Με τον όρο Αναγέννηση του Χάρλεμ (Harlem Renaissance) χαρακτηρίζεται το ευρύτερο καλλιτεχνικό κίνημα που εξελλίχθηκε στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης περίπου στις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Mελετητές, όπως ο Laban Carrick Hill στο βιβλίο του “Harlem Stomp!: A Cultural History of the Harlem Renaissance” (Little, Brown, 2020), προτείνουν ως χρονολογία έναρξης το 1917-1918 και ολοκλήρωσης το 1934-35. Ο Nathan Irvin Huggins, στην κλασική μελέτη του “Harlem Renaissance” (Oxford University Press, updated edition, 2007), σημειώνει ότι εναλλακτικά ονομάστηκε και Νέο Νέγρικο Κίνημα (New Negro Movement). Η ονομασία αυτή προέρχεται από τον τίτλο της ανθολογίας κειμένων (διήγημα, δοκίμιο, ποίηση) “The New Negro: An Interpretation”, που επιμελήθηκε το 1925 ο λόγιος συγγραφέας Alain LeRoy Locke. Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Atheneum και στον τόμο πρωτοεμφανίστηκαν συγγραφείς όπως ο Countee Cullen, ο Langston Hughes, η Zora Neale Hurston, ο Claude McKay, ο Eric Walrond, και άλλοι. Οι δύο τόμοι “Harlem Renaissance Novels: the Library of America Collection” (Library of America, 2011) προσφέρουν έναν καλό οδηγό στη λογοτεχνία του κινήματος.
Ωστόσο, η Αναγέννηση του Χάρλεμ δεν περιορίστηκε μόνο στη λογοτεχνία, αλλά αγκάλιασε και τη μουσική (jazz φυσικά), τις εικαστικές τέχνες, τη φωτογραφία, το θέατρο (όχι όμως και τον κινηματογράφο), τη μόδα. Εξέφρασε εν πολλοίς την πρόσληψη του μοντερνισμού από τους Αφροαμερικανούς καλλιτέχνες της εποχής, ενός όμως μοντερνισμού που φιλτραρόταν και μέσα από τις αρτίστικες παραδόσεις της Αφρικής
Ειδικά οι θεατρικές παραστάσεις είχαν πολύ μεγάλη σημασία. Από το 1918, οι αριστεροί θεατρικοί συγγραφείς και σκηνοθέτες Frederic Ridgely Torrence, και James Weldon Johnson ξεκίνησαν να παρουσιάζουν σε χώρους όπως η Harlem Opera μια σειρά από παραστάσεις με μαύρους ηθοποιούς, με τον γενικό τίτλο Plays for a Negro Theater. Ήταν η πρώτη φορά, όχι που εμφανίζονταν επί σκηνής μαύροι ηθοποιοί, αλλά που υποδύονταν κανονικούς ανθρώπους και όχι «Μπαρμπα-Θωμάδες», άγριους της ζούγκλας, ή γενικώς υπάνθρωπες καρικατούρες.
Tο Χάρλεμ αποτέλεσε επίσης την κοιτίδα της jazz στη Νέα Υόρκη. Για την εποχή του μιλάμε, ανάμεσα στους τζαζίστες (μαζί με μουσικούς που προέρχονταν από τους συγγενικούς χώρους του blues και των spirituals) που συνδέθηκαν με την Αναγέννηση του Χάρλεμ περιλαμβάνονται οι εξής: οι πιανίστες Lucky Roberts, William “The Lion” Smith, Fats Waller και James Price Johnson, οι ερμηνεύτριες Ethel Waters, Adelaide Hall και Florence Mills, και φυσικά οι πιανίστες και διευθυντές ορχήστρας Duke Ellington και Fletcher Henderson.
Μεγάλη ήταν η συμβολή του κλαμπ Minton’s Playhouse, το οποίο διηύθυνε στο Χάρλεμ από τη δεκαετία του 1930 ο Αφροαμερικανός συνδικαλιστής Χένρι Μίντον (Henry Milton). Ήταν γνωστό απλώς ως Minton’s και προσέφερε στους Αφροαμερικανούς της jazz στέγη, φαγητό και αξιοπρεπή αμοιβή, καθώς και τη δυνατότητα του ελεύθερου τζαμαρίσματος (jamming), κάτι που δεν επέτρεπαν άλλα μαγαζιά. Γράφει ο συγγραφέας Grégory Pierrot (για την εποχή του be bop):
«Το Minton’s ήταν ένας ασφαλής χώρος, και καθώς οι μαύροι μουσικοί που συναντιούνταν εκεί αργά το βράδυ ήταν ελεύθεροι να πειραματιστούν μακριά από τις προσδοκίες του κοινού, αυτό που γεννήθηκε έφερε μια θεμελιώδη επανάσταση στη μουσική. Λέγεται ότι οι Τσάρλι Πάρκερ, Ντίζι Γκιλέσπι, Θελόνιους Μονκ, Μάιλς Ντέβις κ.ά. ήθελαν μια μουσική που οι λευκοί μουσικοί δεν θα μπορούσαν να παίξουν...»
Δύο βιβλία που αναφέρονται προνομιακά στην jazz της Αναγέννησης του Χάρλεμ είναι τα εξής: το “The Best of Jazz 1: Basin Street to Harlem: Jazz Masters and Master Pieces, 1917-1930” του Humphrey Lyttelton (Taplinger Pub Co, 1978) και το “Harlem Jazz Adventures: A European Baron's Memoir, 1934-1969” του Timme Rosenkrantz (Scarecrow Press, 2012). Πολύτιμες πληροφορίες περιέχει και το βιβλίο του μαρξιστή ιστορικού και λάτρη της jazz Eric J. Hobsbawm με τον τίτλο “Η σκηνή της τζαζ” (“The Jazz Scene”, Εξάντας, 1989, 1993, μτφρ. Τάκης Τσήρος), το οποίο είχε αρχικά δημοσιεύσει με το ψευδώνυμο Francis Newton, το 1959.
Μια πολύ παραστατική –και νοσταλγική- περιγραφή της ατμόσφαιρας του Χάρλεμ μας δίνει ο εμιγκρές στο Παρίσι συγγραφέας James Blawdin στη συλλογή κειμένων του “Δεν είμαι ο νέγρος σου” (Εκδόσεις Πόλις, 2019, μτφρ. Ισμήνη Θεοδωροπούλου):
«Μου έλειπαν τα κυριακάτικα πρωινά στο Χάρλεμ
και το τηγανητό κοτόπουλο και τα μπισκότα,
μου έλειπε η μουσική,
μου έλειπε το στυλ –
εκείνο το στυλ που δεν συναντάς σε κανένα άλλο
μέρος του κόσμου.
Μου έλειπε ο τρόπος που το μαύρο πρόσωπο σκληραίνει,
ο τρόπος που τα μαύρα μάτια σε κοιτούν...»
Την οργιώδη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο Χάρλεμ εκείνα τα χρόνια απαθανάτισε κυρίως ο φακός του φωτογράφου James Augustus Van Der Zee, με τις 300 και πλέον φωτογραφίες που εξέθεσε πολλά χρόνια αργότερα στο πλαίσιο της αναδρομικής του έκθεσης «Harlem on My Mind: Cultural Capital of Black America, 1900-1968» στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τεχνών της Νέας Υόρκης.
Η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του ’30 και ο διαφαινόμενος πόλεμος ανέκοψαν τη δυναμική του κινήματος, που όμως δεν έπαψε να επηρεάζει τις επόμενες γενιές Αφροαμερικανών καλλιτεχνών. Σε ό,τι αφορά τους συγγραφείς, ο κορυφαίος λογοτέχνης που αναδείχθηκε από την Αναγέννηση του Χάρλεμ ήταν αναμφίλεκτα ο Langston Hughes. Όμως το ίδιο ισχύει και για τα έργα του Claude McKay, που άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου∙ στα ελληνικά κυκλοφορεί το θαυμάσιο μυθιστόρημά του “Επιστροφή στο Χάρλεμ” (Έρμα, 2021, μτφρ. Όλγα Καρυώτη). Μαζί με αυτούς του δύο, θα πρέπει να σταθούμε και στα έργα της Zora Neale Hurston.
Η Zora Neale Hurston (7 Ιανουαρίου 1891 - 28 Ιανουαρίου 1960) γεννήθηκε στη Νοτασάλγκα της Αλαμπάμα και στα δεκαέξι της, μετά τον θάνατο της μητέρας της, έγινε μέλος ενός περιπλανώμενου θεατρικού θιάσου και κατέληξε στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Howard και κατόπιν στο Barnard College και στο πανεπιστήμιο Columbia, όπου ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της στην Ανθρωπολογία. Πολλές από τις επιτόπιες μελέτες της αφορούν τη ζωή των Αφροαμερικανών στις πολιτείες του Νότου. Σημαντικά έργα της είναι το “Mules and men” (1935), μια ανθολογία για την αφρο-αμερικανική λαογραφία στη Βόρεια Φλόριντα, και το “Voodoo and Life in Haiti and Jamaica” (1938) , μια μελέτη για τις τελετουργίες στην Τζαμάικα και την Αϊτή.
Η Zora Neale Hurston υπερασπιζόταν τη γυνακεία χειραφέτηση, την αθεΐας και είχε την πεποίθησή της κοινωνικής συσσωμάτωσης μαύρων κσι λευκών. Η Toni Morrison τη θεωρεί μια από τις πιο οξυδερκείς συγγραφείς του 20ού αιώνα. Έκανε τρεις γάμους και πέθανε το 1960 στο Φορτ Πιρς της Φλόριντα.
Μεταξύ του 1927 και του 1931, η Zora Neale Hurston ταξίδεψε στην Αλαμπάμα για να μιλήσει εκ βαθέων με τον 90χρονο Κούτζο Λούις, πρώην σκλάβο, τον τελευταίο εν ζωή μάρτυρα αυτής της γενοκτονικής διαδικασίας. Ο Κούτζο μοιράστηκε τις αναμνήσεις του από την τραγωδία της αιχμαλώτισής του –πενήντα ολόκληρα χρόνια μετά την απαγόρευση του διατλαντικού εμπορίου σκλάβων– και από την παραμονή του στα barracoon, «τους ειδικούς στρατώνες όπου οι δουλέμποροι φυλάκιζαν τους μαύρους σκλάβους πριν τους στοιβάξουν σαν άψυχα τσουβάλια στα αμπάρια των πλοίων τους». Η Χέρστον δημοσίευσε τις εξομολογήσεις του στο βιβλίο της “Barracoon: Η ιστορία του τελευταίου σκλάβου” (Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2021, μτφρ. Αντώνης Καλοκύρης).
Το μυθιστόρημα “Their Eyes Watching God” (1937) θεωρείται το σημαντικότερο λογοτεχνικό έργο της Zora Neale Hurston. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε πρόσφατα με τον τίτλο “Τα μάτια τους κοιτούσαν τον θεό”, από τις εκδόσεις Αίολος.
Στο βιβλίο της αυτό η συγγραφέας ασχολείτεια κυρίως με το ζήτημα της γυναικείας απελευθέρωσης. Κεντρική ηρωίδα είναι η Τζέινι Κρόφορντ, που επειδή στα δεκάξι της πιάστηκε ν’ ανταλλάσσει φιλιά με κάποιον στα κρυφά, η γιαγιά της την πάντρεψε άρον-άρον μ’ έναν εξηντάρη κτηματία. Η Τζέινι δεν το βάζει κάτω· ανήσυχο πνεύμα, υπερήφανη, ανεξάρτητη μαύρη γυναίκα, αμφισβητεί τις νόρμες και τα στερεότυπα που επικρατούν. Συνειδητοποιεί έγκαιρα ότι ως μαύρη, υπήρξε θύμα διττής καταπίεσης: από τη μία, από τη λευκή Αμερική που καταπίεζε τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματά της λόγω του χρώματός της∙ από την άλλη, λόγω του φύλου της (gender), από την ίδια την ανδροκρατούμενη μαύρη κοινότητα. Πρόκεται για ένα έργο που κατακεραυνώνει την πατριαρχία και προετοιμάζει το έδαφος για την αμείλικτη κριτική που θα ασκήσει σ’ αυτούς τους θεσμούς με τα δικά της έργα η Toni Morrison. Μια άλλη σπουδαία συγγραγέας, η Βρετανή με καταγωγή από την Τζαμάικα, Zadie Smith, σημειώνει:
«Για μένα το “Τα μάτια τους κοιτούσαν τον Θεό”, είναι ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα […] Δεν υπάρχει βιβλίο που ν’ αγαπώ περισσότερο απ’ αυτό».
Γράφει σε κάποιο σημείο η Hurston:
«Η Τζέινι ανακάλυψε πολύ σύντομα πως η χηρεία της και η περιουσία της αποτελούσαν μεγάλη πρόκληση στη Νότια Φλόριντα. Προτού περάσει ένας μήνας από τον θάνατο του Τζόντι, παρατήρησε πόσο συχνά άντρες που δεν είχαν στενές σχέσεις με τον Τζόντι έρχονταν από πολύ μεγάλη απόσταση για να δουν πώς τα πάει και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως σύμβουλοι. “Είναι αξιολύπητη μια γυναίκα μόνη”, της έλεγαν ξανά και ξανά. “Χρειάζεται βοήθεια. Ο Θεός δεν τις έχει φτιάξει για να προσπαθούν να σταθούν μόνες τους. Δεν έχεις συνηθίσει να κάνεις τα πράγματα μόνη σου, κυρα-Σταρκς. Σε φρόντιζαν καλά, έχεις ανάγκη από έναν άντρα."
Η Τζέινι γελούσε με όλους αυτούς τους καλοθελητές, γιατί ήξερε ότι γνώριζαν ένα σωρό γυναίκες μόνες∙ ότι δεν ήταν η πρώτη που συναντούσαν. Αλλά οι περισσότερες από τις άλλες ήταν φτωχές. Και εξάλλου, της άρεσε να είναι μόνη για αλλαγή. Αυτό το αίσθημα ελευθερίας ήταν ωραίο. Αυτοί οι άντρες δεν αντιπροσώπευαν κάτι που εκείνη θα ήθελε να μάθει. Είχε την εμπειρία τους μέσω του Λόγκαν και του Τζο. Της ερχόταν να τους χαστουκίσει μερικούς, έτσι όπως κάθονταν γύρω της χαμογελώντας σαν κοπάδι από γάτες του Τσεσάιρ, προσπαθώντας να προσποιηθούν πως την κοιτούσαν με αγάπη».
Η Τζέινι Κρόφορντ μιλά με αμεσότητα για τη ζωή της, τους γάμους της, την επιθυμία της να μη λειτουργεί ούτε ως υποζύγιο ούτε ως διακοσμητικό στοιχείο δίπλα στον άντρα. Πρώτα απ’ όλα δεν δίστάζει να αποποιηθεί τον ρόλο για τον οποίον την είχαν προορίσει, να βγει έξω μόνη της, ανεμπόδιστη και χειραφετημένη. Αξίζει το τίμημα που θα πληρώσει γι’ αυτό.
Zora Neale Hurston, Τα Μάτια τους Κοιτούσαν τον Θεό
Εκδόσεις Αίολος, 2023
Σελ. 256, μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά