«Μετά το πέρασμα του Τζόνυ από το άλτο σαξόφωνο δεν μπορείς να ακούς τους προηγούμενους μουσικούς και να πιστεύεις πως είναι non plus ultra∙ πρέπει να συμμορφωθούμε με εκείνο το είδος της μεταμφιεσμένης υποταγής που λέγεται ιστορικό αίσθημα και να πούμε πως ο καθένας από κείνους τους μουσικούς υπήρξε εκπληκτικός και εξακολουθεί να είναι για τον καιρό του. Ο Τζόνυ πέρασε από την τζαζ σαν ένα χέρι που κάνει τη σελίδα να γυρίσει, και τελείωσε». 

Οι παραπάνω γραμμές προέρχονται από τις σελίδες του βιβλίου Ο Κυνηγός του Χούλιο Κορτάσαρ (Το Κουτσό, Το βιβλίο του Μανουέλ, κλπ.). Η νουβέλα εκδόθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1988 από την Απόπειρα, σε μετάφραση της ποιήτριας Μάγιας Μαρίας Ρούσσου και επανεκδόθηκε το 2014.        

Με το όνομα Τζόνυ (Κάρτερ), ο Αργεντίνος συγγραφέας φωτογραφίζει στη νουβέλα του τον σαξοφωνίστα της τζαζ Charlie Parker. Το βιβλίο γράφτηκε το 1959, τέσσερα χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατο του επονομαζόμενου Bird σε ηλικία τριάντα ετών. Στο σύντομο αυτό διάστημα, ο Parker πράγματι πέρασε σαν σίφουνας από το κοσμοδρόμιο της τζαζ, γύρισε για πάντα τη σελίδα της και επαναχάραξε με εμφατικό τρόπο την ιστορία της, χωρίζοντάς τη στην  προ και μετά του be bop εποχή.

Στη μελέτη Μαύρη μουσική στη λευκή Αμερική (εκδ. Ισνάφι, 2007, μτφ. Χάρης Συμβουλίδης) του ποιητή, μουσικοκριτικού και θεωρητικού του κινήματος του Black Power, LeRoi Jones (μετέπειτα Amiri Baraka) περιγράφεται ως εξής η δημιουργία του be bop (η κάπως ηρωική αφήγηση είναι του Γάλλου βιολονίστα και  μουσικολόγου André Hodeir):

«Γύρω στο 1942, αφού η κλασική τζαζ είχε πραγματοποιήσει τις κατακτήσεις της, ένα μικρό συγκρότημα συνήθιζε να συγκεντρώνεται κάθε βράδυ σε ένα νυχτερινό κλαμπ του Χάρλεμ που λεγόταν Minton’s Playhouse. Απαρτιζόταν από κάμποσα νεαρά έγχρωμα αγόρια τα οποία, σε αντίθεση με τους συναδέλφους τους μουσικούς, δεν ένοιωθαν πια οικεία στην ατμόσφαιρα της “μουσικής σουίνγκ”. Γινόταν επείγον να πάρουν λίγο αέρα μέσα σε ένα πλούσια διακοσμημένο παλάτι το οποίο σύντομα επρόκειτο να μεταβληθεί σε φυλακή. Αυτός ήταν ο σκοπός του τρομπετίστα Ντίζι Γκιλέσπι, του πιανίστα Θελόνιους Μονκ, του κιθαρίστα Τσάρλι Κρίστιαν (που πέθανε πριν κυοφορήσουν οι προσπάθειες του συγκροτήματος), του ντράμερ Κένι Κλαρκ και του σαξοφωνίστα Τσάρλι Πάρκερ. Εκτός από τον Κρίστιαν, ήταν φτωχοί, άγνωστοι και μη ελκυστικοί• αλλά ο Μονκ διέγειρε του συναδέλφους του με την τόλμη των μελωδιών του, ο Κλαρκ δημιούργησε ένα νέο στιλ παιξίματος των τυμπάνων και ο Γκιλέσπι με τον Πάρκερ έφεραν ακκόρντα τα οποία έμοιαζαν παλαβά στους ανθρώπους που άρχισαν να τα ακούνε. Το στιλ μπίμποπ ήταν στη διαδικασία γέννησής του». 

Για τη συγχρονία του, το be bop θα πρέπει να λογίζεται ως ο μοντερνισμός της jazz. Εκπρόσωπος και ο ίδιος του κινήματος του μοντερνισμού, όχι βέβαια στη μουσική αλλά στη λογοτεχνία, ο Κορτάσαρ αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Bird έναν ομότιμο συνομιλητή, έναν μακρινό συνοδοιπόρο που επιδίωξε και εκείνος με τον τρόπο του να υπερβεί με την τέχνη του τις κανονιστικές επιταγές της φόρμας.

Η τομή που επέφερε ο Charlie Parker στην ιστορική εξέλιξη της jazz έχει υπογραμμιστεί επανειλημμένα στις σελίδες της λογοτεχνίας. Προσωποποιημένο στον Parker, το be bop, πυκνές αλληλουχίες άναρχων μουσικών φράσεων που στροβιλίζονται «στο δυναμό της νύχτας», είναι ένα μουσικό είδος που «απεχθάνεται τις τελείες». «Όχι άλλες αναθεματισμένες τελείες» σημειώνει ο Jack Kerouac στις πρώτες κιόλας σελίδες του On the road και αναθεματίζει «τους κανόνες, τα ταμπού της λογοτεχνίας, τους μπαμπούλες της γραμματικής». Συγγραφέας που ηδονίζεται με τις ατελείωτες παρεκβάσεις και ο οποίος εγκιβωτίζει στη βασική αφήγηση χίλιες δυο δευτερεύουσες αφηγήσεις, ο Kerouac είναι επηρεασμένος ολοφάνερα από την jazz και την τεχνική του Parker. O ρυθμός στα κείμενά του είναι συγκοπτόμενος∙ χειρίζεται τον λόγο με παρόμοιο τρόπο μ’ αυτόν με τον οποίον ελέγχει τις αναπνοές του ένας αυτοσχεδιαστής του be bop, ο οποίος ανεβοκατεβαίνει ασυγκράτητα τις κλίμακες. Μερικά χρόνια μετά, στις αρχές του 60, ένας άλλος δηλωμένος λάτρης της jazz, ο Thomas Pynchon, θα χρησιμοποιήσει στο πρώτο του μυθιστόρημα (V, 1963) παρόμοιες τεχνικές: ορμώμενος από τις ατελεύτητες εναλλαγές στις κλίμακες του bop και από τον Charlie Parker, θα προτείνει έναν λίγο διαφορετικό τρόπο αυτοσχεδιασμού: το κείμενο, όσο άρτια προμελετημένο και να είναι, αφήνεται πια στις δίνες της εσωτερικής του εντροπίας. Λίγα χρόνια πριν ο Miles Davis έχει ήδη εισαγάγει την τροπικότητα (το επονομαζόμενο στιλ modal) στην jazz και ο  John Coltrane πειραματίζεται με εκείνες τις ελευθεριακές μορφές έκφρασης που θα εξακοντίσουν τη μουσική σε ανυπολόγιστα μακρινές ηχοτοπικές συντεταγμένες. Τα παραπάνω στιλ θα ήταν απλώς αδιανόητα χωρίς τον ριζοσπαστισμό που επέβαλε στην jazz το παίξιμο του Charlie Parker, του μυθιστορηματικού Τζόνυ στo βιβλίο του Κορτάσαρ.    

Η νουβέλα του Κορτάσαρ τοποθετείται στο Παρίσι στα μέσα της δεκαετίας του 50, λίγο πριν από τον πρόωρο θάνατο του Parker, τον Μάρτιο του 1955. Όμοια με τον εμβληματικό σαξοφωνίστα, ο Τζόνυ βρίσκεται στα όριά του, σ’ ένα μεταίχμιο ασύλληπτης δημιουργικής εγρήγορσης και καταφανούς σωματικής/ψυχολογικής κατάρρευσης. Ο Τζόνυ τρέχει πια πιο γρήγορα από την ίδια τη μουσική, «την αφήνει να τρέχει και ο ίδιος βρίσκεται στην άλλη όχθη», όπως σημειώνει ο Κορτάσαρ. Στις σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε την αγωνία του σαξοφωνίστα «που αναζητά διέξοδο μέσα σ’ αυτό τον αυτοσχεδιασμό, τον γεμάτο ξεσπάσματα, ερωτηματικά, νεύματα απεγνωσμένα». Την ιστορία του Τζόνυ αφηγείται ο φίλος του μουσικοκριτικός της τζαζ, alter ego του Κορτάσαρ, ο οποίος γίνεται κι’ αυτός με τον τρόπο του ένας κυνηγός, αναζητώντας εναγωνίως συμπληρωματικά στοιχεία για τη βιογραφία του σαξοφωνίστα, ψηφίδες για την ολοκλήρωση ενός έργου που ενώ έχει συντελεστεί παραμένει συγχρόνως ένα έργο ζωής εν προώδω.

Θα ήταν λάθος ωστόσο να θεωρηθεί η νουβέλα του Κορτάσαρ ως μυθιστορηματική βιογραφία. Κάθε άλλο. Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι απλώς εμπνευσμένος από την περσόνα του Charlie Parker. Εξάλλου το κύριο θέμα του βιβλίου δεν περιορίζεται μόνο στην τζαζ αυτή καθαυτή, αν και σε αρκετά σημεία ο οξυδερκής (ημι)δοκιμιακός λόγος του Κορτάσαρ προσιδιάζει σε έμπειρο μουσικοκριτικό. Ωστόσο, όπως υπονοεί και ο τίτλος, το θέμα του βιβλίου είναι πρώτα απ’ όλα το κυνήγι, το κυνήγι του ανέφικτου, η διαρκής αναζήτηση της ουτοπίας που γονιμοποιεί την πρωτοπορία στην τέχνη και που προϋποθέτει κόστος. Ενίοτε ξόδεμα ζωής, όπως στην περίπτωση του Bird και του μυθιστορηματικού Τζόνυ. Ο συγγραφέας διεισδύει στην ψυχολογία του ήρωά του και σκιαγραφεί προσεκτικά την προσωπικότητα του, που μετεωρίζεται ανάμεσα στην ιδιοφυία και την αυτοκαταστροφή. 

Γράφει ο Κορτάσαρ: «Ο καλλιτέχνης μέσα του θα φρενιάζει από λύσσα κάθε φορά που θα ακούει αυτή την παρωδία της επιθυμίας του, όλων αυτών που θέλησε να πει όσο πάλευε, όσο κλονιζόταν, όσο του έφευγε το σάλιο από το στόμα μαζί με τη μουσική, πιότερο παρά ποτέμόνος απέναντι σ’ αυτό που κυνηγά, σ’ αυτό που ξεφεύγει όσο πιο πολύ κυνηγά».

Αντί επιλόγου παραθέτω μερικούς στίχους του Kerouac από το 239ο Χορικό της ποιητικής συλλογής Mexico City Blues (Ηριδανός, 2009, μτφ. Γιάννης Λειβαδάς):

«Ο Τσάρλι Πάρκερ Έμοιαζε στον Βούδα
Ο Τσάρλι Πάρκερ, που πέθανε πρόσφατα
Την ώρα που γελούσε μ' έναν ζογκλέρ στην τηλεόραση
μετά από εβδομάδες έντασης και αρρώστιας,
λέγαν πως ήταν ο Τέλειος Μουσικός.
Και η έκφραση στο πρόσωπό του
Ήταν τόσο ήρεμη, όμορφη και βαθυστόχαστη
Σαν τη μορφή του Βούδα
Όπως τον αναπαριστούν στην Ανατολή, τα κλειστά μάτια,
Η έκφραση που λέει “Όλα είναι Εντάξει”
- Αυτό έλεγε ο Τσάρλι Πάρκερ
Σαν έπαιζε, Όλα είναι Εντάξει.
Είχες την αίσθηση του νωρίς-το-πρωί
Σαν τη χαρά ενός ερημίτη, η σαν
την τέλεια κραυγή
Μιας ξέφρενης παρέας σ' ένα τζαμ σέσιον»

 

Χούλιο Κορτάσαρ, Ο Κυνηγός

εκδ. Απόπειρα, 1988, 2014

σελ. 128, μτφ. Μάγια Μαρία Ρούσσου 

catalogueitem_0337184

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured