτός είναι και ένας ακόμα λόγος για την στροφή των ψηφοφόρων ανά την Ευρώπη σε ακροδεξιές παρατάξεις, που και κατορθώνουν να μοιάζουν πιο πειστικές όταν υπόσχονται «τοπικές» λύσεις (κλειστά σύνορα, «έξω οι ξένοι») και προσφέρουν μια διαφυγή υποσχόμενες τις λίγες μορφές επικράτησης που πλέον φαντάζουν εφικτές για πολύ κόσμο, την φυλετική και εθνική «καθαρότητα», την νίκη σε αυτό που περιγράφουν ως «πόλεμο αξιών» κλπ. (Βλέπε «Μπορεί το ΕΣΥ να έχει καταρρεύσει αλλά γλιτώσαμε από το Γονέας 1 και 2. Νικήσαμε, πατριώτες, νικήσαμε»). Δεν αποτελεί καν καινούργιο φαινόμενο. Το «Όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό, καλά θα κάνει να σωπαίνει και για τον φασισμό», ο Χορκχάιμερ το έγραψε πότε, το ’39;
Θα έλεγε κανείς ότι βρίσκεσαι σε «διαρκή σημειολογική διαλεκτική» με το V, το πρώτο μυθιστόρημα του Pynchon. Θα ήθελες να μας πεις περισσότερα; Ποια θέση κατέχει στα αναγνώσματά σου;
Ναι, το V. ήταν συχνά-πυκνά στο μυαλό μου όταν έγραφα, και υπάρχουν αρκετές αναφορές σε αυτό στο κείμενο, πρωτίστως γιατί από τα μυθιστορήματα του Pynchon είναι μάλλον εκείνο που βρίσκεται πιο κοντά στη σύλληψη της Ν.Σ. ως «ιστορικό» μυθιστόρημα που συνενώνει ετερόκλητες αφηγήσεις (το Gravity’s Rainbow είναι εμφανώς άλλο πράγμα – και εντελώς άλλο μέγεθος λογοτεχνικά). Ταυτόχρονα όμως, σε ό,τι είχε σχέση με το κατά πόσο ήθελα η Ν.Σ. να δίνει στους αναγνώστες «εξηγήσεις» και ποιες, είχα στο κεφάλι μου και μια πολύ εύστοχη παρατήρηση του Robert Sklar: «To V. είναι σαν γρίφος, που αφού απαντηθεί σωστά, δεν θα απασχολήσει ποτέ ξανά το μυαλό. Το The Crying of Lot 49 είναι θεμελιωμένο σε μια αίσθηση μυστηρίου… που παραμένει… ακόμα και αφού το εξωτερικό μυστήριο λυθεί. Το V. είναι ένα περίπλοκο μυθιστόρημα που με κάθε νέα ανάγνωση γίνεται απλούστερο. Το The Crying of Lot 49 είναι ένα απλό μυθιστόρημα που όταν ξαναδιαβαστεί γίνεται πιο περίπλοκο».
Ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες σου βασίζεται στον συγγραφέα Πέτρο Αμπατζόγλου. Ξεκινάς τις λογοτεχνικές σου ευχαριστίες από τον Άρη Αλεξάνδρου. Θα ήθελα να δούμε ευρύτερα τις επιρροές σου και τη διακειμενικότητα του μυθιστορήματος.
Ένας από τους ενδιαφέροντες πονοκεφάλους της συγγραφής του μυθιστορήματος ήταν πως πρόκειται για ελληνικό μυθιστόρημα (ό,τι και αν αποφασίσουμε πως σημαίνει αυτό), με θέμα την ελληνική ιστορία, γραμμένο στα αγγλικά. Ήταν επόμενο λοιπόν να συνομιλεί με πολλούς Έλληνες συγγραφείς και ποιητές, αν όχι στο επίπεδο της ίδιας της γλώσσας και των τεχνικών του (αν και συμβαίνει και αυτό), τότε σίγουρα στις θεματικές του και την λογοτεχνική παράδοση από την οποία εκπορεύεται, που δεν εξαντλείται απλώς σε ένα σύνολο τεχνικών. Και ταυτόχρονα να συνομιλεί με πολλούς αγγλόφωνους συγγραφείς, τόσο στη γλώσσα και τις τεχνικές, όσο και στο πώς τοποθετείται σε διάλογο με την μακρά παράδοση του αγγλόφωνου (μεταμοντέρνου και μη) ιστορικού μυθιστορήματος. Η λύση που διάλεξα να δώσω σε όλο αυτό ήταν να οργανώσω τις αναφορές μου έτσι που να επαναλαμβάνουν, να αναπτύσσουν, και να περιπλέκουν τις θεματικές του μυθιστορήματος σε διακειμενικό επίπεδο. Που είναι ένας κάπως στομφώδης τρόπος να πω ότι το βιβλίο αντλεί τόσο από την ελληνική όσο και από την αγγλόφωνη παράδοση με τρόπο που επιχειρεί να τις συγκεράσει σε μια αφήγηση που πρώτα από όλα να επιτυγχάνει ως αφήγηση, αλλά να δίνει και τη δυνατότητα μιας πιο λογοτεχνικής-θεωρητικής προσέγγισης σχετικά με την ίδια την έννοια της εθνικής λογοτεχνίας.
Πώς κατόρθωσες να συνδυάσεις το «ντοκιμαντέρ» με αφηγηματικά εργαλεία -και ποια είναι αυτά;- που προέρχονται, αφενός από τον μεταμοντερνισμό, αφετέρου από τη λογοτεχνία του φανταστικού; Αναφέρεσαι και στη θρυλική επιθεώρηση «Απαγορευμένος Πλανήτης» που εξέδιδε το Παρά Πέντε;
Η ελπίδα είναι πως το κατόρθωσα. Το ζητούμενο ήταν εξαρχής να συνυπάρξει το ‘ντοκιμαντέρ’, ας το πούμε (με την έννοια μιας αφήγησης που επιχειρεί να μείνει όσο το δυνατόν πιο πιστή στα συμβάντα) με την τοποθέτηση σε διάλογο διαφόρων μορφών ιστορικής αφήγησης – άρα και μορφών μυθοπλαστικής αφήγησης. Οπότε ήταν και ζητούμενο στο μυθιστόρημα να συνυπάρξουν ρεαλισμός, μοντερνισμός και μεταμοντερνισμός, δεδομένου πως πρόκειται για τρία ρεύματα η σχέση των οποίων με την ιστορία είναι ριζικά διαφορετική – αν θες, την στρεβλώνουν με ριζικά διαφορετικούς τρόπους.
Πρόκειται προφανώς για τεράστιο θέμα που δεν είναι της στιγμής. Ακόμα και το σχόλιό μου είναι απελπιστικά απλουστευτικό: Ποιος ρεαλισμός; Ο λογοτεχνικο-ιστορικά καθορισμένος ρεαλισμός που έχει την αφετηρία του στον Σταντάλ – χοντρικά η περίοδος από το 1830 ως λίγο μετά το 1900; Ή αυτό που συνηθίζουμε να εννοούμε με τον όρο: Κατά την Madhu Dubey, «οποιοδήποτε σύνολο αφηγηματικών κωδίκων και συμβάσεων έχει επιτύχει αναπαραστατική σταθερότητα με την πάροδο του χρόνου και ως εκ τούτου έχει φτάσει να θεωρείται διάφανα δοσμένο» (εννοεί ως μη-τεχνική, ως τα-πράγματα-ως-έχουν).
Ταυτόχρονα – και εδώ υπεισέρχεται και το θέμα της λογοτεχνίας του φανταστικού – ο ρεαλισμός (όπως και στη θατσερική του εκδοχή) κρύβει πάντα και τον κίνδυνο της μιας πολύ «επίπεδης» θεώρησης της πραγματικότητας – μια ανάγνωσης που εμμένει πως τα πράγματα είναι έτσι, μόνο έτσι, και δεν θα μπορούσαν να είναι αλλιώς. Πρόκειται για την ίδια διαδικασία μέσω της οποίας το παρελθόν εργαλειοποιείται ως αιτιολόγηση του αναπόφευκτου του παρόντος, με το δεύτερο να αποτελεί τη φυσική – και μοναδική δυνατή – κατάληξη της σειράς ιστορικών γεγονότων που οδήγησαν σε αυτό. Από την άλλη, η λογοτεχνία του φανταστικού, ιδίως η επιστημονική φαντασία σε αφηγήσεις όπως οι εναλλακτικές ιστορίες, αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ως θεωρητική, με άλλα λόγια επιτρέπει διαφορετικές θεωρήσεις της, και στοχάζεται για την τυχαιότητα και το αναπάντεχο ως δομικά στοιχεία μιας οποιασδήποτε ιστορικής πορείας. (Ειρήσθω εν παρόδω, ένας ακόμα λόγος που έχω βαρεθεί να ακούω τη γνωστή σαχλαμάρα για κάποιο μυθιστόρημα που «μοιάζει με Ε.Φ. αλλά δεν είναι γιατί στην πραγματικότητα είναι βαθιά πολιτικό».)
Συγκεκριμένα στη Ν.Σ. σημαντική επιρροή ως προς την μορφή και κάποια ενδεχομένως μη-ρεαλιστικά στοιχεία άσκησε η αντιδιαστολή που κάνει ο Φρέντρικ Τζέιμσον μεταξύ του παραδοσιακού ιστορικού μυθιστορήματος κατά τον Λούκατς και της επιστημονικής φαντασίας, ως είδη που διαμορφώνουν τύπους ιστορικής συνείδησης διά μέσω του «ηρωικού» παρελθόντος στην πρώτη περίπτωση και ενός αναπάντεχου μέλλοντος στη δεύτερη (Αρχαιολογίες του Μέλλοντος: Η επιθυμία που λέγεται ουτοπία και άλλες επιστημονικές φαντασίες).
Η αναφορά στον «Απαγορευμένο Πλανήτη» δεν μπορούσε να λείψει βέβαια και γιατί η πρώτη περίοδος έκδοσής του (1987-90) με στιγμάτισε ως αναγνώστη του είδους.
Αναφορικά με τα παραπάνω, θα ήθελες να μας μιλήσεις για το έργο του Fredric Jameson;
Πόσες βδομάδες χρόνο έχεις; (Χιχι.)
Θα περιοριστώ στα εξής: Στο γράψιμο της Ν.Σ. βασική επιρροή άσκησαν επίσης οι ιδέες του Jameson περί της αντικατάστασης του χρόνου από τον χώρο στην μετανεωτερικότητα και η (θεωρώ προβληματική) ανάλυσή του τού Ragtime του E.L. Doctorow ως μεταμοντέρνου ιστορικού μυθιστορήματος, στην οποία όμως έχει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα να πει για αυτό που αποκαλεί το «παρόν της εκφοράς λόγου» (Το Μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού). Αλλά και, για προφανείς λόγους, η κλασική ανάλυσή του για το πολιτικό ασυνείδητο (Το πολιτικό ασυνείδητο: Η αφήγηση ως κοινωνικά συμβολική πράξη).
Ας δούμε λίγο και το σάουντρακ του βιβλίου: «Βραδεμβουργιανά Κονσέρτα», Ξενάκης (ο οποίος συμμετείχε στα Δεκεμβριανά), Steve Reich, αλλά και Clutch, Gojira, και «τα τερατώδη ριφ» του “Demiurge” των Meshugah. Τι άκουγες τις μέρες του Δημοψηφίσματος; Τι ακούς σήμερα;
Από όσο μπορώ να θυμηθώ, την περίοδο του δημοψηφίσματος άκουγα όντως πολύ Ξενάκη. Reich και Meshuggah σίγουρα, δεν υπάρχει περίοδος που να μην ακούω. Τι άλλο; Tory Amos και Bjork, Blut Aus Nord (γαλλικό αβανγκάρντ black metal), πολύ Mastodon, είναι αυτά που θυμάμαι σίγουρα.
Σήμερα: Reich και Meshuggah (χιχι). Σοστακόβιτς. Ντβόρζακ. Για κάποιους μήνες άκουγα όλη μέρα Βάγκνερ, τώρα κάνω και διαλείμματα με Βέρντι. Πολύ Mastodon. Σε μόνιμη επανάληψη το ένα μέχρι στιγμής άλμπουμ των Feminazgûl (αμερικανικό φεμινιστικό, αντιφασιστικό black metal). Imperial Triumphant (απερίγραπτοι, αλλά ας πούμε αβανγκάρντ blackened death metal jazz fusion…;). Ξανά και ξανά τα δύο studio άλμπουμ του Burial. To πρώτο άλμπουμ για πάνω από μια δεκαετία των Ελλήνων Sun of Nothing, ‘Maze’. Χιπ χοπ, αλλά σχεδόν αποκλειστικά παραδοσιακές αξίες: Public Enemy, De La Soul, Wu-Tang Clan. Κάθε τόσο πάω ως τα ράφια με τα CD που αρνούμαι να ξεφορτωθώ και διαλέγω ημι-τυχαία κάτι που έχω καιρό να ακούσω. Σήμερα: το ‘African Space Craft’ του Keziah Jones, και το αδιανόητο ‘Kaddish’ των Towering Inferno.
Ποια βιβλία ξεχωρίζεις από αυτά που διάβασες τελευταία;
Το anti-memoir του M. John Harrison, Wish I Was Here. Το Spent Light της Lara Pawson. Το Η πόλη Μαρία του Δημήτρη Αγγελή. Διαβάζω αργά οτιδήποτε του Pierre Michon έχει μεταφραστεί σε ελληνικά ή αγγλικά, μη μου τελειώσουν. Πιο πρόσφατα, ξανά το τρομερό Ο Αυτοκράτορας της Δύσης. Διόρθωσα μια προηγούμενη, και όπως αποδείχθηκε σοβαρή, παράλειψη, διαβάζοντας επιτέλους τη Νουθεσία ημιόνου του Γιάννη Αστερή. Το Carpentaria της Alexis Wright (Αυστραλιανή Αβορίγινας, αμετάφραστη δυστυχώς στα ελληνικά). Το Προλετκούλτ των Wu Ming. Από non-fiction: Το αρχαίο μυθιστόρημα του Tomas Hägg. Το Για τον Pynchon, που μάλλον το έχεις ακουστά [χιχι]. Διαβάζω τώρα το Reading David Foster Wallace between philosophy and literature (επιμέλεια Allard den Dulk, Pia Masiero και Adriano Ardovino). Και το απολαυστικό The Queen's Throat: Opera, Homosexuality, and the Mystery of Desire, του Wayne Koestenbaum.
Εκτός από συγγραφέας (και ακόρεστος αναγνώστης), είσαι επίσης ικανότατος μεταφραστής: Jonathan Lethem, David Foster Wallace. Θα ήθελες να μας μιλήσεις για τη σχέση σου με έργο του Wallace; Την επιρροή του; Σε ποιο σημείο βρίσκεται η ελληνική μετάφραση του Infinite Jest; Μεταφράζεις κάτι άλλο αυτήν εποχή;
Ο ίδιος ο Wallace θα έλεγε «Don’t even ask». H Flannery O’Connor, ερωτηθείσα κάποια στιγμή για την επιρροή του Faulkner στη λογοτεχνία του αμερικανικού νότου, είχε (αμίμητα) απαντήσει ότι «Κανείς δε θέλει να ‘χει το μουλάρι και την άμαξά του σταματημένα στις ίδιες ράγες που κατηφορίζει βρυχώμενο το Νότιο Εξπρές».
Έχοντας διαβάσει πολλούς wannabe επιγόνους του Wallace, και έχοντας μεταφράσει πλέον αρκετό (η μετάφραση του Jest είναι στα τελειώματα), θα πω ότι το στιλ του είναι ενδεχομένως εύκολο να επιχειρήσεις να το μιμηθείς, την ποιότητα σκέψης που εκφράζει όμως, όχι. Νομίζω ως επιρροή από τον Wallace είναι εφικτό να κρατήσει κανείς την αλλεργία του στην ιδέα ενός οριστικά διαμορφωμένου στιλ που επαναλαμβάνεται απαράλλαχτο από βιβλίο σε βιβλίο, τη διάθεσή του να πειραματιστεί, και την σοβαρότητα με την οποία αντιμετώπιζε το γενικότερο ερώτημα του λόγου ύπαρξης της λογοτεχνίας και της σχέσης της με την εκάστοτε εποχή της.
Κώστας Καλτσάς, Η νικήτρια σκόνη
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2024
σελ. 560
Ο Κώστας Καλτσάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Πτυχιούχος βιολόγος, εργάστηκε σε βιβλιοπωλείο πριν ολοκληρώσει το διδακτορικό του στη δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον ως υπότροφος του Arts and Humanities Research Council UK, με τη “Νικήτρια σκόνη” ως μέρος της διατριβής του. Έχει μεταφράσει έργα των Τζόναθαν Λέθεμ, Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας κ.ά. Έχει εκδώσει μία νουβέλα (Postlude, Pilotless Press, Αθήνα 2014).